ΑΠ 677/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Διευθυντικό δικαίωμα - Καταχρηστική απόλυση -.

 

Η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί άσκηση δικαιώματος και υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε. Τέτοια όμως υπέρβαση δεν υπάρχει εκ \μόνου του λόγου ότι ο εργοδότης απολύει τον μισθωτό χωρίς άλλο αποχρώντα λόγο, αλλά μόνον για να προσλάβει στην θέση του έτερο, με μικρότερες αποδοχές. Απαιτείται στην περίπτωση αυτή η συνδρομή και άλλων περιστάσεων, οι οποίες σε συνδυασμό με το άνω γεγονός να θεμελιώνουν, ως προς την καταγγελία, προφανή υπέρβαση των άνω ορίων.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 677/2004

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

    B2' Πολιτικό Τμήμα

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Αρχοντή Ντόβα Αντιπρόεδρο, Χρήστο Μπαλντά, Σπυρίδωνα Κολυβά, Δημήτριο Λοβέρδο και Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Αρεοπαγίτες.

   Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Απριλίου 2004, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τζιώτη, για να δικάσει μεταξύ:

   Της αναιρεσείουσας : Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «Ε. Ε. Μ. Α. » η οποία εδρεύει στο Π. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και στην παρούσα δίκη

εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πετρόπουλο.

   Των αναιρεσίβλητων : 1) Α. Α., 2) Μ. Α., 3) Ε. Γ., 4) Ι. Κ., 5) Ε. Κ., 6) Ό. Λ., 7) Μ. Σ., 8) Α. Τ., κατοίκων Χαλκίδας-Ευβοίας, εκ των οποίων οι, 2η και 7η παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Α. Τάρτη, οι, 4ος, 5ος και 8η εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο και οι 1η, 3ος και 6η δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15 Απριλίου 2000 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 432/2001 του ίδιου Δικαστηρίου και 40/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26 Μαϊου 2003 αίτησή της και τους από 11 Ιουνίου 2003 πρόσθετους λόγους της.

   Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, και ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρήστος Μπαλντάς, διάβασε την από 2 Απριλίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της προσβαλλόμενης.

   Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και των πρόσθετων λόγων. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων που παραστάθηκαν και εκπροσωπήθηκαν ζήτησε την απόρριψή τους και την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση 2957Γ', 2958Γ', 2955Γ', 2956Γ', 2951Γ' και 2952Γ'/17.9.2003 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκίδος Βασ. Καράπα, αντίγραφο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων μετά κλήσεως προς εμφάνιση και συζήτησή τους κατά την προκειμένη νομίμως ορισθείσα δικάσιμο, νομίμως και εμπροθέσμως επιδόθηκε σε καθένα από τους πρώτη, τρίτο και έκτη των αναιρεσιβλήτων, που δεν εμφανίστηκαν.

    Πρέπει συνεπώς να χωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν αυτοί παρόντες.

   Η κατά το άρθρο 669 ΑΚ καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι' αυτό η έλλειψη γι' αυτή αιτίας ή η αναλήθεια τυχόν εκ περισσού επικληθείσης δεν την καθιστά άκυρη. Αποτελεί όμως άσκηση δικαιώματος και κατά συνέπεια υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρ. 174, 180 ΑΚ). Τέτοια όμως υπέρβαση δεν υπάρχει εκ μόνου του λόγου ότι ο εργοδότης απολύει τον μισθωτό χωρίς άλλο αποχρώντα λόγο, αλλά μόνον για να προσλάβει στην θέση του έτερο, με μικρότερες αποδοχές. Απαιτείται στην περίπτωση αυτή η συνδρομή και άλλων περιστάσεων, οι οποίες σε συνδυασμό με το άνω γεγονός να θεμελιώνουν, ως προς την καταγγελία, προφανή υπέρβαση των άνω ορίων. Το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, ή οποία διατηρεί και εκμεταλλεύεται εργοστάσιο παραγωγής μπισκότων προσέλαβε τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους με συμβάσεις μισθώσεως εξηρτημένης εργασίας, κατά την για τον καθένα αναφερομένη χρονολογία, ως εργάτες παραγωγής. Αυτοί προσέφεραν την εργασία τους μέχρι της 31-1-2000, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας και τους κατέβαλε την νόμιμη αποζημίωση. Ότι η εναγομένη το Δεκέμβριο 1999 τοποθέτησε και λειτούργησε νέα γραμμή παραγωγής γεμιστών μπισκότων, με σύγχρονα μηχανήματα. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας των εναγόντων αποδεικνύεται ότι δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την τοποθέτηση και λειτουργία στο εργοστάσιο της νέας αυτής γραμμής γεμιστών μπισκότων με σύγχρονα μηχανήματα, δεδομένου ότι, ενώ οι ενάγοντες αρνούνται με επιμονή τον αιτιώδη αυτό σύνδεσμο, η εναγομένη ούτε στην επιθεώρηση εργασίας Ν. Ευβοίας, όπου οι ενάγοντες προσέφυγαν καταγγέλλοντας τις απολύσεις τους άκυρες ως καταχρηστικές, ούτε στο πλαίσιο της προκειμένης δίκης προσδιορίζει συγκεκριμένα το γιατί η απόλυση των εναγόντων κατέστη αναγκαία εξαιτίας της τοποθέτησης και λειτουργίας ως άνω στο εργοστάσιο της νέας γραμμής γεμιστών μπισκότων με σύγχρονα μηχανήματα και συγκεκριμένα ποία παλαιά μηχανήματα αντικαταστάθηκαν με σύγχρονα και ποια συγκεκριμένα είναι τα τελευταία, ποιοι και πόσοι εργάζονταν στα παλαιά μηχανήματα και ποιοι και πόσοι εργάζονται στα νέα (σύγχρονα) μηχανήματα και γιατί μειώθηκαν οι θέσεις εργασίας κατά 15 με την τοποθέτηση και λειτουργία των νέων ως άνω (σύγχρονων) μηχανημάτων και μάλιστα το εάν στα παλαιά μηχανήματα εργάζονταν και οι ενάγοντες, ώστε να μπορεί να θεμελιωθεί ότι η καταγγελία των εναγόντων τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την τοποθέτηση και λειτουργία στο εργοστάσιο της νέας ως άνω γραμμής γεμιστών μπισκότων με σύγχρονα μηχανήματα, αλλά (η εναγομένη) στην Επιθεώρηση Εργασίας Ν. Ευβοίας της 16-2-2000 όλως γενικά δια του εκπροσώπου της δήλωσε «ότι στα πλαίσια της διαρκούς αναδιάρθρωσης της οργανωτικής δομής της εταιρίας διαπιστώθηκε πλεόνασμα προσωπικού και απολύθηκαν 5 εργαζόμενοι τον Ιανουάριο και 6 εργαζόμενοι τον Φεβρουάριο 2000. Έγιναν (οι απολύσεις) στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος της επιχείρησης και δεν υπήρξε παραβίαση κάποιου νόμου», ενώ στο πλαίσιο της προκείμενης δίκης δεν προσκομίζει πάντως με νόμιμη επίκληση αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία να αποδεικνύεται ο προεκτιθέμενος ισχυρισμός της. Συμπορεύεται και το ότι η εναγομένη μέχρι και το μήνα Νοέμβριο του 1999, όπως οι ενάγοντες τόσο με την αγωγή τους όσο και με τις προτάσεις τους ισχυρίζονται και αυτή (εναγομένη) ειδικά δεν αμφισβητεί (βλ. άρθρο 261 ΚΠολΔ), απασχολούσε ως εργάτες παραγωγής, πέραν του τακτικού προσωπικού, το οποίο αποτελούσαν 223 εργαζόμενοι μεταξύ των οποίων ήταν και οι ενάγοντες, και άλλους 140 εργαζόμενους ως έκτακτο προσωπικό, ενώ και αμέσως μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας των εναγόντων προσέλαβε με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και άλλα 40 και πλέον άτομα ως εργάτες παραγωγής, πράγμα το οποίο καταδεικνύει ότι και μετά την τοποθέτηση και λειτουργία ως άνω στο εργοστάσιο της νέας ως άνω γραμμής γεμιστών μπισκότων με σύγχρονα μηχανήματα δεν υπήρξε εξαιτίας της τοποθέτησής της αυτής και λειτουργίας της μείωση εργασιών για το τακτικό προσωπικό της εναγομένης (στο οποίο κατά τα άνω ήταν και οι ενάγοντες), όπως αυτή (εναγομένη) αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται.

   Επίσης ότι δεν αποδείχθηκε ότι τάχα οι ενάγοντες απολύθηκαν για μειωμένη αποδοτικότητα στην παροχή της εργασίας τους. Έκρινε δε ότι η εναγομένη κατήγγειλε προσχηματικά τη σύμβαση εργασίας των εναγόντων για δήθεν μείωση εργασιών εξαιτίας της τοποθετήσεως και λειτουργίας της νέας άνω γραμμής παραγωγής, τοις πράγμασι δε για προσλάβει αντ' αυτών έκτακτο προσωπικό με μειωμένο ημερομίσθιο και ότι εκ τούτου η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας είναι καταχρηστική και εντεύθεν αυτή (καταγγελία) άκυρη. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παρεβίασε ευθέως τον ουσιαστικού δικαίου κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, αφού αρκέσθηκε δια τον χαρακτηρισμό της καταγγελίας ως καταχρηστικής και εντεύθεν ακύρου εις μόνον το δεκτόν από αυτό γεγονός ότι δεν συνέτρεχεν ως αποχρών λόγος της καταγγελίας η οικονομοτεχνική αναδιοργάνωση της αναιρεσειούσης και αυτή έλαβε χώρα τοις πράγμασι προς πρόσληψη άλλου προσωπικού (εκτάκτου) με μικρότερες αποδοχές, χωρίς και να δεχθεί ότι συνέτρεχαν και άλλες εν προκειμένω περιστάσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με το άνω δεκτό γενόμενο, να καθιστούν την καταγγελία καταχρηστική, όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τον πρώτο, κατά το σχετικό μέρος του, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναιρέσεως, όπως συμπληρώνεται από τους προσθέτους. Πρέπει συνεπώς ν' αναιρεθεί η προσβαλλομένη και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί την 40/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας).

   Παραπέμπει την υπόθεση προς εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα

συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.

   Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στην δικαστική δαπάνη της αναιρεσειούσης, την

οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1300) Ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαΐου 2004. Και

   Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 25 Μαΐου 2004.