ΑΠ 517/2003

 

Γιατροί ΙΚΑ - Ειδική σύμβαση εργασίας - Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας - Παραγραφή αξίωσης αποδοχών - Παραγραφή πενταετής - Εναρξη παραγραφής -.

 

γιατροί που προσλαμβάνονται στο ΙΚΑ μετά την ισχύ του Ν. 2150/1993 την 16-6-1993 και δεν υπόκεινται στις εξαιρέσεις των παραγράφων 3 και 4 παρ. β του άρθρου 18 του ίδιου νόμου, καθώς και εκείνοι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ κατά την έναρξη εφαρμογής του ίδιου νόμου, συνδεόμενοι με αυτό με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση του Ν.Δ. 1204/1972, οι οποίοι εξομοιώθηκαν μισθολογικά με τους μονίμους θεραπευτές γιατρούς αυτού, συνδέονται με το ΙΚΑ με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Οι εκ καθυστερουμένων αποδοχών απαιτήσεις των υπαλλήλων ΙΚΑ κατ' αυτού, παραγράφονται μετά πενταετία, η οποία αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΑΡΙΘΜΟΣ 517/2003

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   Β1' ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ευάγγελο Περλίγκα, Αντιπρόεδρο, Δημήτριο Παπαμήτσο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Ιωάννη Δαβιλλα και Πολύκαρπο Βούλγαρη, Αρεοπαγίτες.

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, την 21 Ιανουαρίου 2003, με την παρουσία και της Γραμματέως Ευθυμίας Μαντζάνα, για να δικάσει μεταξύ :

   Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΙΚΑ) ΝΠΔΔ, το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια του Κουήν Χουρμουζιάν, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

   Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ.Σ. του Γ., κατοίκου Χορτιάτη Θεσσαλονίκης, 2) Φ.Χ. του Π., 3) Χ.Κ. του Δ. και 4) Ν.Α. του Σ., κατοίκων Θεσσαλονίκης, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κοτζαμανίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

   Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 23 Δεκεμβρίου 1998 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 27055/1999 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 1566/2000 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρέσεων, με την από 23 Σεπτεμβρίου 2000 αίτηση του.

   Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Πολύκαρπος Βούλγαρης ανέγνωσε την από 14 Μαρτίου 2002 έκθεση, του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού, Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Γεωργακόπουλου, με την οποία εισηγήθηκε ν' απορριφθούν όλοι οι λόγοι της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη των αντιδίκων στη δικαστική δαπάνη.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 9 του ν.δ. 1204/1972 "περί του τρόπου παροχής ιατρικών φροντίδων υπό του ΙΚΑ κλπ.", προκύπτει ότι οι ιατρικές φροντίδες (προληπτικές, διαγνωστικές, θεραπευτικές) που δικαιούνται κατά τη νομοθεσία του ΙΚΑ οι εις τούτα ασφαλισμένοι πραγματοποιούνται από θεράποντα ιατρό της ελεύθερης εκλογής του ασφαλισμένου από κατάλογο καταρτιζόμενο από το Ίδρυμα ο οποίος περιλαμβάνει ιατρούς που ασκούν νομίμως το επάγγελμα τους ειδικότητας παθολόγου ή γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα, ως και από ιατρούς ειδικοτήτων. Ως τέτοιοι νοούνται και οι οδοντίατροι, οι εργαστηριακοί, καθώς επίσης οι θεραπευτές ιατροί του Ιδρύματος, οι παθολόγοι γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα και παιδίατροι, μη παρέχοντες ιατρικές φροντίδες θεράποντος ιατρού υπό την έννοια των άρθρων 2-6 του αυτού ν.δ/τος. Κατά το άρθρο 5 του ως άνω ν.δ/τος η σχέση των θεραπόντων ιατρών με το ΙΚΑ, μη συνιστώσα σχέση ή σύμβαση εργασίας, διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του νόμου αυτού, δεν κωλύονται δε να παρέχουν ιατρικές φροντίδες ελευθέρως και εις πρόσωπα μη δικαιούμενα παροχών ασθενείας από το ΙΚΑ και δεν αποτελούν προσωπικό αυτού, και ο χρόνος παροχής απ' αυτούς ιατρικών φροντίδων δεν λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας ιατρού στο Ιδρυμα. Αντίθετα, κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του αυτού ν.δ/τος, οι ιατροί ειδικοτήτων και εργαστηρίων καθώς και οι κατ' άρθρο 9 αυτού ιατροί θεραπευτές παθολόγοι και παιδίατροι, συνδέονται με το ΙΚΑ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Περαιτέρω κατά το άρθρο 10 του αυτού ν.δ/τος, εφόσον οι τοπικές συνθήκες ή έτεροι σοβαροί λόγοι δεν καθιστούν δυνατή την εφαρμογή των άρθρων 2, 8 και 9 του ν.δ/τος αυτού, επιτρέπεται η σύναψη ειδικών συμβάσεων με θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων για αόριστο χρόνο με αμοιβή τούτου οριζόμενη είτε αναλόγως του αριθμού των δικαιούχων, είτε άλλως πως και δυναμένων να καταγγελθούν εκατέρωθεν οποτεδήποτε μετά μηνιαία προειδοποίηση, οι οποίες συμβάσεις, μη συνιστώσες σχέσεις ή συμβάσεις εργασίες, διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του αυτού ν.δ/τος σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτού. Εξάλλου το άρθρο 18 του ν. 2150/1993 που έχει τον ειδικότερο τίτλο "ρύθμιση μισθολογικών θεμάτων ΙΚΑ με σύμβαση κλπ." ορίζει: Στον αριθ. 1, ότι οι υπηρετούντες στο ΙΚΑ γιατροί με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου η με ειδική σύμβαση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές γιατρούς του Ιδρύματος. Ο χρόνος υπηρεσίας τους στο ΙΚΑ υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξη τους. Στην παραγρ. 2, ότι οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις πάσης φύσεως άδειες, το ωράριο εργασίας, τις τοποθετήσεις - μετακινήσεις - αποοπάσεις - μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήματα που ισχύουν για τους μονίμους γιατρούς του ΙΚΑ στο εξής θα ισχύουν και για τους γιατρούς, όπως αυτοί αναφέρονται στην παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου. Στην παραγρ. 3, ότι στις παραπάνω ρυθμίσεις δεν υπάγονται: α) οι με ειδική σύμβαση γιατροί οι οποίοι κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου β) οι με ειδική σύμβαση γιατροί των οποίων η μηνιαία αποζημίωση είναι μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές που προκύπτουν από τη ρύθμιση της παραγρ. 1 του παρόντος, εκτός αν με αίτηση τους επιλέξουν τη ρύθμιση αυτή. Για τους γιατρούς των περιπτώσεων α και β εξακολουθεί να ισχύει το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των άρθρων 5 και 10 του ν.δ. 1204/1972. Τέλος η παραγρ. 4 του αυτού άρθρου ορίζει ότι για τους προσλαμβανομένους στο εξής στο ΙΚΑ γιατρούς σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.δ. 1204/1972, θα ισχύουν οι διατάξεις των παραγρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού. Κατ' εξαίρεση σε ειδικές περιπτώσεις, όπως προσλήψεις γιατρών για κάλυψη αναγκών σε προβληματικές, άγονες και παραμεθόριες περιοχές, ή για κάλυψη αναγκών σε ειδικότητες όπου δεν υπάρχει προσφορά ενδιαφερομένων για πρόσληψη γιατρών, θα ισχύουν ως προς το εργασιακό καθεστώς και τον καθορισμό της αποζημιώσεως οι διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν.δ. 1204/1972. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι γιατροί που προσλαμβάνονται στο ΙΚΑ μετά την ισχύ του Ν. 2150/1993 την 16-6-1993 (ημερομηνία δημοσιεύσεως στο ΦΕΚ Α' 98) κατ' άρθρο 20 αυτού και δεν υπόκεινται στις εξαιρέσεις των παραγράφων 3 και 4 παρ. β του άρθρου 18 του ίδιου νόμου, καθώς και εκείνοι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ κατά την έναρξη εφαρμογής του ίδιου νόμου, συνδεόμενοι με αυτό με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του ν.δ. 1204/1972 οι οποίοι εξομοιώθηκαν μισθολογικά με τους μονίμους θεραπευτές γιατρούς αυτού (αρθ. 18 παρ, 1), συνδέονται με το ΙΚΑ με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Και τούτο διότι παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ορισμένο τόπο και χρόνο υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των οργάνων του ΙΚΑ, ο δε χρόνος υπηρεσίας τους στο Ίδρυμα αυτό υπολογίζεται για τη μισθολογική τους εξέλιξη, ο χαρακτήρας δε αυτής της συμβάσεως δεν αλλάσσει από την τυχόν ανάπτυξη κάποιας πρωτοβουλίας ως προς τον τρόπο εκτελέσεως της εργασίας τους. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο που δίκασε, όπως πρόκυπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε τα εξής: "Βάσει των από 19-6-1992, 16-10-1992, 7-8-1995 και 9-2-1996 ειδικών συμβάσεων, οι αναιρεσίβλητοι προσλήφθηκαν στο αναιρεσείον σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 ν.δ. 1204/1972 και 18 ν. 2150/1993 για αόριστο χρόνο ως γιατροί νεφρολόγοι στο Β' Νοσοκομείο ΙΚΑ Θεσ/κης "ΠΑΝΑΓΙΑ" με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των ν.δ. 1204/1972, ν. 1505/1984 και ν. 1810/1988 αποδοχές. Οι συμβάσεις καταρτίσθηκαν, αφού προηγουμένως οι αναιρεσίβλητοι προσκόμισαν πιστοποιητικό του οικείου Ιατρικού Συλλόγου ότι δεν κατέχουν άλλη έμμισθη θέση στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ. Από την κατάρτιση των άνω συμβάσεων οι αναιρεσίβλητοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους με την ειδικότητα του νεφρολόγου γιατρού στους ασφαλισμένους του Ιδρύματος του 8 Νοσοκομείου ΙΚΑ Θεσ/κης υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των αρμοδίων οργάνων του εκκαλούντος, λαμβάνοντας τις αποδοχές και έχοντας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μόνιμων γιατρών του Ιδρύματος (ωράριο, συνθήκες εργασίας κλπ.). Στη συνέχεια έκρινε ότι οι συμβάσεις αυτές, για τις οποίες δεν συντρέχουν οι εξαιρέσεις των παραγράφων 3 α και β και 4 περ. β του ν. 2150/1993 για τις οποίες το εργασιακό καθεστώς ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν.δ. 1204/1972, έχουν το χαρακτήρα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, από της 16-6-1993 ήτοι από της ισχύος του ν. 2150/1993 (χρονολογία που αφορά ειδικότερα τους προσληφθέντες προ αυτής δύο πρώτους αναιρεσίβλητους). Με την κρίση του αυτή δεν έσφαλε το Εφετείο, αλλά σωστά ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1, 2, 4 εδ. β' ν. 2150/1993 και 10 ν.δ. 1204/1972 και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα και μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση του για παράβαση των άνω κρίσιμων διατάξεων ουσιαστικού νόμου (αριθ. 1 του αρθ. 559 ΚΠολΔ) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

   Με το άρθρο μόνο του π.δ. 437/1977, εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή του ν.δ. 496/1974 "περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου", οι υπαγόμενοι στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών ασφαλιστικοί οργανισμοί, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το αναιρεσείον ΙΚΑ (αρθ. 11 Α.Ν. 1846/1951). Επομένως δεν έχουν εφαρμογή επί των κατ' αυτού απαιτήσεων οι περί παραγραφής διατάξεις του ν.δ. 496/1974, αφού η τελευταία ρυθμίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου του άρθρου 40 του ΑΝ 1846/1951 όπως ισχύει ήδη, κατά την οποία "πάσα άλλη (εκτός ορισμένων απαιτήσεων περί των οποίων δεν προκύπτουν εν προκειμένω) οιαδήποτε κατά του !ΚΑ απαίτηση παραγράφεται μετά πενταετία", συνεπώς δε και οι εκ καθυστερουμένων αποδοχών των υπαλλήλων κατ' αυτού. Η πενταετία αυτή παραγραφής αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της κατά τον κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ (Ολ. ΑΠ 158/1978 ΝοΒ 27.36). Επομένως, το Εφετείο που δέχθηκε ότι οι επίδικες αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων υπόκεινται σε πενταετή και όχι σε διετή παραγραφή ορθώς μεν κατά τούτο έκρινε, έσφαλε όμως κατά το μέρος που δέχθηκε ότι η εν λόγω παραγραφή αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο γεννήθηκαν οι επίδικες αξιώσεις και συνακόλουθα ότι δεν παραγράφησαν όλες οι εν λόγω αξιώσεις, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι οι αξιώσεις των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων οι οποίες γεννήθηκαν εντός του έτους 1993 και σε χρόνο προγενέστερο της 28-12-1998, χρόνου κατά τον οποίο επιδόθηκε η ένδικη αγωγή αυτών. Πρέπει, συνεπώς, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι κατά το μέρος που δέχθηκε ως μη παραγραφείσες τις προαναφερόμενες αξιώσεις των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδια δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές (αρθ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί εν όλω μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών, σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 22 του ν. 3693/1957 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεων" ενόψει και της ενιαίας υπεράσπισης των αναιρεσιβλήτων που ηττήθηκαν και εκείνων που ενίκησαν στην παρούσα δίκη.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί εν μέρει την 1566/2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

   Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, προς εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συντεθεί από άλλους δικαστές. Και

   Συμψηφίζει εν όλω την μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2003. Και

   Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του στις 1 Απριλίου 2003.