ΔιατΕισΕφΘεσ 7/2010

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Έγγραφα -.

 

Λήψη υπόψη κατά την προδικασία μη αμετάκλητων αποφάσεων ως λοιπών εγγράφων.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

  Αριθμ 7/2010

   Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

   Ηλίας Σεφερίδης

   Αντεισαγγελέας Εφετών

 

   ΔΙΑΤΑΞΗ

 

   Έχοντας υπόψη την 165/18/12/2009 προσφυγή της ... κατοίκου Πτολεμαϊδας, που ασκήθηκε αυτοπροσώπως ενώπιον της Γραμματέως της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 του ΚΠΔ) κατά της αρίθμ. 202/2009 διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης διά της οποίας απορρίφθηκε η από 5/12/2008 έγκληση με Α.Β.Μ Β2008/Εγχ/931/08 της ανωτέρω προσφεύγουσας κατά των 1) - και 9) ... οι οποίοι καταγγέλονται πως τέλεσαν τις πράξεις οι τέσσερις πρώτοι της συκοφαντικής δυσφημήσεως (άρθρα 362, 363 του ΠΚ) και της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρο 224 παρ. 2 του ΠΚ) ο πέμπτος της συκοφαντικής δυσφημήσεως (άρθρο 362, 363 του ΠΚ) και ο πέμπτος, έκτος, εβδόμη, όγδοος και έννατη την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην τέλεση των πράξεων της συκοφαντικής δυσφημήσεως και ψευδορκίας μάρτυρα κατά συρροή (άρθρα 46 παρ. 1 περ. α, 94 παρ. 1, 362, 363, 224 παρ. 2, του ΠΚ) και κατόπιν αυτών εκθέτω τα παρακάτω. Η κρινόμενη προσφυγή η οποία αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα ενώπιον του Γραμματέα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και περιέχει νόμιμο λόγο άσκησης της, δηλαδή την εσφαλμένη εκτίμηση των νομικών και πραγματικών περιστατικών, τα οποία προέκυψαν από την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε.

   Επομένως αφού υφίστανται όλες οι απαιτούμενες δικονομικές προϋποθέσεις, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα και ειδικότερα την κατάθεση χωρίς όρκο της εγκαλούσας, σε συνδυασμό με τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις και τις καταθέσεις χωρίς όρκο των εγκαλουμένων και των υπομνημάτων αυτών σε συνδυασμό και προς τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψαν τα  ακόλουθα: Κατά την διάταξη του άρθρου 362 «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή.» Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 363 του ΠΚ « Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (του ΠΚ) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών...»

   Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της απλής δυσφημήσεως απαιτείται ο δράστης με οποιονδήποτε τρόπο (προφορικά, έγγραφα ή διά του τύπου) να ισχυρίζεται ή να διαδίδει ενώπιον τρίτου γεγονότα ικανά να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψη κάποιου άλλου. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού απαιτείται δόλος του υπαιτίου, συνιστάμενος στην γνώση του δράστη ότι με τον ισχυρισμό ή την διάδοση των γεγονότων μπορεί να προσβληθεί η τιμή  συγκεκριμένου προσώπου και να θέλει να προσβάλει αυτήν με την διάδοση των γεγονότων αυτών. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός να είναι ψευδές και να τελεί ο δράστης σε γνώση της αναλήθειας αυτού. Το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως πραγματώνεται έγγραφα όταν διά επιστολών, αναφορών, ανακοινώσεων διαδίδονται αναληθή γεγονότα ικανά να βλάψουν την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου (βλ. ΑΠ 1160/99 Υπέρ 1999 σελ 1390, ΑΠ 1825/99 ΝΟΒ 2000 σελ 533, ΑΠ 757/96 Ποιν. Χρον ΜΖ 1147, ΑΠ 755/97 ΝΟΒ 44 σελ 266, ΑΠ 630) Εξάλλου Κατά την διάταξη του άρθρου 361 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι «Όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή» Από την διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται ο δράστης να εκδηλώνει αμφισβήτηση για την ηθική και κοινωνική αξία κάποιου προσώπου ή καταφρόνηση. Η εκδήλωση αυτή του δράστη μπορεί να συντελεστεί είτε προφορικά, είτε εγγράφως είτε και με έργο. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει και να θέλει με την ενέργεια του να προσβάλει την τιμή και υπόληψη του παθόντα.. (βλ.ΑΠ 812/92 Ποιν. Χρον. ΜΒ 676, ΑΠ 1020/95 Υπέρ. Ε σελ 1122, ΑΠ 987/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 41, ΑΠ 619/96 Ποιν. Χρον ΜΖ 1129, ΑΠ 1324/2007, ΑΠ 315/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΑΣΑ.)

   Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ ορίζεται ότι « Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια».

   Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ο μάρτυρας, που έχει καθήκον να καταθέσει την αλήθεια, στην αρχή που είναι αρμόδια να διενεργεί ένορκες καταθέσεις να καταθέτει με γνώση του γεγονότα ή καταστάσεις του εξωτερικού ή εσωτερικού κόσμου, αναγόμενα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, παρελθόντων ή παρόντων, τα οποία ο μάρτυρας έλαβε γνώση με την αντίληψη του ή με οποιαδήποτε αίσθηση του ή πληροφορήθηκε από διηγήσεις τρίτων προσώπων. Τα κατατεθέντα πρέπει να είναι ψευδή, ή σκόπιμα να αρνείται ή να αποκρύπτει την αλήθεια. Η αρχή ενώπιον της οποίας διενεργείται η ένορκη μαρτυρική κατάθεση πρέπει να είναι αρμόδια με διάταξη νόμου για την λήψη μαρτυρικής κατάθεσης και να είναι δυνατή η λήψη υπόψη αυτής από την αρμόδια αρχή προς διάγνωση της διαφοράς. Για την υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που να συνίσταται στην γνώση πως τα κατατεθέντα είναι ψευδή και την θέληση να καταθέσει ενώπιον της αρχής που είναι αρμόδια για ένορκη κατάθεση ψευδή γεγονότα. Στην απόφαση ή το βούλευμα για το έγκλημα της ψευδορκίας πρέπει να αναφέρονται ποία είναι τα αληθή γεγονότα. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος είναι αδιάφορο αν τα γεγονότα είναι ουσιώδη ή επουσιώδη αρκεί να έχουν σχέση με το αποδεικτέο ζήτημα. Με την ανωτέρω διάταξη προστατεύεται το έννομο αγαθό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και το κοινωνικό σύνολο, (βλ. ΑΠ 1505/94 Ποιν. Χρον ΜΔ 1252, ΑΠ 896/94 Ποιν. Χρον ΜΔ σελ 930, ΑΠ 315/94 Ποιν. Χρον ΜΔ σελ 494, ΑΠ 1145/98 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ 664, ΑΠ 943/98 Ποιν. Χρον ΜΗ σελ 539, ΑΠ 749/98 Ποιν. Χρον. ΜΘ σελ 334 ΑΠ 533/98 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ 29, ΑΠ 21/99 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ 24. ΑΠ 1898/2000, ΑΠ 798/2001 Πράξη και Αόγος του Ποινικού Δικαίου 2001 σελ 302, 303 επ.). Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 46 παρ.  1 α του ΠΚ ορίζεται ότι «Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε».

   Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται ο δράστης αυτής να προβαίνει στην προτροπή με οποιονδήποτε τρόπο και μέσον του φυσικού αυτουργού να εκτελέσει συγκεκριμένη πράξη. Ο ηθικός αυτουργός τιμωρείται γιατί, αυτός διέφθειρε τον φυσικό αυτουργό προκαλώντας του την βούληση να τελέσει συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη. Ο ηθικός αυτουργός δημιούργησε με την προτροπή του φυσικού αυτουργού την απόφαση σ' αυτόν να εκτελέσει την συγκεκριμένη πράξη, την οποία όντως τέλεσε σύμφωνα με τις οδηγίες αυτού. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας στην τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης πρέπει να αποδεικνύονται τα χρησιμοποιηθέντα μέσα, που χρησιμοποίησε ο δράστης και προκάλεσε έτσι την απόφαση στον φυσικό αυτουργό να τελέσει συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη. Γι’ αυτό θεωρείται ως διαφθορέας του φυσικού αυτουργού, γιατί προκάλεσε σ’ αυτόν την βούληση με πειθώ, προτροπή, παρακινήσεις, παρενέσεις καθώς και με κάθε τρόπο που ασκεί επίδραση στην βούληση του άλλου επιβάλλοντας σ' αυτόν την απόφαση να τελέσει την συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη. (βλ. ΑΠ 1066/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 183, ΑΠ 1777/94 Ποιν. Χρον ΜΕ 75, ΑΠ 408/95 Ποιν. Χρον ΜΕ σελ 746, ΑΠ 894/94 Ποιν. Χρον ΜΔ σελ. 930, ΑΠ 153/2001 Ποινικός Λόγος 2001 σελ 132, ΑΠ 159/2006, ΑΠ 240/2006, ΑΠ 381/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ,   Προβλήματα συμμετοχής στο έγκλημα Ι. Μανωλεδάκη σελ 69).

   Τέλος. από την διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 περ. β και 2 περ. β' του ΚΠΔ προκύπτει πως στην αποδεικτική διαδικασία αυτεπάγγελτα ή με αίτηση του Εισαγγελέα, του πολιτικώς ενάγοντα ή του αστικώς υπευθύνου αναγιγνώσκονται οι αποφάσεις άλλης ποινικής ή πολιτικής δίκης, εφόσον αυτές έχουν καταστεί αμετάκλητες και κριθεί χρήσιμη κατά ανέλεγκτη κρίση του προεδρεύοντα η ανάγνωση τους. Στην περίπτωση όμως που προσκομιστούν από τον κατηγορούμενο μη αμετάκλητες ποινικές ή πολιτικές αποφάσεις πρέπει να αναγιγνώσκονται και να λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο ως λοιπά έγγραφα (άρθρο 364 παρ. 1 περ. β του ΚΠΔ). Η ανωτέρω διάταξη ρυθμίζει τα σχετικά με την ανάγνωση και λήψη υπόψη εγγράφων κατά την έκδοση της αποφάσεως στην αποδεικτική διαδικασία. Επειδή δεν υφίσταται σχετική διάταξη που να ρυθμίζει τα σχετικά με την λήψη υπόψη εγγράφων στην προδικασία (προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση ή κυρία ανάκριση) για την κίνηση ποινικής δίωξης ή την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο τυγχάνει αναλογική εφαρμογή η ανωτέρω διάταξη και στην περίπτωση αυτή. Ο Εισαγγελέας ή το Δικαστικό Συμβούλιο στις ανωτέρω περιπτώσεις υποχρεούνται να λάβουν υπόψη τους στην κατηγορία των λοιπών εγγράφων   και αποφάσεις από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη που δεν έχουν καταστεί ακόμη αμετάκλητες. (ΑΠ 1326/99 Πράξη και Λόγος του ΠΔ 2000 σελ 144, ΑΠ 935/2000, ΑΠ 2004/99, ΑΠ 135/2000 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2000 σελ 274, ΑΠ 694/99 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, Ερμ Κωδ. Ποινικής Δικονομίας Γ. Σιλίκου τομ. Β σελ 306 επ.) Στην προκείμενη περίπτωση η προσφεύγουσα παραπονείται κατά της αρίθμ 202/09 διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για κακή ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 362, 363 και 224 παρ. 2 του ΠΚ και εξαιτίας αυτής (κακής ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου) ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης απορριπτικής του διάταξης. Ενώ κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας αν ερμήνευε και εφάρμοζε ορθά τον ποινικό νομό θα προέβαινε στην κίνηση ποινικής δίωξης κατά των εγκαλουμένων. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έλαβε υπόψη του τις προσκομισθείσες οριστικές αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης (158/2009, 192/2009, 193/2009) χωρίς να έχουν καταστεί αυτές αμετάκλητες.

   Από τον συνδυασμό όλων των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων και των χωρίς όρκο καταθέσεων της εγκαλούσας και των εγκαλουμένων καθώς και από τα προσκομισθέντα και επισυναπτόμενα στην δικογραφία έγγραφα έχουν προκύψει τα ακόλουθα:

   H ... και η ... εξεταζόμενες ένορκα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... στις 30/9/2008 και ο τρίτος και τέταρτη των εγκαλουμένων (... και ...) εξεταζόμενη ένορκα ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης στα πλαίσια δοθεισών ενόρκων βεβαιώσεων για την χρησιμοποίηση αυτών σε πολιτική δίκη μεταξύ της μητέρας τους ... (εννάτης εγκαλούμενης) και του πατέρα τους ... συνταξιούχο Αστυνομικό σε δίκη διαζυγίου και σε παρόμοια υπόθεση (δίκης διαζυγίου) μεταξύ της εγκαλούσας ... και του πέμπτου εγκαλουμένου ... κατέθεσαν κατά περιεχόμενο συνοπτικά αναφέροντας πως ο πατέρας τους ... είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με την τριτεξαδέλφη του .... Περαιτέρω πως είχαν καταστεί αυτόπτες μάρτυρες ανταλλαγής στα κινητά τους τηλέφωνα ερωτικών μηνυμάτων και η πρώτη εξ αυτών είχε καταστεί αυτόπτης μάρτυρας   τριμερής συνάντησης αυτών στον χώρο του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ όπου εργαζόταν η ίδια και είχε μεταβεί η εγκαλούσα συνοδεύοντας τον ασθενή της πατέρα στον χώρο του Νοσοκομείου συνοδευόμενη από τον πατέρα της .... Ο πέμπτος εγκαλούμενος ... στις 5/11/2008 στην δίκη διαζυγίου που θα διεξαγόταν στις 6/11/2008 μεταξύ αυτού και της συζύγου του (εγκαλούσας) προσκόμισε αντίγραφα των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων της πρώτης, δευτέρας, τρίτου και τετάρτης των εγκαλουμένων. Οι οποίοι παρακινούμενοι κατά τους ισχυρισμούς της εγκαλούσας από τον πέμπτο, έκτο, έβδομη, όγδοο και έννατη των εγκαλουμένων να καταθέσουν ψευδώς εναντίον της και εναντίον του πατέρα τους. Οι εγκαλούμενοι εξεταζόμενοι χωρίς όρκο   ενώπιον των Πταισματοδικών Θεσσαλονίκης, Πτολεμαίδας και Γιαννιτσών προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν τις προμνημονευομενες οριστικές αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης σύμφωνα με τις οποίες η εγκαλούσα διατηρούσε πράγματι ερωτικό δεσμό με τον πατέρα των τεσσάρων πρώτων εγκαλουμένων και συζύγου της εννάτης εξ αυτών. Ως εκ τούτου αποδεικνύεται η αλήθεια των κατατεθέντων, οι οποίοι προέβησαν στις ανωτέρω μαρτυρικές τους καταθέσεις προς εκτέλεση νομίμου καθήκοντος τους και προστασία και διαφύλαξη έννομου συμφέροντος τους. Αφού διαπιστώθηκε η αλήθεια των μαρτυρικών καταθέσεων των τεσσάρων εγκαλουμένων οι οποίοι προέβησαν στις καταθέσεις τους για την διαφύλαξη έννομου συμφέροντος τους (την προστασία και διαφύλαξη της οικογενειακής τους τιμής και υπολήψεως). Στις μαρτυρικές τους καταθέσεις ανέφεραν την αλήθεια χωρίς την ύπαρξη σκοπού εξυβρίσεως της εγκαλούσας. Ως εκ τούτου ορθά κρίνοντας ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών προέβη στην έκδοση απορριπτικής διατάξεως της εγκλήσεως, αφού διαπιστώθηκε πως δεν πραγματώθηκαν τα καταγγελλόμενα εγκλήματα. Συνεπώς πρέπει να εκτελεστεί το σκέλος της απορριπτικής διατάξεως περί επιβολής των δικαστικών εξόδων. Με τα δεδομένα αυτά και με βάση των στοιχείων της δικογραφίας, την απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και την ασκηθείσα προσφυγή της εγκαλούσας δεχόμαστε τυπικά την ασκηθείσα προσφυγή της … κατοίκου Πτολεμαϊδας και απορρίπτουμε αυτήν ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

   Η διάταξη περί επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος της εγκαλούσας πρέπει να εκτελεστεί.

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Έχοντας υπόψη και την διάταξη του άρθρου 48 του ΚΠΔ δεχόμαστε τυπικά την ασκηθείσα προσφυγή της ... κατοίκου Πτολεμαϊδας κατά της αρίθμ. 202/2009 διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και απορρίπτουμε αυτήν ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εκτελουμένης της διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών περί επιβολής των δικαστικών εξόδων.

   Θεσσαλονίκη 15/1/2010.

   Ο Αντεισαγγελέας Εφετών

   Ηλίας Νικ. Σεφερίδης