ΑΠ Ολ. 17/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Αποζημίωση απαλλοτρίωσης - Καθορισμός μεγαλύτερης οριστικής αποζημίωσης - Παραγραφή - Προθεσμία - Προστασία ιδιοκτησίας - Συνταγματικότητα ρύθμισης - Αναίρεση για έλλειψη αιτιολογιών-.

 

Για απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί μετά την 1-2-1971 και η συντέλεση έλαβε χώρα πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 2882/2001, η προθεσμία για την άσκηση της αξίωσης για τον καθορισμό μεγαλύτερης οριστικής αποζημίωσης εκείνου που δεν έλαβε μέρος, ούτε κλήθηκε στη δίκη για τον καθορισμό της αποζημίωσης, είναι πενταετής και αρχίζει από 7-5-2001 και στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι έχει λάβει γνώση, είναι εξάμηνη και αρχίζει πάλι από 7-5-2001, εκτός αν η γνώση ανάγεται σε χρόνο μετά τη χρονολογία αυτή, οπότε αρχίζει από της γνώσεως. Η θεσπισθείσα βραχυχρόνια παραγραφή του εξαμήνου, με αφετηρία αναγκαίως τη γνώση του ενδιαφερομένου, επιβλήθηκε από λόγους δημοσίου συμφέροντος, που επιβάλλει την άρση της αβεβαιότητας και την εντός ευλόγου χρόνου εκκαθάριση των δημιουργούμενων από την αναγκαστική απαλλοτρίωση σχέσεων. Ο σκοπός αυτός δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος που προστατεύει την ιδιοκτησία, ούτε του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία, ούτε του άρθρου 6 παρ. 1 της ίδιας Σύμβασης, που διασφαλίζει το δικαίωμα στην πρόσβαση και απονομή της δικαιοσύνης. Αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη δε ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 17/2006

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά, Στέφανο Γαβρά - Εισηγητή, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Γεώργιο Βούλγαρη,  Δημήτριο Λοβέρδο,  Γεώργιο Χλαμπουτάκη,  Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ανδρέα Μαρκάκη, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου,  Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα,  Μιχαήλ Δέτση, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Ελένη Παναγιωτάκη, Αιμιλία Λίτινα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή και Γεώργιο Πετράκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Απριλίου 2006 με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

   Της αναιρεσείουσας: Β. συζ. Γ. Μ., το γένος Δ. και Α. Η., κατοίκου Ασπροπύργου Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της  Αλέξανδρο Κανδαράκη.

   Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Αλέξανδρο Ροϊλό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5 Απριλίου 2004 αίτηση προσδιορισμού οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών.  Εκδόθηκε η 488/2005 οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 1 Δεκεμβρίου 2005 αίτησή της, την οποία εισήγαγαν προς συζήτηση στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με το υπ’ αριθμ. 286/16-12-2005 κοινό πρακτικό ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γιατί με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος.

   Κατά τη συζήτηση της  υπόθεσης  αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όλοι, όπως σημειώνεται παραπάνω.

   Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Στέφανος Γαβράς ανέγνωσε το από 23 Μαρτίου 2006 ενημερωτικό σημείωμά του, με το οποίο εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της ως άνω κρινόμενης αναίρεσης και ν΄αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 488/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς του, που αναφέρονται στις προτάσεις του και ζήτησε την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την παραδοχή του πρώτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως βάσιμου, κατά την αιτίασή του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ενώ κατά την αιτίασή του από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου πρότεινε την απόρριψή του, ως απαράδεκτου, όπως επίσης και την απόρριψη του δεύτερου λόγου της αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμου.

   Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον πιο πάνω πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος αναφέρθηκε σε αυτά που προηγούμενα είχε αναπτύξει.

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Ι.- Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του ν. 2882/2001 (κώδικας αναγκαστικών απαλλοτριώσεων), η οποία είναι όμοια με την καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ν.δ. 797/1971, η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στο δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης που προσδιορίσθηκε προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόμο ή με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά το επόμενο άρθρο 8. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 εδάφιο δεύτερο του ιδίου νόμου, όποιος δεν κλητεύθηκε ούτε έλαβε μέρος στη δίκη για τον καθορισμό της αποζημίωσης δικαιούται να ασκήσει με αίτηση την αξίωσή του για καθορισμό μεγαλύτερης οριστικής αποζημίωσης, κατά το άρθρο 21 του παρόντος νόμου, μέσα σε πέντε έτη από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και, σε περίπτωση που αποδεδειγμένα έλαβε γνώση, μέσα σε έξι μήνες από τότε που αυτός έλαβε γνώση. Τέλος, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του ιδίου νόμου, οι διατάξεις περί παραγραφής και προθεσμιών του παρόντος εφαρμόζονται και επί απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής, εφόσον οι σχετικές αξιώσεις έχουν γεννηθεί, αλλά δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος αυτού. Εάν ο χρόνος της παραγραφής και των προθεσμιών που ορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος είναι βραχύτερος εκείνου που ορίζεται από τις παλαιές διατάξεις, τότε από την έναρξη ισχύος του παρόντος ισχύει ο βραχύτερος και αρχίζει απ’ αυτήν. Εάν ο χρόνος της παραγραφής και των προθεσμιών με βάση τις παλαιές διατάξεις συμπληρώνεται νωρίτερα από το βραχύτερο χρόνο που ορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος, η παραγραφή ή προθεσμία συμπληρώνεται με την πάροδο του χρόνου που ορίζεται από τις παλαιές διατάξεις. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι οι περί παραγραφής και προθεσμιών διατάξεις  του ν. 2882/2001, ενόψει του ότι από τον προϊσχύσαντα ν.  797/1971 δεν προβλεπόταν προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως για τον καθορισμό της οριστικής αποζημίωσης, εφαρμόζονται και για τις απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί από 1-2-1971 και εφεξής, ο δε χρόνος έναρξης είναι εκείνος που ορίζεται από τις νέες διατάξεις και στην προκειμένη περίπτωση, που δεν προβλεπόταν τέτοια προθεσμία και επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για βραχύτερο ή μακρύτερο χρόνο, από της ισχύος του ν. 2882/2001, δηλαδή από 7-5-2001. Για του ίδιους λόγους ο βραχύτερος χρόνος των έξι μηνών από της γνώσεως αρχίζει και αυτός από της ισχύος του ν. 2882/2001, ενώ η γνώση αναφέρεται στον καθορισμό της αποζημίωσης και όχι στη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, αφού η τελευταία θεωρείται ότι έχει γίνει με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της γνωστοποίησης της καταθέσεως της αποζημιώσεως. Σύμφωνα με αυτά, για απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί μετά την 1-2-1971 και η συντέλεση έλαβε χώρα πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 2882/2001, η προθεσμία για την άσκηση της αξίωσης για τον καθορισμό μεγαλύτερης οριστικής αποζημίωσης εκείνου που δεν έλαβε μέρος ούτε κλήθηκε στη δίκη για τον καθορισμό της αποζημίωσης είναι πενταετής και αρχίζει από 7-5-2001 και στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι έχει λάβει γνώση, είναι εξάμηνη και αρχίζει πάλι από 7-5-2001, εκτός αν η γνώση ανάγεται σε χρόνο μετά τη χρονολογία αυτή, οπότε αρχίζει από της γνώσεως. Τέλος, από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 εδάφιο δεύτερο του ν. 2882/2001 προκύπτει, ότι η θεσπισθείσα βραχυχρόνια παραγραφή τους εξαμήνου, με αφετηρία αναγκαίως τη γνώση του ενδιαφερομένου, επιβλήθηκε από λόγους δημοσίου συμφέροντος, που επιβάλλει την άρση της αβεβαιότητας και την εντός ευλόγου χρόνου εκκαθάριση των δημιουργούμενων από την αναγκαστική απαλλοτρίωση σχέσεων. Ο σκοπός αυτός δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων, 17 του Συντάγματος που προστατεύει την ιδιοκτησία, ούτε του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία, ούτε του άρθρου 6 παρ. 1 της ίδιας Σύμβασης, που διασφαλίζει το δικαίωμα στην πρόσβαση και απονομή της δικαιοσύνης. Επομένως, το Εφετείο που εφήρμοσε την ως άνω διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 εδ. β’ του ν. 2882/2001, προκειμένου να κρίνει το παραδεκτό της ενώπιον αυτού ασκηθείσας  από 5-4-2004  αιτήσεως  της αναιρεσείουσας για  καθορισμό μεγαλύτερης  οριστικής  αποζημίωσης των εδαφικών τμημάτων  του  αναφερόμενου  ακινήτου  της, που   απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά για δημόσια  ωφέλεια με τις αριθ. 1092144/7426/Δ001/1-2-1991 και 1141050/9093/0010/10-1-1996 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕΧΩΔΕ, δεν παραβίασε τις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια εκ του ότι το Εφετείο δεν κήρυξε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 2882/2001 αντισυνταγματική.

   ΙΙ.- Επειδή, κατά τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη δε ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ολ. ΑΠ 26/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων και δή της κατάθεσης της ενόρκως εξετασθείσας μάρτυρα και όλων των εγγράφων που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, δέχθηκε τα ακόλουθα: Δυνάμει των αριθ. 1092144/7426/Δ001/1-2-1991 και 1141050/9093/0010/10-1-1996 κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕΧΩΔΕ απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά για δημόσια ωφέλεια και συγκεκριμένα για τη διάνοιξη με την πρώτη και τη διεύρυνση με τη δεύτερη της εθνικής οδού Σταυρού-Ελευσίνας στην περιοχή Ασπροπύργου οι αναφερόμενες σε αυτές εδαφικές εκτάσεις, μεταξύ των οποίων και τμήματα 2390 τ.μ. και 194 τ.μ. αντίστοιχα από την ιδιοκτησία της αιτούσας. Αυτή φέρει τον αριθ. 27 και απεικονίζεται στα από Νοεμβρίου 1988 κτηματολογικά διαγράμματα και πίνακες του τοπογράφου μηχανικού Ε. Λ. και θεωρήθηκαν νόμιμα στις 24-4-1990 από τον προϊστάμενο της διεύθυνσης απαλλοτριώσεων και τοπογραφήσεων του ΠΕΧΩΔΕ Κ. Δ.. Επί των απαλλοτριώσεων αυτών εκδόθηκαν οι 11300/1995 και 688/1997 αποφάσεις του Εφετείου και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αντίστοιχα, οι οποίες προσδιόρισαν οριστική και προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης. Διάδικος, ως δικαιούχος των άνω απαλλοτριωθέντων τμημάτων, εφέρετο στις δίκες, στις οποίες εκδόθηκαν οι άνω αποφάσεις, ο σύζυγος της αιτούσας Γεώργιος Μυλωνάς, ο οποίος ενώπιον του Εφετείου δεν εμφανίσθηκε, αν και κλητεύθηκε, ενώ ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου έλαβε μέρος και εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Φ. Μουζάκα - Πίνη. Η αιτούσα, σύζυγος του φερόμενου ως δικαιούχου στους κτηματολογικούς πίνακες της αριθ. 27 ιδιοκτησίας, έλαβε γνώση των αποφάσεων αυτών και του καθορισμού της οριστικής και προσωρινής μονάδας αποζημίωσης από της επιδόσεώς τους. Ενόψει δε του ότι από τότε μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, η οποία κατατέθηκε στις 14-4-2004 και επιδόθηκε στον καθ’ ού στις 20-4-2004, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, η αίτηση ασκήθηκε εκπρόθεσμα και για το λόγο αυτό είναι απαράδεκτη. Υπό τα περιστατικά όμως αυτά, το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες στο ζήτημα της «αποδεδειγμένης» γνώσης της αναιρεσείουσας για τον καθορισμό της αποζημίωσης των απαλλοτριωθέντων εδαφικών τμημάτων του ακινήτου της, το οποίο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δοθέντος ότι αφορά την κατ’ άρθρο 9 παρ. 4 εδ. β’ του ν. 2882/2001 εμπρόθεσμη ή μη άσκηση της κρινόμενης αίτησής της και εντεύθεν το παραδεκτό ή μη αυτής. Και τούτο, διότι δεν προσδιορίζεται στην απόφαση αν οι μνημονευόμενες σ’ αυτήν 11300/95 και 668/97 αποφάσεις επιδόθηκαν στην ίδια την αιτούσα και πότε, ώστε από το συγκεκριμένο χρόνο επίδοσής τους να υπολογισθεί η έναρξη της οριζόμενης εξάμηνης προθεσμίας ασκήσεως της σχετικής αίτησης, ή αν αυτές επιδόθηκαν στο σύζυγό της και πότε και αυτή έλαβε έκτοτε αποδεδειγμένα γνώση τούτων και πότε, ώστε να υπολογισθεί αναλόγως από τότε η έναρξη της εν λόγω εξάμηνης προθεσμίας. Εντεύθεν αποβαίνει ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξης, την οποία το Εφετείο παραβίασε όχι ευθέως, αλλ’ εκ πλαγίου, στερώντας έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης κατά την αιτίασή του από τον αριθ. 19 του άρθρου  559 ΚΠολΔ,  να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, και να καταδικασθεί το αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας (άρθρο 18 παρ. 4 εδ. γ΄ του ν. 2882/2001).

   Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους της Ολομέλειας, του Αρεοπαγίτη Χρύσανθου Παπούλια, η αιτιολογία της απόφασης δεν είναι κατά τούτο (δηλαδή κατά την «αποδεδειγμένη γνώση») ελλιπής, αφού αναφέρεται σ΄ αυτή ότι η αιτούσα έλαβε γνώση την αποφάσεων για τον καθορισμό της αποζημίωσης (προσωρινής και οριστικής), με την επίδοσή τους και από ταύτην), δεν ήταν δε αναγκαίο να διαληφθεί (στην αιτιολογία) αναφορά και για τον τρόπο της επίδοσης (στην ίδια προσωπικά ή σε σύνοικο ή με θυροκόλληση)  και στην ίδια εναπόκειτο να επικαλεσθεί με την αίτηση (και όχι βέβαια το πρώτο με την αναίρεση), ότι δεν είχε λάβει γνώση την αποφάσεων εκείνων παρά την επίδοσή τους, γιατί αυτές επιδόθηκαν σε σύνοικο ή με θυροκόλληση. Επομένως κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη και ο λόγος αυτός της αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ, είναι αβάσιμος  και απορριπτέος.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί την 488/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

   Παραπέμπει την υπόθεση, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.

   Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαϊου 2006. Και

   Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 22 Ιουνίου 2006.