ΑΠ Ολ. 10/2012

 

Αμοιβή δικηγόρου - Δικηγόροι Τραπεζών - Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος -.

 

Καταχρηστική επιδίωξη των νόμιμων αμοιβών δικηγόρου για την παροχή νομικών υπηρεσιών σε Τράπεζα. Κρίθηκε ότι ο ενάγων δικηγόρος αδράνησε επί μεγάλο χρονικό διάστημα ως προς την άσκηση της αξίωσής του ώστε από την αδράνεια αυτή διαμορφώθηκε στην εναγομένη Τράπεζα η εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα την ασκήσει, ότι ο ενάγων επέλεξε με δική του ελεύθερη βούληση να συνεχίσει την παροχή των νομικών υπηρεσιών στην Τράπεζα αποδεχόμενος τις κοινές αμοιβές για όλους τους συνεργαζόμενους με αυτήν δικηγόρους σε όλη τη χώρα, ότι αποδέχθηκε αυτόν τον τρόπο αμοιβής εκδίδοντας και σχετικές εξοφλητικές αποδείξεις, συνυποβάλλοντας δήλωση ότι δεν έχει ούτε διατηρεί καμία αξίωση ή απαίτηση εναντίον της από προσφορά νομικών υπηρεσιών και σε κάθε περίπτωση ότι παραιτείται ρητώς από οποιαδήποτε αξίωση ή απαίτηση για τη λήψη μεγαλύτερης της συμφωνηθείσας αμοιβής, ότι με αυτή του τη συμπεριφορά δημιουργήθηκε στην εναγομένη Τράπεζα η εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα απαιτήσεις την προβλεπόμενη από τον Κώδικα περί Δικηγόρων αμοιβή. Απόρριψη αναιρετικού λόγου από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ για παραβίαση του άρθρου 281 ΑΚ.

 

 

Αριθμός 10/2012

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της A' Σύνθεσης: Ρένα Ασημακοπούλου, Πρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπροέδρους, Χαράλαμπο Δημάδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Γεωργία Λαλούση, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη Νικόλαο Μπιχάκη, Δημήτριο Κράνη, Ανδρέα Ξένο, Κυριακούλα Γεροστάθη, Βασίλειο Φράγγο, Νικόλαο Τρούσα, Δημήτριο Κόμη, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεράσιμο Φουρλάνο, Μιλτιάδη Σπυρόπουλο, Ιωάννα Πετροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

 

Συνεδρίασε δημόσια στο κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2011, με την παρουσία του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του καλούντος - αναιρεσείοντος: Α. Π. του Η., δικηγόρου, κατοίκου Βεροίας, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Σαράντη Τόλια.

 

Της καθής η κλήση - αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε", που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πήτα.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23 Δεκεμβρίου 2005 αγωγή του ήδη καλούντος-αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Βέροιας.

 

Εκδόθηκε η 150/ΕΡΓ/2006 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου και η 160/ΤΠ/2008 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο καλών - αναιρεσείων με την από 28 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του.

 

Στη συνέχεια εκδόθηκε η 259/2011 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος, η οποία απορρίπτει το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και παραπέμπει στη Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον αναφερόμενο στο αιτιολογικό πρώτο λόγο αναίρεσης. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 12 Μαΐου 2011 κλήση του καλούντος, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν, ο αυτοπροσώπως παραστάς καλών - αναιρεσείων και ο πληρεξούσιός του την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε, της καθής η κλήση αναιρεσίβλητης, την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

Ο Εισαγγελέας πρότεινε να κηρυχθεί αβάσιμος και απορριπτέος ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια λόγος αναιρέσεως.

 

Κατόπιν αυτών η Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγουμένως είχαν αναπτύξει.

Κατά την 30ην Απριλίου 2012, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι: Νικόλαος Ζαΐρης, Αντιπρόεδρος Βασίλειος Φράγγος, Γεράσιμος Φουρλάνος, Αρεοπαγίτες, οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων πλέον των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ. 2 του ν.1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν.3659/2008.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Ι. Επειδή, με την από 12/5/2011 κλήση του αναιρεσείοντος νομίμως φέρεται προς συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως της από 28/9/2008 αιτήσεως του Α. Π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 160/ΤΠ/2008 αποφάσεως του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βεροίας, ο οποίος παραπέμφθηκε σ' αυτήν με την υπ' αριθμ. 259/ 2011 απόφαση του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 563 παρ. 2 περ. β' ΚΠολΔ, γιατί η τελευταία λήφθηκε με πλειοψηφία μιας ψήφου. Σημειώνεται ότι με την ίδια απόφαση του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκαν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως.

 

 

ΙΙ. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η από 27/12/2006 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 150/ΕΡΓ/2006 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Βεροίας , δια της οποίας απορρίφθηκε η από 23/12/2005 αγωγή του ως καταχρηστικώς ασκηθείσα. Με τον παραπεμπόμενο από το άρθρο 560 παρ.1 ΚΠολΔ πρώτο λόγο αναιρέσεως τίθεται το ζήτημα , εάν , ενόψει των ειδικοτέρων περιστάσεων που εδέχθη ανελέγκτως το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Βεροίας δια της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, είναι ή όχι καταχρηστική, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, η ένδικη αξίωση του αναιρεσείοντος ενάγοντος δικηγόρου να του καταβληθεί από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εντολέα του Τράπεζα, υπόλοιπο της νομίμου αμοιβής του, για την εκτέλεση δικαστικών και εξωδίκων εργασιών, που προέκυψε από το γεγονός ότι η εναγομένη Τράπεζα, του κατέβαλε για την εκτέλεση των εργασιών αυτών αμοιβή, υπολειπομένη των υπό του Κώδικος περί Δικηγόρων προβλεπομένων ελαχίστων ορίων.

 

 

ΙΙΙ. Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του.(ΟλΑΠ17/95, ΟλΑΠ 62/90. Ολ.ΑΠ 8/01). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του. (ΑΠ 321/02). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη. Εξ' άλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει έντονο τον χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των δικηγόρων προς καταβολή της ελαχίστης αμοιβής τους για την παροχή των νομικών υπηρεσιών τους, που ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 92 παρ. 1 , 98, 100 επ. του ΝΔ 3026/1954 "περί Κώδικος των Δικηγόρων" (ΑΠ 229/2006). Ειδικότερα (α) κατ' αρθ. 91 παρ.1 του ως άνω Κώδικος ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης, την οποία κατέβαλε εξ ιδίων και αμοιβή για κάθε εργασία του δικαστική ή εξώδικη, (β) κατ' άρθ. 92 παρ.1 του ίδιου Κώδικος (όπως ισχύει μετά την προσθήκη του εδ. β αυτής με το άρθ. 5 παρ. 3 του ν.δ. 4272/1962 και την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 ν. 1093/ 1980), η δικηγορική αμοιβή κανονίζεται με συμφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή αντιπροσώπου του, η οποία περιλαμβάνει είτε όλη την διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος της είτε μεμονωμένες πράξεις ή άλλης φύσεως εργασίες, σε καμία περίπτωση όμως, δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθρα 98 επ. του ως άνω Κώδικος, κάθε δε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ως άνω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη ανεξάρτητα από τον χρόνο συνάψεώς της. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του δικηγόρου ως εργαζομένου αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται, ότι η συμφωνία μεταξύ του εντολέως και του δικηγόρου για την λήψη αμοιβής κατώτερης των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται στα άρθρα 98 επ. του Κώδικος των Δικηγόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο συνάψεώς της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και την μορφή υπό την οποία συνάπτεται, όπως άφεση χρέους του άρθρου 456 ΑΚ ή άλλη συμφωνία, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (άρθρ. 174,180 ΑΚ). Ο δικηγόρος, παρά την συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί ν' αντιτάξει κατά της απαιτήσεώς του προς καταβολή της εν λόγω απαιτήσεώς του, ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη. Όμως, η αφορμή ή οι συνθήκες, με τις οποίες έγινε η παραίτηση του δικηγόρου από κάθε απαίτησή του για δικηγορική αμοιβή, το περιεχόμενο της εγγράφου παραιτήσεώς του κ.λ.π. μπορούν να ασκήσουν επιρροή για την εκτίμηση της αντιθέσεως της συμπεριφοράς του στην καλή πίστη, αφού, ανεξάρτητα από την ακυρότητα της παραιτήσεως η αβίαστη παραίτηση του δικηγόρου από την καταβολή της επιπλέον αμοιβής καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκησή της. Τέλος, κατά το άρθρο 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ,ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καίτοι ήταν εφαρμοστέος στην συγκεκριμένη περίπτωση βάσει των παραδοχών του, ή εφήρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που, με βάση τις ίδιες παραδοχές, δεν έπρεπε να εφαρμόσει. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές πρωτοδικείο Βεροίας εδέχθη, ανελέγκτως, μετ’ εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το 2999/12-6-1996 έγγραφο της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών της εναγομένης γνωστοποιήθηκε στον Διευθυντή του υποκαταστήματος Βέροιας η έγκριση του Διοικητή της Τράπεζας για συνεργασία με τον ενάγοντα δικηγόρο για τη νομική κάλυψη του καταστήματος Βέροιας με την ανάθεση σ' αυτόν του ελέγχου των τίτλων νέων δανειοδοτουμένων πελατών με βάση τις αμοιβές που ορίζονταν στην εγκύκλιο 74/94, οι οποίες ήσαν ανάλογες με το ύψος του δανειστικού συμβολαίου και κυμαίνονταν από 5.000 δραχμές για δανειστικά συμβόλαια ύψους 5.000.000 δραχμών μέχρι 150.000 δραχμές για δανειστικά συμβόλαια που υπερέβαιναν το ποσό των 100.000.000 ευρώ. Με το ίδιο έγγραφο εγκρίθηκε η δυνατότητα ανάθεσης στον ενάγοντα και δικών, σύμφωνα με την 18/28.12.1995 απόφαση του ΔΣ της εναγομένης Τράπεζας, η οποία αφορούσε σε απαιτήσεις της Τράπεζας που υπερέβαιναν το ποσό των 10.000.000 δραχμών, καθώς επίσης εγκρίθηκε η ανάθεση και άλλων υποθέσεων τις οποίες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο έγγραφο, οι ήδη συνεργαζόμενοι με την Τράπεζα δικηγόροι αρνούνταν να αναλάβουν με τις αμοιβές που είχε διαμορφώσει η εναγομένη Τράπεζα. Συγκεκριμένα, η τελευταία είχε καταρτίσει πινάκιο αμοιβών για όλους τους δικηγόρους της επικράτειας που συνεργάζονταν με τα καταστήματά της, το οποίο προέβλεπε αμοιβές κατώτερες των προβλεπομένων από τον Κώδικα Δικηγόρων, οριζόμενες κατ' αποκοπή αναλόγως του δικαστηρίου που ήταν καθ' ύλη αρμόδιο για την υπόθεση. Ειδικότερα για άσκηση αγωγής στο Ειρηνοδικείο προβλέπονταν αμοιβή 8.000 και για παράσταση και προτάσεις στο ίδιο δικαστήριο ποσό 12.000 δραχμών ενώ για ανάλογες ενέργειες για υποθέσεις αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου τα ποσά διαμορφώνονταν σε 10.000 και 16.000 δραχμές αντίστοιχα. Επιπλέον, η έγκριση αυτή προέβλεπε ότι το σύνολο της μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος δε θα μπορούσε να υπερβαίνει το όριο των 300.000 δραχμών και ότι κατά την εξόφληση της αμοιβής για τις νομικές υπηρεσίες εκάστου μηνός θα έπρεπε να υπογράφει δήλωση-παραίτηση από οποιαδήποτε επιπλέον απαίτηση. Ο ενάγων, αφού έλαβε γνώση τόσο του περιεχομένου της έγκρισης όσο και των μνημονευομένων σ' αυτό εγγράφων ήτοι της εγκυκλίου 74/94 για τις αμοιβές του ελέγχου συμβολαίων, του πίνακα αμοιβών για τις δίκες καθώς και της δήλωσης περί παραίτησης που έπρεπε να συνυποβάλλει για την είσπραξη της αμοιβής του, ξεκίνησε τη συνεργασία του με την Τράπεζα. Το ίδιο χρονικό διάστημα η εναγομένη συνεργαζόταν υπό το ίδιο καθεστώς με δύο ακόμη δικηγόρους-μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας, την Ε. Κ.-Μ. και τον Γ. Π., οι οποίοι από κοινού με τον ενάγοντα διαμαρτυρήθηκαν προς τη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της εναγόμενης Τράπεζας για το χαμηλό ύψος των αμοιβών τους αποστέλλοντας το με ημερομηνία 3.1.1997 έγγραφό τους, με το οποίο ζήτησαν να εξεταστεί η δυνατότητα να αμείβονται με το τιμολόγιο του Συλλόγου τους, ανεξάρτητα από το ύψος διαφοράς κάθε υπόθεσης. Μάλιστα με το έγγραφο αυτό επεσήμαναν ότι για τις συνήθεις υποθέσεις της εναγομένης, που ήταν αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου, οι αμοιβές με βάση τα οριζόμενα από το Δικηγορικό Σύλλογο Βέροιας ανέρχονταν σε 45.000-50.000 δραχμές και συνεπώς ήταν ανώτερες (από πρόδηλη γραφική παραδρομή στη προσβαλλομένη απόφαση αναγράφεται ότι υπολείπονται) των προβλεπομένων από τον πίνακα της Τράπεζας ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, προέβλεπε αμοιβή 8.000 δραχμών για την άσκηση της αγωγής στο Ειρηνοδικείο και 12.000 για παράσταση και προτάσεις. Ότι η απάντηση της Τράπεζας ήταν αρνητική στο αίτημα αυτό των ως άνω τριών αμίσθων -εξωτερικών συνεργατών δικηγόρων, οι δύο από τους οποίους αποφάσισαν να διακόψουν τη συνεργασία τους με την εναγομένη Τράπεζα, σε αντίθεση με τον ενάγοντα, ο οποίος συνέχισε να επιμελείται υποθέσεων της με το προϋπάρχον καθεστώς αμοιβών. Ότι αυτός μαζί με την εξοφλητική απόδειξη που εξέδιδε κάθε μήνα για τη λήψη της αμοιβής του, που υπολογίζονταν πάντοτε με βάση το τιμολόγιο της Τράπεζας, συνυπέβαλε και δήλωση ότι δεν έχει, ούτε διατηρεί, καμία αξίωση ή απαίτηση κατά της ΑΤΕ από την προσφορά νομικών υπηρεσιών, σε κάθε δε περίπτωση ό τι παραιτείται ρητά από οποιαδήποτε αξίωση ή απαίτηση, την οποία άλλωστε (δήλωση) απαιτούσε η Τράπεζα για να καταβάλει την αμοιβή. Ότι, με αυτά τα δεδομένα αυτά η συνεργασία τους συνεχίσθηκε μέχρι τον Οκτώβριο του 2000,όταν ο ενάγων αποχώρησε επιδίδοντας ταυτόχρονα στην εναγομένη εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία, στην οποία εξέθετε τους λόγους της αποχώρησής του που συνοψίζονταν στις απαράδεκτα χαμηλές αμοιβές για τις παραστάσεις ενώπιον δικαστηρίων για την υποστήριξη υποθέσεων της εναγομένης, τη διάψευση της προσδοκίας του για αναπροσαρμογή τους, που ήταν και ο λόγος της υπομονής και ανοχής που είχε επιδείξει από την αρχή της συνεργασίας τους και τέλος στη διαπίστωση ότι η Τράπεζα σταμάτησε να του αναθέτει τον έλεγχο των συμβολαίων δανεισμού με μεγάλο οικονομικό αντικείμενο (ο οποίος αμείβεται με ποσοστό επί του ποσού του δανείου), τον οποίο ανέθετε πλέον σε δικηγόρο του Πρωτοδικείου Έδεσσας που αμειβόταν με πάγια αντιμισθία. Ότι με την ασκηθείσα στη συνέχεια ένδικη αγωγή του ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για την παράσταση, την σύνταξη και κατάθεση προτάσεων προς αντίκρουση της με αριθ. εκθ. κατ. 181/1998 ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ των οφειλετών της εναγομένης Σ. και Κ. Σ. που συζητήθηκε στο Ειρηνοδικείο Βέροιας την 28-1-1999 το οφειλόμενο υπόλοιπο της νόμιμης αμοιβής του, ποσού 28.415.789 δραχμών και ήδη 83.391.89 Ε, υπολογιζομένης κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων με ποσοστό 2% επί του ποσού των 1.421.389.461 δραχμών, στο οποίο ανερχόταν η απαίτηση της δανείστριας Τράπεζας (εναγομένης), για την οποία επεσπεύδετο ο πλειστηριασμός, δηλ. ποσό 28.427.789 δραχμών, μετ' αφαίρεση του ποσού των 12.000 δρχ. που είχε λάβει από την Τράπεζα σύμφωνα με το πινάκιο των αμοιβών. Ότι, η πάροδος πέντε ετών από την παροχή των σχετικών νομικών υπηρεσιών και κυρίως επτά ετών από τότε που η εναγομένη με τα αρμόδια όργανα της αρνήθηκε την αναπροσαρμογή των αμοιβών και κατέστησε σαφές ότι δεν επιθυμεί να καταβάλλει στους συνεργαζόμενους δικηγόρους αμοιβές μεγαλύτερες αυτών που είχε ορίσει με το πινάκιο της σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ενάγων επέλεξε με την δική του ελεύθερη βούληση να συνεχίσει την παροχή νομικών υπηρεσιών υπό το ίδιο καθεστώς παρά την ως άνω στάση της εναγομένης, καθιστούν καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος του για την καταβολή συμπληρωματικής αμοιβής, προκειμένου αυτή να είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στον Κώδικα περί Δικηγόρων, καθόσον με την προηγούμενη συμπεριφορά του δημιούργησε στην εναγομένη την πεποίθηση ότι δεν θ' απαιτήσει την αμοιβή που ορίζει ο Κώδικας περί Δικηγόρων, η μεταγενέστερη δε άσκηση της ένδικης αγωγής αντίκειται στα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Ότι όλα τα παραπάνω δεν ανατρέπονται από τη με ημερομηνία 3-1-1997 έγγραφη διαμαρτυρία των συνεργαζομένων με την εναγομένη δικηγόρων, μεταξύ των οποί ων και ο ενάγων, για το ύψος των αμοιβών που είχε ορίσει μονομερώς η εναγομένη, καθόσον με αυτήν ζητούσαν αναπροσαρμογή των αμοιβών κατά τον πίνακα του Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας, δηλ. τα ελάχιστα όρια που διαμορφώνονται ανά διετία με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ως ελάχιστη ενιαία αμοιβή για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας που προεισπράττεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο και όχι την αναπροσαρμογή με βάση τον Κώδικα περί Δικηγόρων, την οποία ο ενάγων ζητεί για πρώτη φορά με την κρινόμενη αγωγή του και την οποία ουδέποτε αξίωσε από την εναγομένη κατά την διάρκεια της τετραετούς συνεργασίας τους, χωρίς μάλιστα να γίνεται λόγος για αναδρομικές αναπροσαρμογές ή για πρόθεση επιδίωξης συμπληρωματικών αμοιβών για παλαιότερες δικαστηριακές ενέργειες για λογαριασμό της Τράπεζας αλλά μόνο για το ύψος των αμοιβών για τις νέες υποθέσεις που θα κληθούν ν' αντιμετωπίσουν για λογαριασμό αυτής. Ότι, η ένδικη αξίωση συμπληρωματικής αμοιβής δεν μπορεί να εκτιμηθεί στα πλαίσια των προσωπικών διαμαρτυριών του ενάγοντος τα έτη 1997 και 1998 για το ύψος των αμοιβών που προέβλεπε ο πίνακας της Τράπεζας για τους εξωτερικούς συνεργάτες-δικηγόρους, καθόσον δεν απεδείχθη ότι οι οχλήσεις αυτές αφορούσαν την καταβολή αμοιβών με βάση τον Κώδικα περί Δικηγόρων και πολύ περισσότερο την καταβολή συμπληρωματικών αμοιβών για παλαιότερες υποθέσεις, αφού ο ενάγων με τα εκτιθέμενα στην αγωγή του αλλά και την από 12-10-2000 εξώδικη δήλωσή του προς την εναγομένη κάνει λόγο μόνο για υποβληθέντα στο παρελθόν αιτήματα βελτίωσης του πλαισίου συνεργασίας με την Τράπεζα και για τις διαβεβαιώσεις μελλοντικών αναπροσαρμογών που ελάμβανε και όχι για την κοινοποίηση στην εναγομένη της πρόθεσης του προς αναζήτηση των αμοιβών που δικαιολογεί ο Κώδικας περί Δικηγόρων για ήδη διεκπεραιωθείσες υποθέσεις σε περίπτωση μη αναπροσαρμογής του πίνακα. Ότι, η δημιουργία πεποίθησης στην εναγομένη για την μη αναζήτηση συμπληρωματικής αμοιβής λόγω της προηγηθείσης συμπεριφοράς του ενάγοντος, που αντιφάσκει προς την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, ενισχύεται από το γεγονός ότι στις αρχές του έτους 1997 υπήρξε σαφής αρνητική απάντηση της εναγομένης στο αίτημα για αναπροσαρμογή των αμοιβών, μετά την οποία οι συνάδελφοι αποχώρησαν, ενώ ο ίδιος επέλεξε να συνεχίσει τη συνεργασία εν γνώσει της θέσης της εναγομένης, που δήλωσε εξ αρχής ότι δεν επιθυμεί να καταβάλλει τις υψηλότερες νόμιμες αμοιβές, από τις οποίες ο ενάγων δεν μπορεί να παραιτηθεί έγκυρα, με την συμπεριφορά του, όμως, να συνεχίσει να συνεργάζεται με την εναγομένη μέχρι τα τέλη περίπου του έτους 2000 ο ίδιος αποδυνάμωσε το δικαίωμά του για αναζήτηση τους, λαμβανομένου υπόψη ότι η συνέχιση της συνεργασίας του με απώτερο σκοπό να διατηρήσει τη θέση του συνεργάτη αποβλέποντας στη μελλοντική αύξηση των αμοιβών με αναδιαμόρφωση του πίνακα της Τράπεζας, υπήρξε επαγγελματική επιλογή του ίδιου του ενάγοντος, ο οποίος σε αντίθεση με τους συναδέλφους του που έκριναν μη συμφέρουσα τη συνέχιση της συνεργασίας και αποχώρησαν, επέλεξε την παραμονή προκειμένου να επωφεληθεί τυχόν μελλοντικής βελτίωσης των αμοιβών, ότι η μη ευόδωση των προσδοκιών αυτών δεν αναιρεί το γεγονός της οικειοθελούς συνέχισης της συνεργασίας με την εναγομένη, η οποία εύλογα δεν ανέμενε την εκ των υστέρων άσκηση αγωγών από τον ενάγοντα, ενώ η εξακολούθηση της παροχής νομικών υπηρεσιών έγινε αβίαστα και με δική του βούληση, καθόσον δεν αποδεικνύεται, ούτε ο ενάγων επικαλείται οποιονδήποτε λόγο που επέβαλε σ' αυτόν, άμεσα ή έμμεσα, αυτήν την επιλογή. Ότι, ο ενάγων πλην της κρινόμενης άσκησε κατά της εναγομένης και άλλες τέσσερις αγωγές και δη τις με αριθ. εκθ. κατ. 177 /30-11-2000 και 292/28-12-2004 στο Ειρηνοδικείο Βέροιας και 4028/30-11-2000,4529/29-12-2004 στο Πρωτοδικείο Βέροιας, με τις οποίες ζητεί την καταβολή επιπλέον αμοιβής για δεκατέσσερις υποθέσεις της εναγομένης στις οποίες παραστάθηκε, συνέταξε και κατέθεσε προτάσεις στο κρίσιμο χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 1996 μέχρι τον Οκτώβριο του 2000 αξιώνοντας από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 62.400.217 δραχμών ή 183.126,09 ευρώ. Ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι η Τράπεζα δεν αιφνιδιάστηκε από τη δικαστική επιδίωξη των νομίμων αμοιβών αλλά αντίθετα την είχε προβλέψει επικαλούμενος, προς επιβεβαίωση της γνώσης της εναγομένης για τις προθέσεις του, το γεγονός ότι αυτή σταμάτησε να του αναθέτει ελέγχους για να αποφύγει τη δικαστική επιδίωξη της νόμιμης αμοιβής κατά τον Κώδικα Δικηγόρων, αναιρείται από το λογικό επιχείρημα ότι, εάν η εναγομένη είχε αντιληφθεί τις προθέσεις του ενάγοντα και προσπαθούσε να αποφύγει τυχόν μελλοντική εμπλοκή σε δικαστικές διαμάχες μαζί του, θα είχε προβεί άμεσα σε πλήρη διακοπή της συνεργασίας της με τον ενάγοντα και δεν θα είχε κανένα λόγο να περιοριστεί στη διακοπή ανάθεσης ελέγχου των δανειστικών συμβολαίων, η οποία ανατέθηκε στον δικηγόρο που αμειβόταν με πάγια αντιμισθία προφανώς διότι αυτός δε θα λάμβανε επιπλέον αμοιβή, ώστε να αποφευχθεί η αμοιβή των 150.000 δραχμών που θα καταβαλλόταν σε εξωτερικό δικηγόρο. Εξάλλου, η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της πιο πάνω καταστάσεως δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον οφειλέτη, για να κριθεί καταχρηστική, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του, τις οποίες εύλογα θα επιφέρει η οικονομική επιβάρυνση της εναγομένης, σε περίπτωση που η κρινόμενη αγωγή γίνει δεκτή και κληθεί να καταβάλει επιπλέον αμοιβή, καθόσον πρόκειται για επιχείρηση που λειτουργεί με τους κανόνες του εμπορίου με σκοπό τη δημιουργία κερδών για τους μετόχους της, χωρίς να αναιρούνται από μόνο το γεγονός ότι αυτή διαθέτει οικονομική επιφάνεια, καθόσον η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος θα εξαντλούνταν στη σύγκριση των οικονομικών δυνάμεων των μερών, περιορίζοντας ανεπίτρεπτα το πεδίο εφαρμογής της>>. Ακολούθως, κατ' επικύρωση της υπό του ενάγοντος και ήδη αναιρείοντος εκκληθείσης υπ' αριθμ. 150/ΕΡΓ/2006 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Βεροίας, έκρινε ως απορριπτέα την ένδικη αγωγή του κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσιβλήτου ως καταχρηστικώς ασκηθείσα. 'Ετσι, όπως έκρινε, και με αυτά που εδέχθη το ως Εφετείο δικάσαν άνω δικαστήριο, ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία, ενόψει των άνω παραδοχών, ήταν εφαρμοστέα στην ένδικη διαφορά, την οποία διάταξη δεν παρεβίασε, αφού εκτίθενται σε αυτήν α. τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντιβαίνουσα στις αρχές της καλής πίστεως συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, προηγηθείσα της ασκήσεως της επιδίκου αξιώσεώς του, β. η αδράνεια αυτού επί ικανό χρονικό διάστημα προς άσκησή της, από τότε που αυτή εγεννήθη και κατέστη εναγώγιμη, εκ της οποίας αδρανείας διεμορφώθη στην αναιρεσίβλητη η εύλογη πεποίθηση περί της μη ασκήσεώς της, γ. οι ιδιαιτέρως επαχθείς οικονομικές συνέπειες που επάγεται για την αναιρεσίβλητη η μεταγενεστέρα άσκησή της, αιτιωδώς συνδεόμενες με την ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως, εξαιτίας της προηγηθείσης συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα, το εκδόσαν την προσβαλλομένη απόφαση Πολυμελές Πρωτοδικείο Βεροίας εδέχθη, ανελέγκτως, 1) την πάροδο πέντε πλήρων ετών από την παροχή των σχετικών νομικών υπηρεσιών από τον αναιρεσείοντα, αλλά κυρίως επτά ετών από τότε που η αναιρεσίβλητη μέσω των αρμοδίων οργάνων της αρνήθηκε την αναπροσαρμογή των αμοιβών και κατέστησε σαφές ότι δεν επιθυμεί να καταβάλλει στους συνεργαζομένους με αυτήν δικηγόρους αμοιβές μεγαλύτερες αυτών που είχε ορίσει με το πινάκιό της, 2) ότι ο αναιρεσείων επέλεξε με την δική του ελεύθερη βούληση να συνεχίσει την παροχή των νομικών υπηρεσιών υπό το ίδιο καθεστώς, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά την έναρξη της μεταξύ των διαδίκων συνεργασίας το έτος 1996 με βάση το υπ' αριθμ. 2999/12.6.1996 έγγραφο της αναιρεσιβλήτου και τον σχετικό πίνακα αμοιβών της, παρά την περιγραφομένη στην απόφαση συμπεριφερορά της τελευταίας, δηλ. αποδέχτηκε τις κοινές αμοιβές για όλους τους συνεργαζομένους με την αναιρεσίβλητη δικηγόρους σε όλη τη χώρα, 3) ότι αποδέχτηκε ο ίδιος τον τρόπο αυτό της αμοιβής, εκδίδοντας και σχετικές εξοφλητικές αποδείξεις που εξέδιδε η αντίδικός του στο τέλος κάθε μήνα για την λήψη της αμοιβής του, που υπελογίζετο πάντα με βάση το τιμολόγιο της αναιρεσιβλήτου, συνυποβάλοντας και δήλωση ότι δεν έχει, ούτε διατηρεί, καμία αξίωση ή απαίτηση εναντίον της από προσφορά νομικών υπηρεσιών, σε κάθε δε περίπτωση ότι παραιτείται ρητώς από οποιαδήποτε αξίωση ή απαίτηση προς λήψη μεγαλυτέρας αμοιβής, πλέον της συμφωνηθείσης, και μάλιστα μετά την υπό της αναιρεσιβλήτου άρνηση, κατόπιν υποβληθέντος σχετικού αιτήματος από τον αναιρεσείοντα και άλλους μετ' αυτού συνεργαζομένους με την αναιρεσίβλητη δικηγόρους, να προβεί σε οποιαδήποτε αναπροσαρμογή των συνομολογηθεισών και καταβαλλομένων προς αυτούς αμοιβών, 4) ότι η συμπεριφορά του αυτή δημιούργησε στην αναιρεσίβλητη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα απαιτήσει την αμοιβή που ορίζει ο Κώδικας περί Δικηγόρων, 5) ότι η ανατροπή της καταστάσεως που διαμορφώθηκε εξαιτίας της προηγηθείσης της ασκήσεως της επιδίκου αξιώσεως άνω συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, που επιδιώκεται με την άσκηση της ενδίκου αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή του ποσού των 83.391,89 ευρώ, για συμπληρωματική, σύμφωνα με τις παρατεθείσες διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, αμοιβή λόγω παροχής υπηρεσιών προς εκτέλεση εντολής στα πλαίσια δίκης που ανοίχθηκε κατά το έτος 1999 κατόπιν ασκήσεως ανακοπής με αντικείμενο το ποσό του 1.421.389.461 δραχμών, επάγεται (η ανατροπή αυτή) για την αναιρεσίβλητη επαχθείς οικονομικές συνέπειες και 6) ότι με τα περιστατικά αυτά η αξίωση του αναιρεσείοντος για την προς αυτόν καταβολή της ανωτέρω συμπληρωματικής αμοιβής ασκείται καταχρηστικώς, ως υπερβαίνουσα τα υπό της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ διαγραφόμενα όρια. Τα άνω δε πραγματικά περιστατικά, πληρούντα το πραγματικό της εφαρμοσθείσης στην ένδικη διαφορά ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, επαρκούν για να προσδώσουν στην ασκουμένη αγωγική αξίωση τον καταχρηστικό αυτής χαρακτήρα. Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου πρώτος λόγος της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 560 παρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ακολούθως προς τα ανωτέρω, εφόσον οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως έχουν ήδη απορριφθεί με την παραπεμπτική υπ' αριθμ. 259/2011 απόφαση του Β2 Τμήματος Του Αρείου Πάγου, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Απορρίπτει την από 28/9/2008 αίτηση του Α. Π. για αναίρεση της 160/ΤΠ/2008 αποφάσεως του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς πρωτοδικείου Βεροίας. Και

 

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου εκ δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2012 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 5 Ιουλίου 2012.

 

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ