ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΔιατΕισΕφΠατρών 54/2020

 

Προσφυγή κατά διατάξεως Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών - Απιστία κατ’ εξακολούθηση - Απάτη κατ’ εξακολούθηση - Ηθική αυτουργία σε απάτη - Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες -.

 

Προσφυγή εγκαλούντος κατά της διατάξεως του εισαγγελέα πλημμελειοδικών με την οποία απορρίφθηκε η έγκλησή του. Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας. Τέσσερα βασικά στοιχεία: α) νομίμως θεμελιωμένη εξουσία αντιπροσώπευσης, β) εξωτερική και δικαιοπρακτική ενέργεια του αντιπροσώπου, γ) κατάχρηση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας διαθέσεως, συνιστάμενη στην υπέρβαση των ορίων της επιτρεπτής δράσης του αντιπροσώπου επί τη βάσει της εσωτερικής σχέσεως στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του να προκαλεί την παραγωγή εννόμων συνεπειών και δ) επαγωγή βέβαιης ζημίας στην αλλότρια περιουσία. Απαιτείται άμεσος δόλος. Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης. Απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Παραπλάνηση με παράλειψη ανακοινώσεως αληθινών γεγονότων. Κακουργηματικός χαρακτήρας απάτης. Συνέργεια. Επιβολή της ποινής αυτουργού. Ηθική αυτουργία. Ποινή για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Παραγγελία ασκήσεως ποινικής δίωξης.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

 

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΩΝ

ΠΑΤΡΩΝ

 

Αριθμός: 54/2020

 

ΔΙΑΤΑΞΗ

 

Ο Εισαγγελέας Εφετών Πατρών

 

Αφού λάβαμε υπόψη τη με αριθμό 29/2020 προσφυγή του ..., κατοίκου Καλιφόρνιας Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, οδός ..., προσωρινά διαμένοντος στον Κορυδαλλό - Αττικής, οδός ..., κατά της με αριθμό 269/2020 Διάταξης της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πατρών, με την οποία απορρίφθηκε η από 23.09.2010 (ημερομηνία έκθεσης εγχείρισης 17.03.2011) έγκληση του κατά των: 1) ..., δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, οδός ... και 2) ..., κατοίκου Λονδίνου Ηνωμένου Βασιλείου, οδός ..., για τις πράξεις: α) της απιστίας κατ' εξακολούθηση, με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 390 εδ. β' - α', 98 του Ποινικού Κώδικα), β) της απάτης κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και συνολικά προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 386 παρ.3 περ. β' - 1, 98 Π.Κ.), γ) της ηθικής αυτουργίας σε απάτη κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και συνολικά προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 386 παρ. 3 περ. β' - 1, 98, 46 παρ.1 Π.Κ.) και δ) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθ. 45παρ.1 α' Ν. 3691/2008 και ήδη άρθρο 39 παρ.1 α' Ν. 4557/2018), εκθέτουμε τα ακόλουθα:

 

Κατά την διάταξη του άρθρου 52 Κ.Π.Δ. (Ν. 4620/2019): «1. Ο εγκαλών έχει δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών σύμφωνα με τις παρ.2 και 3 του προηγούμενου άρθρου, να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474».

 

Στην προκείμενη περίπτωση η με αριθμό 269/2020 Διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πατρών επιδόθηκε στις 03.07.2020 και η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε στις 17.07.2020, ήτοι εντός της δεκαπενθήμερης προθεσμίας του άρθρου 52 παρ.1 του Κ.Π.Δ. (Ν. 4620/2019), με τη σύνταξη έκθεσης ενώπιον της Γραμματέως της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πατρών. Επιπλέον, με την υποβολή της κρινόμενης προσφυγής ο προσφεύγων κατέθεσε και το προβλεπόμενο από το νόμο παράβολο υπέρ του Δημοσίου, ποσού 250 ευρώ (βλ. με κωδικό πληρωμής ... παράβολο).

 

Συνακόλουθα, εφόσον συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες δικονομικές προϋποθέσεις, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 390 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει μετά τον Ν. 4619/2019, η οποία εφαρμόζεται ως ευμενέστερη, κατ' άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα: «Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας απαιτείται ο δράστης, χωρίς να έχει σκοπό ιδιοποίησης, κατά τη διαχείριση ή επιμέλεια της περιουσίας άλλου, που έχει από το νόμο ή από δικαιοπραξία, να τη ζημιώσει με πράξη ή παράλειψη. Περαιτέρω, η ενέργεια αυτή πρέπει να έχει εξωτερική φύση, καθώς εάν η βέβαιη ζημία προέλθει από εσωτερική ενέργεια, όπως η ιδιοποίηση, θα πρόκειται για υπεξαίρεση. Θα πρέπει, δηλαδή, η ζημία να επέλθει από διαχειριστική πράξη ή παράλειψη του δράστη, κατά κατάχρηση της έναντι τρίτων αντιπροσωπευτικής εξουσίας του. Για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας δεν θα πρέπει να ενεργεί απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, με δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Συνεπώς, πράξεις εσωτερικές και δη είτε με υλικό είτε με δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, και εξωτερικές που έχουν είτε υλικό είτε δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, αλλά δεν αποτελούν ενάσκηση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας, δεν συνιστούν απιστία. Επιπλέον, δεν υπάρχει κατάχρηση και, επομένως, δεν τελείται το αδίκημα, όταν δεν παραβιάζονται οι κανόνες επιμελούς διαχείρισης, όπως όταν οι ενέργειες επιτρέπονται από τη σύμβαση ή δεν υπήρχε δυνατότητα επωφελέστερης επιλογής, τηρήθηκαν οι διαδικασίες, εξαντλήθηκαν  τα περιθώρια διαπραγμάτευσης κ.λπ. Επομένως, τέσσερα είναι τα βασικά στοιχεία της απιστίας: α) νομίμως θεμελιωμένη εξουσία αντιπροσώπευσης, β) εξωτερική και   δικαιοπρακτική ενέργεια του αντιπροσώπου, γ) κατάχρηση της (αντιπροσωπευτικής) εξουσίας διαθέσεως, συνιστάμενη στην υπέρβαση των ορίων της επιτρεπτής δράσης του αντιπροσώπου επί τη βάσει της εσωτερικής σχέσεως στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του να προκαλεί την παραγωγή εννόμων συνεπειών και δ) επαγωγή βέβαιης ζημίας στην αλλότρια περιουσία. Υποκειμενικά δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος, αλλά απαιτείται άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη, ότι η πράξη είναι επιζήμια για την περιουσία που διαχειρίζεται ή επιμελείται και τη θέληση του να επιφέρει τη βέβαιη αυτή ζημία (ΑΠ 532/2011  Νόμος, ΑΠ 973/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιανδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Ως βλάβη νοείται και η χειροτέρευση της περιουσίας, έστω και αν υπάρχει ενεργός αξίωση κατά του δράστη ή τρίτου προς αποκατάσταση της βλάβης. Το έγκλημα της απάτης συντελείται, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά στοιχεία αυτού, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εφόσον αυτή υπήρξε η παράγωγος αιτία της παραπλανήσεως του απατώμενου. Ενόψει δε του ότι δεν απαιτείται η ταύτιση του αττατώμενου προς το πρόσωπο του περιουσιακώς βλαπτόμενου, υπάρχει άπατη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτώμενου, αρκεί ο παραπλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων, συνιστά η απατηλή συμπεριφορά που πραγματώνεται και με παράλειψη, την παράλειψη δηλαδή ανακοίνωσης στον παθόντα αληθινών γεγονότων, τα οποία είχε υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώσει σ' αυτόν είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση είτε από την προηγούμενη συμπεριφορά του. Εντεύθεν έπεται ότι απάτη δύναται να διαπραχθεί και με παραπλάνηση, όταν ο δράστης παραλείπει να ανακοινώσει σε αυτόν αληθινά γεγονότα, τούτου συνιστώντος αθέμιτη παρασιώπηση, αν από το νόμο ή τη σύμβαση τάσσεται αντίθετη υποχρέωση ανακοινώσεως αυτών. Τέτοια υποχρέωση ανακοινώσεως μπορεί να θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 Αστικού Κώδικα επιβαλλόμενη συμπεριφορά στο συναλλασσόμενο κατά τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, η δε εξαπάτηση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, έγγραφο ή προφορικά, ρητά ή σιωπηρά. Ψευδές γεγονός συνιστούν και οι ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις του κατηγορουμένου. Το γεγονός πρέπει να υπήρξε στο παρελθόν ή να έχει διαμορφωθεί και υπάρχει στο παρόν όταν γίνεται η βεβαίωση του και δεν μπορεί να ανάγεται στο μέλλον. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 περ. β' του άρθρου 386 του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν το Ν. 4619/2019, η οποία εφαρμόζεται ως ευμενέστερη κατ' άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα, ενόψει του ότι δεν προβλέπεται η σωρευτική απειλή χρηματικής ποινής, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. (βλ. ΑΠ 417/2012, ΑΠ 171/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τη διάταξη εξάλλου του άρθρου 47 του ισχύοντος από την 1η-07-2019 Ποινικού Κώδικα: «Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού».

 

Η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη και συνεπώς εφαρμοστέα στην προκείμενη περίπτωση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2παρ.1 του νέου Π.Κ., έναντι της ως άνω αντίστοιχης για την άμεση συνεργεία του άρθρου 46παρ.1 περ. β' του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 Ποινικού Κώδικα, καθόσον, κατ' αρχήν, η συνεργεία, χωρίς διάκριση πλέον σε απλή ή άμεση (κατά τις διακρίσεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα), αντιμετωπίζεται ενιαία και τιμωρείται με ποινή μειωμένη, κατά το άρθρο 83 του Π.Κ. Κατ' εξαίρεση μόνο το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της άμεσης, κατά το εδάφιο β' συνέργειας («... άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και εκτέλεση της πράξης θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού»), στην έννοια της οποίας εμπίπτουν πλέον με βάση τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης (εδαφίου β'), τέτοιες πράξεις συνδρομής που προσεγγίζουν εγγύτατα την αυτουργική τέλεση του εγκλήματος. Δηλαδή, με τη διάταξη του άρθρου 47 του νέου Ποινικού Κώδικα αφενός μεν προβλέπεται μειωμένη ποινή και για την περίπτωση της άμεσης συνέργειας, αφετέρου δε ορίζεται ότι η επιβολή από το δικαστήριο της ποινής του αυτουργού, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω επιβαρυντικές περιστάσεις του εδαφίου β', είναι δυνητική, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν άρθρο 46παρ.1 περ. β' του Π.Κ. που προέβλεπε υποχρεωτικά και όχι δυνητικά μόνο την ποινή του αυτουργού (βλ. ΑΠ 568/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 46παρ.1 του Π.Κ. προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή  μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή, παραινέσεις κ.α., β) διάπραξη από τον άλλο της πράξης αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη  διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος, με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης (βλ. ΑΠ 601/2006). Περαιτέρω, το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, το οποίο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ.1 α' Ν. 3691/2008 και ήδη του άρθρου 39παρ.1 α' Ν. 4557/2018 τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες {20.000) έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, προϋποθέτει την προγενέστερη  τέλεση  άλλου  εγκλήματος που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα (βασικό έγκλημα), από το οποίο κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα, όπως το χρήμα υπό υλική ή άυλη μορφή. Στο περιεχόμενο του δόλου του δράστη του αδικήματος εξάλλου περιλαμβάνεται τόσο η γνώση της αξιόποινης προέλευσης των εσόδων όσο και η γνώση της αξιόποινης πράξης από την οποία προήλθαν τα έσοδα. Το υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων και το υποκείμενο του βασικού εγκλήματος που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προέρχονται τα νομιμοποιούμενα περιουσιακά στοιχεία μπορεί να ταυτίζονται ή να πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα (ΑΠ 1080/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκείμενη περίπτωση από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα από τα έγγραφα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, σε συνδυασμό με τις χωρίς όρκο καταθέσεις των εγκαλουμένων και τις έγγραφες εξηγήσεις και τα υπομνήματα αυτών, προέκυψαν τα εξής: Ο προσφεύγων ..., επιχειρηματίας και μεσίτης ασφαλιστικών προϊόντων, μαζί με τη σύζυγο του ..., μόνιμοι κάτοικοι Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, περί το μήνα Ιούνιο του έτους 2006 ήρθαν σε επαφή με τον πρώτο εγκαλούμενο ..., δικηγόρο Πατρών, μέσω του φίλου τους ..., και του εξέφρασαν την πρόθεση τους να προβούν σε αγορές ακινήτων στην Ελλάδα. Κατά τις συναντήσεις τους συμφωνήθηκε οι αγορές των ακινήτων να πραγματοποιηθούν με στεγαστικά δάνεια της Τράπεζας Πειραιώς, για τη χορήγηση των οποίων θα μεσολαβούσε ο πρώτος εγκαλούμενος και να αφορούν διαμερίσματα σε κτιριακά συγκροτήματα στην Πάτρα και στη Λευκάδα, τα οποία είχαν κατασκευαστεί από δύο εταιρίες συμφερόντων του δεύτερου εγκαλούμενου ... και ειδικότερα από την εταιρία EUROTERRA Α.Τ.Ε.Δ.Α., στην οποία αυτός ήταν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος και την εταιρία EASY HOMES Α.Τ.Ε.Δ.Α., στην οποία ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, ενώ πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της ήταν η σύζυγος του .... Με βάση το σχεδιασμό της επένδυσης η αποπληρωμή των δανείων θα πραγματοποιούνταν από τα προερχόμενα από την εκμίσθωση των ακινήτων μισθώματα, τα οποία θα κατατίθεντο σε τηρούμενο στην Τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό, καθώς και μέσω bonus δανείου, το οποίο θα κατατίθετο επίσης στο συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή των δανείων. Πράγματι, ο προσφεύγων και η σύζυγος του χορήγησαν εξουσία εκπροσώπησης τους στον πρώτο εγκαλούμενο ..., ώστε να προβεί σε όλες τις αναγκαίες διαχειριστικές πράξεις για την υλοποίηση της σχεδιαζόμενης επένδυσης. Ειδικότερα, ο ..., με το με αριθμό ./20.07.2006 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ..., που καταρτίστηκε πριν την αναχώρηση του για τις Η.Π.Α., διόρισε τον ανωτέρω δικηγόρο ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του και του χορήγησε ειδικές εντολές και δικαιώματα, όπως αντί αυτού και για λογαριασμό του, να αγοράζει, με τις νόμιμες διατυπώσεις, από τις ανώνυμες εταιρίες, που εδρεύουν στην Πάτρα, με την επωνυμία «EASY HOMES ΑΤΕΔΑ» και «EUROTERRA ΑΤΕΔΑ» και με τίμημα έως το ποσό των 4.000.000 ευρώ, κινητά ή ακίνητα κτήματα στην Ελλάδα, να παρίσταται και να τον αντιπροσωπεύει ενώπιον οποιασδήποτε Τράπεζας και ειδικότερα ενώπιον της Τράπεζας Πειραιώς και να συνομολογεί με αυτή στεγαστικά δάνεια για αγορά, ανέγερση, αποπεράτωση ακινήτων, καθώς και να παρίσταται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και να συναινεί στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε οποιαδήποτε ακίνητα του υπέρ της δανείστριας Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε. και μέχρι του ποσού των 5.400.000 ευρώ προς ασφάλεια των συμβάσεων δανείων (βλ. σχετικό πληρεξούσιο). Ομοίως, η σύζυγος του ..., με το με αριθμό ./23.08.2006 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αγίου Φραγκίσκου Η.Π.Α. ..., διόρισε τον πρώτο εγκαλούμενο ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της και του χορήγησε ειδικές εντολές και δικαιώματα, προκειμένου να προβεί στην κατάρτιση των σχετικών δανειακών συμβάσεων και των συμβάσεων αγοράς ακινήτων (βλ. σχετικό πληρεξούσιο). Κατόπιν τούτων, ο ...  απέστειλε τα απαιτούμενα έγγραφα του ιδίου και της συζύγου του (εκκαθαριστικό σημείωμα, φωτοτυπίες διαβατηρίων κ.λπ.) στον πρώτο εγκαλούμενο, ο οποίος κατέθεσε στην Τράπεζα Πειραιώς αίτηση για τη χορήγηση στεγαστικού δανείου αγοράς και αποπεράτωσης ακινήτων (διαμερίσματα και θέσεις στάθμευσης), τα οποία βρίσκονταν στην Πάτρα και στη Λευκάδα (βλ. το υπ' αριθμ. ... από 01.08.2006 έντυπο ανάλυσης δανειακού αιτήματος με συνημμένη αίτηση). Επίσης, οι εκπρόσωποι της Τράπεζας Πειραιώς ζήτησαν από τον προσφεύγοντα και τη σύζυγο του να μεταβούν στην Τράπεζα «Marathon Bank» στον ’γιο Φραγκίσκο Η.Π.Α., θυγατρική της Τράπεζας Πειραιώς, και να υπογράψουν ενώπιον του εκεί υπαλλήλου ... εξουσιοδότηση για την επεξεργασία των οικονομικών τους δεδομένων, καθώς και να παράσχουν πρωτότυπο δείγμα υπογραφής τους (βλ. σχετική εξουσιοδότηση). Ο πρώτος εγκαλούμενος εξάλλου στις 29.09.2006 και ενώ αναμενόταν η οριστική έγκριση του δανείου ζήτησε από την ..., γραμματέα του δευτέρου εγκαλούμενου ..., να αποστείλει έγγραφο σημείωμα στον ..., στο οποίο να αναγράφονται το συνολικό κόστος, στο οποίο θα ανερχόταν η απόκτηση των ακινήτων στην Πάτρα και στη Λευκάδα, καθώς και ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά αυτών. Πράγματι, η ανωτέρω απέστειλε προς τον προσφεύγοντα, μέσω τηλεομοιότυπου (...) του γραφείου της εταιρίας «EUROTERRA ΑΤΕΔΑ», ενημερωτικό σημείωμα, στο οποίο το συνολικό κόστος για την απόκτηση των ακινήτων υπολογίστηκε στο ύψος των 3.200.000 ευρώ, ενώ επιπρόσθετα αναγράφονταν τα τετραγωνικά μέτρα κάθε επιμέρους διαμερίσματος και θέσης στάθμευσης, καθώς και το συνολικό εμβαδόν αυτών, το οποίο για τα μεν διαμερίσματα προσδιορίστηκε σε 1.178,51 τ.μ., για τις δε θέσεις στάθμευσης σε 194,87 τ.μ. (βλ. σχετικό σημείωμα και αποδεικτικό αποστολής του). Εν συνεχεία, ανεξάρτητοι εκτιμητές της δανείστριας τράπεζας προέβησαν σε εκτίμηση της αξίας των ακινήτων, που   προορίζονταν να αγοραστούν για λογαριασμό του προσφεύγοντα ... και της συζύγου του και συνέταξαν σχετική έκθεση, με βάση την οποία θα καθοριζόταν το ύψος του δανείου που τελικά αυτοί θα ελάμβαναν από την τράπεζα. Ειδικότερα: α) Τα ευρισκόμενα στην Πάτρα ακίνητα εκτιμήθηκαν από τον αρχιτέκτονα - μηχανικό ... στο ποσό των 2.139.000 ευρώ (βλ. την από 05.10.2006 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του μηχανικού ...) και β) τα ευρισκόμενα στη Λευκάδα ακίνητα εκτιμήθηκαν από τον αρχιτέκτονα - μηχανικό ... στο ποσό των 1.219.025 ευρώ (βλ. την από 03.10.2006 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του μηχανικού ...) και συνολικά η αξία τους εκτιμήθηκε στο ποσό των 3.358.925 ευρώ. Κατόπιν τούτων, η Τράπεζα Πειραιώς καθόρισε ότι το ποσό της δανειοδότησης προς τον ... και τη σύζυγο του για την αγορά και την επισκευή των εν λόγω ακινήτων θα ανερχόταν στο ύψος των 3.400.000 ευρώ. Η τράπεζα εξάλλου, πέραν του δανείου των 3.400.000 ευρώ, θα χορηγούσε στους δανειολήπτες και δωρεάν ποσό, ίσο με 4% του δανείου, δηλαδή ποσό 136.000 ευρώ, η χορήγηση του οποίου (bonus δανείου) τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο αποτελούσε κοινή πρακτική της Τράπεζας Πειραιώς και άλλων τραπεζών για την προσέλκυση δανειοληπτών. Τα χρήματα αυτά θα παρέμεναν δεσμευμένα σε τραπεζικό λογαριασμό προς εξυπηρέτηση του δανείου. Οι εκπρόσωποι όμως της τράπεζας απαίτησαν, πέραν της προσημείωσης που θα εγγραφόταν στα αγορασθέντα ακίνητα, να λάβει χώρα, πριν την εκταμίευση του δανείου, και ενεχυρίαση ποσού, ίσου με το 10% της αξίας του, ήτοι ποσού 340.000 ευρώ, προς εξασφάλιση της τράπεζας, καθόσον οι δανειολήπτες τύγχαναν μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού (βλ. σημείωμα οριστικής έγκρισης για υπ' αριθμ. ...). Προς το σκοπό αυτό ο δεύτερος εγκαλούμενος ... στις 12.10.2006 εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... τραπεζική επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας, ύψους 340.000 ευρώ, εις διαταγή του πρώτου εγκαλούμενου ..., η οποία εισπράχθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς και τοποθετήθηκε σε ενεχυρασθέντα λογαριασμό του ..., αφού προηγουμένως ο ... είχε καταθέσει αίτημα στην Τράπεζα για άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού στο όνομα αυτού. Ακολούθως, στις 12.10.2006 ο πρώτος εγκαλούμενος ... ως πληρεξούσιος του προσφεύγοντα, υπέγραψε με τους εκπροσώπους της Τράπεζας Πειραιώς: α) τη σύμβαση ενεχυρίασης προθεσμιακής κατάθεσης για το ποσό των 340.000 ευρώ, β) τη σύμβαση στεγαστικού δανείου αγοράς και αποπεράτωσης διαμερισμάτων και θέσεων στάθμευσης για το ποσό των 3.400.000 ευρώ (βλ. την υπ' αριθμ. .../12.10.2006 αρχική σύμβαση στεγαστικού δανείου) και γ) τη σύμβαση για το ποσό των 136.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 4% επί του δανείου, το οποίο έλαβαν οι δανειολήπτες δωρεάν στο λογαριασμό τους, ως «bonus δανείου» (βλ. την υπ' αριθμ. .../12-10-2006 πράξη τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου). Επίσης, την ίδια ημέρα ο πρώτος εγκαλούμενος ..., παριστάμενος ως πληρεξούσιος των αγοραστών ... και ..., κατήρτισε με τις πωλήτριες εταιρίες «EASY HOMES ΑΤΕΔΑ» και «EUROTERRA ΑΤΕΔΑ», οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον δεύτερο εγκαλούμενο ..., τα με αριθμούς .../12-10-2006 και .../12-10-2006 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Πατρών ..., που αφορούσαν την αγοραπωλησία και μεταβίβαση της κυριότητας εννέα (9) διαμερισμάτων και οκτώ (8) θέσεων στάθμευσης, σε δύο κτίρια στην Πάτρα, καθώς και πέντε (5) διαμερισμάτων και πέντε (5) ανοιχτών θέσεων στάθμευσης, σε δύο κτίρια στη Λευκάδα, αντί αναγραφόμενου τιμήματος ποσού 932.990,42 ευρώ για τα ακίνητα της Πάτρας και ποσού 552.269,47 ευρώ για τα ακίνητα της Λευκάδας. Συνεπώς, το αναγραφόμενο στα συμβόλαια τίμημα ανήλθε στο συνολικό ποσό των 1.485.259,89 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην αντικειμενική αξία των ακινήτων. Για την εξόφληση αυτού του ποσού εκδόθηκαν, από το με αριθμό ... τραπεζικό λογαριασμό του ..., τρεις επιταγές εις διαταγή της πωλήτριας εταιρίας EUROTERRA ΑΤΕΔΑ και δη: α) μια επιταγή ποσού 932.990,42 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 06.11.2006, β) μια επιταγή ποσού 229.824,47 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 06.11.2006 και γ) μια επιταγή ποσού 322.445 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 07.11.2006. Περαιτέρω, ένα  επιπρόσθετο ποσό, ύψους   1.914.740,11 ευρώ, μη αναγραφόμενο στα ανωτέρω συμβόλαια αγοραπωλησίας,  καταβλήθηκε αυθημερόν σε τραπεζικό λογαριασμό του .... Ειδικότερα, κατά την   ημέρα υπογραφής των συμβολαίων ο πρώτος εγκαλούμενος ... έδωσε εντολή στην Τράπεζα Πειραιώς να μεταφέρει από το εκταμιευμένο δάνειο, που είχε κατατεθεί στον υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό του ..., ποσό 1.914.740,11 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... ατομικό τραπεζικό λογαριασμό του ..., το οποίο (ποσό) παρέμεινε δεσμευμένο, μέχρι να προσκομιστούν στην τράπεζα οι μεταγραφές - καταχωρίσεις των συμβολαίων και οι εγγραφές - καταχωρίσεις των προσημειώσεων επί των πωληθέντων ακινήτων. Από το ποσό των 1.914.740,11 ευρώ, που έλαβε ο ... εκτός  συμβολαίου, το ποσό των 340.000 ευρώ προσδιορίστηκε από τους εγκαλούμενους ότι αφορούσε στην επιστροφή του αντίστοιχου ποσού που ο δεύτερος εγκαλούμενος είχε προκαταβάλει για τη σύσταση ενεχύρου υπέρ της τράπεζας, ενώ το ποσό των 242.642,88 ευρώ αφορούσε σε έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί για τα συμβόλαια και για τη δανειοδότηση (φόρος μεταβίβασης ακινήτων, αμοιβή δικηγόρου, μηχανικού τράπεζας, συμβολαιογράφου, μεταγραφή - καταχώριση των συμβολαίων στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο και κτηματολογικό γραφείο), καθώς και σε ποσά που αυτός θα κατέβαλε για λογαριασμό των αγοραστών για την εγγραφή των προσημειώσεων επί των ακινήτων (παραστάσεις - αμοιβές δικηγόρων, εγγραφή στο Υποθηκοφυλακείο Λευκάδας και στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών). Το δε υπόλοιπο ποσό των 1.332.097,33 ευρώ, που απέμενε, αφορούσε σε καταβολή προς τον δεύτερο εγκαλούμενο πρόσθετου τιμήματος από την πώληση των ανωτέρω ακινήτων, το οποίο δεν αναγραφόταν στα συμβολαιογραφικά έγγραφα. Ο προσφεύγων Διονύσιος Χελιώτης, κατά το έτος 2007 μετέβη από τις Η.Π.Α. στην Ελλάδα και έλαβε στην κατοχή του για πρώτη φορά αντίγραφα των συμβολαίων αγοράς των ακινήτων, των εγγεγραμμένων προσημειώσεων και των συμβάσεων ενεχυρίασης που είχαν καταρτιστεί στα πλαίσια υλοποίησης της επένδυσης του και εν συνεχεία απευθύνθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς, ζητώντας να ελέγξει τις κινήσεις των λογαριασμών που είχαν ανοιχθεί στο όνομα του, στα πλαίσια της διαδικασίας δανειοδότησης του. Το καλοκαίρι του έτους 2008 επανήλθε στην Ελλάδα και στις 03.09.2008 απέστειλε εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκληση προς τον πρώτο εγκαλούμενο, με κοινοποίηση της προς την Τράπεζα Πειραιώς, με την οποία ζήτησε να διευκρινιστούν αναλυτικά οι  δαπάνες που είχαν πραγματοποιηθεί για την αγορά των ακινήτων και οι μεταφορές χρημάτων που είχαν γίνει από τους λογαριασμούς του για την εξόφληση αυτών. Επίσης, στις 04.09.2008 προέβη σε ανάκληση των γενικών και ειδικών εντολών που είχε χορηγήσει προς τον πρώτο εγκαλούμενο, με το με αριθμό .../20.07.2006 πληρεξούσιο του (βλ. τη με αριθμό ../04.09.2008 πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου). Περαιτέρω, μαζί με άλλα επτά άτομα, μόνιμους κατοίκους Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, οι οποίοι είχαν αποφασίσει με τον ίδιο τρόπο να επενδύσουν σε ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα, προέβησαν προς την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών στην υποβολή της με αριθμό πρωτ. .../30.01.2009 αναφοράς - καταγγελίας, ζητώντας τον έλεγχο ιδίως των συμβάσεων δανείου που καταρτίστηκαν για λογαριασμό εκάστου εξ αυτών και των αντίστοιχων ενεχυριάσεων προθεσμιακών καταθέσεων, επικαλούμενοι την επέλευση σε βάρος τους ιδιαίτερα μεγάλης οικονομικής ζημίας. Εν τω μεταξύ η δανειακή σύμβαση δεν εξελισσόταν ομαλά και για το λόγο αυτό η Τράπεζα Πειραιώς απέστειλε τις από 18.02.2010 και 18.03.2010 επιστολές προς τον προσφεύγοντα ... και τη σύζυγο του ..., με τις οποίες τους ενημέρωσε για την καθυστέρηση αποπληρωμής του δανείου τους, ενώ με την από 19.04.2010 επιστολή δήλωσε προς αυτούς ότι, εξαιτίας της σοβαρής καθυστέρησης που παρουσίαζε ο δανειακός λογαριασμός τους, είχε επέλθει διακοπή της συνεργασίας τους και το υπόλοιπο ποσό του δανείου, ανερχόμενο στο ύψος των 3.261.990,30 ευρώ, είχε καταστεί πλέον απαιτητό. Εν συνεχεία, η τράπεζα τους απέστειλε την από 14.07.2011 εξώδικη δήλωση, πρόσκληση και διαμαρτυρία, με την οποία τους κάλεσε να προβούν στην άμεση και ολοσχερή εξόφληση της οφειλής τους, την οποία προσδιόρισε ότι από την 20η Μαΐου 2010 είχε ανέλθει στο ποσό των 3.594.398,82 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας (βλ. από 14.07.2011 εξώδικη δήλωση -πρόσκληση και διαμαρτυρία).

 

Κατόπιν τούτων, ο ... υπέβαλε, από κοινού με τον ... του ..., ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, την από 23.09.2010 έγκληση, η οποία εν συνεχεία διαβιβάστηκε, λόγω αρμοδιότητας, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών, με την οποία κατήγγειλε την τέλεση σε βάρος του των πράξεων: α) της απιστίας κατ' εξακολούθηση, με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 390 εδ. β' - α', 98 του Ποινικού Κώδικα), β) της απάτης κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και συνολικά προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 386 παρ. 1 παρ.1 -1, 98 Π.Κ.), γ) της ηθικής αυτουργίας σε απάτη κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και συνολικά προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 386παρ. 1 παρ. 3 περ. β' - 1, 98, 46 παρ.1 Π.Κ.) και δ) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθ. 45 παρ.1 α' Ν. 3691/2008 και ήδη άρθρο 39παρ.1 α' Ν. 4557/2018). Ειδικότερα, ανέφερε ότι τυγχάνει μόνιμος κάτοικος Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και μαζί με άλλους γνωστούς του Ελληνοαμερικανούς πολίτες αποφάσισε να προβεί σε επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα. Στην απόφαση του αυτή κατέληξε κατόπιν συμβουλών και παραινέσεων του πρώτου εγκαλούμενου ..., δικηγόρου Πατρών, ο οποίος του ανέφερε ότι γνώριζε τον πολιτικό μηχανικό και κατασκευαστή … (δεύτερο εγκαλούμενο), ο οποίος διατηρούσε «υψηλές γνωριμίες» με διευθυντικά στελέχη της Τράπεζας Πειραιώς στην Πάτρα, καθώς και υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη της τράπεζας στην Αθήνα και είχε τη δυνατότητα να πετύχει τη χορήγηση προς αυτόν στεγαστικών δανείων με ευνοϊκούς όρους και χωρίς να απαιτηθεί η χορήγηση εγγυήσεων. Τα δάνεια αυτά προορίζονταν, όπως τον διαβεβαίωσε ο πρώτος εγκαλούμενος, ειδικά για Έλληνες της διασποράς, προκειμένου να επενδύσουν σε ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα. Η εξόφληση εξάλλου των δανείων θα ελάμβανε χώρα αποκλειστικά μέσω των μισθωμάτων, που θα προέρχονταν από την εκμίσθωση των ακινήτων, τα οποία θα κατατίθεντο σε τηρούμενους στην Τράπεζα Πειραιώς λογαριασμούς, καθώς και μέσω του bonus δανείου, που θα του χορηγούσε η τράπεζα, το οποίο επίσης θα κατατίθετο για την αποπληρωμή του δανείου. Ο ... ισχυρίστηκε ότι πείστηκε από τις ανωτέρω ψευδείς διαβεβαιώσεις του δικηγόρου Πατρών ..., αναφορικά με τη βεβαιότητα και την έλλειψη κινδύνου της επένδυσης, την πραγματοποίηση της οποίας πρότεινε ο δεύτερος εγκαλούμενος, πολιτικός μηχανικός, ..., και προέβη στην παροχή πληρεξουσιότητας προς τον πρώτο εγκαλούμενο, προκειμένου να προχωρήσει στη σύναψη των δανειακών συμβάσεων και την υπογραφή των συμβολαίων μεταβίβασης των εν λόγω διαμερισμάτων. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο ίδιος δεν είχε καμία απολύτως γνώση των συναλλαγών, στις οποίες εν συνεχεία προέβη ο ανωτέρω πληρεξούσιος του, ο οποίος ουδόλως τον ενημέρωσε σχετικά με τις λεπτομέρειες της εν λόγω επένδυσης. Ειδικότερα, δεν γνώριζε το ύψος των εκταμιευθέντων ποσών, ούτε την αξία των αγορασθέντων ακινήτων, ούτε την αναντιστοιχία μεταξύ του ύψους των δανείων και του ύψους της αξίας των ακινήτων. Κατά τον προσφεύγοντα τα αγορασθέντα ακίνητα υπερεκτιμήθηκαν ως προς την αξία τους, προκειμένου να διογκωθεί το ποσό των δανείων που χορηγήθηκαν για την απόκτηση τους, σε σημείο που ακόμα και εάν το υπερβάλλον της αντικειμενικής αξίας ποσό υπήρξε μη δηλωθέν τίμημα, τα ποσά αγοράς των ακινήτων υπερέβαιναν, τόσο την αντικειμενική, όσο και την εμπορική αξία αυτών. Επιπρόσθετα, κατήγγειλε ότι ουδέποτε κατέθεσε χρήματα σε λογαριασμούς προθεσμιακών καταθέσεων στην Τράπεζα Πειραιώς, ως εγγύηση, για την εκταμίευση του δανείου, στοιχείο που αποδεικνύει, κατά τον προσφεύγοντα, ότι όλες οι ενέργειες πραγματοποιήθηκαν εις βάρος του μεθοδευμένα εκ μέρους των εγκαλουμένων. Προσέθεσε επίσης ότι το επιπλέον ποσό, το οποίο η φορολογική αρχή έκρινε ως αποκρυβέν τίμημα μεταβίβασης των ακινήτων, αποτελεί την περιουσιακή βλάβη που αυτός υπέστη, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του πληρεξουσίου του ... και του κατασκευαστή - πωλητή  ...,  καθώς και τυχόν εμπλεκόμενων στελεχών της Τράπεζας Πειραιώς. Τέλος, διατείνεται ότι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των εγκαλουμένων ήταν να επιβαρυνθεί ο ίδιος με το υπέρογκο ποσό του δανείου, ανερχόμενο στο ύψος των 3.400.000 ευρώ, το οποίο οφείλει να αποπληρώσει, χωρίς όμως να διαθέτει την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και ενώ στην πραγματικότητα έχει αποκτήσει ακίνητα χαμηλότερης αξίας από εκείνη των εκταμιευθέντων δανείων. Επί της εγκλήσεως αυτής, μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, εκδόθηκε η με αριθμό 269/2020 Διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πατρών, με την οποία αυτή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εναντίον της ως άνω Διάταξης ασκήθηκε η υπό κρίση προσφυγή, με την οποία ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι κατ' εσφαλμένη αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού της υποθέσεως η ως άνω Εισαγγελέας απέρριψε την έγκληση του, ενώ θα έπρεπε να ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος των εγκαλουμένων για τις αυτεπαγγέλτως διωκόμενες πράξεις που διαλαμβάνονται σε αυτή.

 

Από την αξιολόγηση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών και του συνόλου του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, αναφορικά με τις καταγγελλόμενες πράξεις και τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση προσφυγή, θα πρέπει να λεχθούν τα εξής: Ο προσφεύγων ... και η σύζυγος του ... διόρισαν ως ειδικό πληρεξούσιο στην Ελλάδα τον πρώτο εγκαλούμενο, δικηγόρο Πατρών, ..., προς τον οποίο χορήγησαν ευρύτατες εξουσίες αντιπροσώπευσης, ώστε να προβεί στο όνομα και για λογαριασμό τους στη σύναψη τραπεζικών δανείων και στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ακινήτων. Κατά τις συναντήσεις τους με τον πρώτο εγκαλούμενο συμφωνήθηκε η χρηματοδότηση της επένδυσης τους σε ακίνητα στην Ελλάδα να πραγματοποιηθεί με ποσά που θα εκταμιεύονταν από δανειακές συμβάσεις που θα εγκρίνονταν από την Τράπεζα Πειραιώς και η αποπληρωμή αυτών των δανείων να πραγματοποιηθεί από τα μισθώματα, που θα προέρχονταν από την εκμίσθωση των ακινήτων σε τρίτα πρόσωπα, τα οποία θα  κατατίθεντο σε τηρούμενους  στην  Τράπεζα  Πειραιώς λογαριασμούς, καθώς και μέσω bonus δανείου, προερχόμενο από την ανωτέρω τράπεζα, το οποίο θα κατατίθετο επίσης για τον ίδιο σκοπό. Πράγματι, ο πρώτος εγκαλούμενος, ενεργώντας ως πληρεξούσιος των ανωτέρω προσώπων, προέβη στη σύναψη συμβάσεως στεγαστικού δανείου με την Τράπεζα Πειραιώς, το ύψος της οποίας ανήλθε στο ποσό των 3.400.000 ευρώ και στην αγορά ακινήτων και θέσεων στάθμευσης σε κτιριακά συγκροτήματα στην Πάτρα και στη Λευκάδα, τα οποία είχαν κατασκευαστεί από τις εταιρίες EUROTERRA Α.Τ.Ε.Δ.Α. και EASY HOMES Α.Τ.Ε.Δ.Α. Ο δεύτερος εγκαλούμενος εξάλλου ..., ο οποίος συμμετείχε στη διοίκηση των  ανωτέρω  πωλητριών εταιριών, παρέστη ενώπιον  της συμβολαιογράφου Πατρών ... και εκπροσώπησε αυτές κατά την κατάρτιση των συμβολαίων αγοραπωλησίας. Το αναγραφόμενο στα συμβόλαια τίμημα ανήλθε στο συνολικό ποσό των 1.485.259,89 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην αξία που είχε καθοριστεί για αυτά με βάση το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού και δη στο ποσό των 932.990,42 ευρώ για τα ακίνητα της Πάτρας και στο ποσό των 552.269,47 ευρώ για τα ακίνητα της Λευκάδας. Εκτός όμως από το ποσό που αναγραφόταν στα συμβόλαια αγοραπωλησίας, το οποίο καταβλήθηκε άμεσα για την εξόφληση του τιμήματος αγοράς των ακινήτων προς την εταιρία EUROTERRA Α.Τ.Ε.Δ.Α., από το αποδεικτικό υλικό της υποθέσεως προέκυψε ότι και ένα επιπρόσθετο ποσό, ύψους 1.914.740,11 ευρώ, το οποίο δεν αναγραφόταν στα συμβόλαια, καταβλήθηκε, κατόπιν εντολής του πρώτου εγκαλουμένου ... προς την Τράπεζα Πειραιώς, από το τραπεζικό λογαριασμό του προσφεύγοντα στον τραπεζικό λογαριασμό του δεύτερου εγκαλούμενου .... Η προσβαλλόμενη με αριθμό 269/2020 Διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πατρών δέχεται ότι ο προσφεύγων είχε συμφωνήσει πράγματι να καταβληθεί το ποσό αυτό στον δεύτερο εγκαλούμενο, ως μη αναγραφόμενο στα συμβόλαια τίμημα, για την αγορά των προαναφερθέντων ακινήτων. Ότι αυτός τελούσε σε γνώση, τόσο του ύψους του εκταμιευθέντος ποσού δανείου, όσο και του συνολικού τιμήματος αγοράς των ακινήτων, το οποίο (τίμημα) ανήλθε στο ποσό των 2.817.357,12 ευρώ και αντιστοιχούσε, κατά την εισαγγελική διάταξη, στην εμπορική, αγοραία αξία των ακινήτων, για την οποία αυτός είχε ενημερωθεί. Το συμπέρασμα αυτό με βάση το σκεπτικό της διάταξης, συνάγεται από το περιεχόμενο του με αριθ. .../20.07.2006 συμβολαιογραφικού  πληρεξουσίου, με το οποίο ο προσφεύγων παρείχε προς τον πρώτο εγκαλούμενο ... την εξουσία να αγοράσει επ' ονόματι του από τις εταιρίες με την επωνυμία «EASY HOMES ΑΤΕΔΑ» και «EUROTERRA ΑΤΕΔΑ» ακίνητα στην Ελλάδα, με τίμημα έως το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) ευρώ. Συνάγεται ακόμη περισσότερο από το αναλυτικό σημείωμα, με ημερομηνία 29.09.2006, της εταιρίας «EUROTERRA ΑΤΕΔΑ» (συμφερόντων του ....), το οποίο στάλθηκε προς τον ... με τηλεομοιοτυπία, κατόπιν εντολής του πρώτου εγκαλούμενου ... και ενώ αναμενόταν η έγκριση του στεγαστικού δανείου. Το ως άνω σκεπτικό όμως της εισαγγελικής διάταξης φρονούμε ότι τυγχάνει αυθαίρετο και χωρίς πειστική θεμελίωση. Και τούτο διότι στο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο παρέχεται απλώς γενική εξουσιοδότηση για το ύψος στο οποίο δυνητικά θα μπορούσε να διαμορφωθεί το ποσό του δανείου και το αντίστοιχο τίμημα αγοράς των ακινήτων, τα οποία (ακίνητα) ουδόλως προσδιορίζονται, έστω και κατ' ελάχιστο, στο κείμενο του πληρεξουσίου. Στο ενημερωτικό εξάλλου σημείωμα αναγράφονται αποκλειστικά ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά των ακινήτων, όπως τα τετραγωνικά μέτρα των κατοικιών και των θέσεων στάθμευσης και λαμβάνει χώρα εκτίμηση ότι το συνολικό τίμημα για την αγορά τους θα ανέλθει στο ποσό των 2.950.000 ευρώ, ενώ οι πρόσθετες επιβαρύνσεις για την απόκτηση τους (φόρος, δικηγόροι, συμβολαιογράφος, κτηματολόγιο) θα ανέλθουν στο ποσό των 250.000 ευρώ, με αποτέλεσμα το συνολικό ύψος της επένδυσης να κοστολογείται σε 3.200.000 ευρώ. Ουδόλως όμως περιγράφονται στο σημείωμα, με πληρότητα και με σαφήνεια, καθώς και με περαιτέρω εξειδίκευση για κάθε επιμέρους ακίνητο, οι ουσιώδεις προδιαγραφές των ακινήτων (π.χ. περιοχή, θέση, εξοπλισμός κ.λπ.), οι οποίες καθορίζουν την εμπορική αξία αυτών και πολύ περισσότερο δεν δικαιολογείται στο συγκεκριμένο έγγραφο η ιδιαίτερα μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ της αναγραφόμενης αντικειμενικής αξίας των ακινήτων και του επιπρόσθετου τιμήματος, πλέον εξόδων, που τελικά καταβλήθηκε για την απόκτηση τους, η οποία (διαφορά) ανέρχεται στο ποσό των 1.914.740,11 ευρώ. Συνακόλουθα, με βάση τα προαναφερθέντα έγγραφα, δεν αποδεικνύεται η γνώση του προσφεύγοντα, και μάλιστα πριν από την κατάρτιση των συμβάσεων αγοραπωλησίας, για τη   διαφοροποίηση μεταξύ της αναγραφόμενης αντικειμενικής αξίας των ακινήτων και του καταβληθέντος τιμήματος, ούτε και επιβεβαιώνεται η ύπαρξη αντίστοιχης συναίνεσης του για την υλοποίηση της επένδυσης με τους συγκεκριμένους όρους. Ούτε όμως δύναται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι είχε παρασχεθεί εκ μέρους των εγκαλουμένων προς τον ... η απαιτούμενη ειδική πληροφόρηση για την αληθή εμπορική αξία των ακινήτων και για την τελούσα σε άμεση σχέση με αυτή δυνατότητα εμπορικής αξιοποίησης τους, με την εκμίσθωση τους σε τρίτα πρόσωπα. Η ενημέρωση αυτή του προσφεύγοντα ήταν απολύτως κρίσιμη, καθόσον άπτονταν του συνολικού σχεδιασμού της επένδυσης, με δεδομένο ότι η χρηματοδότηση της είχε συμφωνηθεί να λάβει χώρα αποκλειστικά από το εκταμιευθέν δάνειο, το οποίο θα αποπληρωνόταν από τα μισθώματα που θα προέρχονταν από την εκμίσθωση των ακινήτων. Αντίστοιχα, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη εκ μέρους του ... συναίνεσης ή έστω εκ των υστέρων έγκρισης για την καταβολή πρόσθετου τιμήματος, μη αναγραφόμενου στα αγοραπωλητήρια συμβόλαια, η οποία στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό της υποθέσεως, συντελέστηκε, κατόπιν εντολής του πληρεξουσίου του ... προς την Τράπεζα  Πειραιώς, με τραπεζική  μεταφορά χρηματικού ποσού από λογαριασμό του προσφεύγοντα σε ατομικό λογαριασμό του δεύτεροι εγκαλούμενου .... Δεν υπήρξε έγγραφη ενημέρωση του προσφεύγοντα για μια τέτοιου είδους ενέργεια, είτε πριν είτε μετά την πραγματοποίηση της, ούτε καταρτίστηκε αντέγγραφο μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, όπως συνηθίζεται ευρύτατα στη συναλλακτική  πρακτική σε περίπτωση καταβολής εκτός  συμβολαίου τιμήματος, το οποίο (αντέγγραφο) να συντάχθηκε μάλιστα κατόπιν ειδικής εντολής του προσφεύγοντα και να απεστάλη προς αυτόν από τον πληρεξούσιο του, ως απόδειξη καταβολής του συγκεκριμένου χρηματικού ποσού. Η πραγματοποίηση των συγκεκριμένων ενεργειών τύγχανε απολύτως αναμενόμενη, ενόψει της ιδιαίτερα μεγάλη αξίας του  επιπρόσθετα καταβληθέντος ποσού, ανερχόμενου σε 1.914.740,11 ευρώ, καθώς και της υπέρμετρης διαφοράς μεταξύ του αναγραφόμενου στα συμβόλαια τιμήματος και αυτού που πραγματικά καταβλήθηκε προς το δεύτερο εγκαλούμενο. Πολύ περισσότερο μάλιστα που η καταβολή αυτή δεν έλαβε χώρα απευθείας από τον αγοραστή του ακινήτου προς τις πωλήτριες εταιρίες, αλλά από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος δεν συνδεόταν μαζί του με φιλική σχέση ή συγγενικό δεσμό και είχε (η καταβολή) ως αποδέκτη ένα τρίτο, μη συμβαλλόμενο στα συμβόλαια αγοραπωλησίας, φυσικό πρόσωπο. Ο προσφεύγων εξάλλου, διαβιώντας μόνιμα και δραστηριοποιούμενος επαγγελματικά αποκλειστικά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δεν αποδεικνύεται ότι ήταν ενήμερος για την ακολουθούμενη στην Ελλάδα συναλλακτική πρακτική να μην αναγράφεται στο συμβόλαιο το σύνολο του συμφωνηθέντος τιμήματος και ένα μέρος αυτού να καταβάλλεται εκτός συμβολαίου. Αντίστοιχα,  μη συνηθισμένη στη συναλλακτική πρακτική εμφανίζεται η ενέργεια του δεύτερου εγκαλούμενου ..., ο οποίος τύγχανε εκπρόσωπος των πωλητριών εταιριών, να εκδώσει μια επιταγή ποσού 340.000 ευρώ εις διαταγή του πρώτου εγκαλούμενου ..., προκειμένου ο τελευταίος να την καταθέσει στο με αριθμό ... λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς, ώστε να καταρτιστεί στη συνέχεια με την ανωτέρω τράπεζα σύμβαση ενεχυρίασης προθεσμιακής κατάθεσης για την μερική εξασφάλιση του στεγαστικού δανείου, καθώς και να προκαταβάλει (ο δεύτερος εγκαλούμενος) όλα τα σχετικά έξοδα και δαπάνες που αφορούσαν τις αγοραπωλησίες ακινήτων, που υπολογίστηκαν στο ποσό των 242.642,88 ευρώ. Οι ως άνω ενέργειες έλαβαν χώρα, χωρίς προηγουμένως να υπάρχει έγγραφη εντολή του προσφεύγοντα ή έγγραφη συμφωνία με αυτόν προς εξασφάλιση επιστροφής των χρημάτων, παρόλο που επρόκειτο για μεγάλης αξίας χρηματικά ποσά. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το περιεχόμενο του από 20.01.2007 πληρεξουσίου, που συνέταξε ο προσφεύγων ... και η σύζυγος του ... ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλιφόρνιας ..., από το οποίο ουδόλως προκύπτει ότι τα ανωτέρω πρόσωπα είχαν ενημερωθεί για τους ειδικότερους όρους με τους οποίους πραγματοποιήθηκαν οι αγοραπωλησίες ακινήτων και για τις συγκεκριμένες ενέργειες που είχαν λάβει χώρα με τη σύμπραξη των δύο ανωτέρω εγκαλούμενων, ενώ η ειδική εντολή για ενεχυρίαση προθεσμιακής κατάθεσης ποσού 340.000 ευρώ, που παρασχέθηκε με το έγγραφο αυτό προς τον ..., αφορούσε εντολή για μελλοντική ενέργεια προς εξασφάλιση  της δανείστριας  τράπεζας,  με εκταμίευση χρημάτων προερχόμενων από το δάνειο και όχι από τον δεύτερο εγκαλούμενο .... Από το αποδεικτικό υλικό εξάλλου της δικογραφίας δύναται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων ... για πρώτη φορά έλαβε γνώση των ειδικότερων δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί στο όνομα και για λογαριασμό του, αλλά και για τη διαφορά μεταξύ της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων και του τιμήματος που καταβλήθηκε για την απόκτηση αυτών, κατά το έτος 2007, όταν μετέβη ξανά στην Ελλάδα και έλαβε στην κατοχή του αντίγραφα των συμβολαίων αγοράς των ακινήτων, των εγγεγραμμένων προσημειώσεων και της συμβάσεως ενεχυρίασης και απευθύνθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς για να λάβει αναλυτικά στοιχεία για τη διαδικασία δανειοδότησης του και για τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του. Ο ανωτέρω, με την υπό κρίση προσφυγή του, ισχυρίζεται ότι η αγορά των ως άνω ακινήτων έλαβε χώρα σε τιμή πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική τους αξία, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί ο ίδιος με υπέρογκα ποσά δανείου, τα οποία εκταμιεύτηκαν προς αποπληρωμή του τιμήματος, ενώ επιπρόσθετα οι απολήψεις των μισθωμάτων από τα ακίνητα αυτά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να καλύψουν τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από την αγορά τους. Ανέφερε επίσης ότι η αγοραία αξία των αγορασθέντων ακινήτων το επίδικο χρονικό διάστημα κατάρτισης των συμβολαίων επ' ουδενί υπερέβαινε το 20% της καθορισθείσας αντικειμενικής αξίας τους. Οι ως άνω ισχυρισμοί του ενισχύονται και από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ... και ..., οι οποίοι ανέφεραν ότι ο ... τύγχανε μόνιμος κάτοικος Η.Π.Α., αγνοούσε την ελληνική πραγματικότητα και βασίστηκε στις διαβεβαιώσεις του πρώτου εγκαλούμενου ... ότι η χρηματοδότηση της επένδυσης του θα γινόταν αποκλειστικά από δάνειο της Τράπεζας Πειραιώς, ενόψει του ότι ο ίδιος δεν διέθετε προσωπική περιουσία ή εισοδήματα από τα οποία να μπορούσε αυτή να  χρηματοδοτηθεί. Οι μάρτυρες προσέθεσαν ότι τα ακίνητα που αγοράστηκαν για λογαριασμό του είχαν υπερτιμηθεί, καθόσον το τίμημα τους ήταν μεγαλύτερο από την πραγματική αξία τους, ενώ από τα προερχόμενα από την εκμίσθωση των ακινήτων μισθώματα δεν ήταν δυνατόν να εξυπηρετηθεί και να αποπληρωθεί το συναφθέν δάνειο (βλ. από 03.04.2012 και 26.04.2012 ένορκες καταθέσεις ... και ...). Αναφορικά με το συγκεκριμένο ισχυρισμό του προσφεύγοντα, θα πρέπει να λεχθούν τα εξής: Από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού της υποθέσεως δεν υφίστανται αποδεικτικά στοιχεία, με βάση τα οποία να δικαιολογείται επαρκώς και τεκμηριωμένα η ιδιαιτέρα μεγάλη διαφορά μεταξύ της αξίας του αναγραφόμενου στο συμβόλαια αγοραπωλησίας τιμήματος, το οποίο αντιστοιχούσε στην αντικειμενική αξία των ακινήτων, και του τιμήματος που πραγματικά καταβλήθηκε για την απόκτηση αυτών. Οι εκθέσεις εκτίμησης ακινήτων που συνέταξαν οι αρχιτέκτονες μηχανικοί ... και ..., ως εκτιμητές της Τράπεζας Πειραιώς, οι οποίοι προσδιόρισαν ότι η εκτιμώμενη αξία των ευρισκόμενων στην Πάτρα ακινήτων ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 2.139.000 ευρώ (βλ. από 05.10.2006 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του μηχανικού ...), σε αντιδιαστολή με την αντικειμενική αξία τους που είχε προσδιοριστεί στο ποσό των 932.990,42 ευρώ και των ακινήτων στη Λευκάδα στο ποσό των 1.219.025 ευρώ (βλ. από 03.10.2006 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του μηχανικού ...), σε αντιδιαστολή με την αντικειμενική αξία τους που είχε προσδιοριστεί στο ποσό των 539.967,58 ευρώ, δεν παρέχουν (οι εκθέσεις) συγκεκριμένη αιτιολογία και ειδικότερα προσδιοριστικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, ποια ιδιαίτερα ποιοτικά στοιχεία των ακινήτων δεν εκτιμήθηκαν κατά τον προσδιορισμό της αντικειμενικής αξίας τους, τα οποία ήταν τέτοιου είδους και βαρύτητας, που καθιστούσαν την εκτιμώμενη αξία τους υπερδιπλάσια της αντικειμενικής. Η εκτιμώμενη αξία των ακινήτων μάλιστα, η οποία προσδιορίστηκε από τις εκθέσεις εκτίμησης στο συνολικό ποσό των 3.358.925 ευρώ, υπερέβαινε ακόμη και την αξία του τιμήματος που πραγματικά καταβλήθηκε για την απόκτηση των ακινήτων και ανερχόταν περίπου στο ύψος του ποσού του στεγαστικού δανείου, που εγκρίθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς για τον προσφεύγοντα και τη σύζυγο του. Η αυξημένη εξάλλου εμπορική αξία των ακινήτων, όπως προσδιορίστηκε από τις ανωτέρω εκθέσεις εκτίμησης, δεν δικαιολογούνταν από την αντίστοιχη μισθωτική αξία τους, όπως προέκυψε στην πράξη από την εκμίσθωση των ακινήτων σε τρίτα πρόσωπα, ενόψει του ότι από τα μισθώματα των ακινήτων ουδόλως κατέστη δυνατό να εξυπηρετηθεί η αποπληρωμή των δανείων, με αποτέλεσμα η συνολική οφειλή του προσφεύγοντα προς την Τράπεζα Πειραιώς να ανέλθει στις 20.05.2010 στο ποσό των 3.594.398,82 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας. Επομένως, φρονούμε ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις πως τυγχάνει βάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντα ότι προκλήθηκε σε βάρος τους περιουσιακή ζημία, η οποία συνίσταται αφενός στη διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας των ακινήτων, η οποία επ' ουδενί υπερέβαινε το 20% της αντικειμενικής τους αξίας, και του ποσού του δανείου που τελικά λήφθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς και αφετέρου στη δημιουργία σε βάρος τους υπέρογκου χρέους προς τη δανείστρια τράπεζα. Η ζημία αυτή υπερέβαινε το ποσό των 120.000 ευρώ και τύγχανε βέβαιη, δημιουργώντας σε αυτούς δανειακές υποχρεώσεις, στις οποίες εξ αντικειμένου ήταν αδύνατο να ανταποκριθούν. Περαιτέρω, η αναφορά στην προσβαλλόμενη εισαγγελική διάταξη ότι η εμπορική (αγοραία) αξία των ακινήτων, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την προσθήκη του μη αναγραφόμενου στα συμβόλαια ποσού, προκύπτει από τη με ημερομηνία 11.03.2010 έκθεση ελέγχου της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών φρονούμε ότι τυγχάνει αβάσιμη. Και τούτο διότι στην έκθεση ελέγχου που συντάχθηκε από την ανωτέρω υπηρεσία δεν λαμβάνει χώρα εκτίμηση της εμπορικής αξίας των ακινήτων και δεν προσδιορίζεται εάν το τίμημα που τελικά καταβλήθηκε για την αγορά τους ήταν υπερτιμημένο ή όχι. Από το περιεχόμενο της έκθεσης αυτής προκύπτει ότι για το σύνολο των αγοραπωλησιών ακινήτων που έλαβαν χώρα στο όνομα και για λογαριασμό των οκτώ (8) προσώπων, που υπέβαλαν την καταγγελία προς την ανωτέρω υπηρεσία, συντάχθηκαν συμβόλαια με συνολικά αναγραφόμενο τίμημα ποσού 5.795.467,98 ευρώ, ενώ το συνολικό ποσό δανείων που λήφθηκε για λογαριασμό τους από την Τράπεζα Πειραιώς ανήλθε στο ύψος των 17.799.000 ευρώ. Οι καταγγέλλοντες για το λόγο αυτό απευθύνθηκαν προς την ΥΠ.Ε.Ε., επισημαίνοντας ότι το ύψος των δανειακών συμβάσεων που καταρτίστηκαν για την αγορά ακινήτων στις περιοχές Αθηνών, Πάτρας και Λευκάδας ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από την αξία των αγορασθέντων ακινήτων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να βρεθούν οι ίδιοι χρεωμένοι στην τράπεζα με υπέρογκα χρηματικά ποσά. Πλην όμως, ο έλεγχος που διενεργήθηκε στις πωλήτριες των ακινήτων εταιρίες «EASY HOMES ΑΤΕΔΑ» και «EUROTERRA ΑΤΕΔΑ», που εκπροσωπούνταν νόμιμα από το δεύτερο εγκαλούμενο ..., επικεντρώθηκε στις λογιστικές εγγραφές στα βιβλία των ελεγχόμενων εταιριών και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προαναφερόμενα συμβόλαια μεταβίβασης ακινήτων συντάχθηκαν ανακριβώς ως προς το πραγματικό τους τίμημα και δη ότι στα λογιστικά βιβλία καταχωρήθηκαν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, που αναγράφονταν στα συμβόλαια και όχι το πραγματικό τίμημα που έλαβε ο εργολάβος. Για το λόγο αυτό συντάχθηκαν εκθέσεις ελέγχου και καταλογίστηκαν παραβάσεις για σύνταξη και καταχώριση ανακριβών δηλώσεων για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στα οποία καταλογίστηκε συμπληρωματικός φόρος.

Επομένως, από την αξιολόγηση των ανωτέρω αναφερόμενων πραγματικών περιστατικών φρονούμε ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των πρώτου εγκαλουμένου Κωνσταντίνου Μητρόπουλου του Παναγιώτη ότι, έχοντας εξουσία αντιπροσώπευσης, δυνάμει συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, να ενεργεί διαχειριστικές πράξεις για λογαριασμό του εντολέα του ... και της συζύγου του ..., προέβη στην κατάρτιση στο όνομα και για λογαριασμό αυτών αγοραπωλητηρίων συμβολαίων με τις εταιρίες «EASY HOMES Α.Ε.» και «EUROTERRA ΑΤΕΔΑ» για την αγορά ακινήτων ευρισκόμενων στην Πάτρα και στη Λευκάδα, στην κατάρτιση με την Τράπεζα Πειραιώς συμβάσεως ενεχυρίασης τραπεζικής κατάθεσης και δανειακών συμβάσεων προς αποπληρωμή του τιμήματος των ανωτέρω ακινήτων, καθώς και στην καταβολή του αναγραφόμενου στα συμβόλαια τιμήματος προς τις πωλήτριες εταιρίες, αλλά και του μη αναγραφόμενου σε αυτά τιμήματος προς τον δεύτερο εγκαλούμενο ..., με την παροχή εντολής προς την Τράπεζα Πειραιώς για τη μεταφορά χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του προσφεύγοντα προς τραπεζικό λογαριασμό του δεύτερου εγκαλούμενου, ο οποίος τύγχανε τρίτο, μη συμβαλλόμενο πρόσωπο, προκαλώντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης, εν γνώσει του, βέβαιη ζημία στην περιουσία των εντολέων του, η οποία υπερέβαινε συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Και τούτο διότι ο πρώτος εγκαλούμενος τελούσε σε γνώση ότι τα αγορασθέντα ακίνητα είχαν υπερτιμηθεί και το συμφωνηθέν και καταβληθέν για αυτά τίμημα δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική τους αξία, ότι οι εντολείς του επιβαρύνθηκαν με αντίστοιχα  υπέρογκα δάνεια προς την Τράπεζα Πειραιώς για την αποπληρωμή των ακινήτων, τα οποία δάνεια δεν ήταν δυνατόν να εξυπηρετηθούν από την προσωπική τους περιουσία, ούτε όμως και από τα προερχόμενα από την εκμίσθωση των ακινήτων μισθώματα. Αντίστοιχα, φρονούμε ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του δεύτερου εγκαλούμενου ... ότι παρείχε άμεση συνεργεία στον πρώτο εγκαλούμενο, κατά την τέλεση της αναφερόμενης ανωτέρω πράξης της απιστίας κατ' εξακολούθηση, με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Και τούτο διότι ο δεύτερος εγκαλούμενος, ο οποίος τύγχανε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας EUROTERRA Α.Τ.Ε.Δ.Α. και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας EASY HOMES Α.Τ.Ε.Δ.Α., παρέστη ως εκπρόσωπος των ανωτέρω πωλητριών εταιριών κατά την κατάρτιση των συμβολαίων με τα οποία πωλήθηκαν και μεταβιβάστηκαν τα αναφερόμενα ανωτέρω  ακίνητα  στην Πάτρα και στην Λευκάδα, ενώ επιπρόσθετα προέβη στην έκδοση επιταγής ποσού 340.000 εις διαταγή του πρώτου εγκαλούμενου ..., προκειμένου ο τελευταίος να την καταθέσει σε λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς, ώστε να καταρτιστεί στη συνέχεια με την ανωτέρω τράπεζα σύμβαση ενεχυρίασης προθεσμιακής κατάθεσης, που αποτελούσε προϋπόθεση για την κατάρτιση και εκταμίευση του δανείου που χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα και στη σύζυγο του. Τέλος, ο δεύτερος εγκαλούμενος τύγχανε αποδέκτης του προαναφερθέντος ποσού, που μεταφέρθηκε,  κατόπιν εντολής του πρώτου εγκαλούμενου ... σε τραπεζικό λογαριασμό του, ως μη αναγραφόμενο στα συμβόλαια τίμημα, προερχόμενο από το εκταμιευμένο δάνειο, τελώντας σε γνώση ότι με τις ως άνω ενέργειες του παρείχε άμεση συνδρομή στον πρώτο εγκαλούμενο, κατά την τέλεση των προαναφερθεισών διαχειριστικών πράξεων του από τις οποίες επήλθε βέβαιη ζημία στην περιουσία του προσφεύγοντα ... και στη σύζυγο αυτού .... Με τις ως άνω ενέργειες του κατέστησε άμεση τη δυνατότητα προσβολής της περιουσίας των ανωτέρω προσώπων από τις διαχειριστικές πράξεις του πρώτου εγκαλούμενου. Αντιθέτως, από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού της υποθέσεως και με βάση τα εκτιθέμενα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, φρονούμε ότι δεν δύναται να καταφαθεί σε βάρος του πρώτου εγκαλουμένου η αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 386 παρ.3 περ. β' - 1, 98 Π.Κ.). Και τούτο διότι η συμφωνία μεταξύ του προσφεύγοντα και του πρώτου εγκαλούμενου να πραγματοποιηθούν αγορές ακινήτων για λογαριασμό του πρώτου εξ αυτών σε κτιριακά συγκροτήματα στην Πάτρα και στη Λευκάδα, τα οποία είχαν κατασκευαστεί από δύο εταιρίες συμφερόντων του δεύτερου εγκαλούμενου, με στεγαστικά δάνεια της Τράπεζας Πειραιώς για τη χορήγηση των οποίων θα μεσολαβούσε ο πρώτος εγκαλούμενος, δεν συνιστά πράξη εξαπάτησης, υπό τη μορφή της παράστασης ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Αντίστοιχα, η παροχή πληρεξουσιότητας εκ μέρους του προσφεύγοντα ... και της συζύγου του ... προς τον πρώτο εγκαλούμενο, με βάση την οποία παρέχονταν εξουσίες προς αυτόν να προβεί σε όλες τις αναγκαίες διαχειριστικές πράξεις για την υλοποίηση της σχεδιαζόμενης επένδυσης, δεν συνιστούσε περιουσιακή διάθεση από την οποία επήλθε άμεσα βλάβη στην περιουσία τους. Η αμεσότητα συνιστά ουσιώδες στοιχείο της περιουσιακής διάθεσης, υπό την έννοια ότι από τη συμπεριφορά που παρακινείται ο πλανώμενος, θα πρέπει να επέρχεται άμεσα μεταβολή της περιουσίας του (βλ. Μιχ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, 3η έκδοση, σελ. 1283). Τέτοιου είδους προϋπόθεση όμως ουδόλως υφίσταται στην υπό κρίση περίπτωση, καθόσον, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, χρειάστηκε να επακολουθήσουν εκ μέρους του πρώτου εγκαλούμενου μεταγενέστερες, αυτοτελείς και διακριτές πράξεις και να συνομολογηθούν όροι κατά την κατάρτιση των προαναφερθεισών δικαιοπραξιών, κατά κατάχρηση της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας και κατά παράβαση της επιμελούς διαχείρισης, από τις οποίες επήλθε ζημία στην περιουσία των εντολέων του. Με δεδομένο δε ότι δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την τέλεση εκ μέρους του πρώτου εγκαλούμενου της ανωτέρω πράξης, κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία, δεν δύναται να καταφαθεί αντίστοιχα ποινική ευθύνη του δεύτερου εγκαλούμενου ... για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απάτη κατ' εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, (άρθ. 386παρ.3 περ. β' - 1, 98, 46παρ.1 του Ποινικού Κώδικα), λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της πράξεως αυτής. Ομοίως, δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του δεύτερου εγκαλούμενου ... για την τέλεση της αξιόποινης πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθ. 45 παρ.1 α' Ν. 3691/2008 και ήδη άρθρο 39 παρ.1 α' Ν. 4557/2018), που αφορά την κατάθεση του ποσού των 340.00 ευρώ σε προθεσμιακό λογαριασμό του προσφεύγοντα, ώστε εν συνεχεία να ενεχυριαστεί υπέρ της δανείστριας τράπεζας για εξασφάλιση του δανείου, καθόσον ουδέν στοιχείο υφίσταται ότι η περιουσία αυτή προερχόταν από την τέλεση αξιόποινων πράξεων και όχι από τη νόμιμη επαγγελματική δραστηριότητα του εγκαλούμενου και ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος για την τέλεση της πράξης αυτής τυγχάνει αόριστος και προδήλως αναπόδεικτος.

 

Επειδή από τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά φρονούμε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των: 1) ..., δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, οδός ..., για την πράξη της απιστίας κατ' εξακολούθηση, με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 390 εδ. β' - α', 98 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει μετά το Ν. 4619/2019) και 2) ..., κατοίκου Λονδίνου Ηνωμένου Βασιλείου, οδός ....), για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε απιστία κατ' εξακολούθηση, με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 390 εδ. β' - α', 98, 47 περ. β' του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει μετά το Ν. 4619/2019), εσφαλμένα η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πατρών, με την προσβαλλόμενη  με αριθμό 269/2020 Διάταξη της, απέρριψε την από 23.09.2010 έγκληση του ..., για τις πράξεις αυτές.

 

Επειδή από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας φρονούμε ότι δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των: α) ... για την πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και συνολικά προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 386 παρ. 3 περ. β' - 1, 98 Π.Κ.) και β) ..., κατοίκου Λονδίνου Ηνωμένου Βασιλείου, οδός ...), για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απάτη κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και συνολικά προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 386 παρ. 3 περ. β' -1, 98, 46 παρ.1 Π.Κ.) και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθ. 45 παρ.1 α' Ν. 3691/2008 και ήδη άρθρο 39 παρ.1 α' Ν. 4557/2018), ορθώς η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πατρών, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, απέρριψε την από 23.09.2010 έγκληση του ... για τις πράξεις αυτές.

 

Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της, να παραγγελθεί στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών η άσκηση ποινικής δίωξης για τα παραπάνω αδικήματα και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, ποσού 250 ευρώ, στον προσφεύγοντα, που κατέθεσε αυτό υπέρ του Δημοσίου.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δεχόμαστε, ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της τη με αριθμό έκθεσης ./2020 προσφυγή του ..., κατοίκου Καλιφόρνιας Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, οδός ..., προσωρινά διαμένοντος στον Κορυδαλλό -Αττικής, οδός ..., κατά της με αριθμό 269/2020 Διάταξης της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πατρών.

 

Παραγγέλλουμε, τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών να ασκήσει ποινική δίωξη κατά των: 1) ..., δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, οδός ..., για την πράξη της απιστίας κατ' εξακολούθηση, με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 390 εδ. β' - α', 98 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει μετά το Ν. 4619/2019) και 2) ..., κατοίκου Λονδίνου Ηνωμένου Βασιλείου, οδός ...), για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε απιστία κατ' εξακολούθηση, με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 390 εδ. β' - α', 98, 47 περ. β' του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει μετά το Ν. 4619/2019), που φέρονται ότι τελέστηκαν στην Πάτρα το μήνα Οκτώβριο του 2006.

 

Απορρίπτουμε τη με αριθμό έκθεσης 29/2020 προσφυγή του ..., κατά της με αριθμό 269/2020 Διάταξης της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πατρών, κατά το σκέλος που αφορά τις καταγγελλόμενες πράξεις της απάτης κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και συνολικά προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 386 παρ. 3 περ. β' - 1, 98 Π.Κ.), της ηθικής αυτουργίας σε απάτη κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και συνολικά προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθ. 386 παρ. 3 περ. β' - 1, 98, 46 παρ.1 Π.Κ.) και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθ. 45 παρ.1 α' Ν. 3691/2008 και ήδη άρθρο 39 παρ.1 α' Ν 4557/2018), που φέρονται ότι τελέστηκαν από τους ... και ... στην Πάτρα κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούνιο 2006 έως το μήνα Οκτώβριο 2006.

 

Διατάσσουμε την επιστροφή του παραβόλου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ στον προσφεύγοντα ..., που αυτός κατέθεσε υπέρ του Δημοσίου και εκδόθηκε το με κωδικό πληρωμής ... παράβολο.

 

Πάτρα 27.10.2020

 

Ο Εισαγγελέας

Χρήστος Καραγιάννης