ΑΠΔ 65/2010

 

Επιβολή προστίμου σε Συνεταιρισμό Ραδιοταξί για μη ικανοποίηση δικαιώματος πρόσβασης (άρνηση χορήγησης αντιγράφου ηχογραφημένης συνομιλίας) και συστάσεις στον ίδιο Συνεταιρισμό αναφορικά με τη νομιμότητα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων των μελών και των πελατών του.

 

 

 

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ   

 

 

 

      Αθήνα, 29-10-2010

      Αριθ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/6445/29-10-2010

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η    ΑΡ.   65 / 2010

(Τμήμα)

 

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τμήματος στην έδρα της τη Δευτέρα 27.09.2010 και ώρα 10:00, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν οι Χ. Παληοκώστας, Αναπληρωτής Πρόεδρος, κωλυομένου του Προέδρου της Αρχής Χ. Γεραρή, και τα αναπληρωματικά μέλη Γ. Λαζαράκος, Π. Τσαντίλας και Π. Φουντεδάκη, σε αντικατάσταση των τακτικών μελών Α.Ι. Μεταξά, Α. Πράσσου και Α. Ρουπακιώτη αντίστοιχα, οι οποίοι αν και εκλήθησαν νομίμως εγγράφως, δεν παρέστησαν λόγω κωλύματος. Στη συνεδρίαση παρέστη, με εντολή του Προέδρου, η Θ. Τουτζιαράκη, δικηγόρος νομικός ελεγκτής, ως εισηγήτρια, ενώ η εισηγήτρια Α. Δεδούλη, δικηγόρος (ΔΝ) νομικός ελεγκτής, δεν παρέστη λόγω κωλύματος. Επίσης, παρέστη, με εντολή του Προέδρου, η Ε. Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του Διοικητικού Οικονομικού Τμήματος της Αρχής, ως γραμματέας.

 

Η Αρχή έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:

 

Με την υπ' αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/5878/5.10.2009 προσφυγή της κατά του Συνεταιρισμού Ιδιοκτητών Ραδιοταξί X ΣΥΝ.ΠΕ. (εφεξής «Συνεταιρισμός»), η προσφεύγουσα διαμαρτύρεται για: α) παράνομη δημοσιοποίηση προσωπικών της δεδομένων με την τοιχοκόλληση της μετ’ αναβολήν κλητεύσεώς της ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής Ραδιοδικτύου (εφεξής «ΠΕΡ») και ταυτόχρονη άρνηση ικανοποίησης του δικαιώματος αντίρρησής της να σταματήσει και να μην επαναληφθεί η ανακοίνωση προσωπικών της δεδομένων κατά τέτοιον τρόπο σε δημόσιο πίνακα, β) παράνομη μαγνητοφώνηση, μέσω του ασυρμάτου των ραδιοταξί, συνομιλιών μεταξύ της τηλεφωνήτριας του κέντρου του ραδιοταξί και των πελατών, καθώς και μεταξύ της τηλεφωνήτριας και των οδηγών των ταξί, γ) άρνηση του Συνεταιρισμού να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης της προσφεύγουσας μέσω της χορήγησης αντιγράφου της ηχογραφημένης συνομιλίας, για την οποία παρεπέμφθη στην ΠΕΡ.

 

Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω προσφυγή, η Διοίκηση του Συνεταιρισμού ανήρτησε μια ανακοίνωση που αφορούσε την προσφεύγουσα σε παράθυρο του γραφείου του, το οποίο κείται σε πολυσύχναστο δρόμο στο κέντρο της πόλης, από όπου είναι ορατό σε όλους τους διερχόμενους. Όπως αναφέρει η προσφεύγουσα, με δεδομένο ότι πρόκειται για μία μικρή πόλη, το περιεχόμενο της ως άνω ανακοίνωσης διαδόθηκε ευρέως. Το κείμενο της ανακοίνωσης είχε ως εξής: «Η χειριστής με κωδικό  Χ πήρε αναβολή της υπόθεσης που εκκρεμεί εις βάρος της για τις 1.7.2009 και ώρα 20.00». Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα άσκησε το δικαίωμα αντίρρησης δηλώνοντας ότι δεν επιθυμεί τη χρήση του ονόματος και του κωδικού της σε κανένα δημόσιο πίνακα. Η απάντηση του Συνεταιρισμού σε έγγραφό του με αρ. πρωτοκόλλου 1006/07/07/09 ήταν ότι, σύμφωνα με την παρ. β’ του άρθρου 4 του Κανονισμού Λειτουργίας του, «προκειμένου για παραπτώματα του παρόντος κανονισμού λειτουργίας, η κλήτευση του παραπεμπόμενου μπορεί να γίνει, πριν πέντε μέρες, με τοιχοκόλληση στο κατάστημα του Συν/σμού χωρίς αναγραφή του ονόματος, αλλά μόνο του κωδικού του». Το ως άνω απαντητικό έγγραφο του Συνεταιρισμού συνεχίζει: «η ΠΕΡ ύστερα από αίτηση της χειρίστριας με κωδικό Χ ανέβαλλε την συζήτηση της υπόθεσής της για την 1-7-09 και την σχετική κλήτευση για τη νέα ημερομηνία συζήτησης, ορθά εφαρμόζοντας τον κανονισμό λειτουργίας, διενήργησε με τοιχοκόλληση στο κατάστημα του Συνεταιρισμού».

 

Στο πλαίσιο εξέτασης της ως άνω υπόθεσης, η Αρχή ζήτησε από το Συνεταιρισμό να εκθέσει τις απόψεις του επί της προαναφερθείσας προσφυγής (υπ’ αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΞ/1974/24.03.2010). Ο Συνεταιρισμός απέστειλε στην Αρχή την υπ’ αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/2303/14.4.2010 απάντησή του, με την οποία παρείχε τις απαραίτητες εξηγήσεις ως ακολούθως:

 

1)     Στο ερώτημα γιατί καταγράφονται οι κλήσεις των πελατών και με ποιο σκοπό, η απάντηση ήταν ότι οι κλήσεις αποθηκεύονται στο σύστημα πληροφορικής που έχει εγκατασταθεί στο τηλεφωνικό κέντρο του Συνεταιρισμού από 20ετίας και ο σκοπός είναι να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των πελατών που ζητούν εξυπηρέτηση (π.χ. ανεύρεση τυχόν παραβάτη οδηγού, ανεύρεση ατόμου που πιθανόν ξέχασε κάτι στο ταξί κλπ).

 

2)     Στο ερώτημα για πόσο χρονικό διάστημα αποθηκεύονται τα δεδομένα, ο Συνεταιρισμός απάντησε εκατό (100) ημέρες, όπως προβλέπεται και από το άρθρο 11 του Κανονισμού Λειτουργίας του.

 

3)     Στο ερώτημα γιατί ο Συνεταιρισμός δεν ικανοποίησε το αίτημα της προσφεύγουσας για χορήγηση αντιγράφου της ηχογραφημένης συνομιλίας για την οποία παρεπέμφθη στην ΠΕΡ, η απάντηση ήταν ότι δεν υπάρχει τεχνογνωσία για αντιγραφή και ούτε τέτοια δυνατότητα του υπολογιστή, ότι αυτό που είναι εφικτό είναι να ακουστεί η συνομιλία χωρίς ακουστική ευκρίνεια, ότι η προσφεύγουσα ήταν και είναι γνώστης αυτού, ότι κλήθηκε και προσήλθε να ακούσει τις σχετικές συνομιλίες και ότι η απάντησή του Συνεταιρισμού στο αίτημά της ήταν αιτιολογημένη.

 

4)     Στο ερώτημα πώς ενημερώνονται τα μέλη του Συνεταιρισμού ότι καταγράφονται οι συνομιλίες τους με το κέντρο αλλά και μεταξύ τους, η απάντηση ήταν ότι το γνωρίζουν από τότε που έχουν εγγραφεί ως μέλη, αφού προβλέπεται στο άρθρο 11 του Κανονισμού, και ότι οι ίδιοι επιθυμούν την καταχώριση για επίλυση προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την επικοινωνία.

 

5)     Στο ερώτημα πώς ενημερώνονται οι πελάτες ότι καταγράφονται οι συνομιλίες τους με το κέντρο, η απάντηση ήταν ότι οι πελάτες δεν γνωρίζουν ότι οι συνομιλίες τους καταγράφονται, διότι, όταν αυτό τηρούνταν πριν λίγα χρόνια, οι πελάτες (κυρίως ενήλικες) έχαναν τον ειρμό τους και δεν έδιναν τη σωστή διεύθυνση. Την ίδια πρακτική, σύμφωνα με την απάντηση του Συνεταιρισμού, τηρούν και οι Συνεταιρισμοί Ρόδου, Τρίπολης, Πατρών, Κέρκυρας.

Επιπρόσθετα, ο Συνεταιρισμός αναφέρει ότι ο Εισαγγελέας περιοχής Χ, ύστερα από σχετική μήνυση της προσφεύγουσας, έχει διατάξει διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τα ίδια θέματα που εξετάζει στην παρούσα υπόθεση και η Αρχή.

Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα κατέθεσε συμπληρωματικώς το υπ’ αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/3156/18.5.2010 έγγραφο αναφέροντας ότι της επιβλήθηκαν δυο ποινές 48ωρης αποχής από το ραδιοδίκτυο στις ../../2009 και στις ../../.2009 αντίστοιχα. Οι ποινές αυτές ανακοινώθηκαν και τις δύο φορές μέσω ασυρμάτου, με συνέπεια να ανακοινωθούν τα δεδομένα της προσφεύγουσας τόσο στους υπόλοιπους οδηγούς των ταξί που ήταν στη ραδιοσυχνότητα, όσο και στους επιβαίνοντες εκείνη τη στιγμή. Επιπλέον, η προσφεύγουσα παραπονείται ότι ο Συνεταιρισμός δεν της απάντησε για ποιο λόγο της επιβλήθηκαν οι ως άνω ποινές. Ακόμη, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι ο Συνεταιρισμός ανήρτησε για δεύτερη φορά σε παράθυρο του γραφείου του μια ανακοίνωση που την αφορούσε, ήτοι μια πρόσκληση των μελών του σε Γενική Συνέλευση με δεύτερο θέμα ημερήσιας διάταξης «Περί αποκλεισμού ως συνεταίρου του μέλους με κωδικό Χ. Τέλος, η προσφεύγουσα ερωτά την Αρχή εάν μπορεί η ίδια να ηχογραφεί τις ανακοινώσεις που λαμβάνουν χώρα μέσω ασυρμάτου και την αφορούν, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικό μέσο σε μελλοντικά δικαστήρια.

 

Η Αρχή, με δεύτερο διευκρινιστικό της έγγραφο, ζήτησε από τον Συνεταιρισμό να εκθέσει τις απόψεις του σχετικά με την ανακοίνωση, μέσω του ασύρματου του ραδιοδικτύου, των δυο ποινών 48ωρης αποχής από το ραδιοδίκτυο (Γ/ΕΞ/3629/09.06.2010). Ο Συνεταιρισμός δεν απάντησε στο έγγραφο αυτό.

Η προσφεύγουσα A, καθώς και ο Συνεταιρισμός, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, κλήθηκαν προς ακρόαση κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της Αρχής στις 27.09.2010 με τις υπ' αριθμ πρωτ. Γ/ΕΞ/5461/15.09.2010 και Γ/ΕΞ/5458/15.09.2010 κλήσεις αντίστοιχα, οι οποίες επιδόθηκαν νομίμως. Στη συνεδρίαση προσήλθε και παρέστη ο Πρόεδρος του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού B, ο οποίος υπέβαλε και το υπ' αριθμ πρωτ. Γ/ΕΙΣ/5633/27.09.2010 συμπληρωματικό υπόμνημα. Η προσφεύγουσα δεν παρέστη, απέστειλε ωστόσο το υπ' αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/5632/27.09.2010 συμπληρωματικό υπόμνημα. Ο Πρόεδρος του Συνεταιρισμού, ανέφερε ότι από τότε που ανέλαβε το νέο Δ.Σ. (εδώ και δυο μήνες περίπου), ο Συνεταιρισμός έχει συμμορφωθεί με όσα είχε επισημάνει η Αρχή στα προαναφερόμενα διευκρινιστικά έγγραφά της και επεσήμανε, ειδικότερα, τα ακόλουθα:

 

1.     Ως προς την καταγραφή των κλήσεων των πελατών, ότι ο Συνεταιρισμός ενημερώνει πλέον τους καλούντες μέσω σχετικού ηχογραφημένου μηνύματος και ότι έχει διαπιστωθεί πως η αποθήκευση των δεδομένων αυτών για 100 ημέρες δεν είναι αναγκαία, καθώς οι πελάτες που έχουν παράπονα επικοινωνούν με τον Συνεταιρισμό είτε αμέσως μετά το συμβάν, είτε μέσα σε μια-δυο εβδομάδες. Το ίδιο ισχύει και για την καταγραφή των συνομιλιών του κέντρου με τους οδηγούς και των οδηγών μεταξύ τους.

 

2.     Ως προς τη δημοσιοποίηση δεδομένων της προσφεύγουσας μέσω ανάρτησης ανακοινώσεων σε παράθυρο του γραφείου του Συνεταιρισμού, ότι η πρακτική αυτή έχει πλέον αλλάξει και οι κλητεύσεις δίδονται μόνον προσωπικά στο μέλος το οποίο η καθεμία αφορά, ενώ και κατά την ανάρτηση λοιπών ανακοινώσεων θα φροντίσουν πλέον να μη δημοσιοποιούνται προσωπικά δεδομένα.

 

3.     Ως προς τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης της προσφεύγουσας, ότι, απ’ όσο γνωρίζει, δεν υπάρχει τεχνική δυνατότητα του υπολογιστή για χορήγηση αντιγράφου ηχογραφημένης συνομιλίας. Σύμφωνα πάντα με τα όσα ανέφερε ο Προέδρος του Συνεταιρισμού, στο παρελθόν, στο πλαίσιο διερεύνησης υπόθεσης δολοφονίας ενός οδηγού, ο Εισαγγελέας είχε πάει ο ίδιος στο γραφείο του Συνεταιρισμού με την αστυνομία και απλώς άκουσε τις ηχογραφημένες συνομιλίες που ήταν σχετικές με την υπόθεση που διερευνούσε, χωρίς να ζητήσει μετά κάποιο αντίγραφο. Γενικότερα πάντως, κατά τον Πρόεδρος του Συνεταιρισμού, αποτελεί πάγια πρακτική του Συνεταιρισμού να μην χορηγεί αντίγραφα των ηχογραφημένων συνομιλιών.

 

4.     Ως προς την ανακοίνωση, μέσω του ασύρματου ραδιοδικτύου, των δυο ποινών της 48ωρης αποχής από το ραδιοδίκτυο που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα, ότι η συνήθης πρακτική για την ανακοίνωση τέτοιων ποινών είναι να τηλεφωνεί πρώτα το κέντρο στο προσωπικό τηλέφωνο του οδηγού, ώστε να τον καλέσει να παρουσιαστεί στο γραφείο του υπευθύνου για να του ανακοινωθεί προσωπικά η ποινή. Αν ο οδηγός δεν παρουσιαστεί, τότε δίδεται εντολή στο κέντρο, όταν πατήσει το κουμπί ο οδηγός για να επικοινωνήσει με το κέντρο να ενημερωθεί ότι του έχει επιβληθεί ποινή. Ο Πρόεδρος του Συνεταιρισμού έχει την άποψη ότι, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, η ανακοίνωση των δυο ποινών έγινε μέσω του ραδιοδικτύου επειδή η τελευταία δεν παρουσιάστηκε στον υπεύθυνο, όμως δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την άποψή του αυτή, καθώς κατά την επιβολή των συγκεκριμένων ποινών δεν ήταν ο ίδιος Πρόεδρος του Συνεταιρισμού, αλλά κάποιος άλλος.

 

5.     Ως προς το χρόνο τήρησης των δεδομένων (εκατό ημέρες), ότι οι ηχογραφημένες συνομιλίες χρησιμοποιούνται κυρίως για τη διερεύνηση παραπόνων πελατών, οι οποίοι συνήθως υποβάλουν τα παράπονά τους είτε αμέσως, είτε μετά από λίγες ημέρες. Συνεπώς, ο χρόνος τήρησης θα μπορούσε να μειωθεί αναλόγως. 

Τέλος, μετά τη συνεδρίαση ο Συνεταιρισμός υπέβαλε τα υπ’ αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/5741/30.09.2010 έγγραφα (βεβαίωση από την εταιρία εγκατάστασης του λογισμικού ηχογράφησης συνδιαλέξεων των ραδιοταξί και αντίγραφο υπεύθυνης δήλωσης νέου μέλους του Συνεταιρισμού για την προσχώρηση στους όρους του καταστατικού και του εσωτερικού κανονισμού του τελευταίου). 

 

Μετά από εξέταση των προαναφερομένων στοιχείων, αφού άκουσε την πρόταση των εισηγητών, και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης,

 

 

        ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

1. Στο άρθρο 2 στοιχ. α’ και γ’ του Ν. 2472/1997 ορίζονται οι έννοιες των απλών δεδομένων και του υποκειμένου αυτών αντίστοιχα, ενώ στο στοιχ. δ’ του ίδιου άρθρου ορίζεται και η έννοια της επεξεργασίας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η «συλλογή», η «διατήρηση ή αποθήκευση», καθώς και η «διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση». Η επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται μόνο ύστερα από προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, ενώ κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεση όταν συντρέχει μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις που ορίζονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Περαιτέρω, τα άρθρα 11, 12 και 13 του ίδιου νόμου καθιερώνουν αντίστοιχα τα δικαιώματα ενημέρωσης, πρόσβασης και αντίρρησης του υποκειμένου των δεδομένων, με σκοπό να εξασφαλιστεί ο έλεγχος της νομιμότητας της επεξεργασίας που πραγματοποιείται. Εξάλλου, στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου ορίζονται οι προϋποθέσεις για τη νομιμότητα της επεξεργασίας, ενόψει των θεμελιωδών αρχών της αναγκαιότητας και προσφορότητας σε σχέση πάντα με τον σκοπό επεξεργασίας. Συγκεκριμένα, ορίζονται τα εξής (άρθρο 4 παρ. 1): «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. [...] δ) Να διατηρούνται σε μορφή που να επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων τους μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται, κατά την κρίση της Αρχής, για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής τους και της επεξεργασίας τους.». Οι υποχρεώσεις αυτές βαρύνουν τον υπεύθυνο επεξεργασίας (παρ. 2, εδ. 1 του ίδιου άρθρου). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 3471/2006, «Επιτρέπεται η καταγραφή συνδιαλέξεων και των συναφών δεδομένων κίνησης, όταν πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια νόμιμης επαγγελματικής πρακτικής με σκοπό την παροχή αποδεικτικών στοιχείων εμπορικής συναλλαγής ή άλλης επικοινωνίας επαγγελματικού χαρακτήρα, υπό την προϋπόθεση ότι και τα δυο μέρη, μετά από προηγούμενη ενημέρωση σχετικά με το σκοπό της καταγραφής, παρέχουν τη συγκατάθεσή τους.».

 

 

2. Η καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών των πελατών με το κέντρο του Συνεταιρισμού συνιστά συλλογή και αποθήκευση προσωπικών δεδομένων (άρθρο 2 στοιχ. α’, γ’ και δ’ του Ν. 2472/1997), η οποία είναι επιτρεπτή εφόσον πραγματοποιείται στο πλαίσιο εξέλιξης της συγκεκριμένης συναλλακτικής σχέσης με σκοπό την παροχή αποδεικτικών στοιχείων επικοινωνίας επαγγελματικού χαρακτήρα (άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 3471/2006). Ωστόσο, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα ζητήματα:

α) Χρόνος τήρησης: Η τήρηση των ως άνω δεδομένων θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997) και ο συνδρομητής να μην δεσμεύεται υπέρμετρα. Συνεπώς, τα εν λόγω δεδομένα θα πρέπει να τηρούνται για μικρό χρονικό διάστημα, ήτοι όσο είναι αναγκαίο για το συγκεκριμένο σκοπό της καταγραφής (Ετήσια Έκθεση της Αρχής 2006, σελ. 78). Το διάστημα των εκατό (100) ημερών κρίνεται δυσανάλογο για τις ανάγκες ενός συνεταιρισμού ραδιοταξί και πρέπει να συντμηθεί ανάλογα με το σκοπό της καταγραφής. Συνεπώς, ο χρόνος αυτός κρίνεται ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες.

β) Ενημέρωση των πελατών: Η Αρχή, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του Ν. 3471/2006 υπό το φως της Οδηγίας 2002/58 (βλ. ιδίως άρθρο 5), έχει κρίνει ότι, όπου η καταγραφή είναι νόμιμη, δεν απαιτείται προηγούμενη συγκατάθεση και των δύο μερών, αλλά αρκεί η προηγούμενη ενημέρωση του μέρους που δεν έχει την πρωτοβουλία της καταγραφής σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν. 2472/1997 (Ετήσια Έκθεση της Αρχής 2006, σελ. 78). Επομένως, ο Συνεταιρισμός υποχρεούται, πριν από την έναρξη της τηλεφωνικής συνομιλίας με το κέντρο, να ενημερώνει τους υποψήφιους πελάτες του για το γεγονός ότι η κλήση τους θα καταγραφεί, καθώς και για το σκοπό της καταγραφής αυτής. Ύστερα δε από σχετική τηλεφωνική κλήση της Αρχής προς τον Συνεταιρισμό, διαπιστώθηκε ότι η ενημέρωση αυτή πραγματοποιείται πλέον μέσω ηχογραφημένου μηνύματος, το οποίο έχει ως εξής: «Ραδιοταξί Χ. Παρακαλώ περιμένετε. Για τη δική σας ασφάλεια, η κλήση σας ενδέχεται να καταγραφεί». Η ενημέρωση αυτή δεν είναι ικανοποιητική για δυο λόγους. Πρώτον, με την παρούσα διατύπωση (βλ. ιδίως «για τη δική σας ασφάλεια» και «ενδέχεται») ο σκοπός δεν είναι σαφής και δημιουργείται και η ψευδής εντύπωση ότι οι κλήσεις δεν καταγράφονται σε κάθε περίπτωση, αλλά μόνο όταν κριθεί αναγκαίο. Δεύτερον, το μήνυμα δεν ακούγεται πάντα ολόκληρο, καθώς ενδέχεται ο υπάλληλος του κέντρου να απαντήσει αμέσως στην κλήση, οπότε να διακοπεί το ηχογραφημένο μήνυμα ενημέρωσης. Συνεπώς, ο Συνεταιρισμός οφείλει να τροποποιήσει αναλόγως το ηχογραφημένο μήνυμα ενημέρωσης των πελατών του, ώστε να καταστεί σαφές ότι οι συνομιλίες καταγράφονται πάντα και ότι σκοπός της καταγραφής αυτής είναι η παροχή αποδεικτικών στοιχείων της συγκεκριμένης επικοινωνίας. Επίσης, ο Συνεταιρισμός πρέπει να εξασφαλίσει τεχνικά ότι όλοι οι πελάτες ακούνε το συγκεκριμένο μήνυμα ολόκληρο προτού ξεκινήσει η συνομιλία τους με το κέντρο.

 

 

3. Η καταγραφή των συνομιλιών των μελών του Συνεταιρισμού (οδηγών του ραδιοταξί) μέσω του ραδιοδικτύου με το κέντρο του, αλλά και μεταξύ τους, συνιστά επίσης συλλογή και αποθήκευση προσωπικών δεδομένων (άρθρο 2 στοιχ. α’, γ’ και δ’ του Ν. 2472/1997), η οποία είναι καταρχήν επιτρεπτή εφόσον είναι αναγκαία τόσο για την εκτέλεση της σύμβασης μεταξύ του Συνεταιρισμού και των μελών του, όσο και για την ικανοποίηση του υπέρτερου έννομου συμφέροντος του Συνεταιρισμού να μεριμνά για την ασφάλεια των οδηγών και να διερευνά, επίσης, παράπονα πελατών σχετικά με τη συμπεριφορά ενός οδηγού (άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. α’ και ε’ του Ν. 2472/1997). Σημειώνεται δε ότι στην περίπτωση της καταγραφής των συνομιλιών μεταξύ μελών-κέντρου και μελών μεταξύ τους δεν εφαρμόζεται ο Ν. 3471/2006, καθώς ο τελευταίος αφορά σε δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών (άρθρο 3 παρ. 1 σε συνδυασμό με άρθρο 2 παρ. 10 του Ν. 3471/2006), στην έννοια των οποίων δεν εμπίπτουν τα ειδικά ραδιοδίκτυα, όπως είναι το ραδιοδίκτυο των ραδιοταξί. Και τούτο, διότι πρόκειται για ιδιωτικά - επαγγελματικά κινητά δίκτυα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για την κάλυψη των επαγγελματικών αναγκών των φορέων που τα εγκαθιστούν και τα χρησιμοποιούν (βλ. σχετική αναφορά στην ιστοσελίδα της ΕΕΤΤ, στον σύνδεσμο

http://www.eett.gr/opencms/opencms/EETT/Electronic_Communications/Radio_Communications/Rigths_Of_Use/FAQ_pmr.html). Ωστόσο, ανακύπτουν και στην προκειμένη περίπτωση τα ζητήματα που θίχτηκαν παραπάνω (σκέψη 2) αναφορικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ πελατών-κέντρου. Ειδικότερα:

α) Χρόνος τήρησης: Πρέπει να ισχύσει και εδώ ο ίδιος χρόνος τήρησης (τριάντα ημέρες) σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω (σκέψη 2 στοιχ. α’)

β) Ενημέρωση των μελών: Κατά την προσχώρησή τους στον Συνεταιρισμό, τα μέλη υπογράφουν μια υπεύθυνη δήλωση όπου αναφέρουν -μεταξύ άλλων- ότι έχουν λάβει γνώση του ισχύοντος καταστατικού και του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του Συνεταιρισμού και ότι προσχωρούν ανεπιφύλακτα στους όρους και τις διατάξεις αυτών. Ο σκοπός της καταγραφής των συνομιλιών περιγράφεται στο άρθρο 11 του Κανονισμού ως εξής:  «Οι πληροφορίες, γενικά, που καταχωρούνται κι αποθηκεύονται στον υπολογιστή του κέντρου, ελέγχονται και αξιολογούνται από το Δ. Σ., το οποίο και είναι αρμόδιο, ανάλογα, να πράξει. Το σύστημα της πληροφορικής, που χρησιμοποιεί ο Συν/σμός αποβλέπει μόνο στην καλή και κατά το συμφέρον του Συν/σμού χρήση του ραδιοδικτύου.». Αν και η διατύπωση αυτή είναι καταρχήν αόριστη, μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι σύμφωνη με τις επιταγές του Ν. 2472/1997 (άρθρα 4 και 11), καθώς ο σκοπός της καταγραφής (ασφάλεια των οδηγών και διερεύνηση παραπόνων πελατών) συνάγεται και από την σχέση των μελών με το Συνεταιρισμό. Ως εκ τούτου, κρίνεται ότι ο Συνεταιρισμός ενημερώνει με ικανοποιητικό τρόπο όλα τα μέλη του για ποιο συγκεκριμένο σκοπό καταγράφονται οι συνομιλίες που πραγματοποιούν μεταξύ τους και με το κέντρο μέσω του ραδιοδικτύου, εφόσον υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό και εφόσον όλα τα μέλη δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν λάβει γνώση και το αποδέχονται κατά την προσχώρησή τους στον Συνεταιρισμό.

 

 

4. Το δικαίωμα πρόσβασης της προσφεύγουσας σχετικά με τη χορήγηση αντιγράφου της ηχογραφημένης συνομιλίας για την οποία παρεπέμφθη στην ΠΕΡ δεν ικανοποιήθηκε προσηκόντως από τον Συνεταιρισμό. Ειδικότερα, ο Συνεταιρισμός ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει τεχνογνωσία ούτε σχετική δυνατότητα του υπολογιστή για χορήγηση αντιγράφου (προς τούτο προσκόμισε και σχετική βεβαίωση του προγραμματιστή που έχει εγκαταστήσει το σχετικό λογισμικό) και, κατά συνέπεια, θεωρεί ότι ικανοποίησε το αίτημα της προσφεύγουσας με το να την καλέσει να ακούσει τη συνομιλία. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του Συνεταιρισμού για έλλειψη τεχνικής δυνατότητας χορήγησης αντιγράφου δεν μπορεί να γίνει δεκτός, καθώς σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας όλοι οι σύγχρονοι υπολογιστές παρέχουν δυνατότητα αντιγραφής των αρχείων τους σε υλικό φορέα (CD, DVD) και, μάλιστα, με απλό τρόπο. Εξάλλου, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το συγκεκριμένο λογισμικό του Συνεταιρισμού δεν παρέχει δυνατότητα αντιγραφής, από τη στιγμή που ένα αρχείο ήχου μπορεί να αναπαραχθεί από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, είναι εξαιρετικά απλό (τεχνικά) να καταγραφεί ο αναπαραγόμενος ήχος. Συνεπώς, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν. 2472/1997 το δικαίωμα πρόσβασης συνεπάγεται την εν όλω ικανοποίηση του αντίστοιχου αιτήματος -εφόσον τούτο είναι εφικτό- και ότι το αίτημα της προσφεύγουσας αφορούσε χορήγηση αντιγράφου, ο Συνεταιρισμός δεν ικανοποίησε προσηκόντως το αίτημα αυτό. Επίσης, ο Συνεταιρισμός, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, οφείλει να μεριμνήσει για την τροποποίηση του λογισμικού που χρησιμοποιεί για την καταγραφή των συνομιλιών, ώστε να ικανοποιεί στο μέλλον παρόμοια αιτήματα χορήγησης αντιγράφων.

 

 

5. Η κατ’ επανάληψη δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων της προσφεύγουσας μέσω ανάρτησης ανακοινώσεων σχετικών με εκείνη σε παράθυρο του γραφείου του Συνεταιρισμού, συνιστά «διάδοση» υπό την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. δ’ του Ν. 2472/1997 και θα ήταν επιτρεπτή μόνο υπό τους όρους του άρθρου 5 του ίδιου νόμου. Σημειωτέον ότι η προσφεύγουσα άσκησε ήδη μετά την ανάρτηση της πρώτης ανακοίνωσης το δικαίωμα αντίρρησης με αίτημα να μην επαναληφθεί η ενέργεια αυτή στο μέλλον (άρθρο 13 του Ν. 2472/1997) και ότι το εν λόγω κατάστημα βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της πόλης της Χ, όπου οποιαδήποτε ανακοίνωση είναι ορατή από όλους τους διερχόμενους. Επίσης, όπως επιβεβαίωσε ο Πρόεδρος του Συνεταιρισμού ενώπιον του Τμήματος της Αρχής, ο κωδικός κάθε οδηγού αναγράφεται στο «καπέλο» του οχήματός του. Κατ’ αποτέλεσμα, ο αριθμός κωδικού που αναγράφεται στην ανακοίνωση δεν αποκλείει να προσδιορισθεί εμμέσως και άρα να εξατομικευθεί η προσφεύγουσα ως υποκείμενο των δεδομένων (άρθρο 2 στοιχ. α’ και γ’ του Ν. 2472/1997). Η πρακτική αυτή του Συνεταιρισμού δεν εμπίπτει σε καμία από τις νομιμοποιητικές βάσεις του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 του Ν. 2472/1997, ούτε είναι πρόσφορη ενόψει του σκοπού της επεξεργασίας (άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ του Ν. 2472/1997), ο οποίος στην πρώτη περίπτωση ήταν η κλήτευση της προσφεύγουσας ενώπιον του ΠΕΡ και στη δεύτερη περίπτωση η πρόσκληση των μελών του Συνεταιρισμού σε γενική συνέλευση με θέμα τη διαγραφή της προσφεύγουσας ως μέλους του Συνεταιρισμού. Και τούτο, διότι οι ανακοινώσεις αυτές θα μπορούσαν να αναρτηθούν με την όψη στραμμένη προς το εσωτερικό του γραφείου του Συνεταιρισμού, ώστε να ενημερώνονται μόνο τα μέλη του, και όχι προς την πλευρά της οδού. Συνεπώς, η κατ’ επανάληψη και παρά την άσκηση του δικαιώματος αντίρρησης της προσφεύγουσας δημοσιοποίηση προσωπικών της δεδομένων μέσω ανάρτησης ανακοινώσεων σε παράθυρο του γραφείου του Συνεταιρισμού αντίκειται στα άρθρα 4, 5 και 13 του Ν. 2472/1997.

 

 

6. Η ανακοίνωση, μέσω του ασύρματου ραδιοδικτύου, των δυο ποινών 48ωρης αποχής από το ραδιοδίκτυο που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα, συνιστά επίσης συνιστά επίσης «διάδοση» υπό την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. δ’ του Ν. 2472/1997. Η εν λόγω επεξεργασία κρίνεται ως αθέμιτη σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ του Ν. 2472/1997, δεδομένου ότι α) δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο πουθενά στο καταστατικό του Συνεταιρισμού, β) το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε το ονοματεπώνυμο της προσφεύγουσας, αλλά απλώς ο αριθμός κωδικού της, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να εξατομικευθεί το υποκείμενο των δεδομένων (άρθρο 2 στοιχ. α’ και γ’ του Ν. 2472/1997) τουλάχιστον από τους υπολοίπους οδηγούς ταξί που ήταν στη ραδιοσυχνότητα (αλλά και από τους πελάτες που επέβαιναν εκείνη την στιγμή σε οχήματα μελών του Συνεταιρισμού), και γ) δεν εμπίπτει σε καμία από τις νομιμοποιητικές βάσεις του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 του Ν. 2472/1997.

 

 

7. Αναφορικά με το αίτημα της προσφεύγουσας, με το οποίο ερωτά την Αρχή αν νομιμοποιείται να ηχογραφεί η ίδια τις ανακοινώσεις που λαμβάνουν χώρα μέσω ραδιοδικτύου και την αφορούν, κρίνεται ότι παρέλκει η εξέτασή του, καθώς ο σκοπός που επιδιώκει η προσφεύγουσα μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς με την ικανοποίηση από τον Συνεταιρισμό του δικαιώματος πρόσβασής της σύμφωνα με όσα ορίζονται στη σκέψη 4 της παρούσας (υποχρέωση χορήγησης αντιγράφων).

 

 

8. Το ζήτημα ότι ο Συνεταιρισμός δεν απάντησε για ποιο λόγο επέβαλε στην προσφεύγουσα τις δυο ποινές 48ωρης αποχής από το ραδιοδίκτυο δεν αποτελεί άρνηση του υπευθύνου επεξεργασίας να ικανοποιήσει δικαίωμα πρόσβασης κατά την έννοια του άρθρου 12 του Ν. 2472/1997, καθώς αφορά σε ιδιωτική διαφορά αστικού ή/και ποινικού δικαίου, η οποία αναφύεται από τη σχέση της προσφεύγουσας με το Συνεταιρισμό. Ως εκ τούτου, η Αρχή δεν είναι αρμόδια να εξετάσει το θέμα αυτό και απορρίπτει το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Η Αρχή, σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 19 παρ. 1 στοιχ. γ’ του Ν. 2472/1997, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την οικονομική κατάσταση του Συνεταιρισμού, ως υπεύθυνου επεξεργασίας, όσο και τη βαρύτητα των παραβάσεων, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο Συνεταιρισμός έχει ήδη συμμορφωθεί με τις περισσότερες παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει η Αρχή μέσω των διευκρινιστικών της εγγράφων κατά την εξέταση της υπόθεσης,

 

1) Επιβάλλει πρόστιμο 1.000 Ευρώ στον Συνεταιρισμό για τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης της προσφεύγουσας και του απευθύνει σύσταση να ικανοποιεί στο εξής το δικαίωμα αυτό για κάθε μέλος του μέσω της χορήγησης αντιγράφου της ηχογραφημένης συνομιλίας που περιέχει δεδομένα που το αφορούν, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο σκεπτικό της παρούσας.

 

2) Απευθύνει σύσταση στον Συνεταιρισμό να μην επαναλάβει την αθέμιτη διάδοση μέσω του ασύρματου ραδιοδικτύου των ποινών 48ωρης αποχής από το ραδιοδίκτυο που επιβάλλονται στην προσφεύγουσα και στα λοιπά μέλη του. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Αρχή επιφυλάσσεται να επιβάλει τις προβλεπόμενες κυρώσεις.

 

3) Απευθύνει σύσταση στον Συνεταιρισμό να μην επαναλάβει τη δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων των μελών του μέσω ανάρτησης ανακοινώσεων σε παράθυρο του γραφείου του Συνεταιρισμού, αλλά να τις αναρτά με τέτοιο τρόπο, ώστε οι ανακοινώσεις αυτές να μην είναι ορατές από κάθε διερχόμενο περαστικό, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο σκεπτικό της παρούσας. Αναφορικά δε με την κλήτευση μέλους ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής Ραδιοδικτύου, αυτή πρέπει να κοινοποιείται αποκλειστικά στο μέλος το οποίο απευθύνεται και όχι να αναρτάται στο κατάστημα του Συνεταιρισμού, όπως οι λοιπές ανακοινώσεις.

 

4) Απευθύνει σύσταση στον Συνεταιρισμό να τροποποιήσει το ηχογραφημένο μήνυμα ενημέρωσης των πελατών του για την καταγραφή των συνομιλιών τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο σκεπτικό της παρούσας, καθώς και να εξασφαλίσει τεχνικά ότι όλοι οι πελάτες ακούνε το συγκεκριμένο μήνυμα ολόκληρο προτού ξεκινήσει η συνομιλία τους με το κέντρο.

 

5) Απευθύνει σύσταση στον Συνεταιρισμό να μειώσει το χρόνο τήρησης των τηλεφωνικών συνομιλιών των πελατών με το κέντρο, ήτοι να τηρεί τα δεδομένα αυτά για χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες. Το ίδιο ισχύει και για το χρόνο τήρησης των συνομιλιών των μελών του Συνεταιρισμού (οδηγών του ραδιοταξί) μέσω του ραδιοδικτύου με το κέντρο του, αλλά και μεταξύ τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται διατήρηση των δεδομένων πέραν των τριάντα ημερών μόνο με ειδική πράξη της Αρχής.

 

 

Ο Πρόεδρος

Χρήστος Παληοκώστας  Η Γραμματέας

                    Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου