ΑΠ 37/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης - Αναγκαστική ομοδικία -.

 

Ανακοπή κατά της εκτέλεσης που ασκείται μετά την κατακύρωση, αναγκαστική ομοδικία υπερθεματιστή και επισπεύδοντος δανειστή. Απαράδεκτη η ανακοπή, εάν δεν απευθύνεται κατά και των δύο αυτών, ακόμη και όταν προσεπικληθεί ο επισπεύδων εκπρόθεσμα.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 37/2009

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   Α1' Πολιτικό Τμήμα 

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Καλαμίδα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Βασίλειο Φούκα και Γεώργιο Χρυσικό, Αρεοπαγίτες.

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει μεταξύ:

   Των αναιρεσειόντων:1. ..., 2. ... οι οποίοι παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαράλαμπο Σύψα, που δεν κατέθεσε προτάσεις.

   Των αναιρεσιβλήτων:1. ..., 2. ..., 3. ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, 4. ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ελευθέριο Παπαδημητρίου, που δεν κατέθεσε προτάσεις 5. της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, ( κατόπιν συγχωνεύσεως των ανωνύμων τραπεζικών εταιριών "ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε" "ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΕΛΛΑΣ) Α.Ε." και "MARFIN ΒΑΝΚ Α.Ε." με απορρόφηση της δεύτερης και τρίτης από την πρώτη, η οποία πρώτη εταιρεία "ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.", κατά τροποποίηση του αρθρ. 1 του Καταστατικού της, μετονομάσθηκε σε "MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.", δυνάμει της υπ' αριθμ. 8957/22.6.07 πράξης του Συμβολαιογράφου Πειραιά Στέφανου Βασιλάκη και της υπ' αριθμ. πρωτ. Κ2-9985/29.6.07 εγκριτικής απόφασης του Υπουργείου Ανάπτυξης, η οποία καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών με την υπ' αριθμ. Κ 2-9985(δις) 29-6-2007 ανακοίνωση του Υπουργείου Ανάπτυξης και δημοσιεύτηκε στο υπ' αριθμ. 6753/2007 ΦΕΚ τ. Α.Ε. και ΕΠΕ) η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Αικατερίνη Κοκκαλιάρη - Γιατρά.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24 Φεβρουαρίου 2003 ανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4454/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (μετά από την, από 2 Σεπτεμβρίου 2004 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση των ανακοινούντων δίκη - προσεπικαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων προς το ως άνω δικαστήριο) και η 397/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26 Απριλίου 2006 αίτησή τους.  Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Αρεοπαγίτης Βασίλειος Φούκας, ανέγνωσε την από 21 Σεπτεμβρίου 2007 έκθεση του κωλυομένου να συμμετέχει στην σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεωργίου Γιαννούλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

   Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 76 § 1 του ΚΠολΔ, στην οποία ορίζονται η έννοια και οι συνέπειες της αναγκαστικής ομοδικίας, "όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι, μόνον από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξ αιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός, ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, οι δε ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται, από εκείνους που παρίστανται". Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας καθιερώνεται και με τη διάταξη του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, από την οποία προκύπτει, ότι η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, που ασκείται μετά την κατακύρωση, πρέπει να απευθύνεται κατά του υπερθεματιστή και του επισπεύδοντος δανειστή, αφού η διαφορά επιδέχεται ως προς αυτούς ενιαία μόνο ρύθμιση και δεν νοείται έγκυρος πλειστηριασμός για τον έναν και άκυρος για τον άλλο (ΟλΑΠ 6/2005, ΕλΔνη 46.691, ΟλΑΠ 11/1992, ΕλΔνη 33.759). Αν δεν απευθύνεται και κατά των δύο τούτων, η ανακοπή είναι απαράδεκτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 934 § 1 περ. γ' του ΚΠολΔ, η ανακοπή του άρθρου 933 είναι παραδεκτή, αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης και πρόκειται για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων και πλειστηριασμό (ή αναπλειστηριασμό) ακινήτων, εφόσον ασκηθεί μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη μεταγραφή περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως, κατά δε την § 2 του ίδιου άρθρου του ΚΠολΔ, τελευταία στην περίπτωση αυτή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού (ή αναπλειστηριασμού) και κατακύρωσης. Αν ο πλειστηριασμός (ή ο αναπλειστηριασμός) δεν προσβληθεί μέσα στην προθεσμία αυτή με την άσκηση της εκ του άρθρου 933 του ΚΠολΔ ανακοπής, στρεφόμενης κατά των ως άνω δύο αναγκαίων ομοδίκων, ως άσκηση δε νοείται, όχι μόνον η κατάθεση αλλά και η επίδοση της ανακοπής (άρθρα 585 § 1 και 215 § 1 ΚΠολΔ), τότε αυτός καθίσταται απρόσβλητος. Η δυνατότητα δε προσεπικλήσεως στη δίκη του άλλου (κατά το άρθρο 86 του ΚΠολΔ) ή μεταγενέστερης επίδοσης αυτής (με κλήση προς συζήτηση) και στον άλλο, όταν η ανακοπή στρέφεται κατά του ενός των αναγκαίων ομοδίκων ή επιδόθηκε μόνον στον ένα από αυτούς, τελεί πάντοτε υπό την προϋπόθεση, ότι αυτή θα έχει συντελεσθεί μέσα στην αναφερόμενη προθεσμία του άρθρου 934 του ΚΠολΔ. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής, έχει όπως αναφέρθηκε, ως συνέπεια το απρόσβλητο έκτοτε του πλειστηριασμού (ΟλΑΠ 6/2005 ό.π.), τούτο δε διότι οι θεσπιζόμενες στο άρθρο 934 § 1 περ. α', β' και γ' του ΚΠολΔ προθεσμίες, οι οποίες είναι δικονομικές, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η πάροδος τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής των πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως.

   Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της από 24 Φεβρουαρίου 2003 ανακοπής, με αυτή, οι ήδη αναιρεσείοντες - ανακόπτοντες - καθών η εκτέλεση συνοφειλέτες, ζήτησαν την ακύρωση του πλειστηριασμού, που είχε διενεργηθεί στις 13.11.2002 και αφορούσε αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες τους σε πολυόροφη οικοδομή, που είχε υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ και του Ν. 3.741/1929, συντάχθηκε δε περί αυτού η υπ' αριθ. 44.3 12/13.11.2202 έκθεση πλειστηριασμού και κατακυρώσεως και εκδόθηκαν οι υπ' αριθ. 44.471/2.12.2002 και 44.477/3.12.2002 περιλήψεις κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Αθηνών .... Η ανακοπή αυτή στρεφόταν κατά των ήδη τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων υπερθεματιστών, όχι όμως και κατά της ήδη πέμπτης αναιρεσίβλητης δανείστριας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Εγνατία Τράπεζα ΑΕ". που επέσπευσε τον ανωτέρω πλειστηριασμό για την ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεώς της. Επακολούθησε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του ακριβούς αντιγράφου του δικογράφου της, η από τους αναφερόμενους αναιρεσείοντες ανακόπτοντες - καθών η εκτέλεση συνοφειλέτες κατάθεση της υπ' αριθ. εκθ. καταθ. 6.187/2004 από 10 Σεπτεμβρίου 2004 προσεπίκλησης προς παρέμβαση της παραλειφθείσας ως άνω αναγκαίας ομοδίκου των υπερθεματιστών δανείστριας τράπεζας, που επέσπευσε τον πλειστηριασμό, και η επίδοση στην επισπεύδουσα ακριβούς αντιγράφου της με κλήση προς συζήτηση στις 10 Σεπτεμβρίου 2004, όπως τούτο αποδεικνύεται από τη σε αυτό επισημείωση του ενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή. Κατ' ακολουθίαν, η προσεπίκληση προς παρέμβαση στη δίκη της αναγκαίας ομοδίκου των υπερθεματιστών ασκήθηκε και άρα επιδόθηκε σε αυτή μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης, στο άρθρο 934 § 1 περ. γ του ΚΠολΔ, για την ακύρωση του πλειστηριασμού ακινήτων προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών, δοθέντος περαιτέρω ότι και οι περιλήψεις των δύο κατακυρωτικών εκθέσεων μεταγράφηκαν, όπως συνομολογείται, στις 6.12.2002.

   Συνεπώς, η προσεπίκληση αυτή της αναγκαίας ομοδίκου προς παρέμβαση στη δίκη, ασκηθείσα εκπροθέσμως, ήταν πράγματι απαράδεκτη, όπως δέχθηκε το Εφετείο, το οποίο δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, αφού, όπως ειπώθηκε, η επισπεύδουσα τον πλειστηριασμό και προσεπικληθείσα σε παρέμβαση δανείστρια τράπεζα, ήταν αναγκαία ομόδικος των υπερθεματιστών τεσσάρων καθ' ων η ανακοπή και η προσεπίκληση για παρέμβαση έπρεπε υποχρεωτικά να επιδοθεί σε αυτή, μέσα στην αναφερόμενη προθεσμία των ενενήντα (90) ημερών του άρθρου 934 § 1 περ. γ' του ΚΠολΔ, την τήρηση δε της δικονομικής αυτής προθεσμίας όφειλε να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν, ότι το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτη την ένδικη ανακοπή και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ. διότι η μη επίδοση, στην επισπεύσασα τον πλειστηριασμό αναγκαία ομόδικο των υπερθεματιστών δανείστρια τράπεζα της προσεπίκλησης σε παρέμβαση μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από τη μεταγραφή των περιλήψεων των δύο κατακυρωτικών εκθέσεων, δεν επαγόταν το απαράδεκτο αυτής, αφού η προσεπικληθείσα επισπεύδουσα δεν επικαλέσθηκε το απαράδεκτο τούτο, ούτε την επέλευση δικονομικής της βλάβης από τη μη τήρηση της προθεσμίας αυτής, άλλως και σε κάθε περίπτωση, αφού με την ασκηθείσα ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως μετά την κατακύρωση, την εγγραφή αυτής στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων και την επίδοση της στους υπερθεματιστές διακόπηκε, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΑΚ, η προθεσμία του άρθρου 934 § 3 περ. γ' του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ακολούθως πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση. Οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, χωριστά για τον καθένα ή ομάδα από αυτούς που εκπροσωπήθηκε από δικό της πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).-

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Απορρίπτει την αναίρεση.

   Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ για τον καθένα ή ομάδα από αυτούς που εκπροσωπήθηκε από ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο.-

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Δεκεμβρίου 2008. Και

   Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Ιανουαρίου 2009.