ΑΠ Ολ. 19/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αναίρεση εισαγγελέα ΑΠ - Ασφαλιστικά μέτρα - Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου - Απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου -.

 

Η παροχή δυνατότητας άσκησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με αποτελέσματα για τους διαδίκους, στη δίκη παροχής προσωρινής προστασίας ιδιωτικού δικαιώματος, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δικονομικών όπλων και δεν αντίκειται στις περί ισότητας διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλ' ούτε και στις διατάξεις του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ή στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 25 παρ. 1, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, ούτε στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα. (Αντίθετη μειοψηφία 17 μελών). Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης, βάσει των πιο πάνω διατάξεων, ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν έχει. Επίσης, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, από τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ. 3 και ήδη 249 παρ. 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος-μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Το κράτος-μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής. Η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων. Δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις. Είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξεως του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου. Ενόψει του ότι οι διατάξεις του π.δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από 10-7-2002, που έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ, την προσαρμογή αυτή. Προστέθηκαν, λοιπόν, στο εν λόγω π.δ/γμα, ως μεταβατικές, οι διατάξεις του άρθρου 11, που ορίζουν τα εξής: "Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση..." (άρθρ 11 παρ. 1α). Η επιλογή από την ελληνική πολιτεία, με το π.δ. 164/2004, των άνω μέτρων, για την επίτευξη του στόχου της ρήτρας 5 της επίμαχης Οδηγίας έγινε, αφού έλαβε υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι μεταξύ άλλων, και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογούν διάφορη ρύθμιση από τον ιδιωτικό τομέα, αφού υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, εξού και η θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες πιο πάνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων σε αόριστης διάρκειας δεν μπορεί να γίνει. Ενόψει, λοιπόν, αφενός των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του ν. 2112/1920, κατά τη γνώμη πάντοτε της πλειοψηφίας, ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος του π.δ. 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος του π.δ/τος αυτού. (Αντίθετη μειοψηφία 22 μελών).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 19/2007

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Γεώργιο Σαραντινό, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Βασίλειο Νικόπουλο, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ανδρέα Μαρκάκη, Δημήτριο Κιτρίδη, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Μιχαήλ Δέτση, Δημήτριο Κανελλόπουλο - Εισηγητή, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Εμμανουήλ Καλούδη, Ελένη Παναγιωτάκη, Αιμιλία Λίτινα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ιωάννη Ιωαννίδη, Ειρήνη Αθανασίου, Παναγιώτη Παρτσιλίβα, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Λυκούδη, Ζήση Βασιλόπουλο, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2007 με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

   Του αναιρεσείοντος: Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.

   Του αναιρεσιβλήτου: ...., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευτυχία Κατσαρού, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.

   Του καλουμένου: Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (Ε.Λ.Γ.Α.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παζιώτη.

   Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ του αναιρεσιβλήτου: Τριτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Γ.Σ.Ε.Ε.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Τραυλό-Τζανετάτο.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10 Μαΐου 2006 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης Γ.Α. ΑΣΦ/2391/2006 αίτηση (διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου.

   Εκδόθηκε η 4251/2391/2006 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 5 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του, την οποία εισήγαγαν προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με το υπ' αριθμ. 188/13-11-2006 κοινό πρακτικό ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γιατί με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος.

   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται παραπάνω.

   Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε την αναίρεση της πιο πάνω απόφασης.

   Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κανελλόπουλος ανέγνωσε την από 5 Φεβρουαρίου 2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε ν΄ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

   Κατόπιν, οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν του καλουμένου την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την απόρριψη της υπέρ του αναιρεσιβλήτου πρόσθετης παρέμβασης, οι δε του αναιρεσιβλήτου και της υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβαίνουσας την παραδοχή της πρόσθετης παρέμβασης και την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και τέλος καθένας πληρεξούσιος ζήτησε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 699 εδ. α' του ΚΠολΔικ, αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Με τα επόμενα εδάφια του ίδιου άρθρου, που προστέθηκαν με το άρθρο 4Ε παρ. 4 του ν. 3388/2005, ορίζονται τα εξής: "Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση εναντίον κάθε απόφασης, αν κατά την κρίση του δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον, η οποία εκδίδεται σε αιτήσεις λήψης, μεταρρύθμισης ή ανάκλησης των ασφαλιστικών μέτρων και στην οποία διάδικοι είναι το Δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Οι αποφάσεις αυτές επιδίδονται υποχρεωτικά επί ποινή ακυρότητας και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ως προς την προθεσμία για άσκηση αναίρεσης και ως προς τη διαδικασία της εκδίκασής της ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 552 επ. Κ.Πολ.Δ. Η απόφαση η οποία εκδίδεται για την αναίρεση αυτή παράγει γα τους διαδίκους τα αποτελέσματα τα οποία προβλέπονται από τα άρθρα 579 έως και 582 Κ.Πολ.Δ. Η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκησή της αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης". Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, από τη διατύπωση των πιο πάνω διατάξεων που προστέθηκαν, κατά τα προεκτιθέμενα, στην αρχική διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔικ και το σκοπό που με αυτές επιδιώκεται, ο οποίος συνίσταται στον έλεγχο της νομικής ορθότητας των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, όταν διάδικος είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δηλαδή πρόσωπα τα οποία, στην πραγματικότητα, διοικούν ή έχουν στην κυριότητά τους και διαχειρίζονται την κρατική περιουσία, προκύπτει ότι η δυνατότητα που παρασχέθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για την άσκηση αναίρεσης κατά των πιο πάνω αποφάσεων, που δεν έχει τη νομική φύση της αναίρεσης υπέρ του νόμου, δεν τον καθιστά διάδικο στη δίκη, στην οποία εκδόθηκε η απόφαση και συνακόλουθα ούτε οιονεί ομόδικο του διαδίκου εκείνου, ο οποίος θα ωφεληθεί από την αναίρεση της απόφασης, ούτε οιονεί αντίδικο του διαδίκου, τον οποίο η αναίρεση βλάπτει, αφού ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ενεργεί ως ανεξάρτητος δικαστικός λειτουργός και ως εκπρόσωπος της Πολιτείας, υποχρέωση της οποίας είναι να περιφρουρεί τη δημόσια περιουσία, και δικαιούται να ασκεί αναίρεση εναντίον κάθε απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, όταν διάδικος είναι το Δημόσιο ή κάποιο από τα προαναφερόμενα νομικά πρόσωπα, σε περίπτωση που κατά την κρίση του προκύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, δηλαδή εναντίον όχι μόνον της απόφασης, στην οποία το Δημόσιο ή ένα από τα πιο πάνω πρόσωπα έχει ηττηθεί, αλλά και της απόφασης, στην οποία αυτά έχουν νικήσει. Και ναι μεν με τη δυνατότητα που έχει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να ασκεί αναίρεση υπέρ του νόμου, χωρίς αποτελέσματα για τους διαδίκους, διασφαλίζεται πάγια και ομοιόμορφη εφαρμογή του νόμου, πλην όμως με τα ασφαλιστικά μέτρα συχνά ρυθμίζονται θέματα ιδιαίτερα σοβαρά ως προς την αληθινή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, με σοβαρές επιπτώσεις για το Δημόσιο ή τα άλλα προαναφερόμενα νομικά πρόσωπα, στα οποία έτσι, χωρίς τη δυνατότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκεί αναίρεση με παραγωγή αποτελεσμάτων και για τους διαδίκους, ουδεμία προστασία εξασφαλίζεται, ενόψει και του ότι ο νομοθέτης κρίνει, για να αποφευχθεί αύξηση της επιβάρυνσης του Αρείου Πάγου, να μη δοθεί δικαίωμα άσκησης αναίρεσης σε όλες τις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, γι' αυτό άλλωστε, με τη δικονομική μεταρρύθμιση του έτους 1971 (ν.δ. 958/71) καταργήθηκε η αρχική δυνατότητα των διαδίκων να ασκούν αναίρεση κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, ενώ μια ενδεχόμενη ρύθμιση για την παροχή δυνατότητας μόνο στο Δημόσιο ή στα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, να ασκούν αναίρεση εφόσον έχουν ηττηθεί, θα καθιέρωνε μια δικονομική ανισότητα. Με όλα τα παραπάνω δεδομένα, η ήδη, με τις προαναφερόμενες διατάξεις, παρεχόμενη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δυνατότητα, για άσκηση αναίρεσης κατά των πιο πάνω αποφάσεων με παραγωγή αποτελεσμάτων για τους διαδίκους, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δικονομικών όπλων και δεν αντίκεινται έτσι οι διατάξεις αυτές στις περί ισότητας διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλ' ούτε και στις διατάξεις του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974. Περαιτέρω, οι ίδιες πιο πάνω διατάξεις δεν αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 25 παρ. 1, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, ούτε στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα που μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, αφού με τις διατάξεις αυτές δεν στερείται το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, ούτε παρεμποδίζεται από κρατικά όργανα η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών και η δυνατότητα γενικά δικαστικής προσφυγής ή η αναγκαστική εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, εφόσον βέβαια αυτές καταστούν απρόσβλητες από ένδικα μέσα που ο νόμος καθιερώνει, ούτε αναιρείται η υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις, όσα δε αντιθέτως υποστηρίζει η πιο κάτω προσθέτως υπέρ των αναιρεσιβλήτων παρεμβαίνουσα είναι αβάσιμα. Επομένως, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, η κρινόμενη από 5-10-2006 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 4251/2391/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία υποχρεώθηκε ο καθού Οργανισμός, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, αλλά ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο, να αποδέχεται προσωρινά, ως ασφαλιστικό μέτρο, τις υπηρεσίες του αναιρεσιβλήτου και μετά τη λήξη των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, με τις οποίες είχε προσληφθεί και η οποία (αίτηση) εισάγεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού, με το από 13-11-2006 κοινό Πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με το οποίο κρίνεται, ότι με την παραπάνω αίτηση τίθενται νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 3 ΚΠολΔικ και 23 παρ. 2 του Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά το ν. 2331/1995 (άρθρο 16 τούτου), είναι παραδεκτή.

   Μειοψήφησαν δέκα επτά (17) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι οι Αρεοπαγίτες, Νικόλαος Κασσαβέτης, Αναστάσιος -Φιλητάς Περίδης, Δημήτριος Κιτρίδης, Ρένα Ασημακοπούλου, Σταύρος Γαβαλάς, Ελένη Παναγιωτάκη, Αντώνιος Παπαθεοδώρου, Χρήστος Αλεξόπουλος, Ειρήνη Αθανασίου, Παναγιώτης Παρτσιλίβας, Λεωνίδας Ζερβομπεάκος, Σπυρίδων Ζιάκας, Χαράλαμπος Παπαηλιού, Αθανάσιος Κουτρομάνος, Μιχαήλ Θεοχαρίδης, Ζήσης Βασιλόπουλος και Ελευθέριος Νικολόπουλος, που διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Σύμφωνα με το άρθρο 699 εδάφ. α' του ΚΠολΔ, αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Με τα επόμενα εδάφια του ίδιου άρθρου, που προστέθηκαν με το άρθρο 4Ε παρ. 4 του ν. 3388/2005, ορίζεται ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση εναντίον κάθε απόφασης η οποία εκδίδεται σε αιτήσεις λήψης, μεταρρύθμισης ή ανάκλησης των ασφαλιστικών μέτρων, υπό την διττή προϋπόθεση ότι α) κατά την κρίση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον και β) η απόφαση εκδόθηκε σε δίκη στην οποία διάδικοι είναι το Δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο δημόσιο, με την έννοια προδήλως ότι στη δίκη μετείχε ως διάδικος ένα τουλάχιστο από τα πρόσωπα αυτά και όχι ότι η δίκη έγινε μόνο μεταξύ τέτοιων προσώπων ως διαδίκων. Επίσης ορίζεται ότι οι αποφάσεις αυτές επιδίδονται υποχρεωτικά επί ποινή ακυρότητας και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ότι ως προς την προθεσμία για άσκηση αναίρεσης και ως προς τη διαδικασία της εκδίκασής της ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 522 επ. του ΚΠολΔ, ότι η απόφαση που εκδίδεται για την αναίρεση αυτή παράγει για τους διαδίκους τα αποτελέσματα τα οποία προβλέπονται από τα άρθρα 579 έως και 582 ΚΠολΔ και ότι η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκησή της, αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Προβλέπεται, δηλαδή, από τις διατάξεις αυτές η δυνατότητα άσκησης, εντός ορισμένης προθεσμίας, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, παρότι αυτός δεν υπήρξε διάδικος στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, αίτησης αναίρεσης, η οποία διαφέρει από την προβλεπόμενη από το άρθρο 557 του ΚΠολΔ αναίρεση υπέρ του νόμου. Η τελευταία, η οποία δεν αποκλείεται ούτε κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων (Ολ. ΑΠ 13/1999), δεν ασκείται εντός ορισμένης προθεσμίας και κατά κανόνα δεν παράγει αποτελέσματα για τους διαδίκους, αλλά αποβλέπει στην εξασφάλιση πάγιας και ομοιόμορφης εφαρμογής των νόμων, ανάγκη η οποία υπάρχει και όταν δημιουργούνται ζητήματα με .γενικότερο ενδιαφέρον. Αλλ' η με παραγωγή αποτελεσμάτων για τους διαδίκους αίτηση αναίρεσης, η οποία μάλιστα εμποδίζει και όσο ακόμη τρέχει η προς άσκηση αυτής προθεσμία την παραγωγή των αποτελεσμάτων της απόφασης, εισάγει ως διάδικο, στη σχετική με ιδιωτικά δικαιώματα αντιδικία, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μάλιστα σε θέση οιονεί ομοδίκου του διαδίκου ο οποίος θα ωφεληθεί από την αναίρεση της απόφασης και αντιδίκου εκείνου τον οποίο αυτή θα βλάψει. Η καθιερούμενη έτσι παρέκκλιση τόσο από τον κανόνα του αποκλεισμού των ένδικων μέσων σε αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 699 εδάφ. α' του ΚΠολΔ), όσο και από την αρχή της διάθεσης (άρθρο 106 ΚΠολΔ), παρέχει ένα πρόσθετο δικονομικό πλεονέκτημα στο διάδικο που ωφελείται από την αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Δεδομένου δε ότι στο βλαπτόμενο αντίδικό του δεν παρέχεται δικαίωμα άσκησης αίτησης αναίρεσης, ούτε ακόμη και κατά το μέρος που ηττήθηκε στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, δημιουργείται ανισότητα μεταξύ των διαδίκων, αφού μόνο ο ένας εξοπλίζεται κατ' ουσίαν με ένδικο μέσο που δεν μπορούσε να διαθέτει ο αντίδικός του και για την προάσπιση των ιδιωτικών συμφερόντων του έχει πρόσθετο συμπαραστάτη τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ακόμη, ανισότητα δημιουργεί και η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μόνο στις υποθέσεις όπου διάδικος είναι το Δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου και νομικά πρόσωπα που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Η προβλεπόμενη για την αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προϋπόθεση να δημιουργείται κατά την κρίση του ζήτημα με γενικότερο ενδιαφέρον, δε δικαιολογεί τη διάκριση, αφού γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα δεν αποκλείεται να δημιουργούνται και σε δίκες όπου διάδικοι είναι μόνο ιδιώτες. Υιοθέτηση δε της εκδοχής ότι γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, που δικαιολογεί την αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δημιουργείται, μόνο σε περίπτωση που θίγονται τα συμφέροντα του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων που προαναφέρθηκαν, θα είχε ως συνέπεια ότι ο νόμος θέλησε να παράσχει δικονομικό πλεονέκτημα μόνο στα πρόσωπα αυτά. Εξάλλου, η πρόβλεψη δυνατότητας αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με αποτελέσματα για τους διαδίκους, σημαίνει ότι ο νόμος ανήγαγε σε γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα και εκείνο που δημιουργείται από τις επιπτώσεις που έχει η προσωρινή δικαστική προστασία που παρασχέθηκε στη συγκεκριμένη ιδιωτική διαφορά, αφού για ζητήματα που σχετίζονται με τον τρόπο επίλυσης γενικότερων ζητημάτων που ενδιαφέρουν ευρύτερο κύκλο προσώπων από εκείνα που επηρεάζονται από τη συγκεκριμένη απόφαση, ή ευρύτερο κύκλο υποθέσεων, αρκεί η δυνατότητα διασφάλισης πάγιας και ομοιόμορφης εφαρμογής του νόμου που παρέχει η άσκηση αναίρεσης υπέρ του νόμου, χωρίς αποτελέσματα για τους διαδίκους.

   Συνεπώς, η παροχή δυνατότητας άσκησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με αποτελέσματα για τους διαδίκους, στη δίκη παροχής προσωρινής προστασίας ιδιωτικού δικαιώματος, παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δικονομικών όπλων μεταξύ των διαδίκων και έτσι αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και στις υπερνομοθετικής ισχύος, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, στοιχείο της οποίας αποτελεί και η ισότητα των δικονομικών όπλων (ΕΔΔΑ Borgers v. Begique απόφαση της 30ης Οκτωβρίου 1991, Dombo Becheer n. Pays - Bas απόφαση Α 274 της 27ης Οκτωβρίου 1993, Πλατάκος κατά Ελλάδος απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2001), καθώς και του άρθρου 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2467/1997. Κατ' ακολουθίαν η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως προσκρούουσα στις ανωτέρω αυξημένης ισχύος διατάξεις, έπρεπε ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη.-

   II. Η τριτοβάθμια Συνδικαλιστική Οργάνωση με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Ε.)", με το από 10-1-2007 αυτοτελές δικόγραφο, παραδεκτώς παρεμβαίνει προσθέτως το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 80, 81, 215, 663 επ και 669 παρ. 2 ΚΠολΔικ, υπέρ του αναιρεσιβλήτου, που είναι μέλος της, ζητώντας, υπό την επίκληση εννόμου συμφέροντός της, να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

   III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή τής εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό τής εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως. Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό, που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση (ΟλΑΠ 18/2006). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), "είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Από τις διατάξεις αυτές, πρωτοποριακές για την εποχή τους, με τις οποίες από τότε επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται, ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως. Επακολούθησε ο ν. 2190/1994, το άρθρο 21 του οποίου ορίζει τα ακόλουθα: "Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων" (παρ. 1). "Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικά χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες" (παρ. 2). Στη συνέχεια, στις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζόμενη διάρκεια απασχόλησης άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ' άρθρο 259 Π.Κ. Σύμφωνα δε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ίδιου ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2527/1997, στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του αρθρ. 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, ανάμεσα στους οποίους (φορείς) περιλαμβάνονται και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ. 2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α' 85/18-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Έτσι, με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίες κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παρ/φων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Κατά τη γνώμη που επικράτησε, όπως προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει τη συνέχιση μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία αρχικώς προσλαμβάνονταν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και ορισμένου χρόνου, για την κάλυψη, τυπικά, πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος αλλά και της κοινής νομοθεσίας (άρθρα 56 έως 82 του π.δ. 410/1988), στη συνέχεια διαπιστώνονταν ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες και διαρκείς και τελικά, για την κάλυψη των εν λόγω αναγκών, "τακτοποιούνταν" το κατά τον πιο πάνω τρόπο προσλαμβανόμενο προσωπικό, είτε με το διορισμό του ως μόνιμου δημοσιοϋπαλληλικού, είτε με τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, κατ' αποκλεισμό άλλων ενδιαφερομένων που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις, βάσει των πάγιων διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας (βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεως της Βουλής ΡΜΔ/21-3-2001, σελ. 731, 744, 754, 755 και ΡΜΕ/21-3-2001 σελ 768, 771, 772, 782). Έτσι μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Για να αποτρέψει λοιπόν τη συνέχιση της πιο πάνω πρακτικής, ο αναθεωρητικός νομοθέτης πρόσθεσε την προμνημονευόμενη διάταξη του εδαφ. γ' της παρ/φου 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Δεδομένου, όμως, ότι διαδικασίες "τακτοποίησης" προσωπικού με τον πιο πάνω τρόπο ήταν ακόμα εκκρεμείς κατά το χρόνο της αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 17 του ν. 2839/2000 που ακολούθησε την πρακτική ρυθμίσεων προγενέστερων διατάξεων) και προκειμένου οι διαδικασίες αυτές να ολοκληρωθούν και χωρίς να προσκρούουν οι σχετικές για την τακτοποίηση διατάξεις του κοινού νομοθέτη σε οψιγενή "αντισυνταγματικότητα", ο αναθεωρητικός νομοθέτης πρόσθεσε στο άρθρο 118 του Συντάγματος την παρ/φο 7, κατά την οποία "νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών". Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης, βάσει των πιο πάνω διατάξεων, ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν έχει. Δηλαδή ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική μεταρρύθμιση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου. Επομένως, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, σε κάθε περίπτωση, στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920. Εξάλλου, επίσης, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, από τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ. 3 και ήδη 249 παρ. 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος-μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται κατ' ανάγκην, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος-μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής. Η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων. Δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις. Είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξεως του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (Ολ. ΑΠ 23/1998). Περαιτέρω, στις 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως τις 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως τις 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή/ και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/ και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη-μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/ και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας, που είναι η αποτροπή τής κατάχρησης να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αόριστου χρόνου. Τα κράτη μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ' όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό ("όταν χρειάζεται").

   Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων εις βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου που, ως οικονομικά ασθενέστερος, συχνά υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στη σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντί της συνάψεως συμβάσεως αορίστου χρόνου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την υπ' αριθμ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Αλλά και το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C - 212/04 της 4ης Ιουλίου 2006 διαλαμβάνει στη σκέψη 91 της αποφάσεώς του, ότι "η συμφωνία - πλαίσιο δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση των κρατών - μελών να προβλέπουν τη μετατροπή σε συμβάσεις αόριστου χρόνου των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως και δεν προβλέπει τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να γίνεται χρήση των τελευταίων αυτών συμβάσεων". Περαιτέρω στην 94η σκέψη του δέχεται, ότι "όταν το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις στην περίπτωση που θα διαπιστωνόταν μ' όλα ταύτα καταχρήσεις, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να λάβουν πρόσφορα μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά, για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογή της συμφωνίας - πλαισίου". Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα π.δ/τα 81/2003 και 164/2004, το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και η ισχύς των οποίων άρχισε αντίστοιχα από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004). Ορίζει δε το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού π.δ/τος τα εξής: "1 . Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του Ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης... 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου". Ως κύρωση, για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου π.δ/τος η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στην εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό "το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του", ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις του π.δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν, κατά τα προαναφερόμενα, από τις 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από 10-7-2002, που έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Προστέθηκαν, λοιπόν, στο εν λόγω π.δ/γμα, ως μεταβατικές, οι διατάξεις του άρθρου 11, που ορίζουν τα εξής: "Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση...." (άρθρ 11 παρ. 1α). Η επιλογή από την ελληνική πολιτεία, με το π.δ. 164/2004, των άνω μέτρων, για την επίτευξη του στόχου της ρήτρας 5 της επίμαχης Οδηγίας έγινε, αφού έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία αυτή, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι μεταξύ άλλων, και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογούν διάφορη ρύθμιση από τον ιδιωτικό τομέα, αφού υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, εξού και η θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος.

   Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες πιο πάνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων σε αόριστης διάρκειας δεν μπορεί να γίνει. Ενόψει, λοιπόν, αφενός των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της, κατά τα προεκτιθέμενα, προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του ν. 2112/1920, κατά τη γνώμη πάντοτε της πλειοψηφίας, ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος του π.δ. 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος του π.δ/τος αυτού.

   IV. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Ο αιτών προσλήφθηκε στις 20-8-2003 ως τεχνολόγος Γεωπονίας και απασχολήθηκε στο έργο εκτιμήσεων ζημιών από διάφορα ζημιογόνα αίτια καθώς και στον διοικητικό έλεγχο αιτήσεων για χορήγηση οικονομικών ενισχύσεων, από τον καθ' ου Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημοσίου τομέα, εποπτευόμενο από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Ο αιτών εργάζεται με τις παρακάτω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: 1) Από 20-8-2003 μέχρι 20-4-2004, 2) από 9-7-2004 μέχρι 9-3-2005. 3) Από 3-6-2005 μέχρι 3-2-2006 και 4) από 23-2-2006 μέχρι 23-10-2006. Η εργασία του κάλυπτε διαρκείς τακτικές και πάγιες ανάγκες του καθ' ου, το οποίο καθόριζε τον τόπο, χρόνο και τρόπο της απασχόλησής του με μισθό αντίστοιχο των δημοσίων, ομοίων με τις προϋποθέσεις του, υπαλλήλων. Οι υπηρεσίες μάλιστα που ο αιτών προσέφερε στον καθ' ου κρίνονται από τους ίδιους τους προϊσταμένους του απαραίτητες για τη λειτουργία του, προφανώς στον τομέα για τον οποίο προσελήφθη, γεγονός που καταδεικνύει ότι αυτές ανταποκρίνονταν σε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του. Εν όψει τούτου, σφόδρα πιθανολογείται ότι η σύναψη των διαδοχικών πολλαπλών συμβάσεων ήταν από την πλευρά του καθ' ου και σε σχέση με τις παρεχόμενες από τον αιτούντα υπηρεσίες σε πάγιες και τακτικές ανάγκες του καταχρηστική και άνιση για τον τελευταίο, ο οποίος με τον τρόπο αυτό διακρινόταν έναντί των λοιπών συναδέλφων του οι οποίοι προσλήφθηκαν με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Το γεγονός ότι οι συμβάσεις χαρακτηρίζονται ορισμένου χρόνου δεν συνιστά αντικειμενικό λόγο, ώστε και "εν τοις πράγμασι" να είναι τέτοιες, εφόσον δεν συντρέχουν ουσιαστικές προϋποθέσεις, δηλαδή να μην καλύπτουν διαρκείς ανάγκες του εργοδότη καθ' ου. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι ο καθ' ου έπαυσε να δέχεται τις υπηρεσίες του αιτούντος, επικαλούμενος τη λήξη της τελευταίας σύμβασής του στις 6-2-2006, δηλονότι λόγω παρόδου του συμβατικού χρόνου. Η συμπεριφορά του όμως αυτή πιθανολογείται καταχρηστική κατ' ουσίαν, αφού οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας που συνάπτονταν μεταξύ τους, υπέκρυπταν σύμβαση αόριστου χρόνου η οποία με τον τρόπο αυτό καταγγέλθηκε προσωρινά και χωρίς τη νόμιμη αποζημίωση. Ο καθ' ου αρνούμενος να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερόμενη απ' αυτόν υπηρεσία κατέστη υπερήμερος και για το λόγο αυτόν οφείλει να αποδέχεται στο μέλλον προσωρινά τις υπηρεσίες του". Ακολούθως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές, το Μονομελές Πρωτοδικείο υποχρέωσε τον καθού Οργανισμό να αποδέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες του αναιρεσιβλήτου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την κύρια αγωγή του. Το Μονομελές Πρωτοδικείο, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο περιεχόμενο της απόφασής του, κατέληξε στην παραπάνω κρίση του, δεχόμενο ότι οι διαδοχικές συμβάσεις που συνήψε ο αναιρεσίβλητος με τον καθού κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του και ότι ο χαρακτηρισμός των συμβάσεων αυτών ως ορισμένου χρόνου έγιναν από το καθού αδικαιολόγητα για να καταστρατηγηθούν τα δικαιώματα του αιτούντος από έγκυρη σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου. Όμως, οι συμβάσεις αυτές συνήφθησαν ως ορισμένου χρόνου κατ' επιταγή των προαναφερόμενων διατάξεων του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, βάσει των οποίων απαγορεύεται η μετατροπή τους σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Επομένως, το Πρωτοδικείο με την παραπάνω κρίση του, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν ήταν εφαρμοστέες, και των άρθρων 103 παρ. 2, 7 και 8 του Συντάγματος, 21 του ν. 2190/1994 και 5 και 11 του π. 160/2004, τις οποίες δεν εφάρμοσε αλλά ήταν εφαρμοστέες. Έτσι, ο πρώτος από το άρθρο 559 παρ. 1 ΚΠολΔικ λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται οι προαναφερόμενες αναιρετικές πλημμέλειες, είναι βάσιμος.

    Μειοψήφησαν είκοσι δύο (22) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι οι Αρεοπαγίτες, Νικόλαος Κασσαβέτης, Αναστάσιος - Φιλητάς Περίδης, Ανδρέας Μαρκάκης, Δημήτριος Κιτρίδης, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Πλαστήρας Αναστασάκης, Σταύρος Γαβαλάς, Ελένη Παναγιωτάκη, Αντώνιος Παπαθεοδώρου, Μάριος-Φώτιος Χατζηπανταζής, Γεώργιος Πετράκης, Χρήστος Αλεξόπουλος, Ιωάννης Ιωαννίδης, Λεωνίδας Ζερβομπεάκος, Σπυρίδων Ζιάκας, Χαράλαμπος Ζώης, Χαράλαμπος Παπαηλιού, Αθανάσιος Κουτρομάνος, Μιχαήλ Θεοχαρίδης, Ζήσης Βασιλόπουλος και Βασίλειος Κουρκάκης, που διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Με την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ε.Ε. στις 28-6-1999, επιδιώχθηκε η υλοποίηση της συμφωνίας -πλαισίου, για την εργασία ορισμένου χρόνου, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CEEP. Οι ρυθμίσεις της αναφέρονται σε όλους τους εργαζομένους με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξάρτητα αν απασχολούνται στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, κατά τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους. Αποσκοπεί αφενός στη διασφάλιση της αρχής της μη διάκρισης, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, έναντι των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας αόριστου χρόνου και αφετέρου στην καθιέρωση ενός ελάχιστου αναγκαίου ρυθμιστικού πλαισίου για την αποφυγή κατάχρησης που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη συμφωνία πλαίσιο που έχει ενσωματώσει η εν λόγω οδηγία, το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνο σε ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (απόφαση ΔΕΚ C - 212 Κ. Αδενέλερ, σκέψεις 61, 62 και 63). Όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την παράγραφο 1 της ρήτρας 5 της ενσωματωμένης στην οδηγία συμφωνίας - πλαισίου, αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες ειδικών τομέων ή κατηγοριών εργαζομένων, λαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα, θεσπίζοντας κανόνες που καθορίζουν: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 της ρήτρας 5, ο εθνικός νομοθέτης μπορεί να καθορίζει, όταν χρειάζεται, υπό ποίες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται "διαδοχικές", β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αόριστου χρόνου. Η προθεσμία για την ενσωμάτωση της οδηγίας αυτής στην ελληνική έννομη τάξη έληξε, μετά από παράταση, κατά το άρθρο 2 εδάφιο δεύτερο αυτής, στις 10 Ιουλίου 2002. Η μεταφορά της στην ελληνική έννομη τάξη έγινε εκπρόθεσμα, αναφορικά με τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, στις 2-4-2003, με το ΠΔ 81/2003 και ως προς τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα στις 19-7-2004, με το ΠΔ 164/2004. Ωστόσο, στην ελληνική έννομη τάξη, όχι μόνο πριν από τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας, αλλά και πριν από την ημερομηνία που έπρεπε να μεταφερθεί, η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων με την καταχρηστική επιλογή της σύμβασης ορισμένου χρόνου, αντί αόριστου χρόνου που αντικειμενικά δικαιολογείται, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος. Οι διατάξεις αυτές, που εφαρμόζονται για όλους τους εργαζομένους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν απασχολούνται στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα και καθιερώνουν "ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο", του εθνικού μας δικαίου, για την αποτροπή και αντιμετώπιση καταχρήσεων, κατά την έννοια της ρήτρας - πλαισίου που ενσωματώθηκε στην εν λόγω οδηγία, παρέχουν προστασία στους εργαζομένους από τις καταχρήσεις του είδους που προαναφέρθηκαν, με το να καθιερώνουν την αρχή ότι ο χαρακτηρισμός που έδωσαν στη σύμβαση οι συμβαλλόμενοι δεν είναι δεσμευτικός, αλλά ο ορθός χαρακτηρισμός της σύμβασης εργασίας, ως σύμβασης ορισμένου ή αόριστου χρόνου, δίδεται από το δικαστήριο από τη φύση της συγκεκριμένης σύμβασης. Μάλιστα, η προστασία αυτή είναι πληρέστερη εκείνης της οδηγίας, αφού κατά την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του εθνικού δικαίου έχει παγιωθεί η ερμηνεία ότι μπορεί η σύμβαση να θεωρηθεί αόριστου χρόνου, έστω και αν μια μόνο σύμβαση που προσχηματικά ονομάσθηκε ορισμένου χρόνου καταρτίσθηκε. Εξάλλου, η ανωτέρω οδηγία, η οποία δεν προβλέπει αμέσου εφαρμογής ειδικές κυρώσεις σε περιπτώσεις καταχρήσεων του είδους που προαναφέρθηκαν, αφήνει στις εθνικές αρχές τη λήψη των πρόσφορων μέτρων για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, τα οποία πρέπει να είναι όχι μόνο αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν κατ' εφαρμογή της συμφωνίας - πλαισίου. Εντούτοις, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς το σκοπό αυτό για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας. Επίσης, δεν επιτρέπεται να εφαρμόσουν εθνική νομοθεσία η οποία αντίκειται προς τους σκοπούς της οδηγίας (ΔΕΚ υπόθεση C - 212 Κ. Αδενέλερ σκέψεις 108, 124 και αποφάνσεις 1, 3 και 4).

   Συνεπώς, η σύμφωνη προς την ανωτέρω οδηγία ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, οδηγεί στο ερμηνευτικό πόρισμα, ότι για τις συμβάσεις που ήταν ενεργές την 10-7-2002 ή καταρτίστηκαν μετά από την ημερομηνία αυτή έως τουλάχιστο την 19-7-2004, ημέρα της έναρξης ισχύος του Π.Δ. 164/2004, δεν αποκλείεται να θεωρηθεί ως αόριστου χρόνου μια σύμβαση εργασίας, η οποία χαρακτηρίσθηκε από τα μέρη ως σύμβαση ορισμένου χρόνου, εάν ο καθορισμός ορισμένης διάρκειας αυτής δε δικαιολογείται από τη φύση της εργασίας, έστω και αν η σύναψή της για ορισμένη μόνο διάρκεια προβλέπεται από το νόμο, οπότε, όπως είχε νομολογηθεί πριν από την υποχρέωση μεταφοράς της οδηγίας, δεν επιτρεπόταν τέτοιος αναχαρακτηρισμός της (Ολ. ΑΠ 1807/1986). Δεν αποκλείει επομένως, από την 10-7-2002, τον ορθό από το δικαστήριο χαρακτηρισμό ως σύμβασης αόριστου χρόνου, της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο, και τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, η διάταξη του άρθρου 21 παραγρ. 2 εδάφιο τελευταίο του ν. 2194/1994, που ορίζει ότι είναι άκυρη η μετατροπή σε σύμβαση αόριστου χρόνου. Η συμφωνία - πλαίσιο, η οποία επιβάλλει την τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας, σε σχέση με τα μέτρα που αφορούν τους εργαζομένους τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, καθώς και της αποτελεσματικότητας, εμποδίζει την εφαρμογή της διάταξης αυτής, κατά το μέρος που αυτή απαγορεύει απολύτως τέτοια "μετατροπή" των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας που έγιναν προς κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, μόνο στο δημόσιο τομέα, χωρίς μάλιστα να υφίσταται άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και προστασίας του εργαζομένου από αυτές (ΔΕΚ υπόθεση C - 212/04 Κ. Αδενέλερ σκέψεις 95, 99 και 105, αποφάνσεις 2 και 3). Τέτοιο δε προστατευτικό για τους εργαζόμενους μέτρο, δεν είναι μόνη η πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων κατά των, παραβατών των διατάξεων του εν λόγω άρθρου, προϊσταμένων των υπηρεσιών. Με ερμηνεία, συνεπώς, σύμφωνη προς τους σκοπούς της ανωτέρω οδηγίας, η απαγόρευση της μετατροπής που προβλέπει το άρθρο 21 του ν. 2190/1994, πρέπει να νοηθεί ότι αναφέρεται σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου που πράγματι καταρτίσθηκαν για την εξυπηρέτηση απρόβλεπτων και επειγουσών ή εποχιακών αναγκών και δεν αφορά και τις συμβάσεις που συμφωνήθηκαν ορισμένου χρόνου, χωρίς να υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι που να δικαιολογούν την ορισμένη διάρκειά τους, αλλά καταρτίσθηκαν για την εξυπηρέτηση πράγματι πάγιων και διαρκών αναγκών. Περαιτέρω, εμπόδιο για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις του ΑΚ και του Συντάγματος που προαναφέρθηκαν, δεν αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 αυτού α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από το δημόσιο, τα ν.π.δ.δ., τους Ο.Τ.Α. και από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε μη νομοθετημένες θέσεις για την κάλυψη απρόβλεπτων, πρόσκαιρων ή επειγουσών αναγκών, αλλά και η πρόσληψη με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αόριστου χρόνου για την πλήρωση νομοθετημένων οργανικών θέσεων, β) απαγορεύεται η μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, η απαγόρευση όμως αυτή αναφέρεται σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου που έγιναν πράγματι για την κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, οπότε μόνο επιτρέπεται και η σύναψη σύμβασης ορισμένου χρόνου και δεν αναφέρεται και σε συμβάσεις που έγιναν για την απασχόληση σε μη νομοθετημένες οργανικές θέσεις, για την κάλυψη όχι τέτοιων αναγκών, αλλά πάγιων και διαρκών αναγκών, οπότε η σύναψή τους για ορισμένη χρονική διάρκεια έγινε προς καταστρατήγηση των διατάξεων που ορίζουν πότε επιτρέπονται οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, γ) στην περίπτωση πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων ή επειγουσών αναγκών, πλην για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, εξ αντιδιαστολής δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές και οι νόμοι που εκδόθηκαν κατ' επιταγή αυτών, αλλά οι διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Επομένως, από την απαγόρευση "μετατροπής" των συμβάσεων ορισμένου σε αόριστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι "μετατροπή", αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ (. ΑΠ 18/2006). Ο ορθός χαρακτηρισμός της σχέσης, ως αόριστου χρόνου, εξάλλου, προκειμένου να αποκλεισθεί η εφαρμογή διατάξεων που έρχονται σε αντίθεση προς τους σκοπούς της ανωτέρω οδηγίας, δεν προσκρούει στη συνταγματική επιταγή της πρόσληψης στο δημόσιο τομέα με σύμβαση αόριστου χρόνου μόνο σε οργανικές θέσεις, καθώς και με διαγωνισμό ή επιλογή, υπό τους όρους του νόμου, εφόσον η οδηγία αναφέρεται όχι μόνο σε συμβάσεις εργασίας που καταρτίσθηκαν εγκύρως, αλλά και σε σχέσεις εργασίας, στις πραγματικές δηλαδή εργασιακές σχέσεις που υπάρχουν, έστω και αν δεν έχει συναφθεί έγκυρη σύμβαση εργασίας, ως προς τις οποίες επίσης είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920. Με ερμηνεία δε σύμφωνη με την εν λόγω οδηγία, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι εφαρμοστέες, ως προς το δημόσιο τους Ο.Τ.Α. και τα άλλα ν.π.δ.δ., και οι διατάξεις των άρθρων 46 περ. δ' και 53 του Π.Δ. 410/1988, που επιβάλλουν την ύπαρξη σπουδαίου λόγου για τη λύση της υπαλληλικής σχέσης με καταγγελία της σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου. Τέλος, τον ορθό χαρακτηρισμό της σχέσης εργασίας ως αόριστου χρόνου και σε περιπτώσεις που καταρτίστηκε σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς αυτή να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, προϋποθέτει ως μη αποκλειόμενο από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και το Π.Δ. 164/2004, με το οποίο ενσωματώθηκε η ανωτέρω οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη. Οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του εν λόγω Π.Δ/τος ορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, που σχετίζονται με την εξυπηρέτηση πάγιων και διαρκών αναγκών, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του και είναι ενεργές κατ' αυτήν ή κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν από αυτήν, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου και έτσι αναγνωρίζουν τον αληθινό χαρακτήρα των σχετικών συμβάσεων και δεν μετατρέπουν αυτές από ορισμένου σε αόριστου χρόνου, αφού τέτοια μετατροπή θα ήταν συνταγματικά ανεπίτρεπτη. Ωστόσο, συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που ήταν ενεργές ή καταρτίσθηκαν πριν από την ισχύ του εν λόγω Π.Δ/τος, μετά δε την 10-7-2002, ημέρα έως την οποία έπρεπε να ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η εν λόγω οδηγία, καταλαμβάνονταν ήδη από τις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, δεν είναι δε επιτρεπτή, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, η χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων και συνεπώς εξακολουθούν αυτές να διέπονται από το ευνοϊκότερο καθεστώς των εν λόγω διατάξεων και να μη περιορίζεται η αναγνώριση της σχέσης ως αόριστου χρόνου μόνο για το μετά την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004 χρονικό διάστημα, ούτε να εξαρτάται ο χαρακτηρισμός αυτός από προϋποθέσεις που δεν προβλεπόταν πριν από αυτήν. Η πρόβλεψη, εξάλλου, ότι μεσολαβεί για την αναγνώριση της σχέσης ως αόριστου χρόνου διοικητική διαδικασία, δεν μπορεί να αποκλείσει στα δικαστήρια, κατά την άσκηση του υπαγορευόμενου από το Σύνταγμα δικαιοδοτικού τους έργου, την έρευνα της ύπαρξης των προϋποθέσεων που προσδίδουν στη σχετική σύμβαση ή σχέση το χαρακτήρα σύμβασης ή σχέσης εργασίας αόριστου χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο έκρινε ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας του αναιρεσιβλήτου εργαζομένου, οι οποίες ήταν ενεργές στις 10-7-2002 ή εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα από την 10-7-2002 (ημέρα που έπρεπε να ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου) έως τις 19-7-2004 (ημέρα της έναρξης ισχύος του Π.Δ. 164/2004), συνιστούν συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, διότι καλύπτουν, όπως ανελέγκτως δέχθηκε, πάγιες και διαρκείς ανάγκες και όχι πρόσκαιρες, απρόβλεπτες ή κατεπείγουσες, όπως προσχηματικά αυτές χαρακτηρίσθηκαν κατά την κατάρτισή τους, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2, 7 και 8 του Συντάγματος, 21 του ν. 2190/1994, 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και 11 του Π. Δ. 164/2004. Επομένως έπρεπε ν' απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προβάλλει αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο παραβίασε τις εν λόγω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις.

   VI. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρ. 669 εδ. ε, που προστέθηκε με το άρθρο 4Ε παρ. 4 του ν. 3388/2005 και 580 παρ. 3 ΚΠολΔικ).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί την 4251/2391/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων).

   Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2007. Και

   Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2007.