ΑΠ 740/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αυτοκινητικό ατύχημα - Παραβάσεις ΚΟΚ - Οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος - Μέθη οδηγού - Συντρέχον πταίσμα συνεπιβάτη - Απαλλακτική ρήτρα ασφαλιστηρίου συμβολαίου - Περιοριστικός όρος ασφαλιστικής κάλυψης -.

 

Απαραίτητη προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, είναι η υπαιτιότητα του οδηγού του αυτοκινήτου που προκάλεσε τη ζημία καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του οδηγού, από τις οποίες προκλήθηκε η ζημία, η ύπαρξη δε της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται καταρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα της βλάβης που προκλήθηκε, συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας ή της συνυπαιτιότητας καθώς και ο βαθμός του πταίσματος των εμπλακέντων στο ατύχημα προσώπων, δεν αναιρούνται από μόνο το γεγονός, ότι το ένα από τα πρόσωπα αυτά παραβίασε τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.), αφού μόνη η παραβίαση των διατάξεων αυτού, δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση των συνεπειών από αυτοκινητικό ατύχημα. Αποτελεί απλώς στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος. Οταν υπάρχει ζημιογόνο γεγονός από το οποίο πηγάζει ευθύνη του ζημιώσαντος για αποζημίωση και στην επέλευση ή στην έκταση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, απόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, να καθορίσει ανάλογα το ύψος της αποζημίωσης αλλά και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης που θα επιδικάσει. Για να διαμορφώσει την κρίση του αυτή το δικαστήριο, εκτιμά ελεύθερα τα περιστατικά της εκάστοτε περίπτωσης, η κρίση του δε αυτή δεν ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο, ως αναγόμενη στην ενάσκηση διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου της ουσίας. Για τη θεμελίωση συντρέχοντος πταίσματος του επιβαίνοντος σε όχημα, του οποίου ο οδηγός τελεί εν μέθη, δεν αρκεί μόνη η γνώση της κατανάλωσης από τον οδηγό οινοπνευματώδους ποτού, αλλά απαιτείται να γνωρίζει ότι ο οδηγός εξ΄ αιτίας της μέθης του βρίσκεται σε μειωμένη ικανότητα να οδηγήσει. Μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου, μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ότι αποκλείεται η

κάλυψη από τον ασφαλιστή των ζημιών που προκαλούνται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου, όταν η ζημιά προξενείται από οδηγό που τελεί σε κατάσταση μέθης. Η συνομολόγηση του όρου αυτού, δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή από την υποχρέωση να αποζημιώσει το ζημιωθέντα τρίτο, παρέχει όμως σ' αυτόν το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο, τον οδηγό και αυτόν που τον έχει προστήσει στην οδήγηση του αυτοκινήτου και να ζητήσει από αυτούς ότι κατέβαλε στο ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημιάς του. Η εν λόγω συνομολόγηση μπορεί ,και πρέπει, πρωτίστως να γίνεται με την ενσωμάτωση του εν λόγω όρου, στο κύριο σώμα

της σύμβασης ασφάλισης ή να επισυνάπτεται ως παράρτημα αυτής, αρκεί όμως και η παραπομπή της σύμβασης ασφάλισης στους όρους της υπ΄αριθμό Κ4/585/5-4-1978 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου ή και μόνο στον αριθμό 795/8-4-1978 ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ που δημοσιεύτηκε αυτή η απόφαση.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Αριθμός 740/2005

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ΄ Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Ανάργυρο Πλατή,

Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Κυριτσάκη και Αχιλλέα Νταφούλη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Δεκεμβρίου 2004, με

την παρουσία και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ

ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΑΖ», ως διαδόχου της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας «ΗΝΙΟΧΟΣ», που

εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον

πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κρεμεζή.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. χήρας Γ. Κ., ως ενασκούσης τη γονική μέριμνα στην

ανήλικη θυγατέρα της Θ. Χ. Γ. Κ., κατοίκου Καβάλας, η οποία εκπροσωπήθηκε

από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελισάβετ Διβανίδου, 2) Α. Ι. Τ., κατοίκου

Χρυσοχωρίου Καβάλας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ι.

Μίγγο, 3) Ι. Μ. του Γ., κατοίκου Νέας Καρυάς Καβάλας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε

από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Οδυσσέα Καραγιαννακίδη και 4) Ανώνυμης

Ασφαλιστική Εταιρίας με την επωνυμία «ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα

και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-6-1997 αγωγή της ήδη πρώτης

αναιρεσίβλητης, την από 26-4-1998 αναγωγή-παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη

αναιρεσείουσας και την από 22-5-1998 παρεμπίπτουσα -εξ αναγωγής από ασφαλιστική

σύμβαση- αγωγή της ήδη τέταρτης αναιρεσίβλητης που κατατέθηκαν στο Μονομελές

Πρωτοδικείο Καβάλας και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 82/2000

οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 431/2003 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση

της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29-10-2003 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι

παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος

Κυριτσάκης ανέγνωσε την από 10-12-2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την

απόρριψη του πρώτου και την παραδοχή λοιπών (του δεύτερου και τρίτου εν μέρει)

λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας

ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων που

παραστάθηκαν την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη

δικαστική δαπάνη.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

1. Από την υπ΄αρίθ. 7872 Δ΄/10.11.2003 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή

του Πρωτοδικείου Αθηνών Ν. Κ., που προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα,

προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω

από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας

συνεδρίαση καθώς και κλήση προς συζήτηση της αίτησης, επιδόθηκε νομότυπα και

εμπρόθεσμα στην 4η αναιρεσίβλητη, η οποία όμως δεν εμφανίσθηκε, κατά την ως άνω

συνεδρίαση, κατά την οποία, η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της, από το πινάκιο.

Επομένως και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, πρέπει,

να προχωρήσει η συζήτηση, που επισπεύδεται από την αναιρεσείουσα παρά την

απουσία της πιο πάνω 4ης αναιρεσίβλητης Δ. Ε. Α.Ε.

2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η

απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, δηλαδή αν από τις παραδοχές της δεν προκύπτουν

σαφώς τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση, για

την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων

των διατάξεως που εφαρμόστηκε, ή περί μη συνδρομής τούτων, η οποία ( μη

συνδρομή ) αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς

ή αντιφατικές αιτιολογίες, σχετικά με το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών

που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. ( ΟλΑΠ

1/1999). Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 300,

330 και 914 ΑΚ προκύπτει, ότι απαραίτητη προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση

σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, είναι η υπαιτιότητα του οδηγού του

αυτοκινήτου που προκάλεσε τη ζημία καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου

μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του οδηγού, από τις οποίες προκλήθηκε η ζημία,

η ύπαρξη δε της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται καταρχήν από το γεγονός, ότι στο

αποτέλεσμα της βλάβης που προκλήθηκε, συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του

ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Η ύπαρξη της

υπαιτιότητας ή της συνυπαιτιότητας καθώς και ο βαθμός του πταίσματος των

εμπλακέντων στο ατύχημα προσώπων, δεν αναιρούνται από μόνο το γεγονός, ότι το

ένα από τα πρόσωπα αυτά παραβίασε τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας

(Κ.Ο.Κ.), αφού μόνη η παραβίαση των διατάξεων αυτού, δεν θεμελιώνει αυτή

καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση των συνεπειών από αυτοκινητικό ατύχημα.

Αποτελεί απλώς στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα

κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης

παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος Στην προκείμενη περίπτωση, το

εφετείο ανελέγκτως δέχθηκε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του,

τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 11.7.1995 και περί ώρα 2.45΄, ο τρίτος

εναγόμενος (ήδη 3ος αναιρεσίβλητος) Ι. Μ., οδηγούσε το υπ' αριθμ. ΚΝ - *

Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του και ασφαλισμένο, για την προς τρίτους αστική

ευθύνη στην απολιπόμενη, τέταρτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία

«Δ. Ε. Α.Ε.», στην επαρχιακή οδό Χ. - Κεραμωτής νομού Καβάλας, με κατεύθυνση

προς το χωριό Νέα Κ. Την ίδια χρονική στιγμή, ομόρροπα και προς την αυτή

κατεύθυνση πορείας, έβαινε στην άνω επαρχιακή οδό, πίσω από το αυτοκίνητο του

παραπάνω εναγομένου, ο πρώτος εναγόμενος και ήδη δεύτερος αναιρεσίβλητος Α. Τ.,

οδηγώντας το υπ' αριθμ. ΚΝ - * Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του,

ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην δεύτερη εναγομένη

ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΑΖ» ( ήδη αναιρεσείουσα),

με συνεπιβάτες τους Γ. Κ. και Α Κ. Μεταξύ των προαναφερομένων

κινούνταν Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, με οδηγό τον Α Μ. Ο τρίτος εναγόμενος

Ι. Μ., είχε πρόθεση να στρίψει αριστερά, προκειμένου να εισέλθει στην κοινοτική

οδό Ν. Κ. και μάλιστα, σε σημείο, όπου διακόπτεται η διπλή διαχωριστική γραμμή.

Για το λόγο αυτό, έγκαιρα και από απόσταση 30 μέτρων περίπου, άναψε τον

αριστερό δείκτη κατεύθυνσης (φλας) για να καταστήσει γνωστή την πρόθεσή του

αυτή, στους οδηγούς των οχημάτων, που κινούνταν πίσω από αυτόν και στη συνέχεια

πλησίασε προοδευτικά τον άξονα του οδοστρώματος, για να πραγματοποιήσει τον

ελιγμό προς τ' αριστερά, αφού προηγουμένως μείωσε την ταχύτητά τους οπότε ο

οδηγός Α Μ, που κινούνταν ακριβώς πίσω του και αντιλήφθηκε τις

ενέργειες αυτές του άνω εναγομένου έγκαιρα, ενήργησε ελιγμό προς τα δεξιά και

προσπέρασε κανονικά το αυτοκίνητο του τελευταίου (τρίτου εναγομένου). Ο πρώτος

όμως εναγόμενος Α. Τ., κινούμενος με ταχύτητα 80 περίπου χιλιομέτρων την ώρα,

μεγαλύτερη δηλαδή από την επιτρεπόμενη, εντός κατοικημένης περιοχής, των 50

χιλιομέτρων την ώρα, δεν αντιλήφθηκε την πρόθεση του τρίτου εναγομένου και τη

στιγμή, που αυτός επιχειρούσε στροφή προς τ' αριστερά, σε απόσταση μόλις 3 έως

4 μέτρα, πριν την διακοπή της διπλής διαχωριστικής γραμμής, επιχείρησε και

εκείνος ταυτόχρονα υπέρβαση του αυτοκινήτου του τελευταίου, από αριστερά,

παραβιάζοντας τη διπλή διαχωριστική γραμμή, με αποτέλεσμα, το όχημα που

οδηγούσε να προσκρούσει με τη δεξιά μπροστινή γωνία του, στην αριστερή πλευρά

του αυτοκινήτου του τρίτου εναγομένου, στη συνέχεια δε αφού εξετράπη της

πορείας του, προσέκρουσε στο απέναντι κράσπεδο και σε πινακίδα σήμανσης, που

βρίσκονταν εκεί και τελικά ανατράπηκε σε παρακείμενο πάρκο , με αποτέλεσμα να

τραυματιστεί θανάσιμα ο επιβαίνων του αυτοκινήτου Γ Κ., σύζυγος της

πρώτης αναιρεσίβλητης. Δέχθηκε επίσης το εφετείο, ότι για το παραπάνω ατύχημα,

αποκλειστικά υπαίτιος είναι ο πρώτος εναγόμενος Α. Τ., ο οποίος, από αμέλειά

του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, που όφειλε από τις περιστάσεις και

μπορούσε να καταβάλει δεν προείδε το αξιόποινο αποτέλεσμα, αφού οδηγούσε με την

υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα των 80 χιλιομέτρων την ώρα, ενώ

κινούνταν σε κατοικημένη περιοχή, κατά παράβαση των διατάξεων του Κ.Ο.Κ. (άρθρ. 20 παρ. 1) και επί πλέον επιχείρησε να πραγματοποιήσει υπέρβαση, παραβιάζοντας τη διπλή διαχωριστική διαγράμμιση, που υπήρχε στο οδόστρωμα, κατά παράβαση των διατάξεων του Κ.Ο.Κ. (άρθρ. 5 παρ. 8) παραβάσεις, βέβαια, οι οποίες συνετέλεσαν στην επέλευση του τροχαίου ατυχήματος, από μόνες τους όμως δεν αρκούν για να θεμελιώσουν ευθύνη του υπαιτίου οδηγού. Περαιτέρω δέχθηκε η απόφαση,ότι « Το γεγονός ότι ανευρέθη στο αίμα του ποσοστό αλκοόλης από 1,31% (βλ. την από

24-7-1995 έκθεση εξέτασης αίματος της Διεύθυνσης Εγκλημ/κών Ερευνών Υποδ/νση

Εγκλημ/κών Ερευνών Βόρειας Ελλάδας), δεν προδίδει υπαιτιότητα, κατά την κρίση

του Δικαστηρίου, στον τρίτο αναιρεσίβλητο Ι. Μ., για την επέλευση του επίδικου

τροχαίου ατυχήματος, το οποίον (ατύχημα), σύμφωνα με τα προαναφερθέντα,

οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά του δεύτερου αναιρεσιβλήτου Α. Τ. . Αντίθετα,

κατά το εφετείο, από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό, δεν προέκυψαν

στοιχεία, που να θεμελιώνουν οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα του Ι. Μ. στην

επέλευση του ατυχήματος, αφού το εν λόγω ατύχημα, δεν συνδέεται με κάποια αμελή

ενέργεια ή παράλειψή του, δεδομένου ότι όση επιμέλεια και να επιδείκνυε ο

τελευταίος δεν θα μπορούσε να προβλέψει και ν' αποφύγει το ατύχημα. Ο εν λόγω

αναιρεσίβλητος, προτιθέμενος να πραγματοποιήσει ελιγμό προς τ' αριστερά, αφ'

ενός κατέστησε έγκαιρα γνωστή την πρόθεσή του αυτή, από απόσταση 30 μέτρων

περίπου, με τη χρήση του αριστερού δείκτη κατευθύνσεως (φλας), κατ' άρθρον 21

παρ. 2 του Κ.Ο.Κ. και αφετέρου, αφού μείωσε την ταχύτητά του, πλησίασε

προοδευτικά τον άξονα του οδοστρώματος (άρθρ. 23 του Κ.Ο.Κ.), χωρίς να έχει τη

δυνατότητα οποιουδήποτε αποφευκτικού ελιγμού, διότι ο πρώτος εναγόμενος,

επιχειρούσε υπέρβαση, σε απόσταση μόλις 3 έως 4 μέτρων, ενώ ο τρίτος

αναιρεσίβλητος, επιχειρούσε τον ελιγμό προς τ' αριστερά, προκειμένου να

διασχίσει κάθετα την επαρχιακή οδό Χ. - Κεραμωτής Νομού Καβάλας, για να

συνεχίσει την πορεία του προς το χωριό Νέα Κ., όπου κατευθυνόταν. Με αυτά που

δέχθηκε το εφετείο στα οποία και θεμελίωσε την αποκλειστική ευθύνη του

ασφαλισμένου στην αναιρεσείουσα υπ΄αρίθ. ΚΝ 6323 ΙΧΕ αυτοκίνητου, οδηγούμενου

από το δεύτερο των αναιρεσιβλήτων Α. Τ., δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρ.

914, 330 και 300 ΑΚ 12 και 23 του Κ.Ο.Κ., ενώ παράλληλα διέλαβε πλήρεις, σαφείς

και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της

αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η

αιτίαση κατά το πρώτο μέρος του, ότι παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου

διατάξεις των άρθρ. 330, 914 ΑΚ, 12 και 23 Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (άρθρ. 559

αρίθ. 1 ΚΠολΔ) είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, γιατί υπό το πρόσχημα της

παραβίασης ουσιαστικού περιεχομένου διατάξεων βάλλει ευθέως κατά της ανέλεγκτης

περί των πραγμάτων κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας και κατά το δεύτερο με τον

οποίο αποδίδεται η αιτίαση, ότι παραβίασε τη διάταξη του άρθρ. 559 αρίθ. 19 με

το να διαλάβει ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως αβάσιμος, διότι κατά

τρόπο σαφή , πλήρη και ορισμένο διαλαμβάνονται στην απόφαση τα περιστατικά των

συνθηκών του ατυχήματος και γίνεται ο επιμερισμός της ευθύνης. Πρέπει,

επομένως, ως προς τον εν λόγω τρίτο αναιρεσίβλητο να απορριφθεί η αναίρεση.

3. Από τη διάταξη του άρθρου 300 παρ. 1 εδ. α' ΑΚ,με την οποία ορίζεται, ότι,

αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή

της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό

της, συνάγεται ότι, όταν υπάρχει ζημιογόνο γεγονός από το οποίο πηγάζει ευθύνη

του ζημιώσαντος για αποζημίωση και στην επέλευση ή στην έκταση της ζημίας

συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, απόκειται στη διακριτική εξουσία του

δικαστηρίου της ουσίας, να καθορίσει ανάλογα το ύψος της αποζημίωσης αλλά και

της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης που θα

επιδικάσει. Για να διαμορφώσει την κρίση του αυτή το δικαστήριο, εκτιμά

ελεύθερα τα περιστατικά της εκάστοτε περίπτωσης, η κρίση του δε αυτή δεν

ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο, ως αναγόμενη στην ενάσκηση διακριτικής εξουσίας

του δικαστηρίου της ουσίας. Εξ άλλου για τη θεμελίωση συντρέχοντος πταίσματος

του επιβαίνοντος σε όχημα, του οποίου ο οδηγός τελεί εν μέθη, δεν αρκεί μόνη η

γνώση της κατανάλωσης από τον οδηγό οινοπνευματώδους ποτού, αλλά απαιτείται να

γνωρίζει ότι ο οδηγός εξ΄ αιτίας της μέθης του βρίσκεται σε μειωμένη ικανότητα

να οδηγήσει. Στην προκείμενη περίπτωση απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη

απόφαση, η προβληθείσα νομίμως, από το άρθρο 300 ΑΚ, ένσταση περί συντρέχοντος

πταίσματος του συνεπιβαίνοντος στο υπ΄αρίθ. ΚΝ- * Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο Γ. Κ. ως

αναπόδεικτος. Ειδικότερα δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση , ότι η ανεύρεση στο

αίμα του υπαίτιου οδηγού ποσοστού οινοπνεύματος 1,31%0, δεν αποδεικνύει, χωρίς

την ύπαρξη και άλλου ενισχυτικού στοιχείου, τη γνώση του τελευταίου για

μειωμένη ικανότητα του υπαίτιου οδηγού να οδηγεί, ανεξάρτητα από το ότι το

ποσοστό του οινοπνεύματος που βρέθηκε στο αίμα του ως άνω υπαίτιου οδηγού, δεν

αποδεικνύει αναγκαίως ότι η κατανάλωση του οινοπνεύματος, υπήρξε αποκλειστικά η

αιτία του προαναφερθέντος ατυχήματος. Με αυτά που δέχθηκε το εφετείο και κατά

παραδοχή σχετικού λόγου εφέσεως εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία

είχε κριθεί συνυπαίτιος σε ποσοστό 20 % ο θανατωθείς Γ Κ., παραβίασε εκ

πλαγίου την ανωτέρω περί συντρέχοντος πταίσματος ουσιαστικού δικαίου διάταξη με

ελλιπείς αιτιολογίες. ΄Ετσι ενώ δέχεται ότι ο θανών συνδιασκέδαζε με τον

υπαίτιο οδηγό στο ίδιο κέντρο μέχρι τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες και

κατανάλωσαν οινοπνευματώδη ποτά, ότι βρέθηκε στο αίμα του υπαίτιου οδηγού το

σημαντικό ποσοστό οινοπνεύματος (1,31% ) που μπορούσε καταλυτικά να επιδράσει

στην ικανότητά του για οδήγηση, και, ότι στη συνέχεια οδηγούσε με ταχύτητα 80

χιλιομέτρων την ώρα εντός κατοικημένης περιοχής, ότι παραβίασε τη διπλή

διαχωριστική γραμμή και επεχείρησε υπέρβαση, χωρίς να αντιληφθεί ότι το

προπορευόμενο αυτοκίνητο είχε από απόσταση προοδευτικά κινηθεί προς το κέντρο

της οδού προκειμένου να πραγματοποιήσει στροφή αριστερά , ενώ με τους δείκτες

αλλαγής κατεύθυνσης ( φλας ) είχε και επισημάνει έγκαιρα αυτή του την πρόθεση,

δέχεται ότι δεν αποδεικνύεται η γνώση για τον συνεπιβαίνοντα , ότι ο οδηγός,

ενώ επέδειξε την πιο πάνω συμπεριφορά μπορεί να τελεί σε κατάσταση μέθης ενώ αν

ο συνεπιβάτης διαπιστώνει από την καθ΄όλου συμπεριφορά του οδηγού , ότι ο

τελευταίος οδηγεί υπό την επήρεια μέθης και δεν αντιδρά, αναλαμβάνει και ο

ίδιος, ως ένα σημείο, τον κίνδυνο, να υποστεί τις συνέπειες, της κατ΄ ανάγκη

αμελούς οδήγησης από τον οδηγό που τελεί εν μέθη. Συνεπώς, ο δεύτερος από τους

λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το μέρος, με το οποίο, προβάλλονται οι

αιτιάσεις ότι το Εφετείο, με βάση τα εξειδικευόμενα στο αναιρετήριο πραγματικά

περιστατικά και συνθήκες του επίδικου ατυχήματος, απέρριψε την περί

συνυπαιτιότητας ένσταση, είναι βάσιμος στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρ. 559

αρίθ. 19 ( όχι 1 και 8) ΚΠολΔ .

4 Με τον τρίτο από τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως , αποδίδεται στην

προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση, ότι κατά παράβαση των ουσιαστικού δικαίου

διατάξεων των άρθρ. 928, 939,1389 και 1390 ΑΚ, προκειμένου να καθορίσει την

οφειλόμενη στην εκπροσωπούμενη από την πρώτη αναιρεσίβλητη Σ. χήρα Γ. Κ.

ανήλικη θυγατέρα της, Θ. -Χ. θυγ. Γ. Κ. διατροφή, δεν αφαίρεσε από το ποσό των

80.000 δρχ. που έκρινε ότι με βάση τα εισοδήματα, την ηλικία και τις ανάγκες

της ανήλικης απαιτούνται για αυτήν , το ποσό των 5.000 δρχ. στο οποίο η ίδια η

απόφαση αποτίμησε την προσωπική εργασία της πρώτης αναιρεσίβλητης για τη

φροντίδα και περιποίηση της ανήλικης θυγατέρας της( φύλλο 14ο). Ο λόγος κατά το

σημείο τούτο είναι βάσιμος στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρ. 559 αρίθ. 1 και

πρέπει να γίνει δεκτός. Αβάσιμος όμως και απορριπτέος είναι ο ίδιος λόγος κατά

το σημείο που η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε , ότι τα μηνιαία εισοδήματα του

αποβιώσαντος από την απασχόλησή του σε ελεύθερο επάγγελμα ( υδραυλικός )

ανέρχονται σε 200.000 δρχ. κατά μήνα, διότι υπό το πρόσχημα της παράβασης

ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, βάλει κατά της ανέλεγκτης περί πραγμάτων κρίσης

του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Αβάσιμος είναι ο ίδιος λόγος κατά το σημείο που

αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση, ότι παραβίασε τη διάταξη του

άρθρ. 559 αρίθ. 8 ΚΠολΔ , στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι το

δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη την ένσταση της περί συνυπολογισμού της

συνεισφοράς των εισοδημάτων και των δύο συζύγων στη διατροφή του κοινού τέκνου

αλλά (προφανώς) από παραδρομή δεν αφαίρεσε από το πιο πάνω ποσό των 80.000

δρχ. την εκ 5.000 δρχ. συνεισφορά της πρώτης αναιρεσίβλητης, μητέρας της.

5. Από τη διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων

189, 192 του Εμπ. Ν. και 11 παρ. 1 του Ν. 489/1976, προκύπτει ότι μεταξύ

ασφαλιστή και ασφαλισμένου, μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ότι αποκλείεται η

κάλυψη από τον ασφαλιστή των ζημιών που προκαλούνται από την κυκλοφορία του

αυτοκινήτου, όταν η ζημιά προξενείται από οδηγό που τελεί σε κατάσταση μέθης. Η

συνομολόγηση του όρου αυτού, δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή από την υποχρέωση

να αποζημιώσει το ζημιωθέντα τρίτο, παρέχει όμως σ' αυτόν το δικαίωμα να

εναγάγει τον ασφαλισμένο, τον οδηγό και αυτόν που τον έχει προστήσει στην

οδήγηση του αυτοκινήτου και να ζητήσει από αυτούς ότι κατέβαλε στο ζημιωθέντα

τρίτο για την αποκατάσταση της ζημιάς του. Η εν λόγω συνομολόγηση μπορεί ,και

πρέπει, πρωτίστως να γίνεται με την ενσωμάτωση του εν λόγω όρου ,στο κύριο σώμα

της σύμβασης ασφάλισης ή να επισυνάπτεται ως παράρτημα αυτής , αρκεί όμως και η

παραπομπή της σύμβασης ασφάλισης στους όρους της υπ΄αριθμό Κ4/585/5-4-1978

απόφασης του Υπουργού Εμπορίου, ή και μόνο στον αριθμό 795/8-4-1978 ΦΕΚ τ.ΑΕ

και ΕΠΕ που δημοσιεύτηκε αυτή η απόφαση, αφού στο άρθρο 25 παρ. 8, της εν λόγω

απόφασης, ρητά ορίζεται ότι «αποκλείονται της ασφαλίσεως ζημιές που

προκαλούνται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου όταν η ζημιά προξενείται από

οδηγό που τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος». Στην προκείμενη περίπτωση,

απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση παρεμπίπτουσα αγωγή της αναιρεσείουσας στρεφόμενη κατά του υπαίτιου οδηγού δευτέρου των αναιρεσιβλήτων Α. Τ. με την

οποία αυτή ζητούσε να της καταβληθεί από τον τελευταίο, ότι η ίδια θα

υποχρεωθεί να καταβάλει στους παθόντες από τροχαίο ατύχημα τρίτους. Για να

αιτιολογήσει την κρίση του αυτή το δικαστήριο αποφάνθηκε , ότι« το τροχαίο

ατύχημα δεν υπήρξε απότοκο της κατανάλωσης από μέρους του εν λόγω οδηγού, της

συγκεκριμένης ποσότητας αλκοόλης (1,31%ο) αλλά οφείλεται στην αμελή και μη

συνετή οδήγηση του, προς ενίσχυση δε της απόφασης του αυτής αναφέρει, ότι δεν

υπάρχει σχετική κατάθεση που να μαρτυρεί ότι ο οδηγός έδειχνε σημεία μέθης,

ούτε ότι οι κινήσεις του δεν ήταν φυσιολογικές». Με αυτά που δέχθηκε το

εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του ελλιπείς και εν μέρει αντιφατικές αιτιολογίες, όπως ειδικότερα αναφέρεται ανωτέρω κατά την ανάπτυξη του δεύτερου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως (&3) και παραβίασε εντεύθεν εκ πλαγίου, τις διατάξεις των άρθρ. 361 ν, 489/1976 και το άρθρ. 25 περ. 8 της πιο πάνω υπ΄αρίθ. Κ4/585/5.4.1978 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου, την οποία, όπως δεν

αμφισβητείται, αποδέχθηκε ο ασφαλισμένος και στην οποία ρητά ορίζεται, ότι δεν καλύπτονται οι ζημίες που προξένησε ο οδηγός του αυτοκινήτου που τελεί υπό την

επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών. Πρέπει, επομένως, κατά το βάσιμο περί

αυτού πρώτο από το άρθρο 559 αρίθ.19 ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, να

αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω

εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συντεθεί από άλλους δικαστές.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά το μέρος που αυτή στρέφεται

κατά του τρίτου των αναιρεσιβλήτων Ι. Μ.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του εν λόγω αναιρεσιβλήτου,

το ύψος της οποίας ορίζει σε χίλια εκατό εβδομήντα ( 1.170 Ευρώ

Αναιρεί κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό, ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους,

την υπ΄αρίθ.431 /2003 απόφαση του Εφετείου Θράκης

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε η

προσβαλλόμενη απόφαση, στο ίδιο εφετείο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές και

Καταδικάζει τους εν λόγω αναιρεσίβλητους από κοινού στη δικαστική δαπάνη της

αναιρεσείουσας, το ύψος της οποίας ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1500 ) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2005. Και

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στην Αθήνα, στις 15 Απριλίου

2005.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ