ΔιατΕισΠρΑθ 201/2017

 

Απάτη επί Δικαστηρίω -.

 

Δεν συνιστά απόπειρα του εγκλήματος μόνο με την προβολή του ενδίκου ισχυρισμού. Αιτιώδης συνάφεια. Συκοφαντική δυσφήμιση. Δεν είναι τρίτος ο εκ καθήκοντος λαμβάνων γνώση κάποιου ισχυρισμού. Δικαστικοί Λειτουργοί.

 

 

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ     

 

 

                                                                        ΕΓ 98-17/201/41Δ/17

 

 

 

ΔΙΑΤΑΞΗ

Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αφού λάβαμε υπ όψιν μας την υποβληθείσα στις 22.3.2017 έγκληση του ..., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, οδός ..., ΑΦΜ .../ΔΟΥ ... κατά των ... δια της οποίας καταγγέλλει ότι η πρώτη εκ των εγκαλουμένων, εν διαστάσει σύζυγός του, ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένα κινητά πράγματα του ιδίου, ότι επιχείρησε να παραπλανήσει τον συνθέτοντα το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου Δικαστικό Λειτουργό δι υποβολής των προτάσεών της προσκομίζοντας ψευδείς κατά περιεχόμενο ένορκες βεβαιώσεις κατά την εκδίκαση αγωγής του περί αποδόσεως κινητών πραγμάτων καθώς επίσης τον συνθέτοντα το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικό Λειτουργό κατά την εκδίκαση αιτήσεώς του περί μεταρρυθμίσεως της υπ αρ. 1000/2016 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού προσεκόμισε ψευδή, κατά περιεχόμενο, ένορκη βεβαίωση, ότι στις 27.3.2016 και 1.6.2016 υπέβαλλε εν γνώσει της ψευδείς μηνύσεις και αυτού σκοπεύοντος την κατ αυτού άσκηση ποινικής διώξεως, επί των οποίων σχηματίσθηκαν οι υπό στοιχεία ΑΒΜ ... και ... ποινικές δικογραφίες∙ ομοίως δε στις 27.2.2017 σχηματισθείσα της υπό στοιχεία ΑΒΜ ... ποινικής δικογραφίας, βλάπτοντας, ωσαύτως, την τιμή και υπόληψή του με τα εκεί διαλαμβανόμενα όπως επίσης και με τα αναφερόμενα στην από 3.3.2017 εξώδικη δήλωση και πρόσκλησή της, ότι προκάλεσε σωματική βλάβη στο ανήλικο τέκνο τους «υπό τη μορφή της ψυχικής βλάβης αυτού» (παρατίθεται αυτούσια η διατύπωση της εγκλήσεως: σελ. 24), ότι εξέθεσε σε κίνδυνο τα ανήλικα τέκνα τους μη θέτοντας βρεφικά καθίσματα στο όχημά της και μη παραδίδοντας στον ίδιο τα βιβλιάρια υγείας τους, ότι παραβίασε εξακολουθητικώς τη δικαστική απόφαση υπ αρ. 1000/2016 αρνούμενη να παραδώσει τα ανήλικα παιδιά τους σε αυτόν, καίτοι δυνάμει της, ως είρηται, αποφάσεως δικαιούται να επικοινωνεί με αυτά, ότι αυτή δια της υποβολής ψευδών κατ αυτού εγκλήσεων και της ενόρκου βεβαιώσεως του περιεχομένου της διέπραξε το έγκλημα της ψευδορκίας καθώς επίσης ότι οι δεύτερη και τρίτος εκ των εγκαλουμένων βεβαίωσαν ψευδώς πραγματικά περιστατικά στις δοθείσες ένορκες βεβαιώσεις και παρείχαν συνδρομή στον πρώτο εξ αυτών στο έγκλημα της απόπειρας απάτης και της απάτης επί Δικαστηρίων, εκθέτουν τα εξής:

 

Από το άρθρο 47 παρ. 1, 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών απορρίπτει με συνοπτικώς αιτιολογημένη διάταξή του την υποβληθείσα έγκληση, μεταξύ των λοιπών περιπτώσεων, εάν δεν στηρίζεται στο νόμο. Περαιτέρω, από το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ που ορίζει ότι «όποιος έχοντας αποφασίσει να τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης τιμωρείται, αν το κακούργημα ή το πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη» προκύπτει ότι για τη νομοτυπική μορφή της απόπειρας διαπράξεως εγκλήματος απαιτείται πράξη που περιέχει, τουλάχιστον, αρχή εκτελέσεως αυτού, δηλ. κάθε ενέργεια του δράστη η οποία, εάν δεν ήθελε ανακοπεί για οποιονδήποτε λόγο, οδηγεί οπωσδήποτε στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτό σε τέτοια συνάφεια, άμεση και αναγκαία, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής (ΑΠ 1201/2015, ΝοΒ, τομ. 64, 322).

 

 Ειδικώς για το έγκλημα της απάτης επί Δικαστηρίω, που διαπράττεται με παραπλάνηση του Δικαστού όταν υποβάλλεται σε αυτόν ψευδής ισχυρισμός ο οποίος υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων, δηλ. πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων αλλά ψευδών κατά το περιεχόμενό τους (ψευδής κατάθεση μάρτυρα κλπ.), από τα οποία προκύπτει παραπλάνηση του και έκδοση αποφάσεως που ως διαθετική πράξη βλάπτει την περιουσία τρίτου προσώπου (ΑΠ 238/2015, ΠΧρΞΣΤ, 340), δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή εκτελέσεως μόνη η προβολή αναληθούς ισχυρισμού που μπορεί να γίνει και με το εισαγωγικό ακόμα δικόγραφο (ΑΠ 2051/2010, ΠΧρΞΒ, 19. Επ αυτού βλ. και Ν. Ανδρουλάκης: «Είναι νοητή η απάτη επί Δικαστηρίω»: ΠΧρΚ, 561 εξ αφορμής της Συμβ. Πλημ. Ηρακλείου: 695/1970, ΠΧρΚ, 537). Η επίκληση και προσκομιδή αποδεικτικών μέσων προς απόδειξιν των ισχυρισμών του διαδίκου κρίνεται υπό τους όρους της αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα σε αυτή τη δικονομική συμπεριφορά και την θεωρούμενη ως διαθετική πράξη Δικαστική Απόφαση (ΑΠ 1188/2014, ΠΧρΞΕ, 506, ΑΠ 1103/2014, ΠΧρΞΕ, 531). Τούτο σημαίνει ότι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν χωρεί τεκμήριο ομολογίας, ως συμβαίνει κατά κανόνα, και το Δικαστήριο προβαίνει στην έκδοση αποφάσεως κατά συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται από όλους τους διαδίκους (σχετ. ΑΠ 977/2009, Αρμεν. 2009, 1743), η βλάβη της περιουσίας του ηττηθέντος διαδίκου δεν είναι παράνομη το μεν διότι δεν αποτελεί άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης κατά τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων που απαιτεί να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος όχι μόνο ανάμεσα στην απατηλή συμπεριφορά του δράστη και την πλάνη του διαθέτοντος αλλά και ανάμεσα σε αυτή και την βλαπτική περιουσιακή διάθεση (σχετ. διάταξη Εισαγγ. Πρωτ. Θεσ/νίκης: 67/2007, ΠΧρΝΘ, 668), το δε διότι συνιστά τούτη αντανακλαστική συνέπεια νόμιμης, συνταγματικής περιωπής (άρθρο 20 Συν/τος) διαδικασίας, βάσει του ισχύοντος θετικού δικαίου (βλ. Ανδρουλάκης: εα, 569). Ακριβώς η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο όλων των αποδεικτικών μέσων αποκλείει και αυτή ακόμα την απόπειρα διαπράξεως του εγκλήματος, διότι η επίκληση και η προσκομιδή αποκλειστικών στοιχείων ψευδών, έστω, κατά περιεχόμενο δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην έκδοση σύμφωνης προς αυτά και μόνον δικαστικής αποφάσεως εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν ανακοπεί η προς αυτήν διαδρομή των πραγμάτων (ΑΠ 1021/2015, ε.α., ΑΠ 391/2015, ε.α.). Τέτοιος ανακύπτων τη διαδρομή προς την ολοκλήρωση του εγκλήματος λόγος δεν είναι η εκφερόμενη δικαστική κρίση, στον έλεγχο της οποίας εξ αρχής και εν γνώσει όλων υποβάλλονται οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί και τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, δεν στοιχειοθετούνται τα καταγγελόμενα δια της εγκλήσεως εγκλήματα της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίω και της απάτης επί Δικαστηρίω - η πράξη αυτή μάλιστα καταγγέλλεται ότι διαπράχθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ισχύοντος του ανακριτικού συστήματος - και η υποβληθείσα έγκληση είναι κατά τούτο νόμο αστήρικτη.

 

Αναλόγως ο παρέχων κάποιο αποδεικτικό μέσο, όπως π.χ. ένορκη κατάθεση ή ένορκη βεβαίωση ενώπιον αρμοδίας αρχής - όπως εν προκειμένω - δεν σημαίνει ότι παρέχει συνδρομή, άμεση (46 παρ. 1β ΠΚ) ή απλή (47 παρ. 1 ΠΚ) στον κατηγορούμενο ή των όντι διαπράξαντα απάτη επί Δικαστηρίω, δεδομένου ότι ο δόλος αυτού πρέπει να περιλαμβάνει τη γνώση του ότι συνδράμει τρίτο πρόσωπο που πράττει αξιόποινα κατά το χρόνο τέλεσης της πράξεως ή πριν από αυτή και επιθυμεί να παρέχει την αναγκαία ή οποιαδήποτε συνδρομή (ΑΠ 308/2016, ΝοΒ 64, 2267, ΑΠ 1506/2016 ΠΧρΞΑ, 529 και ΑΠ 928/2015, ΠΧρΞΣΤ, 600, ΑΠ 1673/2010, ΠΧρΞΑ, 665, αντιστοίχως). Τα παραπάνω ισχύουν ακόμα κι αν το αποδεικτικό μέσο δεν θεωρηθεί βάσιμο ή κρίσιμο ή αποφασιστικό στην έκδοση της Δικαστικής Απόφασης. Επομένως, βάσει των ανωτέρω αλλά, κυρίως, του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της συμμετοχής στη διάπραξη εγκλήματος τινός δεν στοιχειοθετείται ουδεμίας μορφής συνέργεια στα εγκλήματα της απάτης επί Δικαστηρίω, τελεσθείσα και εν αποπείρα, ως καταγγέλλει ο εγκαλών και για το λόγο αυτό η έγκλησή του είναι επίσης νόμω αστήρικτη ως προς τούτο. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 362, 363 ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως στοιχειοθετείται όταν κάποιος ισχυρίζεται ή διαδίδει για άλλον περιστατικά του εξωτερικού κόσμου, εμπίπτοντα στις αισθήσεις και διυποκειμεικώς ελέγξιμα (δεκτικά αποδείξεως: ΑΠ 318/2015, ΠΧρΞΣΤ,346) που είναι αντικειμενικά ψευδή (ΑΠ 905/2010, ΠΧρΞΑ, 266) εν γνώσει του δράστη περί της αναλήθειας τούτων και υπό την πρόθεσή του να προβεί στην εκφορά βλαπτικής της τιμής ισχυρισμού ή διαδόσεως (ΑΠ 359/2012, ΠΧρΞΒ, 744). Ο ισχυρισμός και η διάδοση αναγκαίως πρέπει να γίνονται ενώπιον τρίτου προσώπου. Δεν είμαι όμως τρίτος κατά την έννοια του νόμου εκείνος ο οποίος λαμβάνει γνώσει ισχυρισμών εκ λόγων καθήκοντος, όπως είναι οι Δικαστικοί Λειτουργοί, οι δικαστικοί υπάλληλοι και οι δικαστικοί επιμελητές οι οποίοι έλαβαν γνώση των προτάσεων του εγκαλουμένου και της εξώδικου δηλώσεώς του (βλ. σχετ. Θρασ. Κονταξής: Η έννοια τους τρίτου στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης: Π. Δικ. 2015, 357 επ). Τυχόν αντίθετη θέση θα προσέθετε στα παραπάνω πρόσωπα και άλλα, απροσδιορίστου αριθμού και ταυτότητας, όπως οι παρευρισκόμενοι στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης οι οποίοι αυτονόητα δεν είναι δυνατόν να εντάσσονται στον κύκλο των ανθρώπων, άγνωστοι σε όλους, ενώπιον των οποίων ο ισχυριζόμενος ή διαδίδων προτίθεται να βλάψει την τιμή κάποιου (βλ. και Διον. Σπινέλλης: Προβλήματα εκ των εγκλημάτων διακινδύνευσης: ΠΧρ ΚΓ,241 επ.). Εξ άλλου ο χαρακτήρας του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ως αφηρημένης διακινδυνεύσεως, διόλου δεν σημαίνει ότι η βλάβη της τιμής νοείται υποθετικά (βλ. Θρ. Κονταξής: ε.α.). Στην περίπτωση μας τούτο θα οδηγούσε σε φαλκίδευση του συνταγματικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας και την εξάρτησή της ασκήσεώς του από το μέγεθος της ψυχικής αντοχής του ασκούντος ή προτιθέμενου να ασκήσει αυτό στο ενδεχόμενο καταμηνύσεώς του, για τούτο και μόνον, εκ μέρους εκείνου κατά του οποίου στρέφεται, δια της μετατροπής των εκπροσώπων της Δικαστικής Λειτουργίας σε τρίτους (επίσης βλ. Πολυμ. Πρωτ. Αθηνών: 373/2016, Χρ.Ι.Δ., ΙΣΤ, 270). Επομένως δεν νοείται δυσφήμηση του εγκαλούντος δια των διαληφθέντων σε δικόγραφα προτάσεων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου προτάσεων ούτε εκείνων που διελήφθησαν σε απευθυνθέν στον ίδιο εξώδικο εκ μέρους της πρώτης εκ των εγκαλουμένων, απορριπτομένη της εγκλήσεως τον ως νόμω αστήρικτης κατά τούτο δίχως καν να εξετάζεται το ενδεχόμενο εφαρμογής του άρθρου 367 ΠΚ. Πέραν των ανωτέρω εξ ουδενός στοιχείου προέκυψε ότι η εγκαλουμένη επιτρέπει τη μετακίνηση των ανηλίκων παιδιών της ασυνοδεύτων με τη χρήση ανελκυστήρα, ότι δεν λαμβάνει μέτρα ασφαλείας για την ακίνδυνη μετακίνησή τους με το όχημά τους. Ως προς το ζήτημα της για παραδόσεως στον εγκαλούντα των βιβλιαρίων υγείας των ανηλίκων παιδιών τονίζεται αφενός ότι νομίμως κατέχει αυτά η πρώτη εκ των εγκαλουμένων που έχει την επιμέλεια των ανηλίκων παιδιών και αφετέρου ότι το γεγονός αυτό δεν συνιστά «μετατόπιση» των ανηλίκων παιδιών από ασφαλή σε κινδυνώδη θέση προκειμένου να στοιχειοθετείται το έγκλημα της έκθεσης (ΑΠ 1362/2010, ΠΧρΞΑ, 449) και μάλιστα υπό την επικάλυψη του ενδεχομένου δόλου (ΑΠ-Ολομ-4/2010, ΠΧρΞ, 719επ.), διότι στην ίδια έχει ανατεθεί η φροντίδα και η επιμέλειά τους. Τέλος, ναι μεν συνιστά βλάβη της υγείας και η εναγόμενη στην ψυχολογική ή πνευματική κατάσταση μεταβολής επί τα χείρω (Αιτιολ. Εκθ 1933, εκδ. Ζαχαρόπουλος, σελ. 464) - δεν είναι όμως σημαντική βλάβη, ως θεωρεί ο εγκαλών στη σελ. 24η της εγκλήσεως του - πλην όμως τα αναφερόμενα στις επικαλούμενες υπό του εγκαλούντος ιατρικές γνωματεύσεις του ειδικού ψυχιάτρου παιδιών και εφήβων ... «περί προβλημάτων συμπεριφοράς που δημιουργούν έντονο προβληματισμό» πέραν του ότι δεν συνιστούν στη γενικότητά τους πνευματική ή ψυχική βλάβη, οφείλονται στη διάσπαση της οικογενειακής συμβίωσης και στην ένταση που διακρίνει τις σχέσεις των γονέων, κάτι που ασφαλώς αφορά και στον ίδιο τον εγκαλούντα.

 

Συνεπεία των προεκτεθέντων η κρισιολογούμενη έγκληση είναι απορριπτέα εν μέρει το μεν ως νόμω αστήρικτη για τα ζητήματα της απάτης επί Δικαστηρίω, τετελεσμένης και σε απόπειρα, της συνέργειας σε αυτή και της συκοφαντικής δυσφήμησης το δε ως προφανώς αβάσιμη κατ ουσίαν για τα εγκλήματα της έκθεσης και σωματικής βλάβης ανηλίκων υπό την επιφύλαξη: α) τυχόν εφαρμογής του άρθρου 59 παρ. 2 Κ.Π.Δ. β) της ασκήσεως ποινικής διώξεως για τα εγκλήματα, της υφαίρεσης, παραβίασης διατακτικού δικαστικής αποφάσεως και ψευδορκίας μάρτυρα.

 

Τέλος, πρέπει να επιβληθούν έξοδα εις βάρος του εγκαλούντος εκ ποσού 80, κατά το μέρος που η έγκλησή του απορρίφθηκε διότι προέβη στην υποβολή της εν γνώσει της προφανώς κατ ουσίαν αβασιμότητας της μη επικαλεσθείς ούτε προσκομίσας κάποιο αποδεικτικό στοιχείο αλλά και εν γνώσει της κατά νόμο αβασιμότητάς της περί της οποίας καλώς επληροφορήθη από τους νομικούς παραστάτες στους οποίος προσέτρεψε (οράτε σελ. 49 της εγκλήσεως), πλην όμως υπέβαλλε αυτή προς συσκότισιν της αλήθειας εν όψει των διαφορών που υφίστανται ανάμεσα στον ίδιο και την πρώτη εκ των εγκαλουμένων (585 παρ. 4 Κ.Π.Δ.).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΜΕ την υποβληθείσα στις 22.3.2017 έγκληση του ..., ΑΦΜ .../ΔΟΥ ... εν μέρει, ως νόμω αστήρικτη και προφανώς αβάσιμη κατ ουσίαν.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΜΕ στον ..., έξοδα εκ ποσού 80.

 

 

Ο Εισαγγελέας

 

Νικόλαος Δεληδήμος

Εισαγγελέας Πρωτοδικών