ΑΠ 306/2011

 

Ειδική παροχή σε δημόσιους υπαλλήλους - Αρχή της ισότητας - ’νιση μεταχείριση εκπαιδευτικών έναντι των άλλων δημοσίων υπαλλήλων - Επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης -.

 

 

Χορήγηση ειδικής παροχής σε όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ που αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, ανεξάρτητα από τον φορέα, το είδος και τις συνθήκες εργασίας αυτού. Η εν λόγω παροχή κατέστη προσαύξηση του μισθού. Δεν είναι νόμιμη η μη καταβολή της παροχής του αρθ. 14 ν. 3016/2002 ή η καταβολή αυτής μειωμένης κατά το μέρος που καλύπτεται από το επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης, αφού έτσι εισάγεται αδικαιολόγητη εξαίρεση και άνιση μεταχείριση των εκπαιδευτικών που, αν και αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, δεν λαμβάνουν την εν λόγω ειδική παροχή, έναντι των υπαλλήλων που την λαμβάνουν, καθόσον με την αντίθετη εκδοχή θα παραβιαζόταν η αρχή της ισότητας με την αυθαίρετη εξομοίωση κατηγοριών υπαλλήλων που παρέχουν την εργασία τους κάτω από διαφορετικές συνθήκες.

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 306/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

 

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 25 Ιανουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα. Εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Λαμπρόπουλο, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Σ. του Χ., κατοίκου..., 2) Π. Μ. του Α., κατοίκου... και 3) Α. Π. του Β., κατοίκου.... Εκπροσωπήθηκαν όλοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Τσιφλικιώτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-12-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλων προσώπων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καστοριάς.

 

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 172/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 50/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 12-11-2009 αίτησή του.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε την από 11-1-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Ι. Κατά την διάταξη του αρθ. 4 § 1 του Συντάγματος "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου". Με την διάταξη αυτή δεν θεσπίζεται μόνο η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η έναντι αυτών ισότητα του νόμου, με την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, ρυθμίζοντας με τον τρόπο αυτόν τις εν λόγω καταστάσεις ανόμοια, εκτός αν η διαφορετική τους ρύθμιση επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια μπορεί, όμως, ο νόμος να ρυθμίζει διαφορετικά για όμοιες σχέσεις ή καταστάσεις προσώπων που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίας λειτουργών ή υπαλλήλων ή εργαζομένων και δικαιολογείται η διάκριση αυτή, χωρίς να παραβιάζεται έτσι η αρχή της ισότητας (Ολ. ΑΠ 3/2009). Κατά συνέπεια, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από την ρύθμιση αυτή κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικά μισθωτό, στην περίπτωση δε που γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτήν και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που θεσπίζεται από τα αρθρ. 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται σύμφωνα με τα αρθρ. 87 §§ 1 και 2, 93 § 4 και 120 § 2 του Συντ., να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου που περιέχει την ευμενή ρύθμιση. Εάν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν μόνο την αντισυνταγματικότητα της διάταξης που εισάγει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να μπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση, τότε θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα και δεν θα έχει ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία. Αυτό δεν αντίκειται στο αρθρ. 80 § 1 του Συντ., κατά το οποίο "μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο", διότι ο νόμος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευμενή διάταξη. Περαιτέρω, κατά το αρθ. 13 § 1 ν. 2738/1999 (που εισήγαγε τον θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων) η συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο αρθ. 3 του ίδιου νόμου λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως είναι ιδίως τα ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κλπ.) μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. Κατά την § 2 του ίδιου άρθρου η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται, όμως, για το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ : (α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορούν να ρυθμισθούν κανονιστικά με βάση υπάρχουσα σχετική εξουσιοδότηση νόμου (β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί ν' αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων κατά περίπτωση. Με το αρθ. 14 ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις" ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής : "§1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του αρθ. 13 ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν κατά το έτος 2001. §2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται εν όλω ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και λοιπών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στην σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. §3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των ΟΤΑ και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. §4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα : α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των παροχών αυτών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους....§6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1-1-2002".

 

 

Με βάση την προαναφερθείσα εξουσιοδοτική διάταξη και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων (όπως προαναφέρθηκε, με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη του αρθ. 14 § 2 ν. 3016/2002, η ρύθμιση της § 1, δηλ. της χορήγησης της ειδικής παροχής, μπορούσε να επεκτείνεται και στο προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης που δεν συμμετείχε στην σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του αρθ. 13 ν. 2738/1999), εκδόθηκαν πολλές (71) κοινές υπουργικές αποφάσεις (ΚΥΑ), με τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω χρηματική παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως από 1-1-2002 και 176 ευρώ από 1-7-2002, σε όλους σχεδόν τους με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους του Ελληνικού δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις" καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ και λοιπά ΝΠΔΔ. Όλες οι προαναφερθείσες ΚΥΑ έχουν ουσιωδώς όμοιο περιεχόμενο: Επικαλούνται τις διατάξεις των αρθ. 14 ν. 3016/2002 και 1 ν. 3029/2002, καθορίζουν το ποσό της ειδικής παροχής σε 88 από 1-1-2002 και σε 1766 από 1-7-2002, ορίζουν ότι η καταβολή αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κύησης κλπ.), ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων και συνεντέλλεται με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων, και αναφέρουν ως δικαιούμενους την παροχή αυτή όλους τους υπαλλήλους της αντίστοιχης υπηρεσίας που αφορά η απόφαση, χωρίς μνεία κάποιου λόγου ή αιτίας που δικαιολογεί την χορήγηση της ειδικά στους υπαλλήλους αυτούς, ενώ και κατ' αρθ. 1 § 13 ν. 3029/2002 η παροχή αυτή λαμβάνεται υπόψη στην βάση του υπολογισμού της σύνταξης των εφεξής εξερχόμενων από την υπηρεσία. Ενώ δηλ. η χορήγηση της μηνιαίας ειδικής παροχής του αρθ. 14 ν. 3016/2002 προβλέφθηκε προκειμένου να εξομαλυνθούν οι μισθολογικές διαφορές υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές, με τις εκδοθείσες στην συνέχεια υπουργικές αποφάσεις χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή χωρίς να γίνεται στις διατάξεις τους η συγκεκριμένη αναφορά ότι αυτοί δεν λαμβάνουν πράγματι πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Έτσι με την χορήγηση της παροχής αυτής και μάλιστα σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα σε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων που αφενός δεν πληρούσαν αποδεδειγμένα την προϋπόθεση αυτή και αφετέρου βρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές μεταξύ τους εργασιακές συνθήκες η παροχή αυτή απέκτησε τον χαρακτήρα μισθολογικής παροχής που προσαυξάνει, χωρίς άλλη προϋπόθεση, τον μισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, που αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ναι μεν με το αρθ. 28§4 ν. 3205/2003 καταργήθηκαν από 1-1-2004 (αρθ. 56 του νόμου αυτού) το ως άνω αρθ. 14 ν. 3016/2002 και όλες οι κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότησή του για την χορήγηση των ως άνω ειδικών παροχών, ορίσθηκε, όμως, με το αρθ. 24 § 2 του ανωτέρω ν. 3205/2003 ότι ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του αρθ. 14 ν. 3016/2002 ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του αρθ. 12 ν. 3205/2003, ενώ και με το αρθ. 2 § 3 ν. 3336/2005 η ίδια παροχή χορηγήθηκε και σε όσους διορίσθηκαν ή μετατάχθηκαν σε υπηρεσίες, στους υπαλλήλους των οποίων χορηγούνταν ήδη η παροχή αυτή ως προσωπική διαφορά. Επομένως, η διαδοχική χορήγηση της ειδικής παροχής του αρθ. 14 ν. 3016/2002 σε όλους σχεδόν τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ που αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, ανεξάρτητα από τον φορέα, το είδος και τις συνθήκες εργασίας αυτού, κατέστησε την παροχή αυτή προσαύξηση του μισθού. Έτσι, κάθε υπάλληλος αμειβόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές δικαιούται, κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας, να λαμβάνει ως τμήμα του μισθού του την παροχή αυτή, την οποία μόνο από την 1-1-2004 (έναρξη ισχύος του ν. 3205/2003) και εντεύθεν δεν δικαιούται να λαμβάνει ή λαμβάνει μειωμένη, εφόσον αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος λαμβάνει κάποια πρόσθετη μισθολογική παροχή σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθ. 14 ν. 3016/2002 ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο απόδοσης. Λόγω της προαναφερθείσας πλήρους αποδέσμευσης και αυτονόμησης της παροχής αυτής, που αποτελεί πλέον γενική μισθολογική παροχή, από το είδος, την φύση και τις συνθήκες της παρεχομένης εργασίας, είναι αυτή ανεπίδεκτη αλληλοκάλυψης και συμψηφισμού, κατά την ειδική έννοια του αρθ. 14 ν. 3016/2002, με τυχόν άλλες καταβαλλόμενες παροχές που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το είδος και τις συνθήκες της παρεχομένης εργασίας και αποτελούν αποζημίωση ή αμοιβή για πρόσθετη απασχόληση, οι οποίες, επομένως, δεν παρεμποδίζουν την γέννηση της αξίωσης για την καταβολή της παροχής αυτής. Έτσι, από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις προκύπτει ότι στις απολαβές που συμψηφίζονται με την ως άνω ειδική παροχή περιλαμβάνονται οι πρόσθετες μισθολογικές παροχές (εκτός αυτών που χορηγούνται για υπερωριακή εργασία κλπ.) που λαμβάνουν όλοι οι υπάλληλοι συγκεκριμένης κατηγορίας έναντι της συνήθους απασχόλησης τους εντός του νομίμου ωραρίου της εργασίας τους, με οποιανδήποτε ονομασία και αν τους χορηγούνται, όχι, όμως, και τα τακτικά επιδόματα που προβλέπονται από το εκάστοτε μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων (αρθ. 8 του ν. 2470/1997 και στην συνέχεια του ν. 3205/2003). Ειδικότερα, σύμφωνα με το αρθ. 8§4 ν. 2470/1997 χορηγήθηκε τακτικό επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης στους εκπαιδευτικούς λειτουργούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οριζόμενο στα εκεί αναφερόμενα ποσά και αναπροσαρμοζόμενο κατ' έτος σύμφωνα με τον προβλεπόμενο στην ίδια διάταξη τρόπο. Το επίδομα αυτό (εξωδιδακτικής απασχόλησης) είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το είδος και τις συνθήκες της παρεχομένης από τους εκπαιδευτικούς εργασίας, που είναι η διδασκαλία και η προετοιμασία της, διατηρηθέν, προδήλως για τον λόγο αυτόν, με το αρθ. 8 § 3 ν. 3205/2003 (που όρισε το ύψος του σε 302 ), αλλά στην συνέχεια και με το αρθ. 8§1 3833/2010 (με το οποίο απλά καταργήθηκε η προβλεπομένη αναπροσαρμογή του), ενώ η επίδικη ειδική παροχή του αρθ. 14 ν. 3016/2002, που δεν συναρτάται κατά τα προεκτεθέντα με ειδικές συνθήκες εργασίας, συνιστά ευθεία και γενική αύξηση του μισθού, η οποία χορηγείται σε όλους τους υπαλλήλους, με τις παραπάνω προϋποθέσεις, χωρίς διάκριση σε χαμηλόμισθους και μη, ως εκ τούτου δε οι δύο αυτές παροχές είναι ανεπίδεκτες συμψηφισμού και αλληλοκάλυψης και επομένως δεν είναι νόμιμη η μη καταβολή της παροχής του αρθ. 14 ν. 3016/2002 ή η καταβολή αυτής μειωμένης κατά το μέρος που καλύπτεται από το επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης, αφού έτσι εισάγεται αδικαιολόγητη εξαίρεση και άνιση μεταχείριση των εκπαιδευτικών που, αν και αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, δεν λαμβάνουν την ειδική ως άνω παροχή, έναντι των υπαλλήλων που την λαμβάνουν, καθόσον με την αντίθετη εκδοχή θα παραβιαζόταν η αρχή της ισότητας με την αυθαίρετη εξομοίωση κατηγοριών υπαλλήλων που παρέχουν την εργασία τους κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Καστοριάς που δίκασε ως Εφετείο αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων (και άλλων προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην αναιρετική δίκη) κατά του τώρα αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, με την προσβαλλομένη 50/2009 απόφαση του και όπως απ' αυτήν προκύπτει δέχθηκε, ότι οι αναιρεσίβλητοι ενάγοντες, εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είναι υπάλληλοι του αναιρεσείοντος εναγομένου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, υπαγόμενοι στο μισθολογικό καθεστώς του ν. 2470/1997 και γενικά του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, και εργάσθηκαν, προσληφθέντες απ' αυτό, ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί ο 1ος κατά τα χρονικά διαστήματα από 26-9-2005 έως 30-6-2006 και από 19-10-2006 μέχρι 31-12-2006 στο 1ο Γυμνάσιο..., ο 2ος κατά τα χρονικά διαστήματα 12-9-2002 έως 30-6-2003 στο Γυμνάσιο..., 10-9-2003 έως 30-6-2004, 7-10-2004 έως 30-6-2005, 26-9-2005 μέχρι 30-6-2006 και 19-10-2006 έως 31-12-2006 στο 1° Γυμνάσιο... και η 3η κατά τα χρονικά διαστήματα από 25-10-2001 έως 30-62002 στο 3° Γυμνάσιο..., 1ο και 3ο Γυμνάσιο..., από 25-9-2002 μέχρι 30-6-2003 στην ΔΔΕ Δυτικής Θεσσαλονίκης 2° Γραφείο, από 17-10-2003 έως 30-6-2004 και από 27-9-2004 έως 30-6-2005 στο Γυμνάσιο... και τέλος από 12-10-2005 έως 30-6-2006 στο Γυμνάσιο..., ότι η παροχή του αρθ. 14 ν. 3016/2002 χορηγήθηκε με πληθώρα υπουργικών αποφάσεων και σε σύντομο χρονικό διάστημα σε ευρείες και ετερόκλητες κατηγορίες μισθωτών του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, με σχέση εργασίας δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, που υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης του ν. 2470/1997, αλλά και στο νυν ισχύον, ανεξάρτητα από τον φορέα, την φύση, το είδος και τις συνθήκες εργασίας τους, ότι η χορήγηση της παροχής αυτής με γενικότητα σε ευρύτατο κύκλο απασχολουμένων στο Δημόσιο και σε ΝΠΔΔ και ανεξάρτητα από την οργανική ή υπηρεσιακή τους κατάσταση αποτελεί στην πραγματικότητα μία γενική αύξηση που αποβλέπει στην βελτίωση της μισθολογικής κατάστασης των υπαλλήλων αυτών, ότι εφόσον εξέλιπε τελικά ο αρχικός δικαιολογητικός λόγος χορήγησής της, δηλ. η ενίσχυση χαμηλόμισθων υπαλλήλων, και η καταβολή της μετατράπηκε σε γενικό κανόνα που προσαυξάνει τον καταβαλλόμενο μισθό, η κατ' εξαίρεση μη χορήγηση της μισθολογικής αυτής παροχής σε ορισμένες μόνο κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης της (υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 2470/1997 και του επακολουθήσαντος ν. 3205/2003) συνιστά αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση αυτών έναντι των υπαλλήλων των λοιπών κατηγοριών στους οποίους χορηγείται και οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της κατ' αρθ. 4 § 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητας, προς αποκατάσταση της οποίας η επίδικη παροχή πρέπει να καταβληθεί και στους ενάγοντες, ότι το καταβαλλόμενο στους ενάγοντες επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης, σύμφωνα με το αρθ. 8 ν. 2470/1997 και ήδη το αρθ. 8 ν. 3205/2003, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το είδος και τις συνθήκες της παρεχομένης από τους εκπαιδευτικούς εργασίας (διδασκαλία και προετοιμασία αυτής), ενώ η επίδικη παροχή αποτελεί γενική προσαύξηση μισθού όλων των υπαλλήλων, χαμηλόμισθων ή μη, και ότι κατά συνέπεια οι παροχές αυτές (ως άνω επίδομα και ειδική μηνιαία παροχή) είναι ανεπίδεκτες αλληλοκάλυψης και συμψηφισμού κατά την ειδική έννοια του αρθ. 14 ν. 3016/2002, με βάση δε τα γενόμενα ως άνω δεκτά έκρινε, επικυρώνοντας κατά τούτο την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και απορρίπτοντας τους σχετικούς λόγους της έφεσης του εναγομένου Ελλ. Δημοσίου, ότι οι ενάγοντες δικαιούνται την ειδική αυτή παροχή για τα έτη 2005 και 2006, ανερχομένη στα εκεί καθοριζόμενα ποσά, τα οποία και αναγνώρισε, ύστερ από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ότι το αναιρεσείον εναγόμενο οφείλει να καταβάλει στους αναιρεσίβλητους ενάγοντες. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και επομένως, πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι και οι τέσσερεις λόγοι αναίρεσης, όλοι από το αρθ. 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ. και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το αρθ. 22 ν. 3693/1957 και την 134423/1993 ΥΑ, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Απορρίπτει την από 12-11-2009 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 50/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς. Και

 

Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2011.

 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1η Μαρτίου 2011.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ