ΑΠ Ολ. 9/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Αποζημίωση  απαλλοτρίωσης - Aϋλη οικονομική αξία επιχείρησης - Προστασία δικαιώματος ιδιοκτησίας - Συνταγματικότητα διατάξεων άρθρων 13 και 25 ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ) -.

 

Η άϋλη οικονομική αξία μιας επιχείρησης (ως οργανωμένο σύνολο αγαθών, δικαιωμάτων και σχέσεων το οποίο αποτελεί οργανωμένη οικονομική ενότητα γύρω από το πρόσωπο  του φορέα της και τείνει στην επίτευξη ενός κερδοσκοπικού σκοπού) δεν αποτελεί αυτοτελές απαλλοτριούμενο περιουσιακό στοιχείο. Δεν αποκαθίσταται κάθε ζημία του ιδιοκτήτη που αποτελεί άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης, έστω και αν δεν συνδέεται άμεσα με την αξία του απαλλοτριουμένου, άρα ούτε και η ζημία από την παύση της λειτουργίας της άνω επιχείρησης.  Αποκλείεται η αποζημίωση, αυτοτελώς, της άϋλης οικονομικής αξίας της επιχείρησης που ασκείται στο απαλλοτριούμενο ακίνητο. Οι διατάξεις των άρθρων 13 και 25 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ) δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις  του άρθρου 17 παρ.2 του Συντάγματος, ούτε στις διατάξεις του προβλέποντος αποζημίωση άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Δεδομένου ότι η πρόσοδος του απαλλοτριούμενου ακινήτου λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο για την εκτίμηση της  αξίας του, καθορισμός ιδιαίτερης αποζημίωσης για την απώλειά της λόγω της απαλλοτρίωσης του ακινήτου, πέρα από την περίπτωση της απώλειας προσόδου μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης έως το χρόνο  καταβολής της αποζημίωσης, θα κατέληγε σε διπλό υπολογισμό  της ζημίας του ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου ακινήτου, στον οποίο, εξάλλου, εναπόκειται η αξιοποίηση της αποζημίωσης, είτε με την αγορά ισάξιου ακινήτου με εκείνο που απαλλοτριώθηκε, το οποίο με την εκμετάλλευσή του μπορεί να αποφέρει ανάλογες με εκείνο προσόδους, είτε κατ' άλλο τρόπο.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 9/2006

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπροέδρους, Ιωάννη Δαβίλλα, Χρήστο Γεωργαντόπουλο - Εισηγητή, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο Φιλητά - Περίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Γεώργιο Καράμπελα, Δημήτριο Δαλιάνη, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Εμμανουήλ Καλούδη, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θεμέλη και Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

   Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 15 Δεκεμβρίου 2005, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου  Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

   Του καλούντος - αναιρεσείοντος: Δ. Β. του Φανουρίου, κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Γραφανάκη, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.

   Του καθού η κλήση - αναιρεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και στην προκείμενη περίπτωση από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Κρήτης, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Παναγιώτη Σπανό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 11-10-2002 και 9-12-2002 αντίθετες αιτήσεις προσδιορισμού οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, καθώς και άλλες συναφείς αιτήσεις προσώπων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, οι οποίες κατατέθηκαν ενώπιον του Εφετείου Κρήτης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκε η 320/2003 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 19 Μαϊου 2004 αίτησή του.

   Στη συνέχεια εκδόθηκε η 441/2005 απόφαση του Δ' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, όσον αφορά τους τρεις πρώτους συναφείς λόγους αυτής. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 2 Σεπτεμβρίου 2005 κλήση του ήδη αναιρεσείοντος, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.  Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν ο μεν του καλούντος -  αναιρεσείοντος  την παραδοχή των παραπεμφθέντων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο δε του αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την παραδοχή των παραπεμφθέντων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως βάσιμων.

   Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Με το από 2.9.2005 δικόγραφο κλήσης του αναιρεσείοντος φέρονται προς συζήτηση οι από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ τρεις πρώτοι λόγοι της από 19.5.2004 αίτησης αναίρεσης, κατά της 320/2003 απόφασης του Εφετείου Κρήτης, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε με ψευδή ερμηνεία και κακή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 17 παρ.2 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, 13 και 25 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ), όπως ισχύουν μετά το 2985/2002. Οι δε λόγοι αυτοί αναίρεσης παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 441/2005  απόφαση του Δ' Τμήματος αυτού, κατά το άρθρο 563 παρ.2 περ. β' του ΚΠολΔ, λόγω δημιουργίας ζητημάτων με γενικότερο ενδιαφέρον και ειδικότερα αν: α) η άϋλη οικονομική αξία μιας επιχείρησης αποτελεί ή όχι αυτοτελές απαλλοτριούμενο περιουσιακό στοιχείο, κατά την έννοια των άρθρων 17 παρ.2 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, β) κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις αποκαθίσταται ή όχι κάθε ζημία του ιδιοκτήτη που αποτελεί άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης, έστω και αν δεν συνδέεται άμεσα με την αξία του απαλλοτριουμένου , άρα και η ζημία από την παύση της λειτουργίας της άνω επιχείρησης, γ) κατά τις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων 13 και 25 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ)  αποκλείεται ή όχι η αποζημίωση της άϋλης οικονομικής αξίας της επιχείρησης που ασκείται στο απαλλοτριούμενο ακίνητο και δ) οι διατάξεις (αυτές) του «ΚΑΑΑ» είναι ή όχι αντίθετες στα άρθρα 17 παρ.2 του Συντάγματος (το περιεχόμενο του οποίου επαναλαμβάνουν) και 1 του προβλέποντος αποζημίωση Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

   Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδάφ. α' του ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά το άρθρο 17 παρ.2 του Συντάγματος , όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του, «κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό  της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό». Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου «η ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριουμένου μετά τη δημοσίευση της πράξης απαλλοτρίωσης και  μόνο εξαιτίας της, δεν λαμβάνεται υπόψη». Οι διατάξεις αυτές του Συντάγματος ουσιαστικά επαναλαμβάνονται και στο άρθρο 13 παρ.1 και 2 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ), όπως ισχύει  μετά το ν. 2985/2002, που εφαρμόζεται από 1.1.2002 , όπου επιπλέον, χωρίς αντίθεση με τις προηγούμενες διατάξεις, ορίζεται και ότι «ως κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου ακινήτου λαμβάνεται υπόψη και η αξία που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, καθώς και η πρόσοδος του απαλλοτριωμένου» (παρ. 1 τελ. εδάφιο) και  «ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριωμένου μετά τη δημοσίευση της πράξης απαλλοτρίωσης και μόνο εξαιτίας της δεν λαμβάνεται υπόψη. Επίσης δεν υπολογίζεται ανατίμηση προερχόμενη  από ενέργειες του ιδιοκτήτη στο απαλλοτριούμενο, που έγιναν μετά την οριζόμενη από το άρθρο 3 ανακοίνωση της απαλλοτρίωσης και μόνο εξαιτίας αυτής». Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 57/1974 και έχει αυξημένη  έναντι των κοινών νόμων ισχύ (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος),  ορίζεται ότι «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Κανένας δεν μπορεί να στερηθεί της περιουσίας του, ειμή δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέσει σε ισχύ νόμους τους οποίους ήθελε κρίνει αναγκαίους για ρύθμιση της χρήσεως αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή για εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Τέλος, κατά το άρθρο 25 του «ΚΑΑΑ», ο ιδιοκτήτης μπορεί να ζητήσει την αποζημίωση για την απωλεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου, από τη μετά την συντέλεση της απαλλοτρίωσης κατάληψη μέχρι την είσπραξη της αποζημίωσης. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, σε απαλλοτρίωση ακινήτου για δημόσια ωφέλεια, για τον προσδιορισμό της «πλήρους αποζημίωσης» λαμβάνεται υπόψη η αξία του απαλλοτριούμενου ακινήτου κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου της αίτησης καθορισμού (προσωρινού ή οριστικού , σε περίπτωση παράλειψης του προσωρινού) της αποζημίωσης αυτής, καθώς και η δαπάνη του ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου ακινήτου, η οποία είναι συνέπεια της απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας (ΟλΑΠ 8/1999).Η αποζημίωση για την αξία της επιχείρησης που ασκείται στο ακίνητο που απαλλοτριώνεται, κατά τις ίδιες διατάξεις δεν συμπεριλαμβάνεται στην έννοια της «πλήρους αποζημίωσης», αλλά λαμβάνεται υπόψη η συνδεόμενη με το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε πρόσοδος, σε σχέση με την ασκούμενη σ’ αυτό επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριούμενου ακινήτου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα του αναιρεσείοντος για κατ’ αποκοπή αποζημίωσή του (αυτοτελώς) με ποσό  900.000 ευρώ για την οικονομική αξία της ασκούμενης στο απαλλοτριούμενο ακίνητο επιχείρησης, δηλαδή εμπορίας, αντιπροσωπείας και διανομής καλλυντικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων από το έτος 1990, με την αιτιολογία ότι στην έννοια της αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης δεν περιλαμβάνεται και η αξία της επιχείρησης που ασκείται στο ακίνητο που απαλλοτριώθηκε, λαμβάνεται όμως υπόψη η συνδεόμενη με το ακίνητο αυτό πρόσοδος, σε σχέση με την ασκούμενη επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριούμενου ακινήτου. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, δεν παραβίασε τις πιο πάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και ιδίως εκείνη του άρθρου 1 παρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος , έχει αυξημένη  ισχύ έναντι των κοινών νόμων (ΟλΑΠ 29/2005). Τούτο δε, καθόσον, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος,: α) Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 17 παρ.2 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η άϋλη οικονομική αξία μιας επιχείρησης (ως οργανωμένο σύνολο αγαθών , δικαιωμάτων και σχέσεων το οποίο αποτελεί οργανωμένη οικονομική ενότητα γύρω από το πρόσωπο  του φορέα της και τείνει στην επίτευξη ενός κερδοσκοπικού σκοπού) δεν αποτελεί αυτοτελές απαλλοτριούμενο περιουσιακό στοιχείο, β) κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις , δεν αποκαθίσταται κάθε ζημία του ιδιοκτήτη που αποτελεί άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης, έστω και αν δεν συνδέεται άμεσα με την αξία του απαλλοτριουμένου, άρα ούτε και η ζημία από την παύση της λειτουργίας της άνω επιχείρησης και γ) κατά τις διατάξεις των άρθρων 13 και 25 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ) αποκλείεται η αποζημίωση , αυτοτελώς, της αϋλης οικονομικής αξίας της επιχείρησης που ασκείται στο απαλλοτριούμενο ακίνητο. Οι διατάξεις δε αυτές του ΚΑΑΑ  δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις  του άρθρου 17 παρ.2 του Συντάγματος, το περιεχόμενο του οποίου και επαναλαμβάνουν , ούτε στις διατάξεις του προβλέποντος αποζημίωση άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974, καθόσον το τελευταίο αυτό άρθρο ορίζει , ότι η στέρηση της ιδιοκτησίας μπορεί  να γίνει κατά τους «προβλεπόμενους υπό του νόμου............όρους» και τέτοιοι, προφανώς, είναι οι ως άνω μνημονευόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΑΑΑ, που, όμως, έχουν την αμέσως παραπάνω έννοια και  μόνο, σε σχέση με τον προσδιορισμό της «πλήρους αποζημίωσης» από απαλλοτρίωση ακινήτου για δημόσια ωφέλεια, χωρίς ανατροπή της εύλογης και δίκαιης ισορροπίας  μεταξύ αφενός  του δημόσιου συμφέροντος και αφετέρου του δικαιώματος προστασίας της περιουσίας του προσώπου. Αλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, η πρόσοδος του απαλλοτριούμενου ακινήτου λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο για την εκτίμηση της  αξίας του, κατά το άρθρο 13 παρ.1 του ν. 2882/2001, καθορισμός δε ιδιαίτερης αποζημίωσης για την απώλειά της λόγω της απαλλοτρίωσης του ακινήτου, πέρα από την περίπτωση της απώλειας προσόδου μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης έως το χρόνο  καταβολής της αποζημίωσης, για την οποία προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 17 παρ.5 του Συντάγματος και 25 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ),  θα κατέληγε σε διπλό υπολογισμό  της ζημίας του ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου ακινήτου, στον οποίο , εξάλλου , εναπόκειται η αξιοποίηση της αποζημίωσης , είτε με την αγορά ισάξιου ακινήτου με εκείνο που απαλλοτριώθηκε, το οποίο με την εκμετάλλευσή του μπορεί να αποφέρει ανάλογες με εκείνο προσόδους, είτε κατ' άλλο τρόπο. Ο δε συνταγματικός νομοθέτης της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ενόψει και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για την προστασία του δικαιώματος  της ιδιοκτησίας,  με την αναθεώρηση των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος εισήγαγε τις σ' αυτές νέες ρυθμίσεις στο θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ενώ με τις διατάξεις του άρθρου 106 του Συντάγματος , σε συνδυασμό με την κάτω από το άρθρο αυτό ερμηνευτική δήλωση, προστατεύει αυτοτελώς την ιδιωτική επιχείρηση, ως ιδιαίτερη  νομικοοικονομική οντότητα, και τα περιουσιακά δικαιώματα που συνδέονται με αυτή, στην περίπτωση της εξαγοράς   των επιχειρήσεων ή της αναγκαστικής συμμετοχής σ' αυτές του Κράτους ή άλλων δημόσιων φορέων, με το δικαστικό  καθορισμό  του τιμήματος εξαγοράς ή του ανταλλάγματος της αναγκαστικής συμμετοχής που πρέπει να είναι πλήρες, ώστε  να ανταποκρίνεται στην αξία της επιχείρησης που εξαγοράζεται ή της συμμετοχής σ’ αυτή. Συνεπώς,  οι τρεις πρώτοι λόγοι αναίρεσης,  με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με την κατά τα ανωτέρω κρίση του , υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ πλημμέλεια , γιατί παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 17 παρ.2 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, 13 και 25 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ), όπως ισχύουν μετά το ν. 2985/2002 και οι οποίοι  (λόγοι) παραπέμφθηκαν  από το Δ' Τμήμα στην Ολομέλεια, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

   Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και εφόσον ο τέταρτος (τελευταίος) λόγος αναίρεσης έχει ήδη απορριφθεί με την 441/2005 παραπεμπτική απόφαση του Δ' Τμήματος , πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου για όλη την αναιρετική δίκη, κατά το νόμιμο αίτημα αυτού.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Απορρίπτει την από 19.5.2004 αίτηση του Δ.Φ.Β., για αναίρεση  της 320/2003 απόφασης του Εφετείου Κρήτης.

   Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 2006. Και

   Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2006.