ΔΕφΘεσ(Ακυρ) 2011/2010

 

Πρόσληψη ένστολου προσωπικού στη Δημοτική Αστυνομία -.

 

Κρίθηκε αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περιπτ. β΄ του π.δ/τος 135/2006 κατά το μέρος που προβλέπει προσαύξηση της βαθμολογίας των υποψηφίων, που είναι δημότες και μόνιμοι κάτοικοι του οικείου Δήμου, αδιακρίτως και χωρίς καμία προϋπόθεση.

 

Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης

(Τμήμα Α΄- Ακυρωτικό)

Αριθμός 2011/2010 

 

 

"... 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ζητείται η ακύρωση του από 7-1-2009 τελικού πίνακα κατατάξεως υποψηφίων, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά την χωρήσασα στις 7-5-2009 τροποποίησή του, για πρόσληψη ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας Δήμου ... Νομού Θεσσαλονίκης, που συνέταξε η συγκροτηθείσα από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Επιτροπή Επιλογής του άρθρου 6 του Π.Δ/τος 135/2006, κατά το μέρος αυτού με το οποίο εκδηλώθηκε παράλειψη συμπεριλήψεως της αιτούσας ως επιτυχούσας για την κατάληψη μιας θέσεως Δημοτικής Αστυνόμου, κατηγορίας ΠΕ23 στον ως άνω Δήμο ...

 

3. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκεί παρέμβαση για τη διατήρηση του κύρους της προσβαλλόμενης πράξεως, ο καταταγείς ως επιτυχών και μετέπειτα διορισθείς...

 

 

4. Επειδή, ο Δήμος ... Θεσσαλονίκης δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, αφού καμία δική του πράξη δεν προσβάλλεται. Συνεπώς, η παράστασή του είναι άκυρη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

 

 

5. Επειδή, στο άρθρο 29 του Π.Δ/τος 18/1989 (8 Α΄) ορίζεται ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο σε περίπτωση αποδοχής της προσβαλλόμενης πράξεως. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η αποδοχή από τον διοικούμενο διοικητικής πράξεως που θίγει έννομο συμφέρον του έχει ως αποτέλεσμα την άρση του έννομου συμφέροντος για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως, πρέπει όμως η αποδοχή αυτή να προκύπτει σαφώς είτε από ρητή δήλωση του διοικουμένου είτε από συμπεριφορά του που δεν αφήνει αμφιβολία σχετικά με την έννοιά της (ΣτΕ 825/2010, 1005/2004, 2903/2001, 2150/1998 κ.ά.).

 

 

6. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το γεγονός ότι υποψήφια, η οποία έλαβε μέρος σε διαδικασία πληρώσεως θέσεων με αντικειμενικά κριτήρια για να εισαχθεί ως ένστολο προσωπικό στη Δημοτική Αστυνομία, δεν περιέλαβε επιφύλαξη στη δήλωση συμμετοχής της στον εν λόγω διαγωνισμό σχετικά με τυχόν αντίθεση όρων της προκηρύξεως, που αποτελούν ταυτοχρόνως διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει το διαγωνισμό, προς το Σύνταγμα, δεν αρκεί για να άρει το έννομο συμφέρον της για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως με την οποία να αμφισβητεί τη νομιμότητα των όρων αυτών της προκηρύξεως, καθώς και των πράξεων που εκδίδονται στη συνέχεια και στηρίζονται στους όρους αυτούς, με τις οποίες η εν λόγω υποψήφια αποκλείσθηκε από την εισαγωγή της στο εν λόγω Σώμα. Τούτο, δε, διότι από μόνη τη μη υποβολή της ανωτέρω επιφυλάξεως δεν συνάγεται, άνευ άλλου, σαφής και ανεπιφύλακτη αποδοχή των πιο πάνω όρων και, επομένως, τυχόν αποστέρηση του εννόμου συμφέροντος της υποψήφιας για προσβολή των ανωτέρω όρων θα παραβίαζε ευθέως το δικαίωμά της για παροχή έννομης προστασίας, το οποίο κατοχυρώνει το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) και η Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1), ιδιαίτερα όταν πρόκειται για όρους οι βλαπτικές συνέπειες των οποίων δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να προβλεφθούν με ακρίβεια εκ των προτέρων ή οι οποίες είναι ενδεχόμενο μόνον ότι θα επέλθουν για τον υποψήφιο. Συνεπώς η αιτούσα, η οποία συμμετείχε στη διαδικασία πληρώσεως θέσεων με αντικειμενικά κριτήρια για να εισαχθεί στη Δημοτική Αστυνομία του Δήμου ... Θεσσαλονίκης, που προκηρύχθηκε με την 1/25.044/2008 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με έννομο συμφέρον ασκεί αίτηση ακυρώσεως κατά του πίνακα με τον οποίο εκδηλώθηκε παράλειψη εισαγωγής της, προβάλλοντας ότι οι όροι της προκηρύξεως, που προβλέπουν αυξημένη μοριοδότηση για τους δημότες και μονίμους κατοίκους του Δήμου ..., είναι αντίθετες προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως αν στη δήλωση συμμετοχής της στο διαγωνισμό είχε περιλάβει ρητή επιφύλαξη σχετική με τυχόν αντίθεση των παραπάνω όρων και διατάξεων προς τις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 825/2010, 1005/2004, 2914/2003). Με βάση τα ανωτέρω, ο αντίθετος λόγος που προβάλλει ο παρεμβαίνων αναφορικά με την έλλειψη τέτοιου εννόμου συμφέροντος ως εκ της μη διατυπώσεως σχετικής επιφυλάξεως στη δήλωση συμμετοχής της,  πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον της για άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως δεν αίρεται ούτε εκ του γεγονότος ότι σε μεταγενέστερο χρόνο (προκήρυξη έτους 2009) αυτή συμμετέσχε σε διαδικασία πληρώσεως θέσεων Δημοτικών Αστυνομικών κατηγορίας ΔΕ του Δήμου ..., στο οποίο είναι δημότης, καταταγείσα πρώτη στον αξιολογικό πίνακα και αποδεχθείσα σιωπηρώς τη σχετική προσαύξηση λόγω εντοπιότητας, και τούτο, διότι, η συμμετοχή της αυτή δεν τεκμηριώνει, άνευ άλλου, σαφή και ανεπιφύλακτη αποδοχή εκ μέρους της του ως άνω όρου. Περαιτέρω, το γεγονός ότι στην διαγωνιστική διαδικασία του Δήμου ... η προς πλήρωση θέση είναι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως και όχι της Πανεπιστημιακής, όπως είναι η προκείμενη του Δήμου ..., έχει ως συνέπεια τη διατήρηση του εννόμου συμφέροντος της αιτούσας προς προσβολή του τελικού πίνακα,  κατ’ αποδοχή ως βασίμου του σχετικού ισχυρισμού της.

 

 

7. Επειδή, η αναμόρφωση του από 7-1-2009 τελικού πίνακα επιτυχόντων στις 7-5-2009, δηλαδή μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, χωρίς, πάντως, καμία διαφοροποίηση ως προς την νομική κατάσταση αιτούσας και παρεμβαίνοντος (της πρώτης ως επιλαχούσας και του δευτέρου ως επιτυχόντος), δεν ασκεί καμία επιρροή ως προς το παραδεκτό της ασκήσεως της ένδικης αιτήσεως, απλώς έχει ως αποτέλεσμα η τελευταία πράξη που περατώνει τη σύνθετη διοικητική ενέργεια να θεωρείται ως συμπροσβαλλόμενη (ΣτΕ 1111/2005, 1687/2001, 1774/1998, 4904/1995). Επομένως, ο περί του αντιθέτους σχετικός ισχυρισμός του παρεμβαίνοντος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

 

8. Επειδή, η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη  μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο  κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο  τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η  παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα Δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της  προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι  έλεγχος ορίων και όχι των κατ αρχήν επιλογών του νομοθέτη ή της ουσιαστικής  ορθότητας των τιθεμένων νομικών κανόνων, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή  άλλες συνθήκες που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές,  στηριζόμενος σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια  προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται  μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά  χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με  την μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη  εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν  υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ  τους κριτήρια (ΣτΕ 221/2002, 2099/2000, 11, 2967/99 7μ., 3675, 5094/96 κ.ά.). Εξάλλου, η αρχή της αξιοκρατίας (άρθρο 5 του Συντάγματος) υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσια αξιώματα και θέσεις γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (ΣτΕ 3048/2009, 3404/2006, 3675,5094/1996, 2781/1991,624,2840,4062/1990 κ.ά.).

 

 

9. Επειδή, στο άρθρο 2 του Π.Δ/τος 135/2006 (153 Α΄) «Σύστημα πρόσληψης ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας και τρόπος εκπαίδευσης αυτού» ορίζεται ότι «1. Η πρόσληψη του ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας γίνεται με σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια). Κατά το σύστημα αυτό λαμβάνονται υπόψη: α) Ο γενικός βαθμός του Πτυχίου ή του Απολυτηρίου τίτλου σπουδών β) Η εντοπιότητα γ) Η ιδιότητα του πολυτέκνου ή του τέκνου πολυτέκνου δ) Η γνώση επιπλέον ξένης γλώσσας πέραν εκείνης που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση κατά το προηγούμενο άρθρο. 2. Η κατάταξη των υποψηφίων σε πίνακα κατά σειρά επιτυχίας γίνεται ξεχωριστά για κάθε Ο.Τ.Α., με βάση το άθροισμα της βαθμολογίας που προκύπτει από το γενικό βαθμό του πτυχίου ή του απολυτηρίου τίτλου σπουδών στον οποίο προστίθενται: α) Επτά (7) μονάδες για τους υποψηφίους που είναι δημότες και συγχρόνως κάτοικοι του αντίστοιχου Δήμου. β) Τρεις (3) μονάδες για όσους είναι πολύτεκνοι ή τέκνα πολυτέκνου. γ) Πέντε (5) μονάδες για την άριστη γνώση ξένης γλώσσας της περ. δ΄ της προηγούμενης παραγράφου. δ) Τρεις (3) μονάδες για την πολύ καλή γνώση ξένης γλώσσας της περ. δ΄ της προηγούμενης παραγράφου. ε) Δύο (2) μονάδες για την καλή γνώση ξένης γλώσσας της περ. δ΄ της προηγούμενης παραγράφου. Η γνώση επιπλέον και άλλων ξένων γλωσσών λειτουργεί προσαυξητικά με αντίστοιχη βαθμολογία εφόσον ο υποψήφιος κατέχει τον αντίστοιχο τίτλο σπουδών. 3. Η συνολική βαθμολογία κάθε υποψηφίου πολλαπλασιάζεται με το συντελεστή εκατό (100). Η βαθμολογία εξάγεται μέχρι χιλιοστού της μονάδας. Σε περίπτωση ισοβαθμίας προηγείται ο υποψήφιος που έχει το μεγαλύτερο βαθμό Πτυχίου ή Απολυτηρίου Λυκείου και σε περίπτωση νέας ισοβαθμίας προηγείται εκείνος που λαμβάνει μονάδες από τα κριτήρια που προηγούνται κατά σειρά βάσει των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου. Αν, παρά τα ανωτέρω, προκύπτει ισοβαθμία υποψηφίου στην τελευταία θέση του καθοριζόμενου αριθμού προς πρόσληψη, η σειρά αυτών καθορίζεται με κλήρωση..». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του ίδιου Π.Δ/τος ορίζονται τα εξής: «Οι υποψήφιοι υποβάλλουν μέσα στις προθεσμίες που ορίζει η προκήρυξη τα εξής δικαιολογητικά: α)……ζ) Βεβαίωση δημοτικότητας και μόνιμης κατοικίας, η οποία να έχει εκδοθεί το αργότερο τρεις (3) μήνες πριν από την ημερομηνία έκδοσης της προκήρυξης, η)……θ)..».

 

 

10. Επειδή, ενόψει των όσων εκτέθηκαν στις υπ αριθμ. 7 και 8 σκέψεις της παρούσας, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. β΄ του Π.Δ/τος 135/2006 και η συμπορευόμενη μ αυτήν σχετική κανονιστική διάταξη του Κεφαλαίου Δ΄ της 1/25.044/2008 προκηρύξεως, που προβλέπουν την προσαύξηση της βαθμολογίας των υποψηφίων που είναι δημότες και μόνιμοι κάτοικοι ενός Δήμου κατά 7 μονάδες, κατά το μέρος που η παραπάνω προσαύξηση χορηγείται χωρίς καμία προϋπόθεση και αδιακρίτως, ήτοι χωρίς η παραπάνω προσαύξηση να αφορά μόνο στη βελτίωση μεταξύ επιτυχόντων της σειράς επιτυχίας τους (ΣτΕ Ολ. 477/1989, ΣτΕ 3404/2006, 1559/1992) ή χωρίς να αναφέρεται μόνο σε Δήμους προβληματικούς όπως είναι οι παραμεθόριοι, νησιωτικοί ή μικροί Δήμοι (ΣτΕ 2481/2002), ώστε να είναι δικαιολογημένη η σχετική ρύθμιση στα πλαίσια της συγκράτησης των νέων ιδίως δημοτών στους εν λόγω τόπους και της ενίσχυσης της αποκεντρώσεως, και χωρίς επίσης να συναρτάται με καμία άλλη ανάληψη δεσμεύσεως εκ μέρους του υποψηφίου για υποχρεωτική παραμονή του μετά το διορισμό για ικανό χρονικό διάστημα στο Δήμο προσλήψεώς του (ΣτΕ 2462/2010), δεν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, διότι, προσκρούει στην καθιερούμενη από το Σύνταγμα αρχή της ισότητας των Ελλήνων πολιτών ενώπιον του νόμου, ως υπερβαίνουσα τα ακραία όρια, πέραν των οποίων το παρεχόμενο από το νόμο προνόμιο εμφανίζεται αδικαιολόγητο και για τον λόγο αυτόν, συνταγματικά ανεπίτρεπτο. Εξάλλου, για τους παραπάνω λόγους η ρύθμιση αυτή αντιτίθεται και στο άρθρο 5 του Συντάγματος που καθιερώνει την αρχή της αξιοκρατίας.

 

 

11. Επειδή, στην κρινόμενη περίπτωση, η αιτούσα, υποψήφια για την κατάληψη μιας από τις τρεις θέσεις της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαιδεύσεως (ΠΕ 23) Δημοτικών Αστυνομικών, που προκηρύχθηκαν με την 1/2008 Προκήρυξη για το Δήμο ... Θεσσαλονίκης, κατατάχθηκε από την Επιτροπή Επιλογής στον από 7-1-2009 τελικό πίνακα επιτυχόντων-επιλαχόντων, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά την χωρήσασα στις 7-5-2009 τροποποίησή του, ως 1η επιλαχούσα, με βάση τη μοριοδότηση των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 2  του Π.Δ/τος 135/2006. Συγκεκριμένα, αυτή έλαβε 696 συνολικά μόρια, ενώ, ο συνυποψήφιός της ... που κατατάχθηκε 2ος στη στήλη των επιτυχόντων, έλαβε 1384 μόρια, από τα οποία 700 (7Χ100) προέρχονταν από την προσαύξηση της βαθμολογίας του λόγω εντοπιότητας που προβλέπει η παρ. 1 περ. β΄ του άρθρου 2 του Π.Δ/τος 135/2006, σε συνδυασμό με την παρ. 2 περ. α΄ του ίδιου άρθρου.

 

 

12. Επειδή, από την αιτούσα προβάλλεται ότι η ανωτέρω διάταξη στην οποία στηρίζεται η σχετική κανονιστική διάταξη του Κεφαλαίου Δ΄ της 1/25.044/2008 προκηρύξεως, που επιτρέπει την αυξημένη μοριοδότηση για τους δημότες και μονίμους κατοίκους ενός Δήμου, όπως είναι ο Δήμος ... Θεσσαλονίκης, που είναι ένας μεγάλος και κεντρικός Δήμος με 28.812 κατοίκους, και όχι ένας μικρός παραμεθόριος ή νησιωτικός Δήμος που θα δικαιολογούσε μία προστατευτική, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ρύθμιση, παραβιάζει τις καθιερούμενες με τα άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας. Επομένως, στην περίπτωσή της, δεν θα έπρεπε κατά τους ισχυρισμούς της, να καταταγεί ως επιτυχών ο προαναφερθείς συνυποψήφιός της, που συγκέντρωνε χωρίς το συνυπολογισμό της εντοπιότητάς του λιγότερα μόρια από την ίδια, συγκεκριμένα συγκέντρωνε 684 μόρια έναντι δικών της 696, αλλά η ίδια, η οποία με τα υπόλοιπα επιστημονικά κριτήρια (βαθμό πτυχίου, γνώση ξένων γλωσσών κλπ.) υπερτερούσε έναντι αυτού, απλώς δεν είχε την επίμαχη προσαύξηση ως δημότης άλλου Δήμου και συγκεκριμένα του Δήμου ... Θεσσαλονίκης. Ο παραπάνω λόγος, κρίνεται, ενόψει όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 9η σκέψη, νομικά βάσιμος. Και τούτο γιατί, η τασσόμενη από το Π.Δ/μα 135/2006 και την ένδικη Προκήρυξη προσαύξηση βαθμολογίας λόγω εντοπιότητας, θεσπιζόμενη αδιακρίτως επί όλων των Δήμων, χωρίς καμία διαφοροποίηση που θα δικαιολογούσε υποχώρηση της αρχής της αξιοκρατίας για χάρη είτε του δημοσίου συμφέροντος είτε της προστασίας κάποιων από το Σύνταγμα προβλεπομένων κατηγοριών πολιτών (πολυτέκνων κλπ.), είτε για τη βελτίωση απλώς της σειράς επιτυχίας ήδη επιτυχόντος υποψηφίου, παρίσταται έκδηλα χαριστική για τους έχοντες την ανωτέρω ιδιότητα του δημότη και μονίμου κατοίκου ενός Δήμου. Ειδικότερα, σε αντίθεση με το παλαιότερο νομοθετικό καθεστώς που προβλεπόταν από το Π.Δ. 23/2002 περί Δημοτικής Αστυνομίας (αλλά και το ανάλογο που προβλέπεται στο Ν. 2190/1994 περί ΑΣΕΠ), όπου η προσαύξηση λόγω εντοπιότητας ίσχυε μόνο επί δημοτών παραμεθορίων περιοχών και κάποιων νησιωτικών Δήμων και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αναλαμβανόταν η δέσμευση από τους έχοντες την εντοπιότητα να υπηρετήσουν στους οικείους Δήμους επί μία δεκαετία «τουλάχιστον», το εφαρμοστέο εν προκειμένω νομοθετικό καθεστώς, καμία ανάλογη διάκριση δεν θεσπίζει ούτε καθιερώνει δέσμευση για υποχρεωτική μελλοντική παραμονή του Δημοτικού Αστυνομικού στον οικείο Δήμο εκτός βεβαίως από τη δέσμευση που καθιερώνεται για όλους αδιακρίτως τους Δημοτικούς Αστυνομικούς (δημότες και μη δημότες) με την επί μία οκταετία αδυναμία μετατάξεώς τους σε άλλο Δήμο . Αντίθετα, οι κρινόμενες και εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του Π.Δ/τος 135/2006, καθιερώνουν μία ιδιαιτέρως μεγάλη προσαύξηση σε σύγκριση με όλα τα υπόλοιπα τασσόμενα κριτήρια βαθμολογίας, ήτοι 7 μονάδες για την εντοπιότητα έναντι 10 μονάδων κατ «ανώτατο» όριο για βαθμό Πανεπιστημιακού Πτυχίου, 5 μονάδων για την άριστη γνώση ξένης γλώσσας, 3 μονάδων για την πολύ καλή γνώση ξένης γλώσσας, 3 μονάδων για πολυτεκνία κλπ., χωρίς να εξασφαλίζεται καν η υποχρέωση ότι ο μέχρι την έκδοση της Προκηρύξεως υποψήφιος και μόνιμος κάτοικος του Δήμου θα εξακολουθήσει να έχει την ιδιότητα του μονίμου κατοίκου και μετά την παρέλευση του υποχρεωτικού, ως προς όλους τους Δημοτικούς Αστυνομικούς, ορίου της οκταετούς παραμονής στον εν λόγω Δήμο. Εξάλλου, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η παραπάνω μοριοδότηση λόγω εντοπιότητας δεν αφορά ούτε στη διαμόρφωση απλώς μιας σειράς επιτυχίας μεταξύ ήδη επιτυχόντων υποψηφίων, αλλά καθορίζει αποφασιστικά, λόγω της κατά τα ανωτέρω υψηλής προσαυξήσεως που παρέχει, αν ο υποψήφιος θα είναι επιτυχών ή αποτυχών στη διεκδίκηση της υπό πλήρωση θέσεως. Συνεπώς, η ως άνω ρύθμιση, καθώς και η ερειδόμενη σ αυτήν Προκήρυξη, με βάση την οποία έλαβε χώρα η ένδικη διαδικασία, είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, και για το λόγο αυτόν που προβάλλεται βάσιμα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθεί κατά το μέρος που αφορά την αιτούσα ο προσβαλλόμενος πίνακας, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά την χωρήσασα στις 7-5-2009 τροποποίησή του, και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για επανακατάταξη της τελευταίας στον οικείο πίνακα επιτυχόντων-επιλαχόντων υποψηφίων, με βάση τη συνολική βαθμολογία της στα προβλεπόμενα από το νόμο κριτήρια και χωρίς την εφαρμογή της επίδικης διατάξεως, περί εντοπιότητας ...".