ΑΠ Ολ. 30/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί - Απόλυση λόγω κατάργησης ιδιωτικού σχολείου - Αποζημίωση απόλυσης - Αρχή ισότητας - Ισότητα αμοιβής - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Ενώ θεσπίζεται ως γενικός κανόνας η αποζημίωση του ιδιωτικού εκπαιδευτικού, ο οποίος απολύεται όχι από υπαιτιότητά του (κατά τη βούληση του εργοδότη ή λόγω καταργήσεως τάξεων του σχολείου ή ένεκα συμπληρώσεως του συνταξίμου χρόνου ή του ορίου ηλικίας), εισάγεται εξαίρεση γι αυτόν, μη δικαιούμενο καμία αποζημίωση, όταν απολύεται λόγω καταργήσεως του σχολείου. Η εξαίρεση αυτή αντίκειται στην αρχή της ισότητας και επομένως, αυτός δικαιούται, όταν απολύεται λόγω καταργήσεως του σχολείου, την αποζημίωση του άρθρου 30 § 5 του ν. 682/77. Παραπέμπεται προς εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο με άλλη σύνθεση.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 30/2005

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές  της Πλήρους Ολομέλειας: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου,  Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Στυλιανό Πατεράκη, Αθανάσιο Κρητικό, Στυλιανό Μοσχολέα, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αντιπροέδρους Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή,  Σταμάτιο Γιακουμέλο, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Αθανάσιο Γιωτάκο, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Νίκη Γιαννακάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη,  Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Βασίλειο Ρήγα-Εισηγητή, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα, Μιχαήλ Δέτση και Δημήτριο Κανελλόπουλο,  Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2005 με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ:

   Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Κ., κατοίκου Νέου Ψυχικού, 2) Ε. Π., κατοίκου Αμαρουσίου, 3) Π. Χ., κατοίκου Αγίας Παρασκευής και 4) Μ. Β., κατοίκου Νέου Ψυχικού. Ο πρώτος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Ρουπακιώτη και οι υπόλοιποι εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο.

   Της αναιρεσίβλητης : Ανώνυμης Εταιρείας με την  επωνυμία «ΠΑΛΛΗΝΗ  ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ-ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε», η οποία εδρεύει στον Aγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής και όπως νόμιμα εκπροσωπείται, όπως μετονομάστηκε η Ανώνυμη Εταιρεία «ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΥ Α.Ε». Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Πελαγία Παπαδάκη-Ζήση, βάσει δηλώσεως κατ' άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28 Φεβρουαρίου 1997 αγωγή των ήδη  αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 650/1998 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 1733/2002 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησαν  οι αναιρεσείοντες με την από 26 Οκτωβρίου 2004  αίτησή τους , την οποία έφεραν προς συζήτηση στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με το 164/7-12-2004 κοινό πρακτικό ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γιατί με αυτή τίθεται  νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος.

   Κατά τη συζήτηση της  υπόθεσης  αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν  όπως σημειώνεται πιο πάνω.

   Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Ρήγας διάβασε την από  3 Φεβρουαρίου 2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως.  Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς του και ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της  αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο μοναδικός λόγος  της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ. που  παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια.

   Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Επειδή με το υπ' αρ. 164/7.12.2004 κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, παρεπέμφθη για εκδίκαση στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τα άρθρα 563 §§ 1, 2 περ. β' και 3 του ΚΠολΔ και 23 § 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που εκυρώθη με το ν. 1756/1988, η από 26.10.2004 αίτηση των αναιρεσειόντων, με την οποία ζητείται η αναίρεση της υπ' αρ. 1733/2002 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, αφού εκρίθη ότι με την αίτηση αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος.

   Επειδή εκ της διατάξεως του άρθρου 4 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος, κατά την οποίαν οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, συνάγεται ότι το Σύνταγμα θεσπίζει την ισότητα του νόμου έναντι των ελλήνων πολιτών υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 § 1 εδ. β' του αυτού Συντάγματος, όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Εκ του συνδυασμού των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι και η αποζημίωση του απολυομένου μισθωτού, αποτελούσα εν ευρεία εννοία αντάλλαγμα παρασχεθείσας εργασίας, πρέπει να ρυθμίζεται βάσει της αρχής της ισότητας, εκτός εάν η διαφοροποίησή της δικαιολογείται εκ λόγων γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους ελέγχουν τα δικαστήρια. Εξάλλου, δια των διατάξεων του άρθρου 11 § 1 περ. Γ' και Δ' του ν. 1351/83, όπως τούτο αντικατεστάθη με το ν. 1566/85, ορίσθη ότι μέχρι να ρυθμισθούν με νόμο τα θέματα της γενικής ιδιωτικής εκπαιδεύσεως, κανείς ιδιωτικός εκπαιδευτικός με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δεν απολύεται παρά μόνο με απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και ότι κατεξαίρεση των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου είναι επιτρεπτή και έγκυρη η απόλυση ιδιωτικών εκπαιδευτικών από τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων 1) για κατάργηση σχολείων, 2) για κατάργηση τάξεων, οπότε είναι επιτρεπτή η απόλυση των εχόντων τη μικρότερη υπηρεσία στην εκπαίδευση, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί σ' αυτούς η προβλεπόμενη από το άρθρο 30 του ν. 682/1977 αποζημίωση και 3) για συμπλήρωση του 70ού έτους της ηλικίας. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 33 § 1 του τελευταίου τούτου νόμου ορίζεται ότι «η σχέσις εργασίας μεταξύ του ιδιοκτήτου ιδιωτικού σχολείου και του ιδιωτικού εκπαιδευτικού λύεται δια του θανάτου, της εκπτώσεως, της αποδοχής παραιτήσεως και της απολύσεως μετά πράξιν του οικείου επιθεωρητού (ήδη Προϊσταμένου Διευθύνσεως Πρωτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νομού). Τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 30 §§ 1, 5, 6 και 8 του ιδίου ν. 682/1977 ορίζονται τα ακόλουθα: «Οι διδάσκοντες εις τα ιδιωτικά σχολεία γενικής εκπαιδεύσεως εκπαιδευτικοί τελούν επί σχέσει εργασίας ωρισμένου ή αορίστου χρόνου κατά τα εις τας επομένας παραγράφους του παρόντος άρθρου οριζόμενα» (§ 1), «Διαρκούσης της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, η σύμβασις δύναται να καταγγελθεί υπό του ιδιοκτήτου καταβαλλομένης αποζημιώσεως ενός μηνός δι' έκαστον έτος προσφοράς των υπηρεσιών του εις το αυτό σχολείον και μέχρις 25 ετών, υπολογιζομένης και της υπηρεσίας του επί συμβάσει ωρισμένου χρόνου» (§ 5), «Οι αποχωρούντες ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, λόγω συμπληρώσεως του συνταξίμου χρόνου ή του 70ού έτους της ηλικίας των, δικαιούνται αποζημιώσεως ίσης προς το ήμισυ της προβλεπομένης υπό της προηγουμένης παραγράφου διά την περίπτωσιν καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας» (§ 6) και «Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί διατελούντες επί σχέσει εργασίας ωρισμένου ή αορίστου χρόνου και απολυόμενοι ένεκα καταργήσεως του σχολείου εις το οποίον υπηρετούν δεν δικαιούνται αποζημιώσεως» (§ 8). Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, ενώ θεσπίζεται ως γενικός κανόνας η αποζημίωση του ιδιωτικού εκπαιδευτικού, ο οποίος απολύεται όχι από υπαιτιότητά του (κατά τη βούληση του εργοδότη ή λόγω καταργήσεως τάξεων του σχολείου ή ένεκα συμπληρώσεως του συνταξίμου χρόνου ή του ορίου ηλικίας), εισάγεται εξαίρεση γι' αυτόν, μη δικαιούμενο καμία αποζημίωση, όταν απολύεται λόγω καταργήσεως του σχολείου. Η εξαίρεση αυτή αντίκειται στην ανωτέρω αρχή της ισότητας, διότι εισάγει για την κατηγορία των απολυομένων λόγω καταργήσεως του σχολείου ιδιωτικών εκπαιδευτικών δυσμενή διάκριση επί καταστάσεως ουσιωδώς ομοίας προς τις ανωτέρω, καταλαμβανόμενες από τον κανόνα, περιπτώσεις, μη δικαιολογουμένη εκ λόγων γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, οι εν λόγω ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί δικαιούνται, όταν απολύονται λόγω καταργήσεως του σχολείου, την αποζημίωση του άρθρου 30 § 5 του ν. 682/77. Εν προκειμένω, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εδέχθη τα ακόλουθα: Οι αναιρεσείοντες, τυγχάνοντες εκπαιδευτικοί και διορισθέντες νομίμως, υπηρετούσαν υπό την ιδιότητά τους αυτή, δυνάμει συμβάσεων εργασίας, καταρτισθεισών με την αναιρεσίβλητη, στα παρ' αυτής διατηρούμενα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Η αναιρεσίβλητη, αποφασίσασα την κατάργηση όλων των σχολικών μονάδων των εκπαιδευτηρίων της, υπέβαλε αρμοδίως στις 9.9.1996 σχετικές αιτήσεις, κατόπιν των οποίων δι' αποφάσεων του Υφυπουργού Παιδείας, ενεκρίθη η εν λόγω κατάργηση. Κατά την αυτήν ημεροχρονολογία η αναιρεσίβλητη κατήγγειλε τις ως άνω συμβάσεις της μετά των αναιρεσειόντων, χωρίς να τους καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση. Επί τη βάσει των ανωτέρω, η πληττομένη απόφαση, που εθεώρησε το εισάγον την αδικαιολόγητη διάκριση άρθρο 30 § 8 του ν. 682/77 σύμφωνο προς το Σύνταγμα, απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της υπ' αρ. 650/98 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει με την ιδία αιτιολογία την αγωγή των αναιρεσειόντων, διά της οποίας εδιώκετο η αποζημίωση αυτών, ως ιδιωτικών εκπαιδευτικών απολυθέντων ένεκα καταργήσεως του ιδιωτικού σχολείου της αναιρεσίβλητης εργοδότριάς τους. Επομένως, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 22 § 1 εδ. β' του Συντάγματος και την του άρθρου 30 § 8 του ν. 682/1977, την οποία εφήρμοσε, καίτοι μη εφαρμοστέαν ως προσκρούουσαν στις συνταγματικές αυτές διατάξεις. Κατ' ακολουθίαν τούτων, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η πληττομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές, εκτός αυτών που την είχαν δικάσει, σύμφωνα με το άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί την υπ' αρ. 1733/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

   Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση στο ανωτέρω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει αυτή. Και.

   Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων εκ δύο χιλιάδων εκατό (2100) ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις  21 Απριλίου 2005. 

   Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο  στις  12 Μαΐου 2005.