ΑΠ 251/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Τόκοι υπερημερίας - Τόκος υπερημερίας ιδιωτών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 2 άρθρου 7 Ν.Δ. 496/1974 - Παραπομπή στην Ολομέλεια -.

 

Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν.Δ 496/1974 κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α και 2 παρ. 3α και β΄, 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν 2462/1997), διότι θεσπίζει άνιση προνομιακή μεταχείριση των ν.π.δ.δ σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Για τον λόγο αυτό δεν εφαρμόστηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που υποχρέωσε το ήδη αναιρεσείον νοσοκομείο να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο γιατρό τις ζητούμενες με την ένδικη αγωγή του διαφορές από εφημερίες με το νόμιμο τόκο υπερημερίας που προβλέπεται για τους ιδιώτες και μάλιστα από τότε που τα επί μέρους ποσά κατέστησαν απαιτητά. Προκύπτει το γενικότερου ενδιαφέροντος, νομικό ζήτημα της αντιθέσεως ή μη της εν λόγω διατάξεως προς τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Ο λόγος της αναιρέσεως από το άρθρ. 560 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. με τον οποίο αποδίδεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίαση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρ. 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974, που δεν εφαρμόστηκε, ως αντισυνταγματική, ενώ δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και έπρεπε να εφαρμοστεί, παραπέμπεται στην Ολομέλεια.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

  Αριθμός 251/2005

  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

  Β1' Πολιτικό Τμήμα

 

  ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο Αμελαδιώτη και Νίκη Γιαννακάκη, Αρεοπαγίτες.

  ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 19 Οκτωβρίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Ακριβής Παπαπαναγιώτου, για να δικάσει μεταξύ :

  Του αναιρεσείοντος : Τ. εδρεύοντος στο Μαρούσι Αττικής Νοσοκομείου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΤΤΙΚΗΣ ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ Ν.Π.Δ.Δ. νομίμως εκπροσωπουμένου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λύτρα.

  Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Χ., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξοπούλου Μαριλένα.

  Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20 -11-2000 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 800/2001 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 2510/2003 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 29 Ιουλίου 2003 αίτησή του .

  Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Νίκη Γιαννακάκη ανέγνωσε την από 11 Οκτωβρίου 2004 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δευτέρου και την απόρριψη του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Επειδή από τα άρθρα 118 παρ. 4, 566 παρ. 1, 677 και 578 Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι όταν η αγωγή κρίθηκε κατ' ουσίαν βάσιμη ή αβάσιμη για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως που αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, κατά το άρθρ. 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δικ. δεν αρκεί να εκτίθενται στο αναιρετήριο η διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε, το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος πραγματικό μέρος της υποθέσεως και το συμπέρασμα του δικαστηρίου, που φέρεται ως προϊόν ερμηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλματος, αλλά πρέπει επί πλέον να αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια οι ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου, δηλαδή τα γενόμενα δεκτά από αυτό πραγματικά περιστατικά, αφού διαφορετικά δεν είναι δυνατό, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου να στοιχειοθετηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. Και τούτο διότι η ευδοκίμηση της αναιρέσεως, εξαρτάται σύμφωνα με το άρθρ. 578 Κ.Πολ.Δικ. από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου. Επομένως η παράθεση των παραδοχών αυτών στο αναιρετήριο είναι αναγκαία για να μπορεί να ελεγχθεί με βάση το περιεχόμενό του αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, εν όψει και του γεγονότος ότι δεν επιτρέπεται η συμπλήρωση του αναιρετηρίου με την προσβαλλομένη απόφαση ή άλλα διαδικαστικά έγγραφα (Ολ.ΑΠ 27/98 32/1996). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως που στηρίζεται προδήλως σε πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. -καίτοι δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο οι διατάξεις που προβλέπουν τους προτεινόμενους αναιρετικούς λόγους- αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση παραβίαση των διατάξεων του Ν.2606/1998, διότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών που δίκασε ως εφετείο και επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο ιατρό διαφορές της αμοιβής του από τις εφημερίες που πραγματοποίησε στο αναιρεσείον νοσοκομείο κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα, δεν εξήτασε αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή των σχετικών με τις εφημερίες ρυθμίσεων του πιο πάνω νόμου. Στο αναιρετήριο όμως εκτίθενται συνοπτικά μόνο οι προϋποθέσεις του νόμου για την έγκριση των άνω εφημεριών και η καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου, ενώ δεν παρατίθενται οι ουσιαστικές παραδοχές τούτου, δηλαδή πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία κατέληξε στη φερόμενη ως εσφαλμένη κρίση του. Επομένως με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου -του οποίου δεν επιτρέπεται συμπλήρωση, κατά τα προεκτεθέντα- δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί και στοιχειοθετηθεί ο παραπάνω λόγος της αναιρέσεως, ο οποίος θα πρέπει γι' αυτό ν' απορριφθεί ως αόριστος.

  Επειδή κατά το άρθρ. 7 παρ. 2 του Ν.Δ 496/1974 «περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.» ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ορίζεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από της επιδόσεως της αγωγής. Η ως άνω διάταξη κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ.1 του Συντάγματος 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α και 2 παρ. 3α και β΄, 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν 2462/1997), διότι θεσπίζει άνιση προνομιακή μεταχείριση των ν.π.δ.δ σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος.

  Για τον λόγο αυτό δεν εφαρμόστηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που υποχρέωσε το ήδη αναιρεσείον νοσοκομείο να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο ιατρό τις ζητούμενες με την ένδικη αγωγή του διαφορές από εφημερίες με το νόμιμο τόκο υπερημερίας που προβλέπεται για τους ιδιώτες και μάλιστα από τότε που τα επί μέρους ποσά κατέστησαν απαιτητά (άρθρ. 655, 341 και 345 Α.Κ.). Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως από το άρθρ. 560 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίαση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρ. 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974, που δεν εφαρμόστηκε, ως αντισυνταγματική, ενώ δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και έπρεπε να εφαρμοστεί. Ανακύπτει έτσι το νομικό ζήτημα της αντιθέσεως ή μη της εν λόγω διατάξεως προς τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Για το παραπάνω ζήτημα είχαν υποστηριχθεί σε παρόμοιες ή παρεμφερείς περιπτώσεις οι ακόλουθες απόψεις α) Με την 3651/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε. κρίθηκε ότι η πανομοιότυπη διάταξη του άρθρ. 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26-6/10.7.1944) αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου αυτής. β) Η πλειοψηφία της 804/2002 αποφάσεως του Α.Π. δέχθηκε αντίθετα την συνταγματικότητα της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών Δημοσίου με την αιτιολογία ότι δεν παραβιάζεται με αυτή η αρχή της αναλογικότητας (η παραβίαση της αρχής της ισότητας δεν ερευνήθηκε λόγω αοριστίας του σχετικού λόγου της αναιρέσεως). γ) Με την 11/2003 απόφαση της Ολομελείας του Α.Π. κρίθηκε στο παρεμφερές ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 52 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 που προβλέπει την αυτεπάγγελτη λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο της ενστάσεως παραγραφής των αξιώσεων κατά των ν.π.δ.δ., ότι η διάταξη αυτή δεν παραβιάζει την αρχή της συνταγματικότητας, διότι δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. δ) Η ίδια ως άνω άποψη έγινε δεκτή με την 3850/2000 απόφαση του Σ.τ.Ε για την όμοια ρύθμιση του άρθρου 96 του Ν.Δ. 321/1969, με την αιτιολογία όμως ότι η εν λόγω ρύθμιση δικαιολογείται από την διαφορετική φύση των αξιώσεων και την ιδιαίτερη θέση και οργάνωση του Δημοσίου. Κατόπιν αυτών και των αντιθέτων απόψεων που έχουν υποστηριχθεί, καθίσταται σαφές ότι το ζήτημα που ανέκυψε είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, η επίλυση του οποίου μπορεί να έχει ως συνέπεια και την μη εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, ως αντισυνταγματικής.

  Επομένως ο σχετικός δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2β΄ του Κ.Πολ.Δικ.

  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  Απορρίπτει τα ως απορριπτέα κριθέντα.

  Παραπέμπει στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον δεύτερο λόγο της κρινομένης από 29.7.2003 αιτήσεως αναιρέσεως.

  Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Δεκεμβρίου 2004 και

  Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2005.