ΔΠρΑθ 12234/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αναγκαστική εκτέλεση ιδιωτικής περιουσίας Δήμου -.

 

Η διαφορά που γεννάται από την επίδοση αντιγράφου απογράφου απόφασης του Διοικητικού Εφετείου με επιταγή προς εκτέλεση σε βάρος της ιδιωτικής περιουσίας του Δήμου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ... Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, ο Δήμος Ηρακλείου, ζητεί καθ΄ ερμηνεία του δικογράφου την ακύρωση του από 18-1-2007 πρώτου απογράφου εκτελεστού μετά της από 8-1-2007 επιταγής προς εκτέλεση της 368/2005  τελεσίδικης απόφασης Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή υποχρεώθηκε το ως άνω νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου να καταβάλει στην καθής η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία το ποσό 58.028,64 - νομιμοτόκως από την επίδοσης της αγωγής της μέχρι την εξόφληση. Η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό της ασκήσεώς της.

   Επειδή, το άρθρο 94 του Συντάγματος ορίζει στη μεν παρ. 1 ότι: «Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη  των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου», στη δε παρ. 2 ότι: «Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει». Εξάλλου, με το  άρθρο 1 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ Α΄ 182) έχουν υπαχθεί  στη δικαιοδοσία των τακτικών  διοικητικών δικαστηρίων  οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των διαφορών αυτών περιλαμβάνονται, κατά την παράγραφο 2 εδαφ. ια΄ του ίδιου άρθρου και εκείνες που αναφύονται από την εφαρμογή της νομοθεσίας που  αφορά την είσπραξη δημοσίων εσόδων (ν.δ. 356/1974). Περαιτέρω, στο άρθρο 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999 ΦΕΚ Α΄ 97) ορίζεται ότι: «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια  της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης ταμειακής βεβαίωσης του  εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, δ) της έκθεσης πλειστηριασμού και ε) του πίνακα κατάταξης. 2...3... ».  Στο δε άρθρο 199 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής, αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατά το άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται σε αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 918 του ίδιου Κώδικα. Οι παραπομπές  γίνονται  στις διατάξεις του  Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν. 2. Ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών  αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσής τους, εφαρμόζονται αναλόγως  οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για  την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. 3 .... ».

   Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις  συνάγεται ότι  στη δικαιοδοσία  των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας, στις οποίες συγκαταλέγονται και αυτές που αναφύονται κατά τη διαδικασία της  διοικητικής εκτέλεσης κατά τον Κώδικα  Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε. - ν.δ. 356/1974).  Ως τέτοιες δε, νοούνται μόνον όσες προκαλούνται από την άσκηση ανακοπής τρίτου κατά πράξεων (διοικητικών άλλωστε) της κατ΄ αυτού επισπευδόμενης διοικητικής εκτέλεσης από το Ελληνικό Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. (των οποίων τα έσοδα κατά νομοθετική πρόβλεψη εισπράττονται σύμφωνα με των ανωτέρω Κώδικα), προκειμένου να ικανοποιηθεί απαίτησή τους προερχόμενη από σχέση δημοσίου δικαίου και όχι διαφορές που γεννώνται κατόπιν ασκήσεως ανακοπής από το Ελληνικό Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. κατά πράξεων που αφορούν την κατ΄ αυτών αναγκαστική εκτέλεση, η οποία χωρεί βάσει των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας από τον δικαιούχο της απαίτησης και στρέφεται κατά της ιδιωτικής τους  περιουσίας, καθόσον οι διαφορές αυτές ανήκουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Το αντίθετο δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 199 του Κ.Δ.Δ., η οποία αναφέρεται στη διαδικασία και στο επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των καταψηφιστικών αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής και όχι στη δικαιοδοσία επί των διαφορών από τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. Μον. Διοικ. Πρωτ. Αθηνών 13204/2003, 14003/2004, 4186/2006 κ.ά.)

   Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 12 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητά του. 2. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η υπόθεση υπάγεται στα πολιτικά - ποινικά δικαστήρια, απορρίπτει το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο .... ».

   Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 368/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών έγινε δεκτή, έφεση που ασκήθηκε από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «... ΚΑΙ ΥΙΟΙ Α.Ε.» και υποχρεώθηκε ο εφεσίβλητος Δήμος να καταβάλει νομιμοτόκως στην εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία και καθ΄ ης εν προκειμένω, το ποσό 19.773.260 δραχμών (ήδη 58.028,64 ), το οποίο αντιστοιχεί σε υπόλοιπο οφειλής από διοικητική σύμβαση προμήθειας που είχε συναφθεί μεταξύ του Δήμου Ηρακλείου και της καθ΄ ης ανώνυμης εταιρείας.  Μετά ταύτα, η προαναφερθείσα, 368/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών περιήφθη  τον κατ΄ άρθρο 918 του ΚΠολΔ εκτελεστήριο τύπο από την  Πρόεδρο του Δικαστηρίου αυτού και, ακολούθως η καθής η ανακοπή επέδωσε στον Δήμο Ηρακλείου, αντίγραφο του εκδοθέντος πρώτου απογράφου εκτελεστού της εν λόγω αποφάσεως με επιταγή προς εκτέλεση. Ήδη ο Δήμος Ηρακλείου με την κρινόμενη ανακοπή, στρεφόμενη κατά του ανωτέρω απογράφου, ζητεί την ακύρωσή του για τους λόγους που αναφέρονται στο δικόγραφο της εν λόγω ανακοπής.

   Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και λαμβάνοντας υπόψη ότι με την επίδοση στο Δήμο Ηρακλείου του αντιγράφου του απογράφου της  368/2005 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου με επιταγή προς εκτέλεση άρχισε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ιδιωτικής του περιουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επίδικη διαφορά δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά των πολιτικών δικαστηρίων και, συνεπώς, πρέπει για το λόγο αυτό, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί ως  απαράδεκτη  κατ΄ άρθρο 12 Κ.Δ.Δ.

   Επειδή, κατ΄ ακολουθία, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί.

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Απορρίπτει την ανακοπή.