ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ Συμβoύλιο. 351/2003

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα - Απάτη - Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διάταξης - Αναίρεση -.

 

Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αντικειμενικά απαιτείται (εναλλακτικά) αγορά, απόκρυψη, λήψη, αποδοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας προερχόμενης από εγκληματική δραστηριότητα, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος και επιπλέον σκοπός κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης της περιουσίας ή συνδρομής σε πρόσωπο ενεχόμενο στην εγκληματική δραστηριότητα. Η εγκληματική δραστηριότητα ερευνάται αναγκαία παρεμπιπτόντως και πρέπει να προσδιορίζεται ως προς το χρόνο τέλεσης της και τους δράστες, ακόμη και αν οι τελευταίοι δεν βαρύνονται με κατηγορία. Στοιχεία απάτης. Δεν είναι "γεγονότα" η υπόσχεση για μελλοντική πράξη ακόμη και αν προϋπήρχε σε αυτόν που έδωσε την υπόσχεση η απόφαση να μην την εκτελέσει. Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εν προκειμένω, ο ΑΠ σε Συμβούλιο αποφαίνεται να μην γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου Ρώσου πολίτη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα τελεσθείσα στην Ελλάδα, ενώ η εγκληματική δραστηριότητα φέρεται τελεσθείσα στην αλλοδαπή (Ρωσία). Ναι μεν η τελευταία συγκροτεί την ειδική υπόσταση της απάτης σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αλλά δεν συνιστά απάτη σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, διότι δεν αποτελούν "γεγονότα" οι υποσχέσεις που έδινε ο αναιρεσείων Ρώσος χρηματιστής στους δανειστές του ότι θα τους επιστρέψει τα χρήματα που του δάνεισαν. Κατά συνέπεια δεν στοιχειοθετείται ούτε το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων. Εφόσον δεν προέκυψε από την ανάκριση ο κύριος των 90.400 δολλ. ΗΠΑ, τα οποία βρέθηκαν στην κατοχή του αναιρεσείοντος από τις ελληνικές αστυνομικές αρχές, πρέπει να εξακολουθήσει η φύλαξη τους από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, μέχρι να λυθεί το ζήτημα της κυριότητας επί αυτών από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 351/2003

   Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου

   ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

   Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Καρατζά Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Αριστείδη Κρομμύδα-Εισηγητή και Θεόδωρο Μπάκα, Αρεοπαγίτες

   Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ελευθερίου Βορτσέλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

   Συνήλθε σε Συμβούλιο στο κατάστημά του, την 4η Φεβρουαρίου 2003 προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου I.R. του I. κατοίκου Αθηνών και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2384/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

   Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Νοεμβρίου 2002 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2448/2002.

   Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ελευθέριος Βορτσέλας, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αγγελου Βασιλόπουλου, με αριθμό 10/14-1-2003 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγουμε κατά το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία, αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου I.R. του I., Ρώσου πολίτη, κατοίκου Αθηνών, κατά του υπ' αριθ. 2384/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτουμε τα εξής:

   Α.- Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η υπ' αριθ. 577/2002 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθ. 3796/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για το κακούργημα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995.-

   Β.- Η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε παραδεκτώς, νομοτύπως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 στοιχ. Α' περ. α' του ΚΠΔ, καθόσον ασκήθηκε στις 22.11.2002 με δήλωση του αντιπροσώπου του αναιρεσείοντος Δικηγόρου Αθηνών Βασιλείου Καπερνάρου (δυνάμει της από 21.11.2002 εξουσιοδοτήσεως αυτού) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. 267/2002 οικεία έκθεση, με αναιρετικούς λόγους την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α', β' και ε' του ΚΠΔ), ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα του επιδόθηκε στις 12.11.2002.-

   Γ.- Το προσβαλλόμενο βούλευμα, συνεκτιμώντας τα μέσα αποδείξεως, που συλλέχθηκαν από την κυρία ανάκριση επί της υποθέσεως και τα οποία κατ' είδος αναφέρει, δέχθηκε ότι προέκυψαν, συνοπτικώς, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων εισήλθε παρανόμως στη Χώρα στις 2.7.2000, χρησιμοποιώντας πλαστό διαβατήριο στο όνομα του Α.Σ. του Β., ο οποίος είχε δολοφονηθεί στην Αγία Πετρούπολη στις 5.1.2000. Στις 12.7.2000 συναντήθηκε με το γνωστό του Τ.Σ. και άλλα τρία άτομα στο διαμέρισμά του (Υ. ..., Βούλα-Αττικής) και, θεωρήσας πως κάτι το ύποπτο συνέβαινε σε βάρος του, άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Ετσι, κλήθηκε από τους περιοίκους η Αμεση Δράση, οπότε, με τη θέα των αστυνομικών οργάνων, πανικόβλητος προσπάθησε να διαφύγει, κρατώντας δύο βαλίτσες, αλλά συνελήφθη αμέσως και δήλωσε ψευδώς πως ονομάζεται Α.Σ. του Β., ενώ επέδειξε και το παραπάνω πλαστό διαβατήριο. Οι αστυνομικοί, ερευνώντας τις βαλίτσες, βρήκαν ένα ακόμη Ρωσικό διαβατήριο στο όνομα Α.Σ. και μια Ρωσική άδεια ικανότητας οδηγού με τα πραγματικά του στοιχεία, κάτω δε από τη διπλή εσωτερική βάση (πάτο) της μιας εξ αυτών ποσό 90.400 δολαρίων ΗΠΑ, που είχε επιμελώς αποκρύψει. Όπως τελικώς διαπιστώθηκε, σε βάρος του αναιρεσείοντος έχει εκδοθεί το από 2.11.2000 ένταλμα συλλήψεως της Ανακρίτριας της Γενικής Δ/νσεως του Υπουργείου Εσωτερικών της Αγίας Πετρούπολης και της Νομαρχίας Λένινγκραντ για την αξιόποινη πράξη της απάτης σε σημαντικό βαθμό σε βάρος πολιτών, η οποία τιμωρείται με φυλάκιση 5 μέχρι 10 ετών σύμφωνα με το άρθρο 159 παρ. 3 στοιχ. β' του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Για την πράξη αυτή το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με την υπ' αριθ. 3/2001 απόφασή του, που επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 2015/2002 απόφαση του Δικαστηρίου σας (σε Συμβούλιο), γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως στη Ρωσία του αναιρεσείοντος, ο οποίος είχε συλληφθεί προσωρινώς στις 17.9.2001 και έκτοτε κρατείται στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, αφού ο Υπουργός της Δικαιοσύνης ανέβαλε την παράδοσή του στις Ρωσικές Αρχές μέχρι της νόμιμης περατώσεως των σε βάρος του ποινικών υποθέσεων, που εκκρεμούν στις Ελληνικές Δικαστικές Αρχές. Ειδικότερα κατηγορείται ούτος από τις ανωτέρω αλλοδαπές Αρχές ότι, όντας χρηματιστής στο Χρηματιστήριο συμβολαίων μελλοντικής εκπληρώσεως της Αγίας Πετρούπολης και ενεργώντας βάσει σχεδίου, που είχε καταστρώσει, κατά το διάστημα από 11.2.2000 έως 16.6.2000 εκμεταλλεύθηκε τη γνωριμία του και τη σχέση εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του άλλων χρηματιστών και δανείσθηκε κατ' επανάληψη από αυτούς, μη εκδίδοντας γραπτές αποδείξεις, εντός του χώρου του Χρηματιστηρίου μεγάλα χρηματικά ποσά σε αλλοδαπό συνάλλαγμα, με την υπόσχεση επιστροφής αυτών το συντομότερο, πλην όμως έχοντας στην πραγματικότητα την πρόθεση να μη επιστρέψει τα ποσά αυτά. Ετσι, δανείσθηκε σε δολλάρια ΗΠΑ 1) από το Σ.Α.Μ. από 11.2.2000 έως 13.6.2000 συνολικώς 100.000 με την υπόσχεση επιστροφής αυτών στις 16.6.2000, 2) από το Ν.Ν.Ζ. από 4.5.2000 έως 16.6.2000 συνολικώς 120.000 με την υπόσχεση επιστροφής τους στις 21.6.2000, 3) από τον Ι.Ε.Χ. στις 16.6.2000 50.000 με την υπόσχεση επιστροφής τους στις 19.6.2000, και 4) από τον Α.Β.Α. στις 16.6.2000 43.000 με την υπόσχεση επιστροφής αυτών στις 20.6.2000. Και, στη συνέχεια, στις 19.6.2000 εξήλθε από το έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας με το συνολικό ποσό των 313.000 δολαρίων ΗΠΑ και κατέφυγε στο εξωτερικό, όπου, για να καλύψει την αληθή προέλευση και να εξασφαλίσει τη νομιμοποίηση του χρηματικού τούτου ποσού, αλλά και να διευκολυνθεί στην περαιτέρω διακίνησή του, φρόντισε να το καταθέσει στις Ουγγρικές Τράπεζες "OPTIVA BANK" και "HANSA BANK", χρησιμοποιώντας το πιο πάνω πλαστό διαβατήριο στο όνομα του Α.Σ. του Β. για το άνοιγμα των σχετικών λογαριασμών και για την έκδοση 6 πιστωτικών καρτών, των οποίων κατέστη κάτοχος.

   Μέρος δε του εν λόγω χρηματικού ποσού ήσαν οι 90.400 δολλάρια ΗΠΑ, που βρέθηκε στην κατοχή αυτού επιμελώς κρυμμένο κατά τη σύλληψή του και είχε εισαχθεί στη Χώρα και νομιμοποιηθεί μέσω του τραπεζικού συστήματος, σκοπεύοντας έτσι να κερδοσκοπήσει με την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα.-

   Δ.- Με αυτές τις παραδοχές του βουλεύματος, εσφαλμένως ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 εδ. β' του ΠΚ, που αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής των ομοίων διατάξεων των άρθρων 1 στοιχ. α' περ. αη' και 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995. Καθόσον, δεν αποτελεί "γεγονός" παρόν ή παρελθόν κατά την έννοια της πρώτης των παραπάνω διατάξεων η μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρεώσεως, όπως επί χρηματικού δανείου η μη απόδοση του ποσού αυτού από τον οφειλέτη κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο, έστω και αν ούτος δεν είχε πρόθεση αποδόσεως του δανείου κατά το χρόνο της συνομολογήσεώς του, δεδομένου ότι η τοιαύτη πρόθεσή του στερείται εξωτερικής υποστάσεως και δεν υποπίπτει στις αισθήσεις, αφού ανάγεται στην ενδιάθετη βούλησή του (ΑΠ 416, 1160/2001 Ποιν.Χρ. νβ' 20, 416 κ.α.), εφόσον δε δέχθηκε το βούλευμα ότι οι ψευδείς υποσχέσεις του αναιρεσείοντος συνοδεύθηκαν με ψευδείς παραστάσεις άλλων γεγονότων, που ανάγονταν στο παρόν ή στο παρελθόν, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση στους παθόντες ότι θα εκπλήρωνε στο μέλλον την υποχρέωσή του αποδόσεως των δανείων (ΑΠ 5/2001 Ποιν.Χρ. να' 591 κ.α.). Συνεπώς, το βούλευμα πρέπει ν' αναιρεθεί κατά το βάσιμο δεύτερο αναιρετικό λόγο του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, και, συνακολούθως, ν' αποφασισθεί πως δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του αναιρεσείοντος σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1 στοιχ. α' ,310 παρ. 1 εδ. α', 318 εδ. α' και 484 παρ. 3 εδ. β' του ΚΠΔ, καθόσον δεν υπόκειται ποινικώς κολάσιμη πράξη, ως και να καταργηθούν οι σε βάρος του περιοριστικοί όροι της υπ' αριθ. 22/2001 διατάξεως του Ανακριτή 17ου Τακτικού Τμήματος Πλημ/κών Αθηνών, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το εκκληθέν βούλευμα. Πλην όμως, ο κύριος του ποσού των 90.400 δολαρίων ΗΠΑ και των 6 πιστωτικών καρτών, που κατασχέθηκαν στα χέρια του στις 16.7.2000 δυνάμει της σχετικής εκθέσεως του Υπαστυνόμου Α' Κων/νου Μποτσιαλά, δεν προέκυψε από την κυρία ανάκριση, εφόσον κατέχονταν από τον αναιρεσείοντα με το όνομα του Α.Σ., ο οποίος είχε ήδη δολοφονηθεί. Επομένως, πρέπει να εξακολουθήσει η φύλαξή τους από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, όπου έχουν κατατεθεί, μέχρις ότου το ζήτημα της κυριότητας αυτών λυθεί από το αρμόδιο πολιτικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 310 παρ. 2 εδ. γ' και δ' , 318 εδ. α' και 484 παρ. 3 εδ. β' του ΚΠΔ.

   Για τους λόγους αυτούς

   Προτείνουμε: Να αναιρεθεί το υπ' αριθ. 2384/2002 βούλευμα του Συμβούλιο Εφετών Αθηνών.

   Να μη γίνει κατηγορία κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου I.R.I., Ρώσου πολίτη, κατοίκου Αθηνών, για παράβαση του άρθρου 2 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 στοιχ. α' περ. αη' του ν. 2331/1995, που φέρεται ότι τελέσθηκε στη Βούλα-Αττικής στις 12 Ιουλίου 2000.

   Να καταργηθούν οι σε βάρος αυτού περιοριστικοί όροι, που του επιβλήθηκαν με την υπ' αριθ. 22/2001 διάταξη του Ανακριτή Πλημ/κών Αθηνών 17ου Τακτικού Τμήματος, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το υπ' αριθ. 3796/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Και

   Να εξακολουθήσει η διατήρηση της κατασχέσεως και φυλάξεως του ποσού των 90.400 δολαρίων ΗΠΑ και των 6 πιστωτικών καρτών, που κατέχονταν από αυτόν, μέχρις ότου το ζήτημα της κυριότητάς τους λυθεί από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο.-

   Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

   Αγγελος Βασιλόπουλος"

   Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   1.- Το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 "περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων" ορίζει ότι: "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 στοιχ. α' και γ' του αυτού νόμου, η έννοια της μεν "εγκληματικής δραστηριότητας", προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, που απαριθμούνται περιοριστικά, μεταξύ των οποίων είναι και η απάτη του άρθρου 386 παρ. 1 εδ. β' και 3 του ΠΚ (άρθρ. 1 παρ. 1α στοιχ. αη του ν. 2331/95), της δε "περιουσίας" ως τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Από την διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αντικειμενικά μεν απαιτείται (εναλλακτικά) αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση της εμπεριεχόμενης στο άρθρο 1 του ως άνω Νόμου αξιόποινης πράξης της εκβίασης, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων, και επί πλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό κερδοσκοπίας ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της υπό του άρθρου 1 στοιχ. γ' του ίδιου Νόμου καθοριζομένης "περιουσίας", ή την αρωγή συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται στην εγκληματική δραστηριότητα, στην τέλεση δηλαδή ενός από τα εγκλήματα του άρθρου 1εδ. α' ν. 2331/1995. Η εγκληματική όμως αυτή δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή πιθανολογείται αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς το χρόνο και τους δράστες αυτής έστω και αν δεν έχουν κατηγορία. Εξάλλου, το έγκλημα της απάτης ως στοιχείο, εκτός από άλλα εγκλήματα, της κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2331/95 εγκληματικής δραστηριότητας, προϋποθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ., για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασής του, εκτός άλλων, παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Ως "γεγονότα" δε νοούνται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν και αναφερόμενα σε συμβάντα, πρόσωπα, ιδιότητες και αντικείμενα που υποπίπτουν στις αισθήσεις, έχουν εξωτερική υπόσταση. Αντίθετα δεν είναι γεγονότα, κατά την έννοια των στοιχείων της απάτης, οι υποσχέσεις για μελλοντική πράξη ή συμπεριφορά ακόμη και όταν προϋπήρχε σ' αυτόν που έδινε την υπόσχεση, η απόφαση να μη την εκτελέσει, γιατί η υπόσχεση αυτή δεν έχει εξωτερική υπόσταση και γιατί δεν υποπίπτει άμεσα ή μη στις αισθήσεις εκείνου προς τον οποίο δίδεται, αφού αναφέρεται στην ενδόμυχη πρόθεση και διάνοια αυτού που τη δίνει. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε.

   2.- Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρει, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά : Ο αναιρεσείων αλλοδαπός εισήλθε παράνομα στη Χώρα στις 2-7-2000, χρησιμοποιώντας πλατό διαβατήριο στο όνομα του Α.Σ. του Β., ο οποίος είχε δολοφονηθεί στην Αγία Πετρούπολη στις 5-1-2000. Στις 12-7-2000 συναντήθηκε με το γνωστό του Τ.Σ. και άλλα τρία άτομα στο διαμέρισμά του (Υ. ..., Βούλα- Αττικής) και, θεωρήσας πως κάτι το ύποπτο συνέβαινε σε βάρος του, άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Έτσι κλήθηκε από τους περιοίκους η Αμεση Δράση, οπότε, με τη θέα των αστυνομικών οργάνων, πανικόβλητος προσπάθησε να διαφύγει, κρατώντας δύο βαλίτσες, αλλά συνελήφθη αμέσως και δήλωσε ψευδώς πως ονομάζεται Α.Σ. του Β., ενώ επέδειξε και το παραπάνω πλαστό διαβατήριο. Οι αστυνομικοί ερευνώντας τις βαλίτσες, βρήκαν ένα ακόμη Ρωσικό διαβατήριο στο όνομα Α.Σ. και μία Ρωσική άδεια ικανότητας οδηγού με τα πραγματικά του στοιχεία, κάτω δε από τη διπλή εσωτερική βάση (πάτο) της μιας εξ αυτών ποσό 90.400 δολλαρίων ΗΠΑ, που είχε επιμελώς αποκρύψει. Όπως τελικώς διαπιστώθηκε, σε βάρος του αναιρεσείοντος έχει εκδοθεί το από 2-11-2000 ένταλμα συλλήψεως της Ανακρίτριας της Γενικής Δ/νσεως του Υπουργείου Εσωτερικών της Αγίας Πετρούπολης και της Νομαρχίας Λένιγκραντ για την αξιόποινη πράξη της απάτης σε σημαντικό βαθμό σε βάρος πολιτών, η οποία τιμωρείται με φυλάκιση 5 μέχρι 10 ετών σύμφωνα με το άρθρο 159 παρ. 3 στοιχ. Β' του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Για την πράξη αυτή το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με την υπ' αριθμ. 3/2001 απόφασή του, που επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 2015/2002 απόφαση του ΣΤ' Τμήματος του ΑΠ (σε Συμβούλιο) γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως στη Ρωσίας του αναιρεσείοντος, ο οποίος είχε συλληφθεί προσωρινώς στις 17-9-2001 και έκτοτε κρατείται στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, αφού ο Υπουργός της Δικαιοσύνης ανέβαλε την παράδοσή του στις Ρωσικές Αρχές μέχρι της νόμιμης περατώσεως των σε βάρος του ποινικών υποθέσεων, που εκκρεμούν στις Ελληνικές Δικαστικές Αρχές.   Ειδικότερα κατηγορείται αυτός από τις ανωτέρω αλλοδαπές Αρχές ότι, όντας χρηματιστής στο Χρηματιστήριο συμβολαίων μελλοντικής εκπληρώσεως της Αγίας Πετρούπολης και ενεργώντας βάσει σχεδίου, που είχε καταστρώσει, κατά το διάστημα από 11-2-2000 έως 16-6-2000 εκμεταλλεύθηκε τη γνωριμία του και τη σχέση εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του άλλων χρηματιστών και δανείσθηκε κατ' επανάληψη από αυτούς, μη εκδίδοντας γραπτές αποδείξεις, εντός του χώρου του Χρηματιστηρίου μεγάλα χρηματικά ποσά σε αλλοδαπό συνάλλαγμα, με την υπόσχεση επιστροφής αυτών το συντομότερο, πλην όμως έχοντας στην πραγματικότητα την πρόθεση να μη επιστρέψει τα ποσά αυτά. Έτσι δανείστηκε σε δολάρια ΗΠΑ 1) από το Σ.Α.Μ. από 11-2-2000 έως 13-6-2000 συνολικώς 100.000 με την υπόσχεση επιστροφής αυτών στις 16-6-2000, 2) από το Ν.Ν.Ζ. από 4-5-2000 έως16-6-2000 συνολικώς 120.000 με την υπόσχεση επιστροφής τους στις 21-6-2000, 3) από τον Ι.Ε.Χ. στις 16-6-2000 50.000 με την υπόσχεση επιστροφής τους στις 19-6-2000 και 4) από τον Α.Β.Α. στις 16-6-2000 43.000 με την υπόσχεση επιστροφής αυτών στις 20-6-2000 και, στη συνέχεια στις 19-6-2000 εξήλθε από το έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας με το συνολικό ποσό των 313.000 δολαρίων ΗΠΑ και κατέφυγε στο εξωτερικό, όπου, για να καλύψει την αληθή προέλευση και να εξασφαλίσει τη νομιμοποίηση του χρηματικού τούτου ποσού, αλλά και να διευκολύνει στην περαιτέρω διακίνησή του, φρόντισε να το καταθέσει στις Ουγγρικές Τράπεζες "OPTIVA BANK" και "HANSA BANK" χρησιμοποιώντας το πιο πάνω πλαστό διαβατήριο στο όνομα του Α.Σ. του Β. για το άνοιγμα των σχετικών λογαριασμών και για την έκδοση 6 πιστωτικών καρτών, των οποίων κατέστη κάτοχος. Μέρος δε του εν λόγω χρηματικού ποσού ήταν τα 90.400 δολάρια ΗΠΑ, που βρέθηκαν στην κατοχή αυτού επιμελώς κρυμμένα κατά τη σύλληψή του και είχαν εισαχθεί στη Χώρα και νομιμοποιηθεί μέσω του τραπεζικού συστήματος, σκοπεύοντας έτσι να κερδοσκοπήσει με την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Με τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών, διορθώνοντας ύστερα από έφεση του αναιρεσείοντος το πρωτοβάθμιο 3796/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρέπεμψε αυτόν για παράβαση του άρθρου 2 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1α' περ. αη' του ν. 2331/95, ήτοι ότι απέκρυψε από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευσή του το ποσό των 90.400 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο προερχόταν από την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συρροή από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη.

   3.- Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του ν. 2331/95 καθώς και του άρθρου 386 παρ. 1 εδ. β' του ΠΚ αφού η μη εκπλήρωση της από τα επίμαχα δάνεια συμβατικής υποχρέωσης του αναιρεσείοντος προς τους δανειστές του αναιρεσείοντος κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο, έστω και αν αυτός κατά το χρόνο συνομολόγησης των δανείων αυτών δεν είχε πρόθεση απόδοσής τους αλλά την ενδιάθετη θέληση ιδιοποίησης των αντίστοιχων χρηματικών ποσών, δεν αποτελεί γεγονός κατά την έννοια του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, δεδομένου ότι η πρόθεση αυτή του αναιρεσείοντος στερείται, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος, εξωτερικής υπόστασης και δεν υποπίπτει στις αισθήσεις. Οι ψευδείς δε αυτές υποσχέσεις του αναιρεσείοντος δεν φέρονται κατά τις παραδοχές του βουλεύματος, ότι συνοδεύονται με ψευδείς παραστάσεις άλλων γεγονότων που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν ώστε να δημιουργείται η εντύπωση στους παθόντες ότι ο αναιρεσείων θα εκπληρώσει στο μέλλον την υποχρέωσή του προς απόδοση των δανείων. Εφόσον δε με τις ως άνω παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος δεν συγκροτείται η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα ως εγκληματική δραστηριότητα πράξη της απάτης κατά συρροή από την οποία η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, δεν υπάρχει και η πράξη της παράβασης του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 2331/95. Επομένως, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠΔ δεύτερου λόγου αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια, πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμης της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και κατ' εφαρμογή των άρθρων 309 παρ. 1 στοιχ. α', 310 παρ. 1 εδ. α', 318 εδ. α', 484 παρ. 3 εδ. β' και 485 παρ. 2 του ΚΠΔ, ενόψει του ότι δεν υπόκειται ποινικώς κολάσιμη πράξη, να αποφανθεί το Συμβούλιο τούτο ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του αναιρεσείοντος για την αποδιδόμενη σ' αυτόν ως άνω πράξη, προσέτι δε να καταργηθούν οι σε βάρος του περιοριστικοί όροι της 22/2000 διάταξης του Ανακριτή του 17ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το εκκαλούμενο βούλευμα. Ως προς το ποσό δε των 90.400 δολαρίων ΗΠΑ και των έξι (6) πιστωτικών καρτών, που κατασχέθηκαν με έκθεση του Υπαστυνόμου Α. Κωνσταντίνου Μποτσιαλά, εφόσον δεν προέκυψε από την ως τώρα ανάκριση ο κύριος αυτών, πρέπει να εξακολουθήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 310 παρ. 2 εδ. γ', 318 εδ. α' και 484 παρ. 3 εδ. β' του ΚΠΔ, η φύλαξή τους από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, όπου έχουν κατατεθεί, μέχρις ότου το ζήτημα της κυριότητας αυτών λυθεί από το αρμόδιο Πολιτικό δικαστήριο.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί το 2384/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

   Αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου I.R. του I., Ρώσου πολίτη, κατοίκου Αθηνών, για παράβαση του άρθρου 2 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. α' περ. αη' του ν. 2331/1995, που φέρεται ότι τελέσθηκε στη Βούλα Αττικής στις 12 Ιουλίου 2000.

   Καταργεί τους σε βάρος του αναιρεσείοντος περιοριστικούς όρους, που επιβλήθηκαν με την 22/2000 διάταξη του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών του 17ου Τακτικού Τμήματος, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το 3796/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και

   Διατάσσει την εξακολούθηση της κατάσχεσης και φύλαξης του ποσού των 90.400 δολαρίων ΗΠΑ και των έξι (6) πιστωτικών καρτών που έχουν κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, μέχρις ότου το ζήτημα της κυριότητάς του, λυθεί από το αρμόδιο Πολιτικό δικαστήριο.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 12 Φεβρουαρίου 2003.-

   Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 12 Φεβρουαρίου 2003.-