ΑΠ 401/2015

 

Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με Δημοτικό ΝΠΔΔ - Οδηγίες ΕΕ - Σύμβαση έργου - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου -.

 

Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ή έργου ανήκει στο δικαστήριο. Διαδικασία πρόσληψης προσωπικού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Απαγόρευση μονιμοποίησης προσωπικού και μετατροπής συμβάσεων σε αορίστου χρόνου. Περιπτώσεις κατ’ εξαίρεση μετατροπής διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70/ΕΚ με το ΠΔ 164/2004. Μουσικοί φιλαρμονικής ορχήστρας Δήμου με διαδοχικώς ανανεούμενες συμβάσεις μίσθωσης έργου. Οι ενάγοντες προσελήφθησαν μετά την έναρξη ισχύος των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 Συντ.  που απαγορεύουν τη μονιμοποίηση του προσλαμβανόμενου προσωπικού και τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου. Δεν είναι δυνατή η δικαστική εκτίμηση των συμβάσεων αυτών ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού ο εργοδότης δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου. Όταν απαγορεύεται από το νόμο η μετατροπή της εγκύρως συναπτόμενης συμβάσεως μισθώσεως έργου σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δεν είναι δυνατός και ο χαρακτηρισμός αυτής ως έγκυρης ή άκυρης σύμβασης εργασίας. H εργασία, που προσφέρεται κατά παράβαση των διατάξεων αυτών απαγορεύεται απόλυτα από το νόμο και ως τέτοια δεν δημιουργεί καμιά αξίωση αμοιβής, αφού σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι έγκυρη και ειδικότερα δεν δημιουργεί αξίωση ούτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού τέτοιος πλουτισμός δεν προκύπτει για τον εργοδότη (Δημόσιο, ΟΤΑ), ενόψει του ότι αυτός (εργοδότης) στη θέση του, παρά τις άνω διατάξεις, διατηρηθέντος προσωπικού, δεν θα προσελάμβανε άλλο, με έγκυρη σύμβαση εργασίας και δεν θα υποβαλλόταν έτσι αναγκαίως στις δαπάνες αμοιβής του (μισθούς κλπ.) με αντίστοιχη ωφέλεια, αφού μάλιστα ρητά προβλέπεται από το νόμο ότι τα καταβληθέντα στο προσωπικό αυτό που διατηρείται παράνομα, ποσά, καταλογίζονται σε βάρος των αρμοδίων για την εκκαθάριση των αποδοχών τους οργάνων. Συνακόλουθα δεν προκύπτει η υποχρεωτική πρόσληψη άλλου προσωπικού, την οποία (πρόσληψη) να κατέστησε περιττή η προσφορά των υπηρεσιών των αναιρεσιβλήτων, με αποτέλεσμα την αποφυγή της σχετικής δαπάνης από τον αναιρεσείοντα και τον εντεύθεν αδικαιολόγητο πλουτισμό του. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο της ουσίας με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου έκρινε ότι οι, παρά τις ως άνω απαγορεύσεις ενέργειες του αναιρεσείοντος Οργανισμού επαγόμενες την ακυρότητα της προσλήψεως των αναιρεσιβλήτων συνιστούν απλώς τη βασική προϋπόθεση της ελλείψεως νόμιμης αιτίας ένεκα της οποίας, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 904 ΑΚ, ο ήδη αναιρεσείων ενέχεται σε απόδοση της ωφελείας που προήλθε από την παρασχεθείσα σε αυτόν εργασία εκ της οποίας κατέστη πλουσιότερος, η οποία υπολογίζεται με βάση τα όσα θα πλήρωνε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, σε άλλους εργαζόμενους με τα ίδια προσόντα και ικανότητες και υπό τις ίδιες συνθήκες για την παροχή εργασίας και περαιτέρω επεδίκασε στους αναιρεσιβλήτους τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού.

 

 

 

Αριθμός 401/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1’ Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Νικολάου Λεοντή, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα, Χρήστο Βρυνιώτη και Γεώργιο Αναστασάκο, Αρεοπαγίτες.

 

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: Δημοτικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων", ως καθολικού διαδόχου του Δημοτικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Πολιτισμός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευγενία Δημητροπούλου και κατέθεσε προτάσεις.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1. Ν. Κ. του Ν., 2. Χ. Σ. του Χ., 3. Ο. Σ. του Π., 4. Θ. Β. του Μ., 5. Δ. Τ. του Ι., 6. Ν. Δ. του Ι., 7. Α.-Δ. Κ. του Γ., 8. Α. Μ. του Β., 9. Μ. Σ. του Α. και 10. S. P. του W., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αντωνακόπουλο και κατέθεσαν προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-2-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 732/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4153/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 29-7-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χρήστος Βρυνιώτης, ανέγνωσε την από 6-2-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι (δεύτερος και τρίτος). Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ) υπ αριθμ. 4153/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δικάζοντος ως Εφετείου), η οποία αφού δέχθηκε την έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος εξαφάνισε την εκκαλούμενη, τότε, υπ αριθ. 732/2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών και απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της, ως μη νόμιμη ενώ δέχθηκε την αγωγή αυτή των αναιρεσιβλήτων κατά την επικουρική της βάση, του αδικαιολογήτου πλουτισμού, επιδικάζοντας στους τελευταίους, τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά, ισχυριζόμενοι (οι ήδη αναιρεσίβλητοι) ότι προσλήφθηκαν από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα, με συμβάσεις μίσθωσης έργου από 8-10-2003 και μετά και ότι οι συμβάσεις αυτές και οι διαδοχικές ανανεώσεις τους χαρακτηρίστηκαν κατ επίφαση και καταχρηστικά ως συμβάσεις μίσθωσης έργου ενώ στην πραγματικότητα υπέκρυπταν ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι καθ όλο το χρονικό διάστημα ισχύος των ως άνω συμβάσεων εργασίας κάλυπταν με την εργασία τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Με βάση τα παραπάνω ζήτησαν, κυρίως από τη σύμβασης εργασίας και επικουρικώς, κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (για την περίπτωση ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης), να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει για μη καταβληθείσες αποδοχές τα αναφερόμενα ποσά. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Η σύμβαση εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, διακρίνεται από την αναφερομένη στο άρθ. 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου, επί της οποίας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, κυρίως γιατί με την σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα παρέχεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την σύμβαση μίσθωσης έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης (ΑΠ 1672/2010). Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας, και ειδικότερα ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ή έργου αποτελεί κατ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας και ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, υπό τις οποίες καταρτίσθηκε η σύμβαση, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την σύμβαση, ερμηνεύοντας το περιεχόμενο της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, και υπάγοντας αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, μη δεσμευόμενο από τον χαρακτηρισμό που έδωσαν σ αυτήν τα μέρη και ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό της από το νόμο (ΟλΑΠ 8/2011, ΟλΑΠ 19, 20/2007, 18/2006). Εξάλλου, από το άρθρο 8 §§ 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως έχει τροποποιηθεί και αυθεντικά ερμηνευθεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), το οποίο ορίζει ότι είναι άκυρη οποιαδήποτε σύμβαση που αντίκειται στο νόμο αυτόν, εκτός από την "μάλλον ευνοϊκή" για τον υπάλληλο και ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από την φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου (άρθρ. 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. της 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίσθηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, στην οποία δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία της σύμβασης και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 19/2007). Περαιτέρω: (1) Με το άρθ. 21 §§ 1 και 2 του μεταγενέστερου ν. 2190/1994 ορίσθηκε, ότι οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14§1 του αυτού νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεων θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ορίζεται, μάλιστα, στις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζομένη διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγουμένων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ άρθ. 259 ΠΚ. Σύμφωνα με το άρθ. 14 § 1 του ίδιου ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 1 του ν. 2527/1997, στις διατάξεις των κεφ. Α’ , Β’ και Γ’ του νόμου αυτού, δηλ. στο σύστημα και την διαδικασία πρόσληψης προσωπικού που καθιερώνει, υπάγονται όλοι οι φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 § 6 του ν. 1256/1982 και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, πριν την τροποποίησή του με το ν. 1892/1990, στους οποίους περιλαμβάνονται και ν.π.ι.δ. (περ. ε της ως άνω διάταξης). Μεταξύ αυτών υπάγεται και ο αναιρεσείων οργανισμός Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων, Ν.Π.Δ.Δ, ως καθολικού διαδόχου του "πολιτισμικού Οργανισμού Δήμου Αθηναίων επίσης ΝΠΔΔ". (2) Οι διατάξεις του άρθρου 103 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "§2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου". "§3. Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται". Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α’ 85/18-4-2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Έτσι, με την αναθεώρηση αυτή του άρθ. 103 του Συντάγματος η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στην Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών του (ευρύτερου) δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις και οι οποίες κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς τον σκοπό αυτόν προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18-4-2001) του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ αυτό, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με την προαναφερθείσα έννοια, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για την σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε σε κάθε περίπτωση στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του όρθρου 8 § 3 του ν. 2112/1920. (Β) Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 189 § 3 και ήδη 249 §§ 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι αυτό απευθύνονται κατ ανάγκην, όχι απ’ ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος - μέλος που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (ΟλΑΠ 31/2009, 19, 20/2007, 23/1998). Περαιτέρω, την 10-7-1999 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από την συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CEEP, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10-7- 2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη - μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας β) την μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη - μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου. Τα κράτη μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό ("όταν χρειάζεται"). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου που, ως οικονομικά ασθενέστερος, συχνά υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στη σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντί για την σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την υπ αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2-του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19-7-2004, περιέλαβε στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι (1) διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχολήσεως 18 μηνών μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση (γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός (δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση, η προϋπόθεση δε του εδ. α της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης (2) για την διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγουμένη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία (3) οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από την διαβίβαση σ αυτό των σχετικών κρίσεων. Περαιτέρω από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2112/1920 ούτε κατ επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του (Π.Δ. 81/2003 και) του Π.Δ. 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, 31/2009, ΑΠ 1577/2012), τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας ότι προσλήφθηκαν από το εναγόμενο ΝΠΔΔ, υπό της την ιδιότητά τους ως μουσικών της φιλαρμονικής ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων με συμβάσεις μίσθωση έργου και συγκεκριμένα ο 1ος στις 10-8-2009, ο 2ος την 1-8-2007, η 3η στις 8-10-2003, ο 4ος στις 11-7-2006, η 5η την 1-8-2007, ο 6ος την 1-7-2008, ο 7ος στις 3-8-2008, ο 8ος την 1-8-2007, η 9η στις 2-10-2007 και η 10η στις 8-10-2003 και ότι οι συμβάσεις αυτές και οι διαδοχικές ανανεώσεις τους χαρακτηρίσθηκαν κατ επίφαση και καταχρηστικά ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, ενώ στην πραγματικότητα υπέκρυπταν ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αορίστου χρόνου και ότι καθ όλο το χρονικό διάστημα ισχύος των ως άνω συμβάσεων εργασίας κάλυπταν με την εργασία τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Ζήτησαν δε με βάση τα παραπάνω κυρίως από τη σύμβαση εργασίας και επικουρικώς κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει τις μη καταβληθείσες δεδουλευμένες αποδοχές, δώρα εορτών, Πάσχα και Χριστουγέννων και επιδόματα αδείας, για τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, οι οποίες ανέρχονται, για μεν τους δύο πρώτους των εναγόντων, στο ποσό των 15651,50 ευρώ, για δε τους λοιπούς στο ποσό των 10.139,45 ευρώ. Με το παραπάνω περιεχόμενο η αγωγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της ως μη νόμιμη, διότι όλοι οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το εναγόμενο, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή μετά την έναρξη ισχύος των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (17-4-2001) σύμφωνα με τις οποίες απαγορεύεται η μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού και η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου. Επίσης δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών κατ ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη διαγνωστική διαδικασία ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού ο εργοδότης βάσει των ως άνω διατάξεων, δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου. Στις συμβάσεις αυτές υπό την ισχύ των παραπάνω διατάξεων δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 8 του Ν. 2112/1920, το οποίο, ούτε κατ επιταγή της οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής μέχρι την έναρξη της ισχύος του πδ 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη της ισχύος του πδ/τος αυτού. Περαιτέρω, στο άρθρο 6§1 και 6 του Ν. 2527/1997 καθορίζεται ο τρόπος και οι προϋποθέσεις για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα καθώς και τους ΟΤΑ πρώτου και δευτέρου βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών με φυσικά πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 681 ΑΚ. Από τις διατάξεις αυτές και κυρίως του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1, συνάγεται ότι η σύμβαση μισθώσεως έργου, η οποία συνάπτεται κατά το άρθρο 6 του ανωτέρω νόμου, έχει πάντοτε κατά την ανωτέρω ρητή νομοθετική επιταγή, το χαρακτήρα της μισθώσεως έργου έστω και αν ο συμβασιούχος παρέχει στην πραγματικότητα εξαρτημένη εργασία, στα πλαίσια της οποίας καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντισυμβαλλομένου του. Συνεπώς, εφόσον ο νόμος δεν επιτρέπει διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό της ανωτέρω συμβάσεως έργου, δεν είναι δυνατόν να τεθεί θέμα εκτιμήσεως αυτής ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας. Όταν, όμως, απαγορεύεται από το νόμο η μετατροπή της εγκύρως συναπτόμενης συμβάσεως με μισθώσεως έργου, σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δεν είναι δυνατός και ο χαρακτηρισμός αυτής ως έγκυρης ή άκυρης σύμβασης εργασίας, αφού δεν είναι νομικώς δυνατό η ίδια έννομη σχέση να χαρακτηρίζεται αναγκαίως (κατά νομοθετική επιταγή) ως σύμβαση μισθώσεως έργου και, παραλλήλως, να θεωρείται ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ακόμη στις διατάξεις του άρθρου 21 § 1 και 2 του ν. 2190/1994, ορίζεται ότι οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται παράγραφο 1 του άρθρου 14 του νόμου αυτού, δηλαδή και οι ΟΤΑ, μπορούν να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των διατάξεων του νόμου αυτού και ότι η διάρκεια της απασχόλησης του εν λόγω προσωπικού δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, καθώς και ότι η παράταση ή η σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή η μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες. Οι παραπάνω διατάξεις, που θέτουν τους ως άνω περιορισμούς, ως προς τη σύναψη και τη διάρκεια των εν λόγω συμβάσεων εργασίας, με ποινή ακυρότητας αυτών, χαρακτηρίζονται ως αναγκαστικού δικαίου, όπως συνάγεται από το όλο περιεχόμενο του κεφαλαίου Γ’ του παραπάνω νόμου (που φέρει τον τίτλο "Σύστημα προσλήψεων στο δημόσιο τομέα"), στο οποίο εντάσσονται, καθώς και από τον πρόδηλο σκοπό του νόμου αυτού [βλ. Ολομέλεια ΑΣΕΠ 19/1994 ΕΕργΔ 54 (1995).54], Μάλιστα στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου του παραπάνω νόμου (άρθρο 21 Ν. 2190/1994) ορίζεται ότι τα όργανα που διενεργούν την εκκαθάριση των αποδοχών, υποχρεούνται να παύσουν την καταβολή των αποδοχών του προσωπικού, που συμπλήρωσε την ως άνω νόμιμη διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται σε αυτά οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και απειλούνται ποινικές κυρώσεις κατά των αρμοδίων, για την περίπτωση παράβασης των διατάξεων που ρυθμίζουν τη σχέση εργασίας του ως άνω προσωπικού (παράβαση καθήκοντος άρθρ. 259 ΠΚ), ενώ ακόμη προβλέπεται υποχρεωτική παραπομπή στην αρμόδια πειθαρχική διαδικασία. Έτσι, η εργασία, που προσφέρεται κατά παράβαση των διατάξεων αυτών απαγορεύεται απόλυτα από το νόμο και ως τέτοια δεν δημιουργεί καμιά αξίωση αμοιβής, αφού σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι έγκυρη και ειδικότερα δεν δημιουργεί αξίωση ούτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού τέτοιος πλουτισμός δεν προκύπτει για τον εργοδότη (Δημόσιο, ΟΤΑ), ενόψει του ότι αυτός (εργοδότης) στη θέση του, παρά τις άνω διατάξεις, διατηρηθέντος προσωπικού, δεν θα προσελάμβανε άλλο, με έγκυρη σύμβαση εργασίας και δεν θα υποβαλλόταν έτσι αναγκαίως στις δαπάνες αμοιβής του (μισθούς κλπ.) με αντίστοιχη ωφέλεια, αφού μάλιστα ρητά προβλέπεται από το νόμο ότι τα καταβληθέντα στο προσωπικό αυτό που διατηρείται παράνομα, ποσά, καταλογίζονται σε βάρος των αρμοδίων για την εκκαθάριση των αποδοχών τους οργάνων. Συνακόλουθα δεν προκύπτει η υποχρεωτική πρόσληψη άλλου προσωπικού, την οποία (πρόσληψη) να κατέστησε περιττή η προσφορά των υπηρεσιών των αναιρεσιβλήτων, με αποτέλεσμα την αποφυγή της σχετικής δαπάνης από τον αναιρεσείοντα και τον εντεύθεν αδικαιολόγητο πλουτισμό του. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, το ως Εφετείο δικάσαν, Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, έκρινε ότι οι, παρά τις ως άνω απαγορεύσεις ενέργειες του αναιρεσείοντος Οργανισμού επαγόμενες την ακυρότητα της προσλήψεως των αναιρεσιβλήτων συνιστούν απλώς τη βασική προϋπόθεση της ελλείψεως νόμιμης αιτίας ένεκα της οποίας, εφ όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 904 ΑΚ, ο ήδη αναιρεσείων ενέχεται σε απόδοση της ωφελείας που προήλθε από την παρασχεθείσα σε αυτόν εργασία εκ της οποίας κατέστη πλουσιότερος, η οποία υπολογίζεται με βάση τα όσα θα πλήρωνε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, σε άλλους εργαζόμενους με τα ίδια προσόντα και ικανότητες και υπό τις ίδιες συνθήκες για την παροχή εργασίας και περαιτέρω επεδίκασε στους αναιρεσιβλήτους τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αναίρεσης εκ του αριθμ. 1 του άρθρου 560§1 ΚΠολΔ συναφής με τα προαναφερόμενα πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ ουσία. Μετά απ’ αυτά ενόψει της αναιρετικής εμβέλειας του ως άνω, κριθέντος βασίμου, πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 4153/2014 απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που δέχθηκε την ένδικη από 6-2-2012 αγωγή κατά την επικουρική της βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Στη συνέχεια πρέπει η υπόθεση να κρατηθεί και να δικασθεί η αγωγή της οποίας τα πραγματικά περιστατικά ταυτίζονται με τις παραπάνω παραδοχές, από τον ’ρειο Πάγο κατά το άρθρο 580 § 3, αφού δεν χρειάζεται άλλη επί της ουσίας διευκρίνιση και να απορριφθεί αυτή (αγωγή) ως μη νόμιμη και κατά την επικουρική της βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Οι αναιρεσίβλητοι που ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί την 4153/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που δέχθηκε την επικουρική βάση της από 6-2-2012 αγωγής, περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.

 

Κρατεί και δικάζει την παραπάνω αγωγή.

 

Απορρίπτει αυτή και κατά την επικουρική της βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού.

 

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στην πληρωμής των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, από δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) Ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2015.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2015.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ