ΑΠ Ολ. 17/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό ΕΤΒΑ - Οικειοθελής αποχώρηση - Αποζημίωση αποχώρησης - Ανώτατο όριο αποζημίωσης - Αρχή ισότητας - Κρατική μέριμνα για τη κοινωνική ασφάλιση εργαζομένων -Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Η θέσπιση ανώτατου ορίου στην καταβαλλόμενη από το "ΤΑΠ - ΕΤΒΑ" προς τους αποχωρούντες υπαλλήλους της "ΕΤΒΑ" εφάπαξ αποζημίωση, εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων εκείνων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους ή των υψηλών αποδοχών τους ή και των δυο, έχουν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις και δικαιούνται αναλογικά μεγαλύτερη, από το ανώτατο όριο, εφάπαξ αποζημίωση, σε σχέση με συναδέλφους τους, οι οποίοι ως εκ του μικρότερου χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλότερων αποδοχών τους, έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν το ίδιο ποσό εφάπαξ αποζημίωσης. Η διάκριση δε αυτή, ενόψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος και είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, λαμβανομένης υπόψη και της δίκαιης ισορροπίας που πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ατόμου για την καταβολή της ασφαλιστικής παροχής, όταν αυτή, ως περιουσιακό δικαίωμα προέρχεται, από τις ασφαλιστικές εισφορές του ασφαλισμένου, έτσι ώστε βασίμως να αναμένεται από αυτόν, και στα πλαίσια της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, η αποχή από κάθε επέμβαση και η προστασία του εν λόγω δικαιώματός του.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 17/2005

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Σουλτανιά, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Στυλιανό Πατεράκη, Αθανάσιο Κρητικό, Στυλιανό Μοσχολέα, Αντιπροέδρους Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλλα, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Νικόλαο Οικονομίδη, Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο-Εισηγητή, Αθανάσιο Γιωτάκο, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Νίκη Γιαννακάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Βασίλειο Ρήγα, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Δεκεμβρίου 2004 την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ:

   Των καλούντων-αναιρεσειόντων: 1. Π. Α., κατοίκου Παπάγου Αττικής, 2. Ν. Α. του Κ., κατοίκου Γαλατσίου Αττικής, 3. Φ. Β. του Αυγούστου, κατοίκου Παπάγου Αττικής, 4. Ν. Γ. του Γ., κατοίκου Ν. Ηρακλείου, 5. Δ. Γ., κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης, 6. Χ. Γ., κατοίκου Ν. Σμύρνης, 7. Π. Δ., κατοίκου Ευκαρπίας Θεσσαλονίκης, 8. Γ. Θ. του Η., κατοίκου Φαλήρου, 9. Σ. Κ., κατοίκου Ανοίξεως Αττικής, 10. Β. Κ., κατοίκου Α. Γλυφάδας, 11. Α. Κ., κατοίκου Πεύκης Αττικής, 12. Δ. Κ., κατοίκου Πειραιά, 13. Χ. Κ., κατοίκου Παπάγου Αττικής, 14. Δ. Κ., κατοίκου Αγ. Παρασκευής, 15. Ι. Κ., κατοίκου Χαλανδρίου, 16. Μ. Λ., κατοίκου Βριλλησίων, 17. Π. Λ. του Ν., κατοίκου Αθηνών, 18. Σ. Λ., κατοίκου Αθηνών, 19. Κ. Μ., κατοίκου Πάτρας, 20. Ν. Μ., κατοίκου Αθηνών, 21. Ν. Μ. του Κ., κατοίκου Α. Ηλιούπολης, 22. Κ. Μ. του Λ., κατοίκου Ν. Ηρακλείου, 23. Γ. Μ., κατοίκου Πάτρας, 24. Ε. Ο. χήρας Κ. Ο., κατοίκου Βουλιαγμένης Αττικής, 25. Π. Ο. υιού Κ. Ο., κατοίκου Βουλιαγμένης Αττικής, 26. Γ. Π., κατοίκου Αθηνών, 27. Β. Π. κατοίκου Κορωπίου Αττικής, 28. Β. Π., κατοίκου Ν. Ηρακλείου, 29. Δ. Π. του Π., κατοίκου Χαλανδρίου, 30. Π. Ρ., κατοίκου Αθηνών, 31. Μ. Σ., κατοίκου Αθηνών, 32. Δ. Σ., κατοίκου Αθηνών, 33. Χ. Σ., κατοίκου Καλλιθέας 34. Π. Σ., κατοίκου Παγκρατίου, 35. Ι. Τ., κατοίκου Ρίου Αχαϊας, 36. Θ. Χ., κατοίκου Ροδόπολης Αττικής, 37. Μ. Ψ., κατοίκου Παπάγου Αττικής και 38. Ν. Ψ., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο-Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη, ο οποίος διόρισε στο ακροατήριο πληρεξούσιο δικηγόρο αυτών και τον Δημήτριο Μητρόπουλο.

   Της καθής η κλήση-αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Α.Ε. (ΕΤΒΑ Α.Ε.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία απερρόφησε λόγω συγχωνεύσεως η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13 Ιουνίου 1997 αγωγή των ήδη καλούντων-αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 725/1999 του ίδιου δικαστηρίου και 999/2000 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 21 Σεπτεμβρίου 2001 αίτησή τους .

   Στη συνέχεια εκδόθηκε η απόφαση 521/2003 του Β1 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου και ο τρίτος λόγος της αιτήσεως και παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οι πρώτος ( κατά το δεύτερο σκέλος του ) και δεύτερος λόγοι της ως άνω αιτήσεως. Με την από 26 Σεπτεμβρίου 2003 κλήση της αναιρεσίβλητης η προκείμενη υπόθεση συζητήθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου και εκδόθηκε η απόφαση 8/2004, η οποία παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, τους λόγους αναιρέσεως που είχαν παραπεμφθεί στην Τακτική Ολομέλεια. Με την από 15 Ιουνίου 2004 κλήση των αναιρεσειόντων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν οι μεν πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνουν δεκτοί, ως βάσιμοι, οι λόγοι της αναιρέσεως πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του και δεύτερος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., οι οποίοι παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Ι. Εισάγονται νομίμως στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, οι από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔικ λόγοι, πρώτος κατά το δεύτερο μέρος του και δεύτερος, της 1246/2001 αίτησης των, Π Α κλπ, για την αναίρεση της 999/2000 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, υπό τις αιτιάσεις παραβιάσεως του ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 57 παρ. 3 ν. 2084/1992 και 4 παρ. 1, 22 παρ. 5 του Συντάγματος, οι οποίοι παραπέμφθηκαν σ αυτή με την 8/2004 απόφαση της τακτικής Ολομέλειας, αναιρετική κατά πλειοψηφία μιας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων", όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 ν. 2331/1995.

   ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζουν ότι "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου" (4 παρ. 1) και "το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει" (22 παρ. 5), προκύπτει δέσμευση του νομοθέτη, ο οποίος δεν δύναται, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Η δέσμευση δε αυτή του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει τη συμμετοχή αυτών στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων και η παροχή εφάπαξ βοηθήματος αποζημίωσης στους εξ αυτών αποχωρούντες από την ενεργό υπηρεσία, με ίσους όρους. Έτσι, η συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή με νόμο, ανώτατου ορίου στο παρεχόμενο από το φορέα εφάπαξ βοήθημα, τελεί υπό την προϋπόθεση, ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, το ασφαλιστικό δηλαδή κεφάλαιο από το οποίο καταβάλλεται, δεν σχηματίζεται αποκλειστικά, κατά τη νομοθεσία που το διέπει, με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων αλλά συμμετέχουν στο σχηματισμό του και άλλοι, ιδίως κοινωνικοί πόροι ή ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων (ΑΠ Ολομ. 32/1995, ΑΠ Ολομ. 567/1986). Όταν όμως το κεφάλαιο αυτό σχηματίζεται αποκλειστικά με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων και έχει επομένως αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, η επιβολή νομοθετικά ανώτατου ορίου στην παροχή του εφάπαξ βοηθήματος παραβιάζει την κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν την ίδια εφάπαξ αποζημίωση με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μικρότερες κρατήσεις, παρά τον από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος κανόνα, ότι το μέγεθος της εφάπαξ αποζημίωσης, υπολογιζόμενο με βάση το χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του εργαζομένου είναι ανάλογο προς τις εισφορές που καταβλήθηκαν από αυτόν. Εξάλλου, με το άρθρο 1 παρ. 1 του β.δ. 207/1965 "περί συστάσεως Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού ΕΤΒΑ και εγκρίσεως του Κανονισμού του" συνιστάται Ταμείο κύριας ασφάλισης του προσωπικού της ΕΤΒΑ" και εγκρίνεται ο κανονισμός του, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 εδ. 2 του οποίου, το Ταμείο περιλαμβάνει τρεις ειδικότερους κλάδους, τον κλάδο Συντάξεων για την παροχή μηνιαίας σύνταξης, τον κλάδο Υγείας για την παροχή ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης και τον κλάδο Πρόνοιας για την παροχή εφάπαξ αποζημίωσης στους αποχωρούντες από την υπηρεσία ασφαλισμένους ή τα μέλη της οικογένειάς τους, κατά τις διατάξεις των άρθρων 29 έως 35. Κατά το άρθρο 30 του Κανονισμού, πόροι του κλάδου Πρόνοιας είναι: α) εισφορά του ασφαλισμένου, 4% επί των αποδοχών του - επί των οποίων υπολογίζεται και η εισφορά του κλάδου Συντάξεων - και εισφορά της Τράπεζας ίση με την εισφορά του ασφαλισμένου β) οι πρόσοδοι της περιουσίας του κλάδου Πρόνοιας και γ) πας έτερος πόρος του κλάδου Πρόνοιας, κατ' εφαρμογή των λοιπών διατάξεων του Κανονισμού και τυχόν χαριστικές ή μη καταβολές προς τον κλάδο Πρόνοιας, της Τράπεζας ή οιουδήποτε τρίτου, ενώ κατά τα άρθρα 31 και 32 καθορίζονται αντιστοίχως, οι δικαιούχοι της εφάπαξ αποζημίωσης και το ποσό αυτής. Περαιτέρω, με το άρθρο 57 ν. 2084/1992 "για την Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης" το ποσό της παρεχόμενης στους υπαλλήλους των τραπεζών κλπ εφάπαξ αποζημιώσεως περιορίσθηκε και ορίσθηκε μεταξύ άλλων, στην παρ. 1 ότι "η προβλεπόμενη, από τις οικείες διατάξεις των φορέων ασφαλίσεως πρόνοιας των υπαλλήλων των Τραπεζών, Εθνικής, Ελλάδος, Κτηματικής, Αγροτικής, Ε.Τ.Β.Α., Ιονικής - Λαϊκής και Εμπορικής, του Ο.Τ.Ε. και του κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας Εθνική, που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, εισφορά εργοδότη μειώνεται προοδευτικά, αρχής γενομένης από 1.1.1993, κατά το 1/10 για κάθε έτος και η κατά τα άνω μειούμενη εισφορά προστίθεται αντίστοιχα στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του φορέα κύριας σύνταξης, στον οποίο υπάγονται οι ασφαλισμένοι των φορέων, και στην παρ. 3 ότι "το ακαθάριστο ποσό του εφάπαξ βοηθήματος, που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παρ. 1 του άρθρου αυτού - των υπαλλήλων των Τραπεζών κλπ. - για 35 έτη ασφάλισης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δραχμών, επί πλέον δε ποσό εφάπαξ βοηθήματος, προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων, χορηγείται μειωμένο κατά το 1/6 για κάθε έτος, από 1.1.1993 και μετά, για χρόνο δε ασφάλισης μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών, το ποσό αυτών των 10.000.000 δραχμών, μειώνεται ή αυξάνεται, αναλόγως των ετών ασφάλισης". Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2359/1995 "για την εξυγίανση της ΕΤΒΑ", παρέχεται στους υπηρετούντες μόνιμους υπαλλήλους της Τράπεζας, υπό προϋποθέσεις, το δικαίωμα οικειοθελούς αποχώρησης από την υπηρεσία και κατά την παρ. 8 εδ. γ' του ίδιου άρθρου, στους υπαλλήλους των οποίων η αίτηση για οικειοθελή αποχώρηση γίνεται αποδεκτή, παρέχεται μεταξύ άλλων, εφάπαξ αποζημίωση του κλάδου πρόνοιας του "ΤΑΠ - ΕΤΒΑ", υπολογιζόμενη κατά τις διατάξεις του β.δ. 207/1965 ως ισχύει, δηλαδή με τον αναφερόμενο περιορισμό του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, και καταβαλλόμενη από την Τράπεζα, επιστρεφόμενη δε σ' αυτήν ατόκως από το Ταμείο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παρεχόμενη στους αποχωρούντες υπαλλήλους της ΕΤΒΑ, από το ΤΑΠ - ΕΤΒΑ", εφάπαξ αποζημίωση, έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού καταβάλλεται από κεφάλαιο που σχηματίζεται αποκλειστικά, από εισφορές των εργαζομένων και του εργοδότη. Η εισφορά του εργοδότη, η οποία μάλιστα, μειούμενη από 1.1.1993 κατά το 1/10 ετησίως, μέχρι καταργήσεώς της, έχει καταργηθεί από 1.1.2002, αποτελεί αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, είναι και αυτή ποσοτικά ανάλογη των αποδοχών του εργαζομένου - ασφαλισμένου, όπως και η εισφορά του τελευταίου και δεν μπορεί παρά να εξομοιώνεται, από την άποψη του χαρακτηρισμού της εφάπαξ αποζημίωσης ως ανταποδοτικής ή μη, με την εισφορά του ασφαλισμένου. Κοινωνικοί πόροι δεν προβλέπονται ούτε και ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων, υπό την έννοια της πρόβλεψης και καταβολής αυτών σταθερά και μόνιμα, έτσι ώστε να μπορούν βασίμως να συνυπολογιστούν στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου, από το οποίο προέρχεται η εφάπαξ αποζημίωση. Ως προβλεπόμενες δε στο άρθρο 30 παρ. 1 εδ. β' και γ' του Κανονισμού "πρόσοδοι της περιουσίας" και "πας έτερος πόρος" του κλάδου Πρόνοιας, καθώς και οι "τυχόν" χαριστικές ή μη παροχές της Τράπεζας ή τρίτων, προς τον κλάδο Πρόνοιας του Ταμείου, δηλαδή πρόσοδοι, πόροι και χαριστικές ή μη παροχές όχι υπό την ως άνω έννοια της πρόβλεψης και καταβολής αυτών σταθερά και μόνιμα, δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο, για το χαρακτηρισμό του βοηθήματος ως ανταποδοτικού ή μη. Πολύ περισσότερο, γιατί ουδαμού στις λοιπές διατάξεις του κανονισμού, προβλέπονται πρόσοδοι ή έτεροι πόροι ή καταβολές, χαριστικές ή μη. Τέλος και η προβλεπόμενη καταβολή από μέρους της Τράπεζας, αντί του Ταμείου, του ποσού της εφάπαξ αποζημίωσης στην ειδική περίπτωση των οικειοθελώς αποχωρούντων από την υπηρεσία υπαλλήλων, δεν μπορεί επίσης να αποτελέσει επιχείρημα υπέρ του αντιθέτου, αφού η καταβολή αυτή, προβλεπόμενη και στο άρθρο 35 του Κανονισμού, γίνεται για λογαριασμό του Ταμείου και αποσκοπεί στην ταμειακή διευκόλυνση του τελευταίου, ενώ και το καταβαλλόμενο ποσό είναι πάντως επιστρεπτέο στην Τράπεζα από το Ταμείο. Κατά συνέπεια, η θέσπιση ανώτατου ορίου στην καταβαλλόμενη από το "ΤΑΠ - ΕΤΒΑ" προς τους αποχωρούντες υπαλλήλους της "ΕΤΒΑ" εφάπαξ αποζημίωση, εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων εκείνων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους ή των υψηλών αποδοχών τους ή και των δυο, έχουν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις και δικαιούνται αναλογικά μεγαλύτερη, από το ανώτατο όριο, εφάπαξ αποζημίωση, σε σχέση με συναδέλφους τους, οι οποίοι ως εκ του μικρότερου χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλότερων αποδοχών τους, έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν το ίδιο ποσό εφάπαξ αποζημίωσης. Η διάκριση δε αυτή, ενόψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος και είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, λαμβανομένης υπόψη και της δίκαιης ισορροπίας που πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ατόμου για την καταβολή της ασφαλιστικής παροχής, όταν αυτή, ως περιουσιακό δικαίωμα προέρχεται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, από τις ασφαλιστικές εισφορές του ασφαλισμένου, έτσι ώστε βασίμως να αναμένεται από αυτόν, και στα πλαίσια της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, η αποχή από κάθε επέμβαση και η προστασία του εν λόγω δικαιώματός του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, που το περιεχόμενό του ελέγχεται αναιρετικά, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι: προσλήφθηκαν από την εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τις εκεί αναφερόμενες χρονολογίες. Προσέφεραν δε τις υπηρεσίες τους μέχρι το Νοέμβριο 1995, οπότε υπέβαλαν στην εναγομένη αίτηση για να υπαχθούν στις διατάξεις περί εθελουσίας εξόδου του ν. 2359/1995, αποδεχόμενοι τους όρους και τις συνέπειες αυτής.

   Η αίτησή τους έγινε δεκτή και η εναγομένη τους κατέβαλε αντί του Ταμείου σύμφωνα με το άρθρο 8 εδ. γ' του ν. 2359/1995 εφάπαξ αποζημίωση του Κλάδου Προνοίας του ΤΑΠ - ΕΤΒΑ, που όμως υπολογίσθηκε στο προβλεπόμενο από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του ν. 2084/1992 ανώτατο όριο, δηλονότι μειωμένη σε σχέση με την οφειλόμενη βάσει των εισφορών του ως άνω κλάδου. Εζήτησαν δε την καταβολή του επί πλέον οφειλόμενου κατ' αυτούς ποσού.

   Η προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνοντας ότι ο επιβληθείς με την τελευταία ως άνω διάταξη περιορισμός (πρόβλεψη "πλαφόν") δεν είναι αντισυνταγματικός, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη.

   Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 5 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος τις οποίες δεν εφάρμοσε αλλά και τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992 τις οποίες εφάρμοσε αν και δεν ήταν εφαρμοστέες ως αντίθετες προς τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις. Επομένως πρέπει, οι παραπεμφθέντες στην πλήρη ολομέλεια λόγοι αναιρέσεως, πρώτος κατά το δεύτερο μέρος του και δεύτερος, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠλΔικ, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει του ότι οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως έχουν απορριφθεί με την απόφαση του ΑΠ 521/2003 Β.1 Τμήματος, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατ άρθρο 580 παρ. 3 και 5 ΚΠολΔικ.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί την 999/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

   Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

   Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα εκ τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3500) ευρώ.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2005 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2005.