ΔΠρΑθ 11996/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Κατάσχεση μισθωμάτων του Δημοσίου -.

 

Η αναφυόμενη διαφορά από απαίτηση του Δημοσίου που προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (οφειλή από μισθώματα) για την οποία εκδόθηκε κατασχετήριο έγγραφο εις χείρας του Ταμείου Ασφάλισης Εμπόρων ΚΛΑΔ ως τρίτου ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ... Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. σχετ. τα υπ' αριθμ. 1095558 και 2606509/2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α'), επιδιώκεται η ακύρωση του υπ' αριθμ. 8175/415/9-5-2007 κατασχετηρίου εγγράφου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού, με το οποίο κατασχέθηκαν, εις χείρας του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων ΚΛΑΔ, ως τρίτου, όσα αυτό οφείλει ή μέλλει να οφείλει από συντάξεις, προς τον ανακόπτοντα, μέχρι του ποσού των 73.593,89 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε οφειλές του ανακόπτοντος από μισθώματα, χρονικής περιόδου από 1ης-1-2004 έως 13-10-2004, οι απαιτήσεις από τα οποία εκχωρήθηκαν από τους Ευγενία - Καρολίνα και Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, με σχετικές δηλώσεις εκχωρήσεως στο καθ' ου Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 7 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ Α' 151). Με αυτό το περιεχόμενο, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να εξεταστεί ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου.

   Επειδή, στο άρθρο 94 του Συντάγματος, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει (παρ. 1) και στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια. Περαιτέρω, με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ια' του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ Α' 182), ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, ως διοικητικές διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά στην είσπραξη των δημοσίων εσόδων (ν.δ/γμα 356/1974). Εξάλλου, με τις διατάξεις του ν.δ/τος 356/1974 (ΦΕΚ Α' 90) "Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων", ορίζεται, στο άρθρο 1 παρ. 2, ότι ως δημόσια έσοδα θεωρούνται και οι απαιτήσεις για τις οποίες έγινε δικαιούχος το Δημόσιο από καθολική ή ειδική διαδοχή και, στο άρθρο 2 παρ. 2, ότι νόμιμος τίτλος είναι η βεβαίωση, σύμφωνα με τους κείμενους νόμους και ο προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία οφείλεται, από τις αρμόδιες αρχές ή άλλες αρμόδιες κατά νόμο αρχές και η από έγγραφα δημόσια ή ιδιωτικά αποδεικνυόμενη οφειλή. Επίσης, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999 ΦΕΚ Α' 97) ορίζει, στο άρθρο 216, ότι: "Στις υπό τον πρώτο τίτλο ρυθμίσεις του τμήματος τούτου υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά τη σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 356/74 (Κ.Ε.Δ.Ε) είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εκτός αν τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου". Τέλος, στο άρθρο 4 παρ. 7 του ν. 2238/1994 "Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος" (ΦΕΚ Α' 151) ορίζεται ότι: "Εισοδήματα από την εκμίσθωση ακινήτων και από τόκους δανείων που θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί κατά τις διατάξεις του παρόντος και τα οποία αποδεδειγμένα δεν έχουν εισπραχθεί από το δικαιούχο, επιτρέπεται να μη συνυπολογίζονται στο συνολικό καθαρό εισόδημά του, εφόσον εκχωρηθούν στο δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα. Η εκχώρηση γίνεται με απλή έγγραφη δήλωση του υποχρέου σε φόρο, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία Προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μέσα στο οικονομικό έτος στο οποίο τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε φόρο. Μαζί με τη δήλωση αυτή παραδίδονται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας τα αποδεικτικά έγγραφα της εκχωρούμενης απαίτησης και με την ίδια δήλωση ο εκχωρών βεβαιώνει ότι δεν κατέχει κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Το Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα του εκχωρητή".

   Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ο εκχωρητής εισοδήματος, από οικοδομές, εκχωρεί στο Δημόσιο, με τη δήλωση που προβλέπει ο νόμος, το δικαίωμα εισπράξεως των μισθωμάτων δηλαδή το δικαίωμα που αφορά στην είσπραξη ιδιωτικής απαιτήσεως, η οποία, με την εκχώρηση αυτή καθίσταται μεν δημόσιο έσοδο, εισπρακτέο με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, αλλά, εφόσον η αιτία της προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, η διαφορά, που αναφύεται από την άσκηση ανακοπής, κατά της σχετικής πράξεως εκτελέσεως, φέρει τα στοιχεία της ιδιωτικής διαφοράς, η φύση της οποίας δεν μεταβάλλεται με την παρεμβολή της βεβαιωτικής διαδικασίας από όργανα της Διοικήσεως και της εισπράξεως της απαιτήσεως από το δημόσιο ταμείο. Κατά συνέπεια, δικαιοδοσία, για την εκδίκαση της διαφοράς αυτής, ως ιδιωτικής, έχουν, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, τα πολιτικά δικαστήρια (σχετ. ΔΕΑ 2434/1999).

   Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 ΦΕΚ Α' 97) ορίζει, στο άρθρο 12, ότι: "1. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία....του. 2. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η υπόθεση υπάγεται στα πολιτικά - ποινικά δικαστήρια απορρίπτει το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο....".

   Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Με τις υπ' αριθμ. 5400 και 5401/2005 δηλώσεις εκχωρήσεως μισθωμάτων ακινήτου, που υπέβαλαν στην ΔΟΥ Ι' Αθηνών, οι Ευγενία - Καρολίνα και Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου εκχώρησαν, στο Δημόσιο, μισθώματα, συνολικού ύψους 66.166,82 ευρώ, που κατά τις δηλώσεις αυτές, όφειλε, σε αυτούς, ο ανακόπτων, για τη χρονική περίοδο από 1ης-1-2004 έως 13-10-2004, λόγω μισθώσεως ενός ισογείου καταστήματός τους στο Νέο Ψυχικό Αττικής (οδός Λυκούργου αρ. 10). Ακολούθως, το ποσό αυτό, μετά των σχετικών τελών και προσαυξήσεων, ήτοι συνολικό ποσό 73.593,89 ευρώ,  βεβαιώθηκε, ταμειακώς, σε βάρος του ανακόπτοντος, από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού (ΑΤΒ 635 και 636/7-2-2006) και λόγω μη πληρωμής αυτού, με το υπ' αριθμ. 8175/415/9-5-2007 κατασχετήριο  έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού (προσβαλλόμενο), κατασχέθηκαν εις χείρας του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων ΚΛΑΔ, ως τρίτου, όσα αυτό οφείλει ή μέλλει να οφείλει από συντάξεις, προς τον ανακόπτοντα, μέχρι του ποσού αυτού. Ήδη, ο ανακόπτων, στρέφεται, με την κρινόμενη ανακοπή, κατά της προσβαλλόμενης πράξεως και, για τους λόγους, που αναφέρονται, σε αυτήν, ζητεί την ακύρωσή της. Αντιθέτως, το καθ' ου Ελληνικό Δημόσιο, με το παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημά του, ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης ανακοπής λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου, ισχυριζόμενο ότι, ενόψει του ότι η απαίτησή του προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, η αναφυόμενη διαφορά είναι ιδιωτική, ανήκουσα στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

   Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η απαίτηση του Δημοσίου για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο κατασχετήριο έγγραφο, προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (οφειλή από μισθώματα) και ότι, ως εκ τούτου, η, αναφυόμενη, από την άσκηση της κρινόμενης ανακοπής, διαφορά είναι ιδιωτική, ανήκουσα στη δικαιοδοσία των πολιτικών κρίνει ότι στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση αυτής, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού ισχυρισμού του καθ' ου. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου. Τέλος, θα πρέπει να απαλλαγεί ο ανακόπτων, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων, από τα δικαστικά έξοδα του καθ' ου Ελληνικού Δημοσίου και να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 275 και 277 του ΚΔΔ).

 

   ΔIΑ ΤΑΥΤΑ

 

   -Απορρίπτει την ανακοπή.

   -Απαλλάσσει τον ανακόπτοντα από τα δικαστικά έξοδα.

   -Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.