ΑΠ Ολ. 6/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προστασία καταναλωτή - Γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ) - Καταχρηστικότητα ΓΟΣ - Ακυροι ΓΟΣ - Ασφαλιστήριο κατά πυρός - Εναρξη οφειλής τόκων υπερημερίας -.

 

Ακυρη, ως καταχρηστική, η ρήτρα που περιέχεται στους γενικούς όρους ασφαλιστηρίου κατά ζημιών (πυρός), σύμφωνα με την οποία ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται να καταβάλει τόκους προ της παρόδου μηνός από την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης που τον υποχρεώνει στην καταβολή του ασφαλίσματος. Η ως άνω ρήτρα που περιέχεται σε γενικούς όρους συναλλαγών και μάλιστα ασφαλιστηρίου κατά πυρός, οι οποίοι έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων χωρίς να προηγηθεί ατομική διαπραγμάτευση, κατά κανόνα δε και χωρίς γνώση ή κατανόηση του περιεχομένου τους από τον ασφαλισμένο, που είναι το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη και βρίσκεται σε μειονεκτικότερη διαπραγματευτική θέση, προκαλεί σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας. Κατά μείζονα λόγο είναι καταχρηστική η τυχόν προβλεπόμενη σε γενικούς όρους συναλλαγών ρήτρα για πλήρη απαλλαγή του ασφαλιστή από τους τόκους υπερημερίας. Υποχρεώνεται η ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο χρηματικό ποσό με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που οχλήθηκε.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Αριθμός 6/2006

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπροέδρους, Ιωάννη Δαβίλλα, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο Φιλητά - Περίδη - Εισηγητή, Αθανάσιο Μπρίλλη, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Γεώργιο Καράμπελα, Δημήτριο Δαλιάνη, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Εμμανουήλ Καλούδη, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θεμέλη και Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 15 Δεκεμβρίου 2005, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου  Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη για να δικάσει μεταξύ:

Της καλούσας - αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΥΡΩΣΤΑΡ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΖΗΜΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Πέτρο Κασιμάτη και Γεώργιο Πέτσα, εκ των οποίων ο πρώτος διόρισε στο ακροατήριο ως πληρεξούσιο  και τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Καλαβρό.

Του καθού η κλήση - αναιρεσιβλήτου: ΄Α. Κ. του Κ., κατοίκου Ζευγολατιού Κορινθίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κυρπόγλου, ο οποίος διόρισε στο ακροατήριο ως πληρεξούσιο και τον δικηγόρο Δημήτριο Σπυράκο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21 Οκτωβρίου 1993 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5329/1998 οριστική του ίδιου δικαστηρίου, 2359/1999 μη οριστική και 289/2000 οριστική του Εφετείου Αθηνών.  Κατά της τελευταίας απόφασης άσκησε αναίρεση ο νυν αναιρεσίβλητος και εκδόθηκε η 1519/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε εν μέρει την παραπάνω 289/2000 εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Εφετείο.  Στη συνέχεια εκδόθηκε η 8899/2002 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 29 Ιανουαρίου 2003 αίτησή της.

Στη συνέχεια εκδόθηκε η 127/2005 απόφαση του Α΄  Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, όσον αφορά τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 11 Μαΐου 2005 κλήση της ήδη αναιρεσείουσας, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.  Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν οι μεν της καλούσας -  αναιρεσείουσας  την παραδοχή των παραπεμφθέντων δευτέρου και τρίτου λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, οι δε του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη των παραπεμφθέντων δεύτερου και τρίτου λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμων.

Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νομίμως εισάγονται με την από 11-5-2005 κλήση της αναιρεσείουσας στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οι με την 127/2005 απόφασή του Α΄ Πολιτικού Τμήματος παραπεμφθέντες σ΄ αυτήν, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2β΄ Κ.Πολ.Δ., δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Ειδικότερα τίθεται το ζήτημα αν η απαλλαγή από τους τόκους υπερημερίας που προβλέπεται στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική με βάση τα κριτήρια που θεσπίζει η άνω διάταξη.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του ν.2251/ 1994 «προστασία των καταναλωτών», όπως είχε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 παρ. 24 του ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών (ΓΟΣ) δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές». Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας Οδηγίας «τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Ενόψει των ανωτέρω η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 εδαφ. α΄ του ν. 2251/1994, υπό την ισχύ της οποίας έγινε χρήση της επίμαχης ρήτρας, δεν είναι σύμφωνη με τη διαληφθείσα διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της άνω Οδηγίας και περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο του περιεχομένου στους ΓΟΣ, αφού δεν διασφαλίζει στον καταναλωτή προστασία από τις καταχρήσεις ισχύος του αντισυμβαλλόμενου μέρους. Συνεπώς η ανάγκη σύμφωνης με την άνω Οδηγία ερμηνεία του εθνικού δικαίου επιβάλλει όπως ο όρος «υπέρμετρη διατάραξη» ερμηνευθεί συσταλτικά ως «σημαντική διατάραξη» της συμβατικής ισορροπίας, όπως ακριβώς ορίζει το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας. Ήδη ο εθνικός νομοθέτης, συμμορφούμενος με την αρχή της μείζονος προστασίας του καταναλωτή που καθιερώνει το άρθρο 8 της Οδηγίας, προέβη στην απάλειψη της λέξεως «υπέρμετρη» από την προαναφερόμενη διάταξη με το άρθρο 10 παρ. 24 του ν. 2741/1999. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου κρίθηκε άκυρη, ως καταχρηστική, η ρήτρα που περιέχεται στο άρθρο 20 των γενικών όρων του αναφερόμενου ασφαλιστηρίου, που διέπει τις σχέσεις των διαδίκων από την τότε ισχύουσα μεταξύ τους σύμβαση ασφάλισης κατά ζημιών (πυρός), σύμφωνα με την οποία ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται να καταβάλει τόκους προ της παρόδου μηνός από την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης που τον υποχρεώνει στην καταβολή του ασφαλίσματος. Ειδικότερα το Εφετείο έκρινε ότι ο χρόνος αυτός, κατά τον οποίο η οφειλέτιδα μπορεί να παραλείπει υπαιτίως την εκπλήρωση της υποχρέωσής της χωρίς να υφίσταται τις νόμιμες συνέπειες μπορεί να είναι, εν όψει των συνθηκών εκδίκασης των υποθέσεων της τακτικής διαδικασίας αλλά και της δυνατότητας άσκησης ένδικων μέσων, ιδιαιτέρως μακρός. Εξάλλου αν ληφθεί υπόψη η φύση της σύμβασης ασφάλισης και ειδικότερα της ασφάλισης κατοικιών κατά πυρός, με την οποία σκοπείται η κάλυψη μιας σοβαρής και έκτακτης ανάγκης του προσώπου που δημιουργείται από αιφνίδια και μη συνήθη καταστροφή περιουσιακού στοιχείου, που έχει προορισμό την κάλυψη βιοτικής ανάγκης, η παροχή τόκων υπερημερίας έχει ιδιαίτερη σημασία. Έτσι ο περιορισμός της σχετικής υποχρεώσεως του ασφαλιστή κατά τα άνω οδηγεί σε διατάραξη και μάλιστα υπέρμετρη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του λήπτη της ασφαλίσεως ενάγοντος καταναλωτή, η περιστολή δε αυτή των δικαιωμάτων του ενάγοντος στην ένδικη σύμβαση δεν αντισταθμίζεται με άλλους όρους της σύμβασης. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο το αναφερόμενο σ΄ αυτήν χρηματικό ποσό με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που οχλήθηκε. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί προηγουμένως. Και ναι μεν είναι έγκυρη η συμφωνία, που συνάπτεται στο πλαίσιο ατομικής διαπραγμάτευσης, για έναρξη της οφειλής τόκων υπερημερίας από χρονικό σημείο μεταγενέστερο της όχλησης, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα των διατάξεων των άρθρων 340 και 345 Α.Κ., όμως η σχετική ρήτρα, όταν περιέχεται σε γενικούς όρους συναλλαγών και μάλιστα ασφαλιστηρίου κατά πυρός, οι οποίοι έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων χωρίς να προηγηθεί ατομική διαπραγμάτευση, κατά κανόνα δε και χωρίς γνώση ή κατανόηση του περιεχομένου τους από τον ασφαλισμένο, που είναι το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη και βρίσκεται σε μειονεκτικότερη διαπραγματευτική θέση, προκαλεί σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης, Κατά μείζονα λόγο είναι καταχρηστική η τυχόν προβλεπόμενη σε γενικούς όρους συναλλαγών ρήτρα για πλήρη απαλλαγή του ασφαλιστή από τους τόκους υπερημερίας. Επομένως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια και υποστηρίζοντες τα αντίθετα δεύτερος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., καθώς και ο τρίτος λόγος της από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, αφού η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες στο ανωτέρω ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως.  Μετά ταύτα, εφόσον οι λοιποί λόγοι της αναιρέσεως έχουν ήδη απορριφθεί με την παραπεμπτική απόφαση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου για όλη την αναιρετική δίκη (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 29 Ιανουαρίου 2003, αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΥΡΩΣΤΑΡ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΖΗΜΙΩΝ»,  για αναίρεση της  8.899/2002 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη  δικαστική  δαπάνη  του   αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα  στις  23  Φεβρουαρίου  2006.

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του  στις  2  Μαρτίου  2006.