ΑΠ 578/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Τράπεζες - Σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό - Ανατοκισμός - Ρύθμιση εκτοκισμού των οφειλόμενων στις τράπεζες τόκων - Ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας - Διατάγματα εκτελεστικά και με νομοθετική εξουσιοδότηση - Συνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Με την απόφαση 289/20-10-1980 της ΝΕ θεσπίστηκε, προκειμένου περί των τραπεζικών συναλλαγών, εξαίρεση ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ, 110 και 111 παρ. 2 Εισ ΝΑΚ, για τον ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων. Σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή παρασχέθηκε στις Τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια να εκτοκίζουν, ήτοι να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεώς τους χωρίς τους «περιορισμούς» των πιο πάνω διατάξεων του ΑΚ και του Εισαγωγικού του νόμου. Για τον κατά την εξαίρεση όμως αυτή ανατοκισμό απαιτείται ρητή συμφωνία από τα μέρη και δεν αρκεί μονομερής δήλωση από την Τράπεζα. Επί αλληλόχρεου λογαριασμού, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής. Η προαναφερόμενη νομοθετική εξουσιοδότηση προς τη ΝΕ δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος αφενός, διότι η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη, αναφερόμενη στον εκτοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, είναι συγκεκριμένη και σαφώς οριοθετημένη και επομένως ειδική και αφετέρου, διότι ναι μεν η Νομισματική Επιτροπή είναι, εκτός από τους Υπουργούς, άλλο όργανο της διοικήσεως, πλην όμως η ρύθμιση αυτή, η οποία φορά δάνεια ή πιστώσεις που χορηγούν οι Τράπεζες, είναι ειδικότερη στη γενική ρύθμιση του ανατοκισμού που προβλέπεται από τα άρθρα 296 του ΑΚ και 110-112 του ΕισΝΑΚ, αλλά και σε σχέση με την άσκηση της πιστωτικής λειτουργίας, η οποία ρυθμίζεται από το ν.δ 588/1948, ενώ (η νομοθετική εξουσιοδότηση) επιπλέον δεν περιλαμβάνει και απαγορευόμενη από το Σύνταγμα υπεξουσιοδότηση. Επίσης, η κατά τον πιο πάνω τρόπο ρύθμιση του ανατοκισμού των απαιτήσεων των τραπεζών δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι ναι μεν ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει σε συμβατικές σχέσεις και να τις τροποποιεί, αυξάνοντας ή μειώνοντας αναλόγως ή καταργώντας δικαιώματα και υποχρεώσεις, μπορεί όμως να εισάγει περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία, όταν τούτο γίνεται χάριν της εθνικής οικονομίας, μέσα στους σκοπούς της οποίας είναι και η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, αφού οι τραπεζικές ανώνυμες εταιρίας της χώρας συγκεντρώνουν τη λαϊκή αποταμίευση και πιστοδοτούν επενδύσεις χάριν της εθνικής οικονομίας και έτσι η παραπάνω ρύθμιση του εκτοκισμού των οφειλόμενων στις τράπεζες τόκων, η οποία αποβλέπει στην κάλυψη του αντίστοιχού εκτοκισμού των τόκων που οι τράπεζες οφείλουν στους καταθέτες τους και λοιπούς δανειστές τους, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 578/2006

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   Α' ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Βασίλειο Ρήγα και Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αρεοπαγίτες.

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2006, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ :

   Του αναιρεσείοντος : Π. Μ. του Ι., κατοίκου Νάξου, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σεραφείμ Αναστασάκο.

   Της αναιρεσίβλητης : Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Τσικρικά.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-4-1997 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 52/1998 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 249/2000 μη οριστική, 53/2004 οριστική του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά ο αναιρεσείων με την από 3 Ιουνίου 2004 αίτησή του.

   Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κανελλόπουλος ανέγνωσε την από 3 Φεβρουαρίου 2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 1083/1980 «περί αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων», όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 12 παρ. 5β του ν. 2601/1998 που ισχύει από 15-4-1998 ( άρθρο 20 αυτού), η Νομισματική Επιτροπή (ΝΕ) με αποφάσεις της δύναται να επιτρέπει τον εκτοκισμό των οφειλόμενων τόκων στα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα χωρίς οποιοδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση στη Ν. Ε, υπό τον έλεγχο και τη ρυθμιστική εξουσία της οποίας είχε τεθεί το όλο πλέγμα των τραπεζικών επιτοκίων, να επιτρέπει με αποφάσεις της τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα, χωρίς κανένα χρονικό ή άλλο περιορισμό. Με βάση τη νομοθετική αυτή εξουσιοδότηση εκδόθηκε η απόφαση 289/20-10-1980 της ΝΕ, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος Α' 269/27-11-1980) και είχε ισχύ νόμου, με την οποία η Ν.Ε. αποφάσισε ότι «ο εκτοκισμός των οφειλομένων εις τας Τράπεζας και τους λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς εν καθυστερήσει τόκων δύναται να γίνεται από της πρώτης ημέρας καθυστερήσεως άνευ οιουδήποτε χρονικού περιορισμού». Με την απόφαση αυτή, η οποία ίσχυσε από τις 8-12-1980 έως τις 15-4-1998, θεσπίστηκε, προκειμένου περί των τραπεζικών συναλλαγών, εξαίρεση ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ, 110 και 111 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, για τον ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων. Σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή παρασχέθηκε στις Τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια, στο πλαίσιο του επιτρεπτικού κανόνα δικαίου που θέτει η ανωτέρω διάταξη, να εκτοκίζουν, ήτοι, κατά τον χρησιμοποιούμενο αυτό οικονομικό όρο, να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεώς τους χωρίς τους «περιορισμούς» των πιο πάνω διατάξεων του ΑΚ και του Εισαγωγικού του νόμου. Για τον κατά την εξαίρεση όμως αυτή ανατοκισμό απαιτείται ρητή συμφωνία από τα μέρη και δεν αρκεί μονομερής δήλωση από την Τράπεζα (ΟλΑΠ 8 και 9/1998). Από τα ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι επί αλληλοχρέου, κατά το άρθρο 112 παρ. 1 ΕισΝΑΚ, λογαριασμού, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής (άρθρο 631 ΚΠολΔ), διότι το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της τράπεζας, δεν χάνει με την έκδοση της απόφασης ή του τίτλου το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις Τράπεζες τόκων εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν καμμία διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού που για οποιοδήποτε λόγο έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος (ΑΠ 938/2002,ΑΠ 1782/2001). Η προαναφερόμενη νομοθετική εξουσιοδότηση προς τη ΝΕ δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος που ορίζουν ότι «ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της» (εδ.1) και ότι «εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό» (εδ.2), αφενός, διότι η πιο πάνω εξουσιοδοτική διάταξη του ν. 1083/1980, αναφερόμενη στον εκτοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, είναι συγκεκριμένη και σαφώς οριοθετημένη και επομένως ειδική και αφετέρου, διότι ναι μεν η Νομισματική Επιτροπή είναι, εκτός από τους Υπουργούς, άλλο όργανο της διοικήσεως, πλην όμως η ρύθμιση αυτή, η οποία φορά δάνεια ή πιστώσεις που χορηγούν οι Τράπεζες, είναι ειδικότερη στη γενική ρύθμιση του ανατοκισμού που προβλέπεται από τα άρθρα 296 του ΑΚ και 110-112 του Εισ.ΝΑΚ, αλλά και σε σχέση με την άσκηση της πιστωτικής λειτουργίας, η οποία ρυθμίζεται από το ν.δ. 588/1948 (πρβλ Στ Ε 2193/82), ενώ (η νομοθετική εξουσιοδότηση) επιπλέον δεν περιλαμβάνει και απαγορευόμενη από το Σύνταγμα υπεξουσιοδότηση. Επίσης, η κατά τον πιο πάνω τρόπο ρύθμιση του ανατοκισμού των απαιτήσεων των τραπεζών δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», διότι ναι μεν ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει σε συμβατικές σχέσεις και να τις τροποποιεί, αυξάνοντας ή μειώνοντας αναλόγως ή καταργώντας δικαιώματα και υποχρεώσεις, μπορεί όμως να εισάγει περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία, όταν τούτο γίνεται χάριν της εθνικής οικονομίας, μέσα στους σκοπούς της οποίας είναι και η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, αφού οι τραπεζικές ανώνυμες εταιρίας της χώρας συγκεντρώνουν τη λαϊκή αποταμίευση και πιστοδοτούν επενδύσεις χάριν της εθνικής οικονομίας (πρβλ. ΑΠ 1109/2003) και έτσι η παραπάνω ρύθμιση του εκτοκισμού των οφειλόμενων στις τράπεζες τόκων, η οποία αποβλέπει, όπως αναφέρεται στο εδάφιο β' της επίμαχης απόφασης της Νομισματικής Επιτροπής, στην κάλυψη του αντίστοιχού εκτοκισμού των τόκων που οι τράπεζες οφείλουν στους καταθέτες τους και λοιπούς δανειστές τους, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με την ένδικη από 10-4-1997 αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι με την εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα συνήψε τη με αριθμό 1867/9-8-1991 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, βάσει της οποίας η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να του χορηγήσει πίστωση μέχρι το ποσό των 6.500.000 δρχ., ότι με τη σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε, μεταξύ των άλλων, ο ανά τρίμηνο ανατοκισμός των οφειλόμενων τόκων σύμφωνα με την απόφαση 289/1980 της Νομισματικής Επιτροπής, ότι σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης η εναγομένη του χορήγησε πίστωση ποσού 6.500.000 δρχ., ότι στις 9-3-1994 η εναγομένη έκλεισε οριστικά το λογαριασμό που είχε ανοιχθεί για την εξυπηρέτηση της πίστωσης, ενώ στη συνέχεια εκδόθηκε, ύστερα από αίτησή της, η 3/1994 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου, με την οποία αυτός υποχρεώθηκε να της καταβάλει, για την παραπάνω αιτία, το ποσό των 10.439.184, δρχ, με το συμβατικό τόκο υπερημερίας από 10-3-1994, ότι η απαίτηση αυτή της εναγομένης υπολογίστηκε σύμφωνα με τη σύμβαση και τη 289/1980 απόφαση της ΝΕ και περιέχει τόκους που προήλθαν από τρίμηνο ανατοκισμό, ότι όμως η εν λόγω απόφαση της ΝΕ, υποστηρίζει ο ενάγων, δεν έπρεπε να εφαρμοστεί, διότι αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος, και πάντως δεν ήταν εφαρμοστέα για τους τόκους που οφείλονται για το μετά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα από το χρόνο που η απαίτηση της τράπεζας εξοπλίστηκε με διαταγή πληρωμής και ότι βάσει όλων αυτών ( ισχυρίζεται ο ενάγων) και σύμφωνα με τους περιεχόμενους στην αγωγή του υπολογισμούς, η απαίτηση της εναγομένης από τον επίμαχο λογαριασμό ανερχόταν συνολικά, κατά το χρόνο που αυτός έκλεισε, σε 8.091.742 δρχ. (5.195.000 κεφάλαιο και 2.896.742 τόκοι και ΕΦΤΕ) και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής σε 14.157.062 δρχ. (5.195.000 κεφάλαιο και 8.962.062 τόκοι και ΕΦΤΕ). Με βάση το παραπάνω ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί δικαστικώς ότι η οφειλή του προς την εναγομένη, για την προαναφερόμενη αιτία, ανερχόταν κατά τα δύο πιο πάνω χρονικά σημεία στα προμνημονευόμενα, αντιστοίχως, ποσά και όχι στα αξιούμενα από την εναγομένη μεγαλύτερα. Με το περιεχόμενο αυτό, είπε το Εφετείο, η αγωγή δεν είναι νόμιμη, διότι α)η απόφαση 289/1980 της ΝΕ δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και β)εφόσον, όπως εκτίθεται στην αγωγή, είχε ρητώς συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ο ανά τρίμηνο ανατοκισμός των οφειλόμενων τόκων, η εναγομένη δικαιούται να αξιώνει τόκους τόκων, σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων, τόσο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης, όσο και για το χρόνο, μετά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά, περαιτέρω, και για το χρόνο μετά την έκδοση της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής και με τις σκέψεις αυτές απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η αγωγή ομοίως είχε απορριφθεί ως μη νόμιμη. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε καμμία από τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αφού, ειδικότερα, οι πιο πάνω διατάξεις του ν. 1083/1980 και της 289/1980 απόφασης της ΝΕ, βάσει των οποίων κρίθηκε ως μη νόμιμη η αγωγή, πλήρως συμπορεύονται προς τα άρθρα 5 παρ. 1 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος, περαιτέρω δε, ορθώς, κατά τα εκτιθέμενα επίσης στη μείζονα σκέψη, εφάρμοσε τις εν λόγω διατάξεις και για το μετά την έκδοση της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής χρονικό διάστημα. Επομένως, ο πρώτος, ως προς το τμήμα του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ και ως προς τις αντίστοιχες αιτιάσεις και ο τρίτος, επίσης από τον αριθμό1 του ίδιου άρθρου, αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.

   ΙΙ. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α)για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β)για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ)για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Το γεγονός εξάλλου ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, διότι στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, όμως λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να ιδρυθεί αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νομίμως από το διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με το δεύτερο, κατά το τμήμα του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., λόγο αναιρέσεως και με τον πρώτο, κατά το υπόλοιπο τμήμα του από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, λόγο αναιρέσεως, προβάλλει τις αιτιάσεις, όπως εκτιμώνται οι λόγοι αυτοί, ότι το Εφετείο με το να δεχτεί ότι «ο εφαρμοσθείς ανατοκισμός τόκων υπερημερίας από την αναιρεσίβλητη τράπεζα είναι νόμιμος», παραβίασε, με το να μην τις εφαρμόσει, τις διατάξεις των άρθρων 281, 197, 200, 288 και 142 ΑΚ που διαλαμβάνουν για την καταχρηστική ενάσκηση του δικαιώματος, για το ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται και εκπληρώνονται όπως απαιτεί η καλή πίστη και για το ότι κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ενώ αυτός, αναφορικά με τη μη εφαρμογή του άρθρου 142 ΑΚ, αν γνώριζε, όταν συνήφθη η δανειακή σύμβαση, «ότι θα σημειωνόταν σε βάρος του οι παράνομες και αυθαίρετες επιβαρύνσεις των «πανωτοκίων» δεν θα προέβαινε στη σύναψη αυτή». Όμως, όπως προκύπτει από την εκτίμηση του περιεχομένου της ένδικης αγωγής, στην οποία ο Αρειος Πάγος  επιτρεπτώς προβαίνει για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), αντίστοιχοι προς τις πιο πάνω διατάξεις ισχυρισμοί δεν περιέχονται σ αυτήν. Επομένως οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, είναι απαράδεκτοι, ενώ, κατά ένα μέρος στηρίζονται και σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο δεν δέχτηκε κενό ή ασάφεια της επίμαχης σύμβασης, ώστε να παραστεί ανάγκη να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες.

   ΙΙΙ. Με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος προτάσεως του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου που εφάρμοσε. Έτσι παρέπεται, ότι δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο της ουσίας έχει απορρίψει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας ως μη νόμιμη (Ολ.ΑΠ 44/90). Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, κατά το τμήμα τους από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις, ότι το Εφετείο με αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες έκρινε  την αγωγή ως μη νόμιμη, είναι προεχόντως απαράδεκτοι.

   IV. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Απορρίπτει την από 3 Ιουνίου 2004 αίτηση του Π. Ι. Μ., για αναίρεση της 53/2004 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου. Και

   Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2006.

   Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2006.