ΔΕφ Θεσ (ΑκυρΣυμβ) 149/2011

 

Δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.

 

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

(Τμήμα Γ'-Ακυρωτικό Σε Συμβούλιο)

ΑΡΙΘΜΟΣ 149/2011

 

 

 

«1. … 2. Επειδή, με την 2412/19-11-2010 διακήρυξη της Κεντρικής Αγοράς Θεσσαλονίκης Α.Ε., προκηρύχθηκε διεθνής δημόσιος ανοικτός διαγωνισμός, για την ανάθεση των υπηρεσιών φυλάξεως των χώρων της (Λαχαναγοράς-Κρεαταγοράς-χώρος Δ’ Τελωνείου), για ένα έτος, με κριτήριο κατακυρώσεως τη χαμηλότερη τιμή και προϋπολογισθείσα δαπάνη 600.000,00 ευρώ ( χωρίς Φ.Π.Α.). Στο διαγωνισμό αυτό, ο οποίος διενεργήθηκε, όπως είχε ορισθεί από τη διακήρυξη, στις 17-1-2011, έλαβαν μέρος ο αιτών και οι επιχειρήσεις «…», «…», «…» και «..», των οποίων οι προσφορές κρίθηκαν παραδεκτές κατά το στάδιο της εξετάσεως των δικαιολογητικών. Ακολούθως, κατά το στάδιο της αποσφραγίσεως των οικονομικών προσφορών και τον έλεγχό τους από την Επιτροπή του Διαγωνισμού, στις 31-3-2011 και την 1-2-2011, προέκυψε ότι ο αιτών προσέφερε τη χαμηλότερη τιμή προσφοράς (612.133,90 ευρώ) και τη δεύτερη χαμηλότερη τιμή την προσέφερε η εταιρεία με την επωνυμία «.. » (612.565,83 ευρώ), οι προσφορές δε αυτές κάλυπταν τον όρο της διακηρύξεως ότι η προσφερόμενη τιμή, επί ποινή απορρίψεως της προσφοράς, δεν πρέπει να είναι κατώτερη των προβλεπομένων κατωτέρων νομίμων αποδοχών των εργαζομένων, σύμφωνα με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ( Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) Όμως , ο αιτών, την 1-2-2011 (καθ’ ο χρόνο συνεχιζόταν ο έλεγχος των οικονομικών προσφορών), υπέβαλε το με την ίδια ημερομηνία υπόμνημά του, με το οποίο γνωστοποίησε στην καθ’ ής ότι ήταν μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επανδρωμένων Υπηρεσιών Ασφαλείας (Σ.Ε.Ε.Υ.Α.), από τον οποίο απεχώρησε με μονομερή δήλωση που επέδωσε στο Σύνδεσμο αυτό στις 21-1-2011, όπως προκύπτει από την 10689/21-1-2011έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … και, συνεπώς, δεν δεσμεύεται, πλέον, από την οικεία κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας, ως εκ τούτου η οικονομική προσφορά του διαμορφώθηκε με βάση την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., όπως απαιτείται από τη διακήρυξη. Μετά το υπόμνημα αυτό του αιτούντος, η Επιτροπή του Διαγωνισμού, με το οικείο πρακτικό της, εισηγήθηκε την απόρριψη της προσφοράς του και την ανάθεση των υπηρεσιών φυλάξεως της καθ΄ ης στην εταιρεία «…» γιατί ο αιτών, κατά τον κρίσιμο χρόνο διενέργειας του διαγωνισμού (17-1-2011), δεσμευόταν, κατά τα ανωτέρω, από την οικεία κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας, ως μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επανδρωμένων Υπηρεσιών Ασφαλείας, από τον οποίο απεχώρησε, κατά τα προαναφερόμενα και προβαλλόμενα από τον ίδιο με το ως άνω υπόμνημά του, στις 21-1-2011.Στη συνέχεια, το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ ης Κεντρικής Αγοράς Θεσσαλονίκης Α.Ε., με την 328/12/3-2-2011 απόφασή του, υιοθετώντας την ως άνω εισήγηση της Επιτροπής Διαγωνισμού, απέρριψε την προσφορά του αιτούντος και αποφάσισε να ανατεθούν οι υπηρεσίες φυλάξεως των χώρων της καθ΄ ης στην εταιρεία «…». Κατά της αποφάσεως αυτής ο αιτών άσκησε προδικαστική προσφυγή, κατ’ άρθρο 4 του Ν. 3886/2010, η οποία απορρίφθηκε με την 330/2/15-2-2011 απόφαση του ίδιου οργάνου, ήδη δε με την κρινόμενη αίτησή του στρέφεται κατ’ αμφοτέρων των αποφάσεων αυτών του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ ης και ζητεί τη λήψη των κατάλληλων ασφαλιστικών μέτρων για την προστασία των έννομων συμφερόντων του.

 

 

3. Επειδή, η εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία έλαβε μέρος στον επίδικο διαγωνισμό και στην οποία αποφασίσθηκε να ανατεθεί το έργο, παρεμβαίνει με έννομο συμφέρον, με το κατατεθέν στις 30-3-2011 δικόγραφο παρεμβάσεως.

 

 

4. Επειδή, στην ήδη εισαχθείσα στην εσωτερική έννομη τάξη, με το Π.Δ. 60/2007 (Α 64/16-3-2007), Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 «Περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων - υπηρεσιών»” (Ε.Ε. L 134), η οποία έθεσε σε νέα βάση τα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, προβλέπεται στο άρθρο 1 ότι: “1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ορισμοί που παρατίθενται στις παραγράφους 2 έως 15. 2. ... 9.Ως “αναθέτουσες αρχές” νοούνται: το κράτος, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις μίας ή περισσοτέρων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσοτέρων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Ως “οργανισμός δημοσίου δικαίου”, νοείται κάθε οργανισμός: α) ο οποίος έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα. β) ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα και γ) η δραστηριότητα του οποίου χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή η διαχείριση του οποίου υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς ή του οποίου περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου του διορίζεται από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Οι κατάλογοι, μη εξαντλητικοί, των οργανισμών και των κατηγοριών οργανισμών δημοσίου δικαίου που πληρούν τα κριτήρια, τα οποία απαριθμούνται στο δεύτερο εδάφιο σημεία α), β) και γ), παρατίθενται στο παράρτημα III. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν κατά διαστήματα στην Επιτροπή τις μεταβολές που επήλθαν στους καταλόγους τους”. Στο Παράρτημα III (“ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9 ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΔΑΦΙΟ”) ορίζεται “…. IV. ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Κατηγορίες. α) Οι δημόσιες επιχειρήσεις και δημόσιοι φορείς. β) Τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, από κρατικούς πόρους κατά το 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού των ή των οποίων το εταιρικό κεφάλαιο ανήκει κατά 51% τουλάχιστον στο κράτος, γ) Τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης οποιασδήποτε βαθμίδας, συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας (ΚΕΔΚΕ), σε τοπικές ενώσεις δήμων και κοινοτήτων, καθώς και σε δημόσιες επιχειρήσεις και δημόσιους φορείς και σε υπό το στοιχείο β) νομικά πρόσωπα ή επιχορηγούνται τακτικά από αυτά, κατά το 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού των, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις ή με το καταστατικό τους ή τα προαναφερόμενα νομικά πρόσωπα που κατέχουν τουλάχιστον το 51% του εταιρικού κεφαλαίου αυτών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου”.

 

 

5. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως προς τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ενός φορέα ως οργανισμού δημοσίου δικαίου και, ακολούθως, ως αναθέτουσας αρχής, οι τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες, κατά το άρθρο 1 παρ. 9 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α, β και γ της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, πρέπει να πληρούνται για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, έχουν σωρευτικό χαρακτήρα (απόφαση ΔΕΚ της 10ης-4-2008 C-393/06 Aigner, ιδίως σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, για να θεωρηθεί ένας φορέας ως οργανισμός δημοσίου δικαίου, ώστε, ακολούθως, να δύναται να νοηθεί ως αναθέτουσα αρχή, θα πρέπει (εκτός των άλλων δύο ως άνω υπό στοιχεία β’ και γ’ της προπαρατιθέμενης παραγράφου 9 του αριθμού 1 της πιο πάνω Οδηγίας προϋποθέσεις) να έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στο βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα. Ως προς τις συγκεκριμένες έννοιες, ο κοινοτικός νομοθέτης εισήγαγε διάκριση μεταξύ , αφενός, των αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα και, αφετέρου, των αναγκών γενικού συμφέροντος που έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα (βλ απόφαση ΔΕΚ της 10ης-11-1998 C-360/96 BFI Holding BV, σκέψη 36).Περαιτέρω, η έννοια του ?οργανισμού δημοσίου δικαίου" πρέπει να ερμηνεύεται με βάση λειτουργικά κριτήρια (απόφαση ΔΕΚ της 10ης-4-2008 C-393/06 Aigner, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), η δε ύπαρξη ή απουσία αναγκών γενικού συμφέροντος, που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, εκτιμώνται αντικειμενικώς (απόφαση ΔΕΚ της 10ης-11-1998 C-360/96 BFI Holding BV, σκέψεις 62, 63). Εξάλλου, προκειμένου να κριθεί αν ένας φορέας εξυπηρετεί ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, δεν έχει σημασία αν οι ανάγκες αυτές καλύπτονται ή θα μπορούσαν να καλυφθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά αν πρόκειται για ανάγκες τις οποίες, για λόγους που άπτονται του γενικού συμφέροντος, το κράτος επιλέγει να καλύψει το ίδιο ή επί των οποίων επιθυμεί να διατηρήσει καθοριστική επιρροή (απόφαση ΔΕΚ 10ης-4-2008 C-393/06 Aigner σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πέραν τούτου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των σχετικών νομικών και πραγματικών δεδομένων, όπως οι περιστάσεις υπό τις οποίες συστάθηκε ο οικείος φορέας και οι συνθήκες υπό τις οποίες ασκεί τη δραστηριότητά του, ειδικότερα δε έχει σημασία, μεταξύ άλλων, να εξακριβωθεί αν ο συγκεκριμένος φορέας δρα υπό συνθήκες ανταγωνισμού, στο σχετικό οικονομικό περιβάλλον δηλαδή στον τομέα για τον οποίο αυτός έχει συσταθεί (απόφαση ΔΕΚ της 10ης-4-2008 C-393/06 Aigner, σκέψεις 41,42,43, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 

 

6. Επειδή, περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.3475/1955 "Περί τυποποιήσεως νωπών αγροτικών προϊόντων και ιδρύσεως κεντρικών και τοπικών αγορών αυτών (Α΄ 353), ιδρύθηκε, αρχικώς , στις περιφέρειες της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης, ανά μία Κεντρική Αγορά χονδρικής πωλήσεως νωπών αγροτικών προϊόντων (παρ. 1), προβλέφθηκε δε η ίδρυση τέτοιων αγορών και σε άλλα καταναλωτικά κέντρα (παρ. 2), ότι η προς το λιανικό εμπόριο χονδρική πώληση των νωπών αγροτικών προϊόντων, τυποποιημένων ή μη, θα ενεργείται μέσω των Κεντρικών Αγορών, με κοινές δε αποφάσεις των υπουργών Γεωργίας και Εμπορίου, επιτρέπεται η διάθεση προς το λιανικό εμπόριο των προϊόντων αυτών από γεωργικούς συνεταιρισμούς, ενώσεις αυτών και από χονδροπωλητές, που εγκαθίστανται σε χώρους εκτός των Κεντρικών Αγορών και σε απόσταση όχι μικρότερη των δύο χιλιομέτρων από αυτές (παρ.3,όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 802/1978,  Α΄ 121), ότι μέσω των Κεντρικών αυτών Αγορών θα ενεργείται και η προς το λιανικό εμπόριο χονδρική πώληση των νωπών κρεάτων, τυποποιημένων ή μη, πλην πουλερικών, κονίκλων και θηραμάτων (παρ. 5, όπως προστέθηκε και αριθμήθηκε με το άρθρο 9 παρ.2 του Ν. 3190/2003, Α΄249 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ. 3 του Ν. 3784/2009, Α΄137), καθώς και ότι οι παραβάτες των ανωτέρω διατάξεων τιμωρούνται, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 7 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.802/1978 Α΄121 και αριθμήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3190/2003, Α΄24) και 8 (όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.6 του Ν.3557/2007, Α΄100). Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής παραγράφου 8 του άρθρου 6 του Ν.3475/1955,εκδόθηκε η Α2-4967/4-12-2007 (Β΄2.400/20-12-2007) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, με την οποία ρυθμίζονται τα θέματα ως προς τον τρόπο επιβολής των διοικητικών κυρώσεων της παραγράφου αυτής. Περαιτέρω, με το Β.Δ. 869 της 14/25-10-1966 (Α΄223) καθορίσθηκε η νομική μορφή της Κεντρικής Λαχαναγοράς Θεσσαλονίκης ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με σκοπό την απ’ευθείας, μέσω των εγκαταστάσεών της, χονδρική πώληση των νωπών αγροτικών προϊόντων, τυποποιημένων ή μη, στο λιανικό εμπόριο και, γενικότερα, την επωφελέστερη για την παραγωγή και την κατανάλωση διακίνηση, εμφάνιση, εμπορία κλπ των προϊόντων αυτών (άρθρο 1 παρ.1, 2). Στην παράγραφο 2 του άρθρου 14 του ως άνω Β.Δ/τος ορίσθηκε ότι, από την έναρξη λειτουργίας της Κεντρικής Λαχαναγοράς Θεσσαλονίκης, η απ’ευθείας προς το λιανικό εμπόριο χονδρική πώληση νωπών αγροτικών προϊόντων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, τυποποιημένων ή μη, ενεργείται μόνον μέσω της Κεντρικής αυτής Λαχαναγοράς. Εξάλλου, με το Π.Δ.411/1998 (Α΄ 288) η Κεντρική Λαχαναγορά Θεσσαλονίκης και ήδη, στο μεταξύ μετονομασθείσα σε Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης μετατράπηκε από Ν.Π.Δ.Δ σε ανώνυμη εταιρεία και εγκρίθηκε το καταστατικό της. Ειδικότερα, στο άρθρο πρώτο του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, ορίζεται ότι: "1.Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης" που ιδρύθηκε με το Β.Δ. 869/1966, όπως τροποποιήθηκε, μετατρέπεται σε Ανώνυμη Εταιρεία, με την επωνυμία "ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" (Κ.Α.Θ. ΑΕ), η οποία λειτουργεί σύμφωνα με το καταστατικό της και με βάση τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της ως εταιρεία που ασκεί δραστηριότητα κοινής ωφέλειας.2.Εγκρίνεται το καταστατικό της συνιστώμενης με την μετατροπή αυτή Ανώνυμης Εταιρείας, το οποίο έχει ως εξής: 1…4. Σκοπός της Κ.Α.Θ. Α.Ε. είναι: 1.Η διακίνηση, διαχείριση και καλή λειτουργία της Κεντρικής Αγοράς Θεσσαλονίκης, με σκοπό την επωφελέστερη για την παραγωγή και την κατανάλωση διακίνηση-εμπορία των οπωροκηπευτικών και γενικότερα των αγροτικών προϊόντων (κρέας, ψάρια,ανθοκομικά κλπ), νωπών ή μεταποιημένων, στην εσωτερική αγορά, τηρουμένων των κανόνων εμπορίας και ποιοτικών προδιαγραφών που ισχύουν κάθε φορά. 2. Η ανάπτυξη και όπου απαιτείται δημιουργία της κατάλληλης υποδομής, η αναβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών … ώστε να διαμορφώσει στο χώρο της ευνοϊκούς όρους και προϋποθέσεις άσκησης του χονδρεμπορίου … η διασφάλιση λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς και του υγιούς ανταγωνισμού, προς όφελος τόσο του παραγωγού όσο και του καταναλωτή. 3.Η καθ’οιονδήποτε πρόσφορο τρόπο υποβοήθηση και συμβολή στην ανάπτυξη των εξαγωγικών δραστηριοτήτων των χονδρεμπορικών επιχειρήσεων … που εδρεύουν στο χώρο της Αγοράς, ιδιαίτερα προς τις γειτονικές βαλκανικές χώρες -ανάπτυξη διασυνοριακού εμπορίου- με προοπτική να μετεξελιχθεί ο χώρος σε μία σύγχρονη Κεντρική Αγορά, με ρόλο και προοπτική στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. 4. Η σύσταση θυγατρικών εταιριών ή η συμμετοχή σε άλλες επιχειρήσεις που έχουν ίδιο ή παρεμφερή σκοπό … με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και έγκριση της Γενικής Συνέλευσης. 5. Η εκμίσθωση … των καταστημάτων, εγκαταστάσεων και υπηρεσιών της … στις πάσης φύσεως χονδρεμπορικές επιχειρήσεις … 6 …7. Η οργάνωση της κατάλληλης ερευνητικής υποδομής, για την εκπόνηση πάσης φύσεως ερευνών και μελετών, για θέματα που άπτονται του αντικειμένου της, για λογαριασμό της ίδιας ή για λογαριασμό τρίτων επ’ αμοιβή. 8. Η παροχή επ’ αμοιβή συμβουλευτικών υπηρεσιών και τεχνογνωσίας … 9 …10 …11. Η ανάληψη, διαχείριση και υλοποίηση, σε συνεργασία με άλλους φορείς ή μόνη της, προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα αυτών που αφορούν το διασυνορι ακό εμπόριο με τρίτες χώρες, την εκπαίδευση κ.λ.π. …?. Τέλος, στο άρθρο 3 της 257543/31-7-2003 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Ανάπτυξης και Γεωργίας «Συμπληρωματικά μέτρα εφαρμογής του Καν. (ΕΚ) 1148/2001 της Επιτροπής της Ε.Κ., σχετικά με τους ελέγχους τήρησης των προδιαγραφών εμπορίας που εφαρμόζονται στον τομέα των νωπών οπωροκηπευτικών» (Β’ 1122/8-8-2003), προβλέπεται η κατάρτιση και τήρηση στο Υπουργείο Γεωργίας βάσεως δεδομένων, η οποία αποτελεί τη συνέχεια του μητρώου εμπόρων του καταργηθέντος Κανονισμού (ΕΚ) 2251/92 της Επιτροπής και στην οποία υποχρεωτικώς εγγράφονται, με τη διαδικασία που προβλέπεται στην κοινή αυτή υπουργική απόφαση, οι συναλλασσόμενοι στον τομέα των νωπών οπωροκηπευτικών. Μεταξύ των κλάδων που απαρτίζουν την ως άνω βάση δεδομένων, κατά τα οριζόμενα στο ίδιο άρθρο, περιλαμβάνονται και οι έμποροι χονδρικού εμπορίου της εγχώριας αγοράς, οι οποίοι διακρίνονται σε εμπόρους κεντρικών λαχαναγορών και σε εμπόρους εκτός κεντρικών λαχαναγορών.

 

 

7. Επειδή, από τις παρατιθέμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, προκύπτουν τα ακόλουθα : α) η Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης Α.Ε. συστάθηκε ειδικώς για την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, οι οποίες συνίστανται στην μέσω των εγκαταστάσεών της διακίνηση χονδρεμπορικώς των προαναφερόμενων νωπών ή μεταποιημένων προϊόντων και οι οποίες ανάγονται στην ανάγκη προστασίας της παραγωγής και καταναλώσεως των ευαίσθητων αυτών αγαθών, καθώς και της εξασφαλίσεως της δημόσιας υγείας και της καθαριότητας και ευταξίας της περιοχής, όπου διενεργείται η σχετική δραστηριότητα (βλ. ΣτΕ 1038/2006), β) τις ανάγκες αυτές γενικού συμφέροντος της ως άνω περιοχής, το κράτος επέλεξε να τις καλύψει, κατά κανόνα, το ίδιο, μέσω της Κεντρικής Αγοράς Θεσσαλονίκης Α.Ε., με την πρόβλεψη απαγορεύσεως διακινήσεως χονδρεμπορικώς των πιο πάνω αγαθών εκτός των εγκαταστάσεών της (άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3475/1955, πρβ. ΣτΕ 1038/2006), σε κάθε δε περίπτωση, επιθυμεί να διατηρήσει επ’ αυτών καθοριστική επιρροή, δεδομένου ότι, κατ’ αρχήν, διατηρεί τη διακίνηση των αγαθών αυτών χονδρεμπορικώς μέσω της Κεντρικής ως άνω Αγοράς, προβλέποντας, μάλιστα, και κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων που ορίζουν σχετικώς (άρθρο 6 παρ. 7, 8 Ν. 3475/1955 και κατ’ εξουσιοδότηση αυτών ως άνω Α2 -4967/2007 απόφαση Υπουργού Ανάπτυξης), για το χονδρεμπόριο δε των ίδιων αγαθών εκτός της ΚΑΘ Α.Ε. απαιτείται ειδική εξουσιοδότηση (άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3475/1955 και προαναφερόμενη Κ.Υ.Α. 257543/13-7-2003), γ) η πιο πάνω Κεντρική Αγορά ιδρύθηκε με μοναδικό μέτοχό της το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 5 παρ. 5 Π.Δ. 411/1998), ο οποίος έχει δικαίωμα προτιμήσεως σε περίπτωση αυξήσεως του μετοχικού της κεφαλαίου (άρθρο 6 παρ. 2 Π.Δ. 411/1998), από τα εννέα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της δύο είναι εκπρόσωποι του μετόχου και τέσσερα του Δημοσίου, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος του Δ.Σ. και ο Διευθύνων Σύμβουλος, που διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Ανάπτυξης και Γεωργίας (άρθρο 12 παρ. 4 Π.Δ. 411/1998), τελεί δε υπό την εποπτεία του Υπουργού Ανάπτυξης (άρθρο 17 Π.Δ. 411/1998) και δ) η ως άνω Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης Α.Ε., αν και η δραστηριότητά της δύναται να επιφέρει κέρδη, πάντως δεν ιδρύθηκε με κύριο στόχο την επιδίωξη αυτών (κερδών), αλλά για την επίτευξη του σκοπού της, όπως αυτός ορίζεται στο παρατιθέμενο στην προηγούμενη σκέψη άρθρο 4 του Καταστατικού της.

 

 

8. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ενόψει όσων έχουν γίνει δεκτά από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τα διαλαμβανόμενα στην πέμπτη σκέψη, και λαμβανομένου υπόψη ότι ούτε από τον φάκελο προκύπτει, ούτε προβάλλεται από την καθ’ ης ή την παρεμβαίνουσα ότι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης έχει χορηγηθεί αρμοδίως άδεια σε άλλο φορέα, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για τη διακίνηση χονδρεμπορικώς των προαναφερόμενων αγαθών και εκτός των εγκαταστάσεων της καθ’ ης, κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι η καθ’ ης δρα υπό συνθήκες ανεπτυγμένου ανταγωνισμού στην περιοχή για την οποία ιδρύθηκε και, συνεπώς, η Κεντρική αυτή Αγορά αποτελεί αναθέτουσα αρχή, ως οργανισμός δημοσίου δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 9 εδ. δεύτερο υπό στοιχείο α? της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, μη πιθανολογουμένων σοβαρώς ως βασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων από την καθ’ ης και την παρεμβαίνουσα. Ειδικότερα, τα προβαλλόμενα από την καθ’ ης ότι δρα υπό συνθήκες ανταγωνισμού, λόγω της λειτουργίας άλλων Λαχαναγορών - Κρεαταγορών, ιδιωτικών ή κρατικών, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, αλλά και σε όμορες χώρες (Σκόπια - Βουλγαρία) δεν πιθανολογούνται σοβαρώς ως βάσιμα, προεχόντως, γιατί κρίσιμο για την ύπαρξη ή μη ανεπτυγμένου ανταγωνισμού, κατά τα αναφερόμενα στο τέλος της πέμπτης σκέψεως, είναι το οικονομικό περιβάλλον, σύμφωνα με τον τομέα για τον οποίο έχει συσταθεί η καθ’ης (βλ. σκέψεις 41, 42, 43 αποφάσεως της ΔΕΚ της 10ης-4-2008 C-393/06 Αigner), δηλαδή το χονδρεμπόριο των ως άνω αγαθών στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Περαιτέρω, τα προβαλλόμενα από την καθ’ης και την παρεμβαίνουσα, ότι η καθ’ης δεν είναι αναθέτουσα αρχή κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων της Οδηγίας 2004/18/Ε.Κ., γιατί σύμφωνα με το άρθρο 19 του Καταστατικού της, φέρει τον κίνδυνο των ζημιών της και δύναται να κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, δεν πιθανολογούνται σοβαρώς ως βάσιμα, ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω ότι τις ανάγκες γενικού συμφέροντος που εξυπηρετεί η καθ’ης επέλεξε το κράτος να τις καλύψει κατά κανόνα το ίδιο, πάντως, οπωσδήποτε, επιθυμεί να διατηρήσει επ’αυτών καθοριστική επιρροή, καθώς και ότι η καθ’ης δεν δρα σε ανεπτυγμένο ανταγωνιστικό περιβάλλον στην περιοχή της δραστηριότητας της (Θεσσαλονίκη), που προσδιορίζεται από τις ιδρυτικές αυτής διατάξεις (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 10ης-5-2001 C- 223/99 και C- 260/99 Agora και Excelcior, σκέψεις 40 και 43, όπου γίνεται σύνδεση των κριτηρίων αυτών).

 

 

9. Επειδή, μετά από αυτά, ο επίδικος διαγωνισμός ως εκ του αντικειμένου του και της προϋπολογισθείσας δαπάνης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ (Ε.Ε. L. 134) και συνεπώς, και στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3886/2010 (Α 173).

 

 

10. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση στρέφεται απαραδέκτως κατά της 328/12/3-2-2011 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ης, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή ενσωματώθηκε στη μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη 330/2/15-2-2011 απόφαση του ιδίου οργάνου, με την οποία απορρίφθηκε η κατ’αυτής ασκηθείσα προδικαστική προσφυγή, ενόψει του ουσιαστικού χαρακτήρα της προσφυγής αυτής (βλ. Ε.Α. ΣτΕ 289/2011, 908/2010, 360/2010, 1045/2009, 946/2007, 1206/2006 κ.α.).

 

 

11. Επειδή, η καθ’ ης με το 754/4-4-2011 έγγραφό της, με το οποίο εκθέτει τις απόψεις της προς το Δικαστήριο, προβάλλει ότι η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της 330/2/15-2-2011 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της, γιατί κατ’ αυτής ο αιτών δεν άσκησε προδικαστική προσφυγή. Ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται βάσιμος, γιατί, στα πλαίσια της διεπόμενης από τις διατάξεις του Ν. 3886/2010 προσωρινής δικαστικής προστασίας, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει ενώπιον της αναθέτουσας αρχής μία μόνον προσφυγή του άρθρου 4 παρ. 1 του νόμου αυτού και, αντιστοίχως, μία αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως της προσφυγής του. Συνεπώς, είναι απαράδεκτη τόσο δεύτερη προσφυγή κατά της αυτής πράξεως, όσο και προσφυγή κατά πράξεως που έχει εκδοθεί επί προηγούμενης προσφυγής του ιδίου προσώπου (ΕΑ ΣτΕ 305, 239/2011, βλ. ΕΑ ΣτΕ 515/2010, 835, 575, 481/2008, 599, 25/2006, 1054/2005 κ.α.).

 

 

12. Επειδή, στο άρθρο 14 της διακηρύξεως του επίδικου διαγωνισμού ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι …. Η προσφερόμενη τιμή - επί ποινή απορρίψεως της προσφοράς - δεν πρέπει να είναι κατώτερη των προβλεπομένων κατώτερων νόμιμων αποδοχών των εργαζομένων, σύμφωνα με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.). Η προσφερόμενη τιμή πρέπει - επί ποινή απορρίψεως της προσφοράς - να υποβάλλεται με αναλυτική αναφορά … των κονδυλίων που την συνθέτουν, δηλαδή συγκεκριμένως σε αυτήν πρέπει να αναφέρονται….. σε ετήσια βάση το ύψος του προϋπολογισμένου ποσού που αφορά τις πάσης φύσεως νόμιμες αποδοχές … των εργαζομένων… Μετά την κατάθεση της προσφοράς επί νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών, οι διαγωνιζόμενοι παρέχουν διευκρινίσεις μόνον εάν αυτές ζητούνται από αρμόδιο όργανο, είτε κατά την ενώπιόν του διαδικασία, είτε κατόπιν εγγράφου της Υπηρεσίας, μετά τη σχετική γνωμοδότηση του οργάνου. Από τις διευκρινίσεις, οι οποίες παρέχονται σύμφωνα με τα παραπάνω, λαμβάνονται υπόψη μόνον εκείνες που αναφέρονται στα σημεία για τα οποία υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από το αρμόδιο όργανο”. Περαιτέρω, στο άρθρο 17 της ίδιας διακηρύξεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία Αποσφράγισης και Αξιολόγησης Προσφορών», ορίζεται ότι: “1. Η Επιτροπή ... 2. … 14. … ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ. α. … β. Η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα κατά την απόλυτα ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση της, να ζητήσει από τους διαγωνιζόμενους στοιχεία απαραίτητα για την τεκμηρίωση του κανονικού ή μη των προσφερομένων τιμών, οι δε διαγωνιζόμενοι υποχρεούνται να παρέχουν αυτά. γ. … δ. Συμπληρώσεις των στοιχείων και εγγράφων του φακέλου των δικαιολογητικών συμμετοχής … και της οικονομικής προσφοράς από τους διαγωνιζόμενους στα στάδια της διενέργειας του Διαγωνισμού δεν επιτρέπονται. Σε κάθε περίπτωση πάντως η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα, κατά την απόλυτα ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση της, να ζητήσει από τους διαγωνιζόμενους διευκρινίσεις επί υποβληθέντων δικαιολογητικών... Εξάλλου, στο άρθρο 18 της ανωτέρω διακηρύξεως, υπό τον τίτλο «Απόρριψη Προσφορών», ορίζεται ότι : … Επίσης, απορρίπτεται ως απαράδεκτη α) κάθε προσφορά που είνει αόριστη ή ανεπίδεκτη εκτιμήσεως, περιέχει ελλιπή ή ανακριβή στοιχεία ή/και αιρέσεις β) …...

 

 

13. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά της 328/12/3-2-2011 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ ης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά του αιτούντος, με την ειδικότερη αιτιολογία που παρατίθεται στη δεύτερη σκέψη, ο αιτών άσκησε προδικαστική προσφυγή. Η προδικαστική αυτή προσφυγή απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την ακόλουθη αιτιολογία : α) ο αιτών, ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο διενέργειας του διαγωνισμού (17-1-2011) ήταν μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επανδρωμένων Υπηρεσιών Ασφαλείας, δεσμευόταν από την οικεία κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας που είχε υπογράψει ο Σύνδεσμος αυτός, συνεπώς, ανακριβώς εξειδίκευσε ότι υπαγόταν στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η ανακρίβεια δε αυτή καθιστά την προσφορά του απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 περιπτ. α΄ της διακηρύξεως του επίδικου διαγωνισμού, β) ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι είχε δηλώσει προφορικά, πριν από τη διενέργεια του επίδικου διαγωνισμού, στον πιο πάνω Σύνδεσμο ότι αποχωρεί από αυτόν, είναι αόριστος, γιατί δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος τέτοιας προφορικής δηλώσεως, αλλά και ανακριβής, γιατί, τόσο στην ως άνω από 20-1-2011 εξώδικη δήλωσή του, όσο και στο από 1-2-2011 υπόμνημά του προς την καθ’ ης, δεν γίνεται αναφορά σε τέτοια προφορική δήλωση, αντιθέτως αναφέρεται ότι ο αιτών, με την πιο πάνω από 20-1-2011 εξώδικη δήλωσή του, δήλωσε ότι παραιτείται από μέλος του Συνδέσμου αυτού και ότι αποχωρεί από αυτόν, γ) ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι δεν ηδύνατο να υποβάλει έγγραφη δήλωση παραιτήσεως από μέλος του πιο πάνω Συνδέσμου σε χρόνο προγενέστερο της διενέργειας του διαγωνισμού, λόγω ανυπαρξίας διοικήσεώς του, είναι απορριπτέος, γιατί αυτός ηδύνατο να προβεί σε τέτοια γραπτή δήλωση, όπως, ακριβώς, επέδωσε και την ως άνω από 20-1-2011 εξώδικη δήλωσή του την οποία δεν εμπόδισε η ανυπαρξία διοικήσεως του Συνδέσμου αυτού και δ) η υποβολή του από 1-2-2011 υπομνήματος του αιτούντος, ακόμη και ως συμπλήρωση των στοιχείων και δικαιολογητικών του φακέλου και της προσφοράς του, είναι απαράδεκτη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 17 περιπτ. δ΄ της διακηρύξεως του επίδικου διαγωνισμού.

 

 

14. Επειδή, ο αιτών είχε προβάλει με τη προδικαστική προσφυγή του και επαναλαμβάνει με την κρινόμενη αίτησή του ότι δεν παρεβίασε κάποιο όρο της διακηρύξεως με την προσφορά του, αντιθέτως υπέβαλε αυτήν κατά τους ορισμούς της διακηρύξεως περί προσφερόμενης τιμής σύμφωνα με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, συνεπώς, αξιώνοντας η καθ’ ης άλλες προϋποθέσεις, όπως η τήρηση από αυτόν της οικείας κλαδικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας που είχε υπογράψει ο Σύνδεσμος του οποίου υπήρξε μέλος, παρεβίασε το σχετικό όρο της διακηρύξεως. Ο λόγος αυτός, ενόψει της παρατιθέμενης στην προηγούμενη σκέψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν πιθανολογείται σοβαρώς ως βάσιμος, γιατί η προσφορά του αιτούντος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 περιπτ. α΄ της διακηρύξεως του επίδικου διαγωνισμού όχι γιατί δεν ήταν σύμφωνη με την οικεία κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας, με την οποία δεσμευόταν ο αιτών, αλλά γιατί αυτός ανακριβώς εξειδίκευσε ότι υπαγόταν στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αποκρύβοντας την δέσμευσή του από την ως άνω κλαδική σύμβαση.

 

 

15. Επειδή, περαιτέρω, τα προβληθέντα από τον αιτούντα με την προδικαστική προσφυγή του και επαναλαμβανόμενα με την κρινόμενη αίτηση, ότι η προσφορά του, σε κάθε περίπτωση ήταν σύμφωνη και με την κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας που είχε υπογράψει ο ως άνω Σύνδεσμος του οποίου υπήρξε μέλος, αφού το διοικητικό κόστος 3% το οποίο δεν συνυπολόγισε, δεν αποτελεί στοιχείο των κανονιστικών ρυθμίσεων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, σε συνδυασμό με τα προβαλλόμενα από την καθ’ ης σχετικώς, με τις έγγραφες απόψεις της προς το Δικαστήριο σε συμβούλιο, ότι η εργατική δαπάνη με βάση την οικεία κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας, συνυπολογιζομένου και του ποσοστού 3% του διοικητικού κόστους, είναι μεγαλύτερη από αυτήν της προσφοράς του αιτούντος, δεν πιθανολογούνται σοβαρώς ως βάσιμα (βλ. Ε.Α. ΣτΕ 1255/2009, 17, 136/2011 κ.α.).

 

 

16. Επειδή, εξάλλου, όσα προέβαλε ο αιτών με την προδικαστική προσφυγή του και επαναλαμβάνει με την κρινόμενη αίτηση, ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο διενέργειας του επίδικου διαγωνισμού, είχε υποβάλει προφορική δήλωση παραιτήσεως από μέλος του προαναφερόμενου Συνδέσμου, ότι δεν ηδύνατο να υποβάλει εγγράφως τέτοια δήλωση πριν τον κρίσιμο αυτό χρόνο, λόγω ανυπαρξίας διοικήσεως του Συνδέσμου αυτού, καθώς και ότι το από 1-2-2011 υπόμνημά του προς την καθ’ ης θα έπρεπε να θεωρηθεί ως παραδεκτή συμπλήρωση της προσφοράς του, ως προς την οποία η Επιτροπή Διαγωνισμού έπρεπε να ζητήσει σχετικές διευκρινίσεις, δεν πιθανολογούνται σοβαρώς ως βάσιμα. Τούτο, ενόψει της επ’ αυτών αιτιολογίας της προβαλλόμενης αποφάσεως που παρατίθεται στη δέκατη τρίτη σκέψη, σε συνδυασμό με το ότι κρίσιμος χρόνος για την εξέταση των προσφορών είναι αυτός της διενέργειας του διαγωνισμού, χωρίς να ασκεί επιρροή οποιοδήποτε μεταγενέστερο γεγονός (Ε.Α. ΣτΕ 89/2010)

 

 

17. Επειδή, τέλος τα προβληθέντα από τον αιτούντα με την προδικαστική προσφυγή του και επαναλαμβανόμενα με την κρινόμενη αίτηση, ότι για τους υπόλοιπους διαγωνιζόμενους δεν ετέθη ζήτημα μη εφαρμογής της οικείας κλαδικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, ακόμη και για την παρεμβαίνουσα, της οποίας την προσφορά στον αμέσως προηγούμενο διαγωνισμό απεδέχθη η καθ’ ης, παρά τα μεταγενέστερα της διενέργειας εκείνου του διαγωνισμού προσκομισθέντα έγγραφα ως αιτιολογικά της οικονομικής προσφοράς της, γεγονός που αποδεικνύει τη μεροληπτική στάση της καθ’ ης υπέρ της παρεμβαίνουσας, δεν πιθανολογούνται σοβαρώς ως βάσιμα, προεχόντως, λόγω της αοριστίας τους, και της αναφορά τους σε άλλη διαγωνιστική διαδικασία, ανεξαρτήτως των επ’ αυτού προβαλλομένων από την καθ’ ης ότι η παρεμβαίνουσα στον προγενέστερο ως άνω διαγωνισμό προσκόμισε έγγραφα, από τα οποία προέκυψε ότι ουδέποτε απετέλεσε μέλος του σωματείου Σ.Ε.Ε.Υ.Α.

18. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η αιτιολογία αποκλεισμού του αιτούντος από τον επίδικο διαγωνισμό παρίσταται νόμιμη και επαρκής. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να γίνει δεκτή η παρέμβαση. …».