AΠ oλ. 8/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό ΕΤΒΑ - Οικειοθελής αποχώρηση - Εφάπαξ βοήθημα - Ανώτατο όριο εφάπαξ - Αρχή ισότητας - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 57 ν. 2084/1992 -.

 

Η θέσπιση ανωτάτου ορίου στην καταβαλλόμενη, από το "Τ.Α.Π. - Ε.Τ.Β.Α." προς τους αποχωρούντες υπαλλήλους της Ε.Τ.Β.Α., εφάπαξ αποζημίωση, εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων εκείνων, οι οποίοι ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους ή των υψηλών αποδοχών τους ή και των δύο τούτων, έχουν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις και δικαιούνται αναλογικά, μεγαλύτερου του ανωτάτου ορίου ποσού εφάπαξ αποζημιώσεως, από συναδέλφους τους, οι οποίοι ως εκ του μικρότερου χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλότερων αποδοχών τους, έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν το ίδιο ποσό εφάπαξ αποζημιώσεως. Η διάκριση αυτή, εν όψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος και είναι αντίθετη με το Σύνταγμα. (Αντίθετη μειοψηφία). (Παραπομπή σε Πλήρη Ολομέλεια.).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Αριθμός 8/2004

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Γεώργιο Καπό, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλίανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παύλο Μεϊδάνη, Νικόλαο Κασσαβέτη, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλάτη, Χρήστο Μαυραγένη, Ευριπίδη Αντωνίου, Χρήστο Μπαβέα, Δημήτριο Γυφτάκη, Σταμάτιο Πακουμέλο, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Χρύσανθο Παπούλια, εισηγητή, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη και Δημήτριο Κυριτσάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

 ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 18 Δεκεμβρίου 2003, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Κωνσταντίνος Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ:

 Της καλούσας-αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως Α.Ε, (ΕΤΒΑ Α.Ε.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικτγόρο της Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου.

 Των καθ'ων η κλήση-αναιρεσειόντων: 1) - 38) ... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο-Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη, ο οποίος διόρισε στο ακροατήριο πληρεξούσιο δικηγόρο αυτών και τον Δημήτριο Μητρόπουλο.

 Η ένδικη διαφορά, άρχισε με την από 13 Ιουνίου 1997 αγωγή των ήδη -καθ'ων η κλήση- αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 725/1999 του ίδιου δικαστηρίου και 999/2000 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησαν οι αναιρεσείοντες, με την από 21 Σεπτεμβρίου 2001 αίτηση τους.

 Στη συνέχεια εκδόθηκε η απόφαση 521/2003 του Β1 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου και ο τρίτος λόγος της αιτήσεως και παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οι πρώτος (κατά το δεύτερο σκέλος του) και δεύτερος λόγοι της ως άνω αιτήσεως. Μετά την πια πάνω απόφαση και την από 26-9-2003 κλήση της αναιρεσίβλητης η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

 Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν οι μεν πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 Ο Εισαγγελέας πρότεινε να γίνουν δεκτοί οι λόγοι αναιρέσεως πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του και δεύτερος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., οι οποίοι παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ.5 του Συντάγματος και 563 παρ.2 εδαφ. γ' του Κ.Πολ.Δ., ως βάσιμοι.

 Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Παραπέμφθηκε νομίμως στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την υπ' αριθμό 521/2003 απόφαση του Β1 Τμήματος αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος και 563 παρ, 2 εδ. β' του Κ.Πολ.Δ., λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος και για την ενότητα της νομολογίας και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση, το ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, με την οποία "το ακαθάριστο ποσό του εφάπαξ βοηθήματος, που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παρ. 1 του άρθρου αυτού (των υπαλλήλων των Τραπεζών κ.λ.π., μεταξύ άλλων και της "Ε.Τ.Β.Α.") για 35 έτη ασφάλισης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δρχ., επί πλέον δε ποσό εφάπαξ βοηθήματος, προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων, χορηγείται μειωμένο κατά το 1/8 για κάθε έτος, από 1-1-1993 και μετά και για χρόνο ασφάλισης μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών, το ποσό αυτό (των 10.000.000 δρχ.) μειώνεται ή αυξάνεται, αναλόγως των ετών ασφάλισης" και την οποία αρνήθηκε να εφαρμόσει το Β2 Τμήμα, ως αντίθετη με το Σύνταγμα.

 II. Από τις διατάξεις του (ισχύοντος) Συντάγματος των άρθρων 4 παρ. 1, κατά την οποία "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου" και 22 παρ. 5, κατά την οποία "το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζόμενων, όπως νόμος ορίζει", προκύπτει δέσμευση του νομοθέτη, ο οποίος δεν δύναται κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάμνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση (δεν είναι αυθαίρετη αλλά) επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Η δέσμευση δε αυτή του νομοθέτη, υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζόμενων και επιβάλλει τη συμμετοχή των τελευταίων (εργαζόμενων) στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων και η παροχή εφάπαξ βοηθήματος (αποζημιώσεως), στους εξ αυτών αποχωρούντες από την ενεργό υπηρεσία, με ίσους όρους. Έτσι η εισαγωγή με νόμο, ανωτάτου ορίου του παρεχόμενου από το φορέα εφάπαξ βοηθήματος, τελεί υπό την προϋπόθεση, ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, το ασφαλιστικό δηλαδή κεφάλαιο από το οποίο καταβάλλεται, δεν σχηματίζεται αποκλειστικά, κατά τη νομοθεσία που το διέπει, με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων, αλλά συμμετέχουν στο σχηματισμό του και άλλοι, ιδία κοινωνικοί, πόροι ή ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων (Α.Ε.Δ. 9/1980, Ολομ. Α.Π, 32/1995, Ολομ. Σ.τ.Ε. 548/1999 - σχετ. επί συντάξεων Ολομ. Α.Π. 567/1986). Οταν όμως· το κεφάλαιο αυτό, σχηματίζεται αποκλειστικά με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων και έχει επομένως αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, η επιβολή νομοθετικά ανωτάτου ορίου στο παρεχόμενο εφάπαξ βοήθημα, παραβιάζει την εκ του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας και είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, αφού ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση, σε βάρος των υπαλλήλων οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν την ίδια εφάπαξ αποζημίωση, με τους συναδέλφους τους, οποίοι εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μικρότερες κρατήσεις και εισάγει ανεπίτρεπτη παρέκκλιση, από τον (εκ του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος) κανόνα, ότι το μέγεθος της εφάπαξ αποζημιώσεως, υπολογιζόμενο με βάση το χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του εργαζόμενου, είναι ανάλογο με τις εισφορές που καταβλήθηκαν από αυτόν. Εξάλλου, με το άρθρο 1 παρ. 1 του β.δ. 207/1965 "περί συστάσεως Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Ε.Τ.Β.Α. και εγκρίσεως του Κανονισμού του", συνιστάται Ταμείο κύριας ασφάλισης του προσωπικού της "Ε.Τ.Β.Α." και εγκρίνεται ο Κανονισμός του, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 εδ. 2 του οποίου, το Ταμείο περιλαμβάνει τρεις ειδικότερους κλάδους, τον Κλάδο Συντάξεων, για την παροχή μηνιαίας συντάξεως, τον Κλάδο Υγείας, για την παροχή ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περιθάλψεως και τον Κλάδο Πρόνοιας, για την παροχή εφάπαξ αποζημιώσεως στους αποχωρούντες από την υπηρεσία ασφαλισμένους ή τα μέλη της οικογενείας τους, κατά τις διατάξεις των άρθρων 29 έως 35. Κατά το άρθρο 30 του Κανονισμού, πόροι του Κλάδου Πρόνοιας είναι: α') εισφορά του ασφαλισμένου εκ 4% επί των αποδοχών του (επί των οποίων υπολογίζεται και η εισφορά του Κλάδου Συντάξεων) και εισφορά της Τραπέζης ίση με την εισφορά του ασφαλισμένου, β') οι πρόσοδοι της περιουσίας του Κλάδου Πρόνοιας και γ') πας έτερος πόρος του Κλάδου Πρόνοιας, κατ" εφαρμογή των λοιπών διατάξεων του Κανονισμού και τυχόν χαριστικές ή μη καταβολές προς τον Κλάδο Πρόνοιας, της Τράπεζας ή οιουδήποτε τρίτου, ενώ κατά τα άρθρα 31 και 32 καθορίζονται αντιστοίχως, οι δικαιούχοι της εφάπαξ αποζημιώσεως και το ποσό αυτής. Με το άρθρο 57 του ν. 2084/1992 "για την Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης", το ποσό της παρεχόμενης στους υπαλλήλους των τραπεζών κ.λ.π. εφάπαξ αποζημιώσεως περιορίσθηκε και ορίσθηκε μεταξύ άλλων στην παρ. 1 ότι, "η προβλεπόμενη από τις οικείες διατάξεις των φορέων ασφαλίσεως πρόνοιας των υπαλλήλων των Τραπεζών Εθνικής, Ελλάδος, Κτηματικής, Αγροτικής, Ε.Τ.Β.Α., Ιονικής - Λαϊκής και Εμπορικής, του Ο.Τ.Ε. και του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρίας Εθνική, που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα (αποζημίωση), εισφορά εργοδότη μειώνεται προοδευτικά, αρχής γενομένης από 1-1-1993 κατά το 1/10 για κάθε έτος και η κατά τα άνω μειούμενη εισφορά, προστίθεται αντίστοιχα στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του φορέα κύριας σύνταξης, στον οποίο υπάγονται οι ασφαλισμένοι των φορέων και στην παρ. 3 ότι, "το ακαθάριστο ποσό του εφάπαξ βοηθήματος, που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παρ. 1 του άρθρου αυτού (των υπαλλήλων των Τραπεζών κ.λ.π.), για 35 έτη ασφάλισης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δρχ.· επί πλέον ποσό εφάπαξ βοηθήματος, προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων, χορηγείται μειωμένο κατά το 1/6 για κάθε έτος, από 1-1-1993 και μετά, για χρόνο δε ασφάλισης μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών, το ποσό αυτό (των 10.000.000 δρχ.) μειώνεται ή αυξάνεται, αναλόγως των ετών ασφάλισης". Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2359/1995 " για την εξυγίανση της Ε.Τ.Β.Α.", παρέχεται στους υπηρετούντες μονίμους υπαλλήλους της Τράπεζας υπό προϋποθέσεις, το δικαίωμα οικειοθελούς αποχώρησης από την υπηρεσία και κατά την παρ. 8 εδ. γ' του ιδίου άρθρου του νόμου, στους υπαλλήλους των οποίων η αίτηση για οικειοθελή αποχώρηση γίνεται αποδεκτή, παρέχεται μεταξύ άλλων, εφάπαξ αποζημίωση του κλάδου πρόνοιας του "Τ.Α.Π. - Ε.Τ.Β.Α.", υπολογιζόμενη κατά τις διατάξεις του β.δ. 207/1965 ως ισχύει (δηλαδή με τον αναφερόμενο περιορισμό του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992) και καταβαλλόμενη από την Τράπεζα, επιστρεφόμενη δε σ' αυτήν ατόκως από το Ταμείο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η παρεχόμενη στους αποχωρούντες υπαλλήλους της Ε.Τ.Β.Α., από το "Τ.Α.Π. Ε.Τ.Β.Α.", εφάπαξ αποζημίωση, έχει αμιγώς ανταποδοτικά χαρακτήρα, αφού καταβάλλεται από κεφάλαιο που σχηματίζεται αποκλειστικά, από εισφορές των ασφαλισμένων και του εργοδότη. Η εισφορά του εργοδότη, η οποία μάλιστα (μειούμενη από 1-1-1893 κατά το 1/10 ετησίως, μέχρι καταργήσεως της), έχει καταργηθεί (από της 1-1-2002), αποτελεί αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, είναι και αυτή ποσοτικά ανάλογη των αποδοχών του εργαζόμενου (ασφαλισμένου), όπως και η εισφορά του τελευταίου και δεν μπορεί παρά να εξομοιώνεται, από άποψη χαρακτηρισμού της εφάπαξ αποζημιώσεως, ως ανταποδοτικής ή μη, με την εισφορά αυτού (ασφαλισμένου). Κοινωνικοί πόροι δεν προβλέπονται παντάπασιν, για το σχηματισμό του κεφαλαίου. Ούτε και επιβαρύνσεις τρίτων, εκτός δηλαδή του εργοδότη και του εργαζόμενου, μάλιστα ουσιώδεις, Οι προβλεπόμενες δε εντελώς αορίστως (στο αρθ. 30 παρ. 1 εδ. β' και γ' του Κανονισμού), "πρόσοδοι της περιουσίας" και "πας έτερος πόρος" του Κλάδου Πρόνοιας, καθώς και οι "τυχόν" χαριστικές ή μη παροχές, της Τράπεζας ή τρίτων, προς τον Κλάδο Πρόνοιας του Ταμείου, δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο, για το χαρακτηρισμό του βοηθήματος, ως ανταποδοτικού ή μη, ως εκ της αοριστίας τους και του υποθετικού χαρακτήρα τους, πολύ περισσότερο, γιατί ουδαμού στις λοιπές διατάξεις του Κανονισμού, προβλέπονται πρόσοδοι ή έτεροι πόροι ή καταβολές (χαριστικές ή μη). Τέλος και η προβλεπόμενη καταβολή από μέρους της Τράπεζας (αντί του Ταμείου), του ποσού της εφάπαξ αποζημιώσεως, στην ειδική περίπτωση, των οικειοθελώς αποχωρούντων από την υπηρεσία υπαλλήλων (άρθρο 3 παρ. 8 εδ. γ' του ν. 2359/1995), δεν μπορεί επίσης να αποτελέσει επιχείρημα υπέρ του αντιθέτου, αφού η καταβολή αυτή, προβλεπόμενη και στο άρθρο 35 του Κανονισμού, γίνεται για λογαριασμό του Ταμείου και αποσκοπεί στην ταμειακή διευκόλυνση του τελευταίου, ενώ και το καταβαλλόμενο ποσό, είναι πάντως επιστρεπτέο στην Τράπεζα από το Ταμείο. Κατά συνέπεια, η θέσπιση ανωτάτου ορίου, στην καταβαλλόμενη από το "Τ.Α.Π. - Ε.Τ.Β.Α.", προς τους αποχωρούντες υπαλλήλους της Ε.Τ.Β.Α." εφάπαξ αποζημίωση, εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων εκείνων, οι οποίοι ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους ή των υψηλών αποδοχών τους ή και των δύο τούτων, έχουν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις και δικαιούνται αναλογικά, μεγαλύτερου του ανωτάτου ορίου ποσού εφάπαξ αποζημιώσεως, από συναδέλφους τους, οι οποίοι ως εκ του μικρότερου χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλότερων αποδοχών τους, έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν το ίδιο ποσό εφάπαξ αποζημιώσεως, η οποία (διάκριση), εν όψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος και είναι όπως αναφέρθηκε αντίθετη με το Σύνταγμα.

 III. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, όπως προκύπτει από αυτή, κρίθηκε ότι η ρύθμιση του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, με την οποία το ποσό της εφάπαξ αποζημιώσεως, που παρέχεται στους αποχωρούντες και οικειοθελώς (κατά το αρθ. 3 του ν. 2359/1995) από την "Ε.Τ.Β.Α." υπαλλήλους, περιορίζεται και δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δρχ., δεν είναι αντίθετη με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος και ο σχετικός (αγωγικός) ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, που επιδιώκουν την καταψήφιση της Τράπεζας να τους πληρώσει τη διαφορά, μεταξύ της καταβληθείσης με τον περιορισμό και της καταβλητέας χωρίς τον περιορισμό του άρθρου 57 του ν. 2084/1992, εφάπαξ αποζημιώσεως, είναι αλυσιτελής, γιατί "δεν πρόκειται για μειωμένη ανταπόδοση εισφορών των ασφαλισμένων στο Ταμείο", αλλά για "μείωση παροχών του Ταμείου μέσω της Τράπεζας, που σχηματίζονται και από τις δικές της (νομικές) εισφορές στο Ταμείο αυτό, οι οποίες συγχρόνως μειώθηκαν με τον ίδιο νόμο". Και στη συνέχεια, απορρίφθηκε η αγωγή (μετ' εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε γίνει δεκτή), ως μη νόμιμη. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τόσο των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος (όπως δέχθηκε και η παραπεμπτική απόφαση του Β1 Τμήματος), όσο και του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, την οποία εφάρμοσε, καίτοι όφειλε να μην εφαρμόσει, ως αντιτιθεμένη στο Σύνταγμα και υπέπεσε έτσι στην πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.. Επομένως, οι πρώτος κατά το δεύτερο μέρος του και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή του Εφετείου και οι οποίοι παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.

 IV. Κατά την γνώμη όμως εννέα μελών του δικαστηρίου, του προέδρου του Γεωργίου Κάπου, του αντιπροέδρου Στυλιανού Πατεράκη και των αρεοπαγιτών Παύλου Μεΐδανη, Νικολάου Κασσαβέτη, Ανάργυρου Πλατή, Ευριπίδη Αντωνίου, Χρήστου Μπαβέα, Δημητρίου Γυφτάκη και Κωνσταντίνου Μουλαγιάννη, από τις αναφερόμενες διατάξεις του Κανονισμού προκύπτει, ότι η παρεχόμενη στους αποχωρούντες υπαλλήλους της Ε.Τ.Β.Α., από το "Τ.Α.Π. - Ε.Τ.Β.Α.", εφάπαξ αποζημίωση, δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, γιατί το κεφάλαιο από το οποίο καταβάλλεται, δεν σχηματίζεται αποκλειστικά, από εισφορές των ασφαλισμένων, αλλά και από εισφορές του εργοδότη, καθώς και προσόδους της περιουσίας του Ταμείου (Κλάδου Πρόνοιας), έτερους πόρους, κατ' εφαρμογή διατάξεων του Κανονισμού, καθώς και χαριστικές ή μη καταβολές της Τράπεζας ή τρίτων προς τον Κλάδα Πρόνοιας του Ταμείου. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί η ως άνω μέχρι του έτους 2002 συνεχιζόμενη, εισφορά της εργοδότριας Τράπεζας ως αντάλλαγμα της εργασίας του ασφαλισμένου, αφού η εισφορά αυτή δεν αποτελεί περιεχόμενο συμβατικής των μερών ρυθμίσεως, αλλά προβλέπεται κανονιστικώς με το άρθρο 30 του Κανονισμού του Κλάδου Πρόνοιας. Επομένως η ρύθμιση του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, με την οποία περιορίζεται, όπως αναφέρθηκε, το παρεχόμενο στους αποχωρούντες (και οικειοθελώς) υπαλλήλους της Ε.Τ.Β.Α., ποσό της εφάπαξ αποζημιώσεως (το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 10.000.000 δρχ.), δεν είναι αντίθετη με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ορθά εφαρμόσθηκε από το Εφετείο και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους αναφερόμενους, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ,Πολ.Δ,, λόγους αναιρέσεως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

 IV. Μετά από αυτά και εν όψει του ότι η αναιρετική απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία μίας ψήφου, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1755/1988), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 2331/1995, οι λόγοι αναιρέσεως που είχαν παραπεμφθεί από το Τμήμα στην Τακτική Ολομέλεια, να παραπεμφθούν περαιτέρω στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, τους λόγους αναιρέσεως που είχαν παραπεμφθεί στην Τακτική Ολομέλεια, με την υττ' αριθμό 521/2003 απόφαση του Β2 Τμήματος αυτού.

 Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2004.

 Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο στις 18 Μαρτίου 2004.