ΑΠ Ολ. 23/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπική κράτηση - Στοιχεία ορισμένου αγωγής - Αναιρετικός έλεγχος -.

 

Για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία διώκεται η προσωπική κράτηση εμπόρου για εμπορικές απαιτήσεις, δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται στο δικόγραφό της ότι ο εναγόμενος, παρόλο που έχει τη δυνατότητα, δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, αλλά απόκειται στον εναγόμενο να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι η μη εκπλήρωση οφείλεται αποκλειστικά σε αδυναμία του. Αντίστοιχα δε, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, η απόφαση του  δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία διατάσσεται η προσωπική κράτηση εμπόρου για εμπορική οφειλή, δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνει στις πραγματικές παραδοχές της και ότι ο εναγόμενος, παρόλο που έχει τη δυνατότητα, από κακοπιστία δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 23/2005

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ  από  τους  Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Στυλιανό Πατεράκη, Αχιλλέα Ζήση και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αντιπροέδρους Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κασσαβέτη, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Σπυρίδωνα Κολυβά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Αθανάσιο Γιωτάκο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Νίκη Γιαννακάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Ανδρέα Μαρκάκη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Μιχαήλ Μαργαρίτη - Εισηγητή Ιωάννη Παπανικολάου και Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).     

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2005, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Ε. Γ., για να δικάσει μεταξύ:

   Της καλούσας-αναιρεσίβλητης: Μ. Α. του Α., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αλεξανδρόπουλο.

   Των καθ' ών η κλήση-αναιρεσειόντων : 1) Θ. Χ., κατοίκου Πειραιά και 2) Β. Χ., κατοίκου Πειραιά, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Διαλινάκη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10 Δεκεμβρίου 1999 αγωγή της ήδη καλούσας-αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 3083/2001 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 1156/2002 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της οποίας ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 10 Απριλίου 2003 αίτησή τους.

   Στη συνέχεια εκδόθηκε η απόφαση 907/2004 του Β1΄ Πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου τον πέμπτο λόγο της πιο πάνω αιτήσεως αναιρέσεως. Μετά την παραπάνω απόφαση και την από 30 Ιουλίου 2004 κλήση της αναιρεσίβλητης η προκειμένη υπόθεση φέρεται στην τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.                            

   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, τους οποίους ο πληρεξούσιος  της αναιρεσίβλητης ανέφερε και στις προτάσεις του και ζήτησαν, ο μεν πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως , ο δε πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψη του, καθένας δε την  καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας πρότεινε να  γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο λόγος αναιρέσεως που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια.

   Κατόπιν αυτών ο πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξούσιους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.    

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

   Ι. Με την απόφαση 907/2004 του Β1 Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ, λόγω λήψεως της αναιρετικής αποφάσεώς του με πλειοψηφία μιας ψήφου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ πέμπτος λόγος της αιτήσεως των Θ. και Β. Χ., περί αναιρέσεως της αποφάσεως 1156/2002 του Εφετείου Πειραιώς. Με το λόγο αυτό προβάλλεται η αιτίαση ότι το εφετείο παραβίασε ευθέως, άλλως εκ πλαγίου, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ.

   ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ η προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος και «κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις». Εξ άλλου, με το ν. 2462/1997 κυρώθηκε το «Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα» που συνάφθηκε μεταξύ των Κρατών μελών του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη στις 16.12.1966 και από την επικύρωσή του αποτελεί διάταξη κανόνα υπέρτερης  νομικής βαθμίδας, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Στο άρθρο 11 του Συμφώνου αυτού ορίζεται ότι «κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση». Η ίδια η διατύπωση του κανόνα τούτου, δηλώνει λεκτικά και νοηματικά ότι δεν υπήρξε επιθυμία των συντακτών του Συμφώνου να καταργήσουν την προσωπική κράτηση, αλλά μόνο να ορίσουν, ως εξαίρεση, πως σε περίπτωση αδυναμίας δεν πρέπει ο οφειλέτης να προσωποκρατείται για χρέη. Συνεπώς, το μεν άρθρο 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ εξακολουθεί να προβλέπει την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως επί εμπόρων για ενοχικές απαιτήσεις, το δε άρθρο 11 του ανωτέρω Συμφώνου εισάγει δικαιοκωλυτικό κανόνα που αποκλείει την απαγγελία προσωπικής κράτησης κατ' εμπόρου για ενοχικές οφειλές, όταν η μη εξόφληση των συμβατικών υποχρεώσεών του οφείλεται αποκλειστικά σε αδυναμία αυτού προς εκπλήρωση. Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνδυαζόμενες με αυτές των άρθρων 216 στοιχ. α΄ και 338 ΚΠολΔ που ορίζουν αντίστοιχα ότι κάθε διάδικος βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη εκείνων των γεγονότων που δικαιολογούν σύμφωνα με το νόμο την αξιούμενη από αυτόν δικαστική προστασία, συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία διώκεται η προσωπική κράτηση εμπόρου για εμπορικές απαιτήσεις, δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται στο δικόγραφό της ότι ο εναγόμενος, παρόλο που έχει τη δυνατότητα, δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, αλλά απόκειται στον εναγόμενο να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι η μη εκπλήρωση οφείλεται αποκλειστικά σε αδυναμία του. Αντίστοιχα δε, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, η απόφαση του  δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία διατάσσεται η προσωπική κράτηση εμπόρου για εμπορική οφειλή, δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνει στις πραγματικές παραδοχές της και ότι ο εναγόμενος, παρόλο που έχει τη δυνατότητα, από κακοπιστία δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων ότι οι αναιρεσείοντες ήταν κατά τον επίδικο χρόνο έμποροι, διότι διατηρούσαν στον Πειραιά κέντρο διασκεδάσεως και ότι η ένδικη απαίτηση της αναιρεσίβλητης προέρχεται από εμπορική αιτία. Ακολούθως, το Εφετείο, αφού κατά παραδοχή της εφέσεως της  αναιρεσίβλητης εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δέχθηκε την αγωγή, έκρινε ότι έπρεπε να γίνει δεκτό και το παρεπόμενο αίτημά της, περί απαγγελίας κατά των αναιρεσειόντων προσωπικής κρατήσεως, την οποία και  διέταξε με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου την προαναφερόμενη ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, με το να μη διαλάβει, πέραν των ανωτέρω, στις παραδοχές του ότι η «ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης της αναιρεσίβλητης οφείλεται σε εκ προθέσεως ενέργειες (των αναιρεσειόντων) που συνιστούν δόλια συμπεριφορά» τους, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, προς θεμελίωση του παραπεμφθέντος στην Ολομέλεια πέμπτου λόγου αναιρέσεως, του οποίου την έδραση επιχειρούν επί των αναιρετικών λόγων των αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Συνεπώς, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος.

   IΙΙ. Οι λοιποί λόγοι της αναιρέσεως έχουν απορριφθεί με την παραπεμπτική απόφαση 907/2004 του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Συνεπώς, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Απορρίπτει την από 10.4.2003 αίτηση των Θ. Χ. και Β. Χ., περί αναιρέσεως της 1156/2002 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς.

   Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες εκατό (2.100) ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2005.

   Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 17 Μαρτίου 2005.