ΑΠ Oλ. 31/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Ιδιαίτερη αποζημίωση -.

 

Στην περίπτωση που, λόγω απαλλοτριώσεως μέρους του ακινήτου, το απομένον τμήμα αυτού, που εξακολουθεί να αποτελεί στοιχείο περιουσίας του ιδιοκτήτου - υφίσταται σημαντική υποτίμηση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο για τη χρήση που προορίζεται, το δικαίωμα αποζημιώσεως ικανοποιείται πλήρως και εντεύθεν διασφαλίζεται ο σεβασμός στην περιουσία του ιδιοκτήτου όταν η αποζημίωση καλύπτει όχι μόνο την εκ της απομειώσεως και μόνον της εκτάσεως του όλου ακινήτου ζημίαν, αλλά και εκείνη που επήλθε από την εκτέλεση του έργου για το οποίο κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση του μέρους του ακινήτου. Είναι αδιάφορη στην περίπτωση αυτή η διάταξη της περ. 2 του άρθρου 13 του ν.δ. 797/1971, που ορίζει ότι "δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αξίας του απαλλοτριωμένου η επαύξηση ή μείωση της αξίας λόγω εκτελέσεως του έργου.", διότι η διάταξη αυτή αφορά την αύξηση ή μείωση του απαλλοτριουμένου μέρους, που το κατά το Σύνταγμα πλήρες της αξίας του κρίνεται κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως και όχι μετά την εκτέλεση του έργου. Ενώ αντιθέτως  η αποζημίωση για την υποτίμηση κατά την παρ. 4 του άρθρου 13 αφορά το απομένον στον ιδιοκτήτη μέρος, που εξακολουθεί να αποτελεί περιουσία του και μετά την εκτέλεση του έργου δι' ο η απαλλοτρίωση.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

   Αριθμός  31/2005

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές  της Β' Σύνθεσης: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Γκιάφη,  Ιωάννη Βερέτσο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη,  Γεώργιο Σαραντινό,  Γεώργιο Αμελαδιώτη, Στέφανο Γαβρά-Εισηγητή, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο,  Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη,  Δημήτριο Κιτρίδη,  Βασίλειο Ρήγα, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα και Μιχαήλ Δέτση Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2005, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ:

   Των καλούντων-αναιρεσειόντων: 1) Ε.Α.Χ., 2) Σ.Α.Χ., κατοίκων Αχαρνών Αττικής και 3)Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Χ.Ε. ΚΑΙ Σ. ΟΕ" και τον διακριτικό τίτλο Γεωπονικές Επιχειρήσεις Χ., με έδρα τις Αχαρνές Αττικής. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Χορομίδη, ο οποίος ανακάλεσε την από 1-2-2005 δήλωση  για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε.

   Της καθ'ης η κλήση-αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΡΓΑ ΟΣΕ ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΡΓΟΣΕ ΑΕ" , που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Γιαννέλο και Παναγιώτα Πολύζου

   Κατά τη σημερινή δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου στο ακροατήριο του, ο Πρόεδρος εξεφώνησε τα ονόματα των διαδίκων.

   Στο σημείο τούτο οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης ζήτησαν να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης αυτής σε μεταγενέστερη δικάσιμο, για να συνεκδικασθεί με προσεπίκληση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 19-5-2005.

   Για το ζήτημα της αναβολής έλαβε τον λόγο και ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων, ο οποίος δήλωσε ότι δεν συναινεί στο αίτημα αυτό της αναβολής.

   Ο Εισαγγελέας πρότεινε  την απόρριψη του αιτήματος της αναβολής.

   Μετά από αυτά το Δικαστήριο διασκέφθηκε με την παρουσία και της γραμματέως, απεφάσισε και απέρριψε το παραπάνω αίτημα για αναβολή της παρούσας δίκης.  

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με αιτήσεις και ανταιτήσεις προσδιορισμού οριστικής  τιμής μονάδος αποζημίωσης επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που κατατέθηκαν στο Εφετείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν.  Εκδόθηκε η απόφαση 5854/2002 οριστική  του ίδιου δικαστηρίου την αναίρεση της οποίας  ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 28 Ιανουαρίου 2003  αίτησή τους .

   Στη συνέχεια εκδόθηκε η απόφαση 704/2004 του Δ' πολιτικού τμήματος, η οποία παρέπεμψε  στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τόσο τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως κατά το δεύτερο μέρος όσο και το λόγο που σε σχέση με το υφιστάμενο στα εναπομείναν μέρος καθενός από τα υπ' αριθμ. Κ.Π. 68 και  70 ακίνητα πηγάδι άρδευσης και μικρό θερμοκήπιο, αντίστοιχα έχει, κατ' άρθρο 562 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. περιληφθεί στην από 22 Μαϊου 2003 έγγραφη εισήγηση του επί της υπόθεσης αυτής Εισηγητή.

   Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 11-6-2004 κλήση των αναιρεσειόντων  η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

   Κατά τη συζήτηση της  υπόθεσης  αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν  όπως σημειώνεται πιο πάνω.  Οι πληρεξούσιοι   των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν πληρεξούσιος των  αναιρεσειόντων  την παραδοχή των παραπεμφθέντων λόγων ,  οι δε  πληρεξούσιοι  της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους και  καθένας την καταδίκη του  αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνουν δεκτοί, ως βάσιμοι, οι λόγοι της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., οι οποίοι παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια.

   Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Επειδή, με την 704/2004 απόφαση του Δ' Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην τακτική ολομέλεια οι από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ τρίτος (κατά ένα μέρος αυτού) και ο προταθείς από τον εισηγητή (κατ' άρθρο 562 παρ. 4 ιδίου κώδικα) λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 5824/2002 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών,  σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔ, διότι δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Ειδικότερα, για να λυθεί το ζήτημα αν στον προσδιορισμό της αποζημίωσης του εναπομείναντος τμήματος απαλλοτριωθέντος ακινήτου θα ληφθεί υπόψη μόνο η μείωση της αξίας αυτού, η οποία προέρχεται από την απότμηση, ή θα ληφθεί επίσης υπόψη και η μείωση της αξίας του εν λόγω τμήματος που οφείλεται στην εκτέλεση του έργου για το οποίο κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση.

   Επειδή, το άρθρο 13 του ν.δ. 797/1971 "περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων" ορίζει στην παράγραφο 4, ότι σε περίπτωση απαλλοτρίωσης τμήματος ακινήτου, εξαιτίας της οποίας το τμήμα που απομένει στον ιδιοκτήτη υφίσταται σημαντική υποτίμηση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο για τη χρήση που προορίζεται, με την ίδια απόφαση που καθορίζει την αποζημίωση προσδιορίζεται και παρέχεται για την υποτίμηση αυτή ιδιαίτερη αποζημίωση. Το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της από 4-11-1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων  του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε, μαζί με τη σύμβαση, αρχικά με το ν. 2329/1953 και εκ νέου  με το ν.δ. 53/1974 και έχει αυξημένη ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, έναντι των κοινών νόμων,  ορίζει ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του και κανένας δεν μπορεί να στερηθεί της ιδιοκτησίας του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, και υπό τους όρους που προβλέπονται από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου. Με τη διάταξη προστατεύονται και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα του προσώπου, όπως και το δικαίωμα αποζημιώσεως για την προσγενόμενη ζημία, στην περιουσία του. Έλλειψη δε σεβασμού  της περιουσίας στην περίπτωση αυτή υπάρχει όταν η συνεπεία του λόγου της αποζημιώσεως μείωση της περιουσιακής δυναμικότητας του προσώπου δεν αποκαθίσταται πλήρως. Συνεπώς, στην περίπτωση που, λόγω απαλλοτριώσεως μέρους του ακινήτου, το απομένον τμήμα αυτού, που εξακολουθεί να αποτελεί στοιχείο περιουσίας του ιδιοκτήτου - υφίσταται  σημαντική υποτίμηση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο για τη χρήση που προορίζεται, το αναγνωριζόμενο από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του ν.δ. 797/1971 δικαίωμα αποζημιώσεως ικανοποιείται πλήρως και εντεύθεν διασφαλίζεται ο σεβασμός στην περιουσία του ιδιοκτήτου όταν η αποζημίωση καλύπτει όχι μόνο την εκ της απομειώσεως και μόνον της εκτάσεως του όλου ακινήτου ζημίαν αλλά και εκείνη που επήλθε από την εκτέλεση του έργου για το οποίο κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση του μέρους του ακινήτου. Διότι άλλως κατά την τελευταία αυτή ζημία το παραμένον στον ιδιοκτήτη μέρος του ακινήτου, και επομένως η περιουσία του, θα παρέμενε χωρίς αποκατάσταση. Ανεξαρτήτως δε του ότι το περιεχόμενο αυτό της αποζημιώσεως είναι απότοκο της εφαρμογής της άνω υπερνομοθετικής  ισχύος διατάξεως του άρθρου 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της Συμβάσεως της Ρώμης, είναι αδιάφορη στην περίπτωση αυτή η διάταξη της περ. 2 του άρθρου 13 του ν.δ. 797/1971, που ορίζει ότι "δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αξίας του απαλλοτριωμένου η επαύξηση ή μείωση της αξίας λόγω εκτελέσεως του έργου." Και τούτο διότι η διάταξη αυτή αφορά την αύξηση ή μείωση του απαλλοτριουμένου μέρους, που το κατά το Σύνταγμα πλήρες της αξίας του κρίνεται κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως και όχι μετά την εκτέλεση του έργου. Ενώ αντιθέτως  η αποζημίωση για την υποτίμηση κατά την παρ. 4 του άρθρου 13 αφορά το απομένον στον ιδιοκτήτη μέρος, που εξακολουθεί να αποτελεί περιουσία του και μετά την εκτέλεση του έργου δι' ο η απαλλοτρίωση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο απέρριψε τα αιτήματα των αναιρεσειόντων να τους επιδικασθεί ιδιαίτερη αποζημίωση για τις εναπομείνασες εκτός της επίμαχης απαλλοτρίωσης εδαφικές εκτάσεις, καθώς και για τα υπάρχοντα σ' αυτές πηγάδι και θερμοκήπιο, αφού δέχθηκε ότι η επικαλούμενη μείωση δεν συναρτάται αμέσως προς την αξία του απαλλοτριούμενου και την απότμησή του, αλλά από το είδος του εκτελούμενου έργου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και την εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του ν.δ. 797/1971 και συνεπώς οι σχετικοί λόγοι της αναιρέσεως που παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια είναι βάσιμοι. Μετά απ' αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που έκρινε επί των απαιτήσεων των αναιρεσειόντων να τους επιδικασθεί ιδιαίτερη αποζημίωση για τις εναπομείνασες εκτός της  απαλλοτρίωσης εδαφικές εκτάσεις και για τα υπάρχοντα σ' αυτές πηγάδι και θερμοκήπιο. Ενόψει δε του ότι με την παραπεμπτική απόφαση δεν έχουν κριθεί οι υπόλοιποι λόγοι της αναιρέσεως,  πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δ Πολιτικό Τμήμα που την εξέδωσε, για ν' αποφασίσει γι' αυτούς.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δέχεται τους παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια λόγους αναιρέσεως του δικογράφου της από 29-1-2003 αιτήσεως των Ε.Α.Χ., Σ.Α.Χ. και της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Χ.Ε. και Σ. ΟΕ", περί αναιρέσεως της 5824/2000 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

   Αναιρεί εν μέρει, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό, την παραπάνω απόφαση.

   Αναπέμπει την υπόθεση στο Δ' Πολιτικό Τμήμα για ν' αποφασίσει κατά τα λοιπά.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις  14 Φεβρουαρίου 2005. 

   Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο  στις  12 Μαΐου 2005.