ΑΠ Ολ. 27/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Απεργία - Συνδικαλιστική ελευθερία - Ετήσια άδεια με αποδοχές - Καταχρηστική απεργία - Συμψηφισμός ημερών απεργίας με άδεια -.

 

Η απεργία, η οποία αποτελεί συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα και προέκταση της συνδικαλιστικής ελευθερίας υπόκειται, όπως και κάθε δικαίωμα, στη γενική απαγόρευση της καταχρηστικής ασκήσεως αυτής. Για τον υπολογισμό του βασικού χρόνου απασχολήσεως του μισθωτού - προκειμένου να εξευρεθεί αν αυτός δικαιούται ετήσιας αδείας αναπαύσεως με αποδοχές - τα διαστήματα κατά τα οποία απέχει της απασχολήσεώς του στην επιχείρηση, λόγω συμμετοχής του σε απεργία, θεωρούνται ως χρόνος μη απασχολήσεως και συμψηφίζονται προς τις ημέρες αδείας, όταν η απεργία κηρυχθεί, με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, παράνομη ή καταχρηστική. Εφόσον ο μισθωτός εξακολουθεί να συμμετέχει στην απεργία και μετά τη δημοσίευση της τελεσίδικης αποφάσεως που κήρυξε αυτή παράνομη ή καταχρηστική, ο εργοδότης δικαιούται να καταλογίσει τις ημέρες της απεργίας στις ημέρες άδειας που δικαιούται εκείνος, υποχρεούμενος στην περίπτωση αυτή να του καταβάλει τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο χρόνο άδειας που εδικαιούτο καθώς και το αντίστοιχο επίδομα άδειας. Ο μέχρι τη δημοσίευση της τελεσίδικης αποφάσεως, που κήρυξε την απεργία παράνομη ή καταχρηστική, χρόνος συμμετοχής του μισθωτού στην απεργία, που έχει κηρυχθεί από τη «νόμιμα συστημένη συνδικαλιστική οργάνωση», κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, δεν θεωρείται χρόνος μη απασχολήσεως του μισθωτού ούτε καταλογίζεται στις ημέρες άδειας που δικαιούται, εκτός αν ο εργοδότης αποδεικνύει ότι εκείνος, καταβάλλοντας την επιμέλεια συνετού εργαζομένου, μπορούσε να αντιληφθεί τον παράνομο ή καταχρηστικό χαρακτήρα της απεργίας.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός   27/2004

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   Σε Τακτική Ολομέλεια

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές  της Α' Σύνθεσης: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Νικόλαο Κασσαβέτη, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Χρήστο Μαυρογένη, Ευριπίδη Αντωνίου, Χρήστο Μπαβέα, εισηγητή, Δημήτριο Γυφτάκη, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη,  Γεώργιο Αμελαδιώτη, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Γεώργιο Βούλγαρη, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη και Δημήτριο Κυριτσάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2004, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ:

   Του  καλούντος-αναιρεσείοντος: Ι. Ε. του Γ., κατοίκου Γιαννιτσών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Καζάκο.

   Της  καθής  η κλήση- αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ Α.Ε.», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γεώργιο Λεβέντη, Αθανάσιο Γεωργιάδη και Δημήτριο Ζερδελή.

  Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ του καλούντος - αναιρεσείοντος και κατά της καθ' ης η κλήση -αναιρεσίβλητης:  Τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης-σωματείου με την επωνυμία «Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλαδας» (Γ.Σ.Ε.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα.  Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο.

   Του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ της καθ' ης η κλήση - αναιρεσίβλητης και κατά του καλούντος - αναιρεσείοντος:  Σωματείου με την επωνυμία «Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος» (Σ.Β.Β.Ε), που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα.  Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Χατζηγιαννάκη.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-10-1997 αγωγή του ήδη καλούντος-αναιρεσείοντος κατά της ήδη καθ' ης η κλήση αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκε με πρόσθετη υπέρ του ενάγοντος παρέμβαση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας. Εκδόθηκε η απόφαση 838/1999 του παραπάνω δικαστηρίου κατά της οποίας οι ανωτέρω διάδικοι άσκησαν εφέσεις οι οποίες συνεκδικάσθηκαν στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με πρόσθετη υπέρ της εναγομένης (εκκαλούσας - εφεσίβλητης) πρόσθετη παρέμβαση του σωματείου με την επωνυμία «Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος - ΣΒΒΕ». Εκδόθηκε στη συνέχεια η απόφαση 3603/1999 του Εφετείου Θεσσαλονίκης, την αναίρεση της οποίας ζήτησε  ο  αναιρεσείων με την από 21-12-2001  αίτησή του και η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση -σωματείο  «Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ)» με την από 30-10-2002 πρόσθετη υπέρ αυτού παρέμβασή της.

   Στη συνέχεια εκδόθηκε η απόφαση 1340/2003 του Β2' πολιτικού τμήματος Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτο, δεύτερο και ένατο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από  30-1-2004 κλήση του αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

   Κατά τη συζήτηση της  υπόθεσης  αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.  Οι πληρεξούσιοι των ως άνω διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους  και ζήτησαν: Α) ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη και Β) ο μεν πληρεξούσιος της προσθέτως παρεμβαίνουσας ΓΣΕΕ να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση αυτής και η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί στα έξοδα η αναιρεσίβλητη,  ο δε πληρεξούσιος του προσθέτως παρεμβαίνοντος  ΣΒΒΕ να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβασή του, να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων   στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας πρότεινε  να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι της αναιρέσεως πρώτος και ένατος, κατά το πρώτο μέρος του, να απορριφθεί  ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559  ΚΠολΔ, να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος και να απορριφθεί η πρόσθετη παρέμβαση του Συνδέσμου Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος.

   Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Με τη 1340/2003 απόφαση του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, οι πρώτος, δεύτερος και ένατος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 23 παρ. 2 του Συντάγματος, 2 παρ. 1 και 6 και 3 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, 288 ΑΚ και 3 περ. 16 του ν. 4504/1966 και αφετέρου έλλειψη νόμιμης βάσεως.

   Κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος «η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων». Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος «η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται». Εξάλλου, στον ΑΝ 539/1945 «Περί χορηγήσεως κατ' έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ' αποδοχών» ορίζονται τα εξής: α) «Κάθε μισθωτός, μετά από συνεχή απασχόληση τουλάχιστο δώδεκα μηνών (βασικός χρόνος) σε υπόχρεη επιχείρηση δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος άδεια με αποδοχές .....» (άρθρο 2 παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1346/1983). β) «Δια τον υπολογισμόν του, περί ου ανωτέρω, χρόνου απασχολήσεως, τα διαστήματα, καθ' α ο μισθωτός απέσχεν ή απέχει της απασχολήσεώς του παρά τη υποκειμένη επιχειρήσει, λόγω βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθενείας, στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας, δεν θεωρούνται ως χρόνος μη απασχολήσεως ουδέ συμψηφίζονται προς τα ημέρας αδείας, ων ούτος δικαιούται» (άρθρο 2 παρ. 6), γ) «Κατά την διάρκειαν της αδείας ο μισθωτός δικαιούται, των συνήθων αποδοχών, ων θα εδικαιούτο εάν απησχολείτο παρά τη υποκειμένη επιχειρήσει κατά τον αντίστοιχον χρόνον ή των αποδοχών των τυχόν δια την περίπτωσιν ταύτην καθωρισμένων δια συλλογικής συμβάσεως» (άρθρο 3 παρ. 1). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 «Οι επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ' οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ' έτος «επιδόματος αδείας» ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του ΑΝ 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ' αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15ημέρου, δια τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβομένους, των 13 δε εργασίμων ημερών, δια τους επί ημερομισθίω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ' άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού ....».

   Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα: Α) Η απεργία, η οποία αποτελεί συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα και προέκταση της συνδικαλιστικής ελευθερίας (άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος), υπόκειται, όπως και κάθε δικαίωμα, στη γενική απαγόρευση της καταχρηστικής ασκήσεως αυτής. Β) Για τον υπολογισμό του βασικού χρόνου απασχολήσεως του μισθωτού - προκειμένου να εξευρεθεί αν αυτός δικαιούται ετήσιας αδείας αναπαύσεως με αποδοχές - τα διαστήματα κατά τα οποία απέχει της απασχολήσεώς του στην επιχείρηση, λόγω συμμετοχής του σε απεργία, θεωρούνται ως χρόνος μη απασχολήσεως και συμψηφίζονται προς τις ημέρες αδείας, όταν η απεργία κηρυχθεί, με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, παράνομη ή καταχρηστική. Γ) Εφόσον ο μισθωτός εξακολουθεί να συμμετέχει στην απεργία και μετά τη δημοσίευση της τελεσίδικης αποφάσεως που κήρυξε  αυτή παράνομη ή καταχρηστική, ο εργοδότης δικαιούται  να καταλογίσει τις ημέρες της απεργίας στις ημέρες άδειας που δικαιούται εκείνος, υποχρεούμενος στην περίπτωση αυτή να του καταβάλει τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο χρόνο άδειας που εδικαιούτο καθώς και το αντίστοιχο επίδομα άδειας. Δ) Ο μέχρι τη δημοσίευση της τελεσίδικης αποφάσεως, που κήρυξε την απεργία παράνομη ή καταχρηστική, χρόνος συμμετοχής του μισθωτού στην απεργία, που έχει κηρυχθεί από τη «νόμιμα συστημένη συνδικαλιστική οργάνωση» (άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος), κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, δεν θεωρείται χρόνος μη απασχολήσεως του μισθωτού ούτε καταλογίζεται στις ημέρες άδειας που δικαιούται, εκτός αν ο εργοδότης αποδεικνύει ότι εκείνος, καταβάλλοντας την επιμέλεια συνετού εργαζομένου, μπορούσε να αντιληφθεί τον παράνομο ή καταχρηστικό χαρακτήρα της απεργίας.

   Στην προκειμένη υπόθεση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως, εκτός άλλων, τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων που είναι μισθωτός (πρεσσαδόρος) της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνική Υφαντουργία ΑΕ» η οποία διατηρεί στο πέμπτο χιλιόμετρο της οδού Γιαννιτσών - Θεσσαλονίκης εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας και συνδεόταν με την τελευταία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από 2.2.1983, απουσίασε από την εργασία του κατά τα χρονικά διαστήματα από 4.4.1997 μέχρι 8.5.1997 και από 17.5.1997 μέχρι 22.7.1997 γιατί συμμετείχε σε δύο απεργίες που ακολούθως κρίθηκαν παράνομες με τις οριστικές αποφάσεις 224/1997 και 475/1997 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, οι κατά των οποίων εφέσεις απορρίφθηκαν με τις 3115/1997 και 2763/1997 αποφάσεις του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Ο ενάγων από το Μάιο του 1996 ήταν Πρόεδρος του Εργοστασιακού Σωματείου Εργαζομένων στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης και έλαβε μέρος σε δύο απεργίες του ίδιου αυτού έτους, οι οποίες κηρύχθηκαν επίσης καταχρηστικές τελεσίδικα με άλλες αποφάσεις των ιδίων δικαστηρίων. Οι παραπάνω απεργίες προκάλεσαν δυσανάλογα μεγάλη ζημία στην επιχείρηση σε σχέση με την προσδοκώμενη ωφέλεια των απεργών, αφού, εκτός απ' την προκληθείσα φθορά στον μηχανολογικό εξοπλισμό του εργοστασίου της, εξαιτίας των συχνών εναλλαγών παύσης και επανέναρξης της λειτουργίας του, η ανομοιόμορφη, διακοπτόμενη και κατά περιόδους λειτουργία του εργοστασίου είχε ως αποτέλεσμα αφ' ενός την παραγωγή ελαττωματικού προϊόντος, αφ' ετέρου την καθυστέρηση της παραγωγής, κατά τρόπο ώστε, λόγω και της εξαντλήσεως των αποθεμάτων, η εναγομένη να μην μπορεί ν' ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της έναντι των πελατών της. Πολλοί απ' τους πελάτες αυτούς άρχισαν να ματαιώνουν, με επιστολές τους προς την εναγομένη, τις παραγγελίες τους, ενώ άλλοι την προειδοποίησαν ότι προτίθενται, αν συνεχισθεί η ασυνέπειά της στην παράδοση των παραγγελιών, να διακόψουν τη συνεργασία τους μαζί της και να διεκδικήσουν δικαστικά τη ζημία που υπέστησαν απ' την καθυστέρηση στην παράδοση των εμπορευμάτων. Οι εργαζόμενοι - απεργοί γνώριζαν τα παραπάνω προβλήματα τόσο απ' την εμπειρία τους στο χώρο της εργασίας τους, όσο και γιατί, με ανακοινώσεις της προς όλο το προσωπικό, επ' ευκαιρία των απειλουμένων απεργιών, η εναγομένη τους είχε γνωστοποιήσει τις δυσκολίες που προκαλούσαν οι απεργίες αυτές στη λειτουργία, την αξιοπιστία, την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητά της, πολλώ δε μάλλον ο ενάγων, ως πρόεδρος του σωματείου που απεργούσε, ο οποίος ήταν γνώστης των προβλημάτων της εναγομένης και παρά ταύτα πρωτοστάτησε στις άνω απεργίες του 1997, όπως είχε ενεργήσει και στις απεργίες του 1996, γνώριζε ότι υπήρχε δυσαναλογία μεταξύ της ζημίας αυτής και της προσδοκώμενης ωφέλειας των απεργών και ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες κηρύχθηκαν και έλαβαν χώρα ήταν παρεμφερείς, ώφειλε δε αυτός, ως συνετός εργαζόμενος και εν όψει της θέσης του προέδρου του σωματείου που κατείχε, της μακροχρόνιας εμπειρίας του ως συνδικαλιστικού στελέχους και των ικανοτήτων του, ν' αντιληφθεί ότι οι απεργίες του 1997 είχαν το στοιχείο της καταχρηστικότητας και θα κηρύσσονταν καταχρηστικές, όπως και εκείνες του προηγούμενου έτους, εξαιτίας των συναφών αιτημάτων τους και των ομοίων συνθηκών κηρύξεώς τους. Αυτός είχε λάβει γνώση των από 16.3.1997 και 3.4.1997 αγωγών αφ' ενός και της από 19.5.1997 αγωγής αφ' ετέρου, που είχε ασκήσει η εργοδότρια εταιρεία κατά του σωματείου των εργαζομένων και του ίδιου προσωπικά ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, με αιτήματα την κήρυξη παρανόμων και καταχρηστικών των δύο αυτών απεργιών του έτους 1997. Και από τα παραπάνω δεκτά γενόμενα περιστατικά που αναφέρονται στην έναντι της απεργίας ψυχική στάση του ήδη αναιρεσείοντος, το Εφετείο έκρινε ως αποδειχθέν ότι αυτός «τελούσε σε ασύγγνωστη πλάνη περί τη νομιμότητα των απεργιών», δηλονότι από αμέλεια του δεν αντιλήφθηκε τον καταχρηστικό χαρακτήρα των απεργιών. Με βάση δε τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι: α) Η ήδη αναιρεσίβλητη εργοδότρια  νομίμως καταλόγισε στην άδεια του ήδη αναιρεσείοντος, του έτους 1997 ίσο αριθμό ημερών των ως άνω απεργιών του ίδιου έτους και β) δεν εδικαιούτο αυτός αποδοχών άδειας ούτε επιδόματος άδειας του έτους 1997, απέρριψε δε την αγωγή τόσο κατά την κύρια αίτησή της για χορήγηση αυτούσιας της άδειας του έτους 1997, όσο και την επικουρική για χορήγηση των αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας. Κρίνοντας το Εφετείο ότι νομίμως η εργοδότρια συμψήφισε στις δικαιούμενες ημέρες άδειας του ενάγοντος ίσο αριθμό ημερών από το χρόνο συμμετοχής στις άνω απεργίες του έτους 1997, το μεν δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 2 του Συντάγματος  και 2 παρ. 6 του ΑΝ 539/1945, ούτε τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ και είναι αβάσιμοι οι παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, το δε διέλαβε επαρκείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες επί του ουσιώδους ως άνω ζητήματος της αμέλειας του μισθωτού ενάγοντος ως προς τη μη αντίληψη του καταχρηστικού χαρακτήρα των απεργιών, ώστε είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως κατά το μέρος του από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ. Ο ίδιος πρώτος λόγος της αναιρέσεως κατά το μέρος που πλήττει την αιτιολογία της απορρίψεως της αγωγής για αυτούσια άδεια, εκ του ότι οι δυσμενείς συνέπειες της κηρύξεως της απεργίας ως καταχρηστικής ανατρέχουν σε κάθε περίπτωση στο χρόνο κηρύξεως της απεργίας, είναι απορριπτέος κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ, διότι το επί της αιτήσεως αυτής διατακτικό είναι ορθό με βάση τις παραδοχές της αποφάσεως ως προς τη συνδρομή του στοιχείου της αμέλειας του μετασχόντος στην απεργία για τον καταχρηστικό χαρακτήρα της. Κρίνοντας όμως απορριπτέα την αγωγή, ως προς την αίτηση περί επιδικάσεως των αποδοχών άδειας του έτους 1997 και του επιδόματος άδειας του ίδιου έτους, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945 και 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 και είναι βάσιμος ο ένατος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος αναιρέσεως, ο οποίος έχει παραπεμφθεί επίσης στην Ολομέλεια.  Σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, ήτοι κατά τη διάταξη της αποφάσεως που απέρριψε την αγωγή για αποδοχές άδειας και επίδομα άδειας.

   Επειδή με τους μη παραπεμπόμενους στην Ολομέλεια έβδομο και όγδοο λόγους της αναιρέσεως πλήττονται ιδιαίτερα κεφάλαια της προσβαλλόμενης αποφάσεως (προσαύξηση 100% επί των αποδοχών άδειας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Β2 Τμήμα του Αρείου Πάγου, το οποίο μετά την έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως θα παραπέμψει την υπόθεση στο Εφετείο είτε κατά μόνο το ως άνω μέρος, είτε και ως προς τυχόν άλλα κεφάλαια, και θα εκκαθαρίσει συνολικώς και τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.

   ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί εν μέρει την απόφαση 3603/1999 του Εφετείου Θεσσαλονίκης, μόνο ως προς το μέρος με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή του αναιρεσείοντος περί επιδικάσεως σ' αυτόν ποσού δρχ. 466.089 για αποδοχές άδειας και επίδομα άδειας του έτους 1997.

   Αναπέμπει την υπόθεση στο Β2 Τμήμα του Αρείου Πάγου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως της από 21.12.2001 αιτήσεως του Ι. Ε..

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα  στις  10 Ιουνίου 2004.

   Δημοσιεύθηκε  στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιουνίου 2004.