ΑΠ Ολ. 10/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ειδική εκκαθάριση επιχείρησης - Ανακοπή κατά της σύμβασης μεταβίβασης - Προθεσμία -.

 

Ο δημόσιος πλειοδοτικός διαγωνισμός, με τον οποίο γίνεται η πώληση της επιχείρησης που έχει τεθεί σε ειδική εκκαθάριση, δεν αποτελεί περίπτωση σύμβασης πώλησης του αστικού δικαίου που καταρτίζεται απλώς με βάση ορισμένες προϋποθέσεις που τάσσονται στο νόμο και με την επιτήρηση της δημόσιας αρχής, αλλά έχει το χαρακτήρα δημόσιου πλειστηριασμού και μάλιστα αναγκαστικού, αφού αποβλέπει, όπως και ο αναγκαστικός πλειστηριασμός, στην εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη για την ικανοποίηση των χρηματικών απαιτήσεων των αναγγελλόμενων προς τούτο πιστωτών του, με μια συλλογική διαδικασία, η οποία είναι συντομότερη από εκείνη που προβλέπεται στον ΚΠολΔ. Στην ειδική εκκαθάριση προσδίδεται η νομική φύση του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, η προσβολή του οποίου και των επί μέρους πράξεων εκ μέρους της οφειλέτριας επιχείρησης ή και δανειστή της, όταν προβάλλει κάποιο ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, μπορεί να γίνει, όπως και στην ατομική εκτέλεση, μόνο με την  ανακοπή («αντιρρήσεις») του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Ως προς την προθεσμία άσκησης της ανακοπής, θα εφαρμοσθεί μεν το άρθρο 934 του ίδιου κώδικα, κατάλληλα όμως προσαρμοζόμενο στην ιδιομορφία της προκειμένης συλλογικής εκτελεστικής διαδικασίας, στην οποία ούτε εκτελούμενος τίτλος, ούτε προδικασία μέσω επίδοσης επιταγής προς πληρωμή υπάρχει, ώστε να ισχύσει η προθεσμία της παρ. 1 στοιχ. α' του άρθρου αυτού, ούτε η διαδικασία αυτή επισπεύδεται προς ικανοποίηση μιας ορισμένης απαίτησης ενός συγκεκριμένου δανειστή, αλλ ούτε και πράξεις εκτέλεσης προγενέστερες του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού παρεμβάλλονται, ιδίως διότι δεν μεσολαβεί αναγκαστική κατάσχεση, ώστε να εφαρμόζεται η προθεσμία της παρ. 1 στοιχ. β' του ίδιου άρθρου. Επομένως η ανακοπή κατά της σύμβασης μεταβίβασης, η οποία εξομοιώνεται με την έκθεση κατακύρωσης του αναγκαστικού πλειστηριασμού που αποτελεί την τελευταία πράξη εκτέλεσης, κατά το άρθρο 934 § 2 ΚΠολΔ, είναι παραδεκτή, εφόσον έχει ασκηθεί μέσα στην προθεσμία της παρ. 1 στοιχ. γ' του άρθρου αυτού, που ορίζεται σε ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, έστω και αν, με τους λόγους της ανακοπής, προβάλλονται ελαττώματα της προηγηθείσας διαδικασίας. (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Aριθμός 10/2006

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπροέδρους, Ιωάννη Δαβίλλα, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Ευάγγελο Σταυρουλάκη,  Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο Φιλητά - Περίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Μιχαήλ Μαργαρίτη- Εισηγητή, Γεώργιο Καράμπελα, Δημήτριο Δαλιάνη, Κωνσταντίνο Κούκλη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Εμμανουήλ Καλούδη, Αντώνιο Παπαθεοδώρου και Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

   Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 15 Δεκεμβρίου 2005, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου  Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη για να δικάσει μεταξύ:

   Της καλούσας - αναιρεσείουσας: Εταιρίας με την επωνυμία «P. C. N. S.A.», η οποία εδρεύει στην πόλη του Παναμά της Δημοκρατίας του Παναμά και διατηρεί γραφείο στη Γενεύη της Ελβετίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της  Στυλιανό Παπανδρεόπουλο.

   Του καθών η κλήση - αναιρεσιβλήτων: 1. Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Α.Ε. Ανώνυμη Εταιρεία Διαχειρίσεως Ενεργητικού και Παθητικού», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, ατομικώς και υπό την ιδιότητά της ως ειδικής εκκαθαρίστριας της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΗ ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ Α.Ε.», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Γεώργιο Κοσμά και Ιωάννα Βαβουγιού - Κεφαλάκη,  2. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΠΟΤΙΔΑΙΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ Α.Ε.», η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της  Γεώργιο Δαούτη και Ιωάννη Δρυλλεράκη, οι οποίοι δήλωσαν στο ακροατήριο ότι η ανωτέρω εταιρεία έχει μετονομασθεί σε «ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ Α.Ε.», εδρεύει στον ʼλιμο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 3. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ατομικώς και υπό την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου της απορροφηθείσας απ' αυτήν ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της  Κίμωνα Βορίδη και 4. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», ως καθολικής διαδόχου της αρχικής διαδίκου, καθ' ής - η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΕΤΒΑ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της  Γεώργιο Στασινόπουλο.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19 Απριλίου 1999 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3781/2001 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 3104/2002 οριστική του Εφετείου Αθηνών.  Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 6 Σεπτεμβρίου 2002 αίτησή της και τον από 30 Σεπτεμβρίου 2004 πρόσθετο λόγο αυτής.

   Στη συνέχεια εκδόθηκε η 466/2005 απόφαση του Ζ' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 26 Αυγούστου 2005 κλήση της ήδη αναιρεσείουσας, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.  Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν ο μεν της καλούσας -  αναιρεσείουσας  την παραδοχή των παραπεμφθέντων  κυρίων και πρόσθετου λόγων αναίρεσης, οι δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την παραδοχή των παραπεμφθέντων κυρίων και πρόσθετου λόγων αναίρεσης, ως βάσιμων.

   Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Ι. Με τη απόφαση 466/2005 του Ζ' Τμήματος παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ο λόγος αναιρέσεως και ο πρόσθετος λόγος της αναιρέσεως της “P. C. N. S.A.” κατά της αποφάσεως 3104/2002 του Εφετείου Αθηνών, από το άρθρo 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, που αναφέρονται στο παραδεκτό της από 19.4.1999 ανακοπής της αναιρεσείουσας.

   ΙΙ. Στο άρθρο 46α §1 του Ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις», που προστέθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 2000/1991, προβλέπεται η θέση σε ειδική εκκαθάριση της επιχείρησης η οποία έχει αναστείλει ή διακόψει τη λειτουργία της για οικονομικούς λόγους ή είναι σε κατάσταση παύσης πληρωμών ή έχει πτωχεύσει ή τεθεί υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών ή υπό προσωρινή διαχείριση ή υπό εκκαθάριση οποιασδήποτε μορφής ή παρουσιάζει έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της. Η θέση σε ειδική εκκαθάριση των επιχειρήσεων αυτών διατάσσεται με απόφαση του εφετείου της έδρας της επιχείρησης, μετά από αίτηση πιστωτών που εκπροσωπούν το 51% τουλάχιστον του συνόλου των κατά της επιχείρησης απαιτήσεων. Εκκαθαριστής διορίζεται υποχρεωτικώς τράπεζα, που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή θυγατρική επιχείρηση τέτοιας τράπεζας που υποχρεούνται να υποδείξουν οι αιτούντες πιστωτές, συνυποβάλλοντες στο εφετείο δήλωσή της ότι αποδέχεται την υπόδειξή της ως εκκαθαριστή. Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, μετά τη δημοσίευση της απόφασης του εφετείου, ο εκκαθαριστής υποχρεούται να προβεί στη λεπτομερή καταγραφή και την εν συνεχεία πώληση, με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό, όλου του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου, είτε η επιχείρηση βρίσκεται σε λειτουργία είτε όχι. Στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου, ορίζεται, σχετικά με τη διαδικασία μεταβίβασης του ενεργητικού, ότι ο εκκαθαριστής συνάπτει με τον πλειοδότη, ενώπιον του επί του πλειοδοτικού διαγωνισμού συμβολαιογράφου, τη σύμβαση μεταβίβασης του ενεργητικού της επιχείρησης, βάσει των όρων της προσφοράς και των τυχόν άλλων επί τα βελτίω όρων, που υποδείχθηκαν από τους παραπάνω πιστωτές. Η σύμβαση αυτή επέχει θέση τελεσίδικης κατακύρωσης του άρθρου 1003 επ. ΚΠολΔ. Η παράγραφος 8 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι το συνολικό ποσό, το οποίο πρέπει να καταβάλει σύμφωνα με τη σύμβαση στον εκκαθαριστή ο πλειοδότης, επέχει θέση πλειστηριάσματος του άρθρου 1004 επ. ΚΠολΔ. Μετά την καταβολή του συμφωνηθέντος πλειστηριάσματος ή του συμφωνηθέντος ως αμέσως καταβλητέου ποσού και εφόσον τηρήθηκαν στην τελευταία περίπτωση οι συμφωνηθέντες όροι εξασφάλισης πληρωμής του υπολοίπου, ο εκκαθαριστής συντάσσει αμελλητί, ενώπιον του επί του πλειοδοτικού διαγωνισμού συμβολαιογράφου, αντιστοίχως, είτε πράξη εξόφλησης, είτε πράξη πιστοποίησης εκπλήρωσης των παραπάνω υποχρεώσεων του πλειοδότη. Η πράξη αυτή, στην οποία προσαρτάται η σύμβαση μεταβίβασης, επέχει θέση περίληψης έκθεσης κατακύρωσης του άρθρου 1005 ΚΠολΔ και εφαρμόζονται επ'αυτής αναλόγως όσα ισχύουν επί της τελευταίας. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 3 του Ν. 2244/1994 ορίζει ότι η κατά το άρθρο 46α παρ. 8 του ν.1892/1990 πράξη πιστοποίησης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αγοραστή επέχει, κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, θέση περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης του άρθρου 1005 του ΚΠολΔ και έχει ως άμεση έννομη συνέπεια, μετά τη μεταγραφή της και το σχετικό αίτημα προς τον υποθηκοφύλακα, την εξάλειψη και διαγραφή των υφισταμένων υπέρ τρίτων βαρών που έχουν εγγραφεί πριν από τη θέση των επιχειρήσεων σε ειδική εκκαθάριση. Τέλος, στην παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου 46α του Ν. 1892/1990 ορίζεται ότι, από της καταβολής όλου του πλειστηριάσματος, επέρχονται όλες οι έννομες συνέπειες της καταβολής όλου του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή, που ορίζονται στο άρθρο 1005 ΚΠολΔ. Επί της μεταβιβάσεως του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης του παρόντος άρθρου δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ. Από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων του  άρθρου 46α του Ν. 1892/1990 προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτές δημόσιος πλειοδοτικός διαγωνισμός, με τον οποίο γίνεται η πώληση της επιχείρησης που έχει τεθεί στη ρυθμιζόμενη από το ίδιο άρθρο ειδική εκκαθάριση, δεν αποτελεί περίπτωση σύμβασης πώλησης του αστικού δικαίου που καταρτίζεται απλώς με βάση ορισμένες προϋποθέσεις που τάσσονται στο νόμο και με την επιτήρηση της δημόσιας αρχής, αλλά έχει το χαρακτήρα δημόσιου πλειστηριασμού και μάλιστα αναγκαστικού, αφού αποβλέπει, όπως και ο αναγκαστικός πλειστηριασμός, στην εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη για την ικανοποίηση των χρηματικών απαιτήσεων των αναγγελλόμενων προς τούτο πιστωτών του, με μια συλλογική διαδικασία, η οποία είναι συντομότερη από εκείνη που προβλέπεται στον ΚΠολΔ. Τούτο σαφώς συνάγεται από τους προπαρατεθέντες ορισμούς του νόμου αυτού, όπου ορίζεται ρητά ότι  το «τίμημα» εξομοιώνεται με το «πλειστηρίασμα» του αναγκαστικού πλειστηριασμού, η «πράξη εξόφλησής του» ή, κατά περίπτωση, η «πράξη πιστοποίησης εκπλήρωσης των αναληφθεισών υποχρεώσεων» με την περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, η «σύμβαση μεταβίβασης» με την έκθεση κατακύρωσης του αναγκαστικού πλειστηριασμού και ο «αποκτών πλειοδότης» με υπερθεματιστή που έχει τα δικαιώματα και τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 1005 ΚΠολΔ, με απόσβεση έτσι και των εμπράγματων βαρών που έχουν εγγραφεί στα περιουσιακά αντικείμενα της αποκτώμενης από αυτόν επιχείρησης, όπως συμβαίνει και στο δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό. Σύμφωνα με τα αμέσως προεκτεθέντα, που προσδίδουν στην ανωτέρω ειδική εκκαθάριση τη νομική φύση του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, η προσβολή τούτου και των επί μέρους πράξεων εκ μέρους της οφειλέτριας επιχείρησης ή και δανειστή της, όταν προβάλλει κάποιο ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, μπορεί να γίνει, όπως και στην ατομική εκτέλεση, μόνο με την  ανακοπή («αντιρρήσεις») του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Ως προς την προθεσμία άσκησης της ανακοπής, θα εφαρμοσθεί μεν το άρθρο 934 του ίδιου κώδικα, κατάλληλα όμως προσαρμοζόμενο στην ιδιομορφία της προκειμένης συλλογικής εκτελεστικής διαδικασίας, στην οποία ούτε εκτελούμενος τίτλος, ούτε προδικασία μέσω επίδοσης επιταγής προς πληρωμή υπάρχει, ώστε να ισχύσει η προθεσμία της παρ. 1 στοιχ. α' του άρθρου αυτού, ούτε η διαδικασία αυτή επισπεύδεται προς ικανοποίηση μιας ορισμένης απαίτησης ενός συγκεκριμένου δανειστή, αλλ' ούτε και πράξεις εκτέλεσης προγενέστερες του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού παρεμβάλλονται, ιδίως διότι δεν μεσολαβεί αναγκαστική κατάσχεση, ώστε να εφαρμόζεται η προθεσμία της παρ. 1 στοιχ. β' του ίδιου άρθρου. Επομένως η ανακοπή κατά της σύμβασης μεταβίβασης, η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, εξομοιώνεται με την έκθεση κατακύρωσης του αναγκαστικού πλειστηριασμού που αποτελεί την τελευταία πράξη εκτέλεσης, κατά το άρθρο 934 § 2 ΚΠολΔ, είναι παραδεκτή, εφόσον έχει ασκηθεί μέσα στην προθεσμία της παρ. 1 στοιχ. γ' του άρθρου αυτού, που ορίζεται σε ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, έστω και αν, με τους λόγους της ανακοπής, προβάλλονται ελαττώματα της προηγηθείσας διαδικασίας. Στην προκειμένη υπόθεση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε απορριπτέα ως απαράδεκτη την από 19-4-1999 ανακοπή της αναιρεσείουσας εταιρίας, που είχε τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση, κατά της σύμβασης μεταβίβασης του συνόλου του ενεργητικού της, καίτοι η ανακοπή αυτή είχε ασκηθεί μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 § 1 στοιχ. γ' ΚΠολΔ, κρίνοντας ότι έπρεπε να είχε ασκηθεί μέσα στην προθεσμία της παρ. 1 στοιχ. β' του ίδιου άρθρου, δηλαδή μέχρι την κατάρτιση του πιο πάνω συμβολαίου, με την αιτιολογία ότι οι πράξεις στις οποίες αναφέρονται οι λόγοι της ανακοπής, μεταξύ των οποίων είναι η ακυρότητα του πλειστηριασμού και η καταβολή του εκπλειστηριάσματος (τιμήματος) σε άτοκες ετήσιες δόσεις, είχαν προηγηθεί του μεταβιβαστικού συμβολαίου, που αποτελεί την τελευταία πράξη της εκτέλεσης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ και γι' αυτό οι σχετικοί λόγοι της αναίρεσης, κύριος και πρόσθετος, οι οποίοι παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια ως αναγόμενοι σε ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, κατά το άρθρο 563 § 2 περ. β' ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Επτά όμως μέλη του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι οι αρεοπαγίτες Ευάγγελος Σταυρουλάκης, Αχιλλέας Νταφούλης, Μιχαήλ Μαργαρίτης, Κωνσταντίνος Κούκλης, Γεώργιος Καπερώνης, Αντώνιος Παπαθεοδώρου και Μάριος-Φώτιος Χατζηπανταζής, διατύπωσαν τη γνώμη ότι πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αναιρέσεως και ο πρόσθετος λόγος, διότι η διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 περ. β' ΚΠολΔ είναι εφαρμοστέα και επί των ανακοπών με τις οποίες φέρονται αντιρρήσεις κατά της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46α του Ν. 1892/1990 και τούτο για τους εξής λόγους: α) Η εν λόγω εκκαθάριση είναι μια σπονδυλωτή συλλογική εκτελεστική διαδικασία, η οποία διαπλάσσεται με τις επί μέρους πράξεις του εκκαθαριστή και των λοιπών μετεχόντων σ' αυτή και έχει αντιστοιχίσεις προς την ατομική αναγκαστική εκτέλεση και συγκεκριμένα: αντιστοιχία προς τον εκτελεστό τίτλο εν προκειμένω έχει η απόφαση του εφετείου που διατάσσει την ειδική εκκαθάριση, όργανα εκτελέσεως είναι ο εκκαθαριστής και ο συμβολαιογράφος, οι κατ' ιδίαν δε πράξεις της είναι η λεπτομερής καταγραφή της περιουσίας της επιχείρησης από τον εκκαθαριστή (παρ. 2), η σύνταξη και δημοσίευσης πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος (παρ. 3) και υπομνήματος προσφοράς (παρ. 4), η σύνταξη από τον εκκαθαριστή και η δημοσίευση διακήρυξης διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού (παρ. 5), η κατάθεση προσφορών ενώπιον του συμβολαιογράφου και αποσφράγισή τους από αυτόν (παρ. 6), η σύνταξη από τον εκκαθαριστή συνοπτικής έκθεσης αξιολόγησης των προσφορών και πρόταση κατακύρωσης και μετά από έγκριση αυτής από το 51% των πιστωτών, η σύναψη από τον εκκαθαριστή και τον πλειοδότη ενώπιον του συμβολαιογράφου της σύμβασης μεταβίβασης του ενεργητικού της επιχείρησης (παρ. 7) και η σύνταξη πράξης εξόφλησης που επέχει τη θέση περίληψης κατακυρωτικής εκθέσεως (παρ. 8). Συνεπώς είναι εν προκειμένω εκ των πραγμάτων δυνατή η κατ' ιδίαν προσβολή κάθε μιας μερικότερης πράξης της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης που προαναφέρθηκαν, αφού οι εν λόγω πράξεις υπόκεινται κατά τα προεκτεθέντα σε δημοσιότητα ανάλογη με τις πράξεις δημοσιότητας της κοινής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. β) Η ανάγκη ταχείας περάτωσης της αναγκαστικής εκτέλεσης που επέβαλε τη σταδιακή προβολή των ακυροτήτων στην κοινή εκτελεστική διαδικασία, ενυπάρχει a fortiori και στη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46α, αφού η ratio της τελευταίας είναι η εκποίησης της επιχείρησης στο σύνολο και η διατήρησή της ως παραγωγικής μονάδας. Ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί μόνο με διαδικασίες δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της εκκαθάρισης που θα διασφαλίζουν στον αγοραστή της  επιχείρησης μια βεβαιότητα ότι μετά την κατακύρωση σ' αυτόν και την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του δεν θα ελλοχεύουν «ακυρότητες» προηγούμενων σταδίων της εκκαθάρισης, δηλ. της προδικασίας της, μη προβληθείσες μέχρι της υπογραφής του συμβολαίου, ώστε να είναι έκθετος σε ατέρμονες δικαστικούς αγώνες και η συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης από αυτόν να τελεί διαρκώς υπό την  αίρεση ακύρωσης της όλης διαδικασίας και αφαίρεσης της επιχείρησης από αυτόν, ενώ ο ίδιος θα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και το πλειστηρίασμα θα έχει διανεμηθεί από μακρού στους δανειστές της επιχείρησης.

   IΙΙ. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο  580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί την 3104/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

    Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και

   Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε (2.000) δύο χιλιάδες ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2006. Και.

   Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2006.