ΑΠ 242/2010

 

Σωματική βλάβη - Αμέλεια - Παράλειψη - Αιτιολογία -.

 

Αναίρεση απόφασης καταδικαστικής διευθύνοντος συμβούλου εταιρίάς λόγω έλλειψης ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης για την ασφαλή διευθέτηση καλωδίων δαπέδου που προκάλεσαν τον τραυματισμό καθαρίστριας γραφείων. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος δια παραλείψεως τελεσθέντος δεν αρκεί η ύπαρξη κάποιας γενικής νομικής υποχρέωσης ή απλής ηθικής προς τούτο υποχρέωσης, αλλά απαιτείται να υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζουσα από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, από ρητή επιτακτικού χαρακτήρα διάταξη νόμου, από ειδική σχέση, δυνάμενη να θεμελιωθεί είτε σε συμβατικό δεσμό είτε και σε προηγούμενη ενέργεια του υπαίτιου της παράλειψης, από ορισμένη προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου. Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν, οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί δια των οποίων έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.

 

Αριθμός 242/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' Ποινικό Τμήμα 

 

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη - Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Γιαννατσή, περί αναιρέσεως της 2070/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. 

 

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαΐου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 954/2009.

 

Αφού άκουσε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Ι. Επειδή, κατά το άρθρο 314 παρ.1 εδαφ. α' ΠΚ, "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς εκείνη του άρθρου 28 Π.Κ., κατά την οποία "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν", προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου από τις ανωτέρω διατάξεις εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται αφ' ενός μεν πρόκληση σε άλλον σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας, αφ' ετέρου δε: α) μη καταβολή από τον δράστη της επιβαλλομένης, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό της ίδιες πραγματικές καταστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές, της κοινής πείρας και λογικής και της συνήθους πορείας των πραγμάτων, β) δυνατότητα αυτού βάσει των προσωπικών του περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερομένης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια), και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως του δράστου και του επελθόντος αποτελέσματος. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμελείας, εφ'όσον το ένα σκέλος της ποινικής ευθύνης θεμελιούται στην μη καταβολή της προσηκούσης, κατά την προδιαληφθείσα νομική έννοια, προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) εκ της οποίας επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσμα, αλλά συνιστά σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε αυτού, τότε, δια την θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος δια παραλείψεως τελουμένου, απαιτείται και η συνδρομή των ουσιαστικών όρων του άρθρου 15 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο "όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Εκ της τελευταίας διατάξεως συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος δια παραλείψεως τελεσθέντος δεν αρκεί η ύπαρξη κάποιας γενικής νομικής υποχρεώσεως προς παροχή συνδρομής για την πρόληψη του εγκληματικού αποτελέσματος, ούτε και απλής ηθικής προς τούτο υποχρεώσεως, αλλ' απαιτείται να υπάρχει ιδιαίτερη, νομική υποχρέωση, της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται ειδικώς στην αποτροπή του εγκληματικού αποτελέσματος δι' ιδίων ενεργειών του δράστου αμέσως επενεργουσών, ως υπέχοντος, έναντι της εννόμου τάξεως, θέση εγγυητού της διαφυλάξεως του δια του άνω αποτελέσματος προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επελεύσεως του βλαπτικού γα ορισμένο έννομο αγαθό αποτελέσματος, δύναται να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρος, διάταξη του νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου προς ενέργεια, γ) από ειδική σχέση, δυναμένη να θεμελιωθεί είτε σε συμβατικό δεσμό, είτε και σε προηγουμένη ενέργεια του υπαιτίου της παραλείψεως, δια της οποίας αυτός ανεδέχθη εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από ορισμένη προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου, εκ της οποίας εδημιουργήθη ο κίνδυνος επελεύσεως του βλαπτικού αποτελέσματος. Περαιτέρω, η απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κωδικός, υπάρχει, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, όταν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων εστηρίχθη η κρίση του Δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν, οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, δια των οποίων έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθενται τι προέκυψε κεχωρισμένως από το καθένα από αυτά, ούτε να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ των, ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρούνται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, εδέχθη, ανελέγκτως, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία μνημονεύονται κατά το είδος τους, απεδείχθησαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό χρόνο, ήταν διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία "INFOTE-ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ ΟΤΕ ΑΕ" και εκπρόσωπος αυτής ενώπιον των δικαστηρίων, με βάση την από 29-5-2001 απόφαση του Δ.Σ. αυτής. Η μάρτυρας ... εργαζόταν ως καθαρίστρια στα επί της ... γραφεία της εταιρίας αυτής. Στις ... και περί ώρα 06.30 ενώ επιχειρούσε να αδειάσει ένα κάδο απορριμμάτων γραφείου το πόδι της ενεπλάκη σε καλώδια τροφοδοσίας ηλεκτρονικού υπολογιστή που βρισκόταν στο δάπεδο του γραφείου, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία της, να πέσει και να υποστεί τη σωματική βλάβη που περιγράφεται στο διατακτικό. Εξαιτίας δε αυτής της βλάβης για νοσηλεία και αποθεραπεία απέσχε από την εργασία της 66 ημέρες. Το ατύχημα αυτό, το οποίο συνέβη κατά τη διάρκεια της εργασίας της παθούσας, θα αποφευγόταν οπωσδήποτε αν τα ως άνω καλώδια δεν είχαν τοποθετηθεί ελεύθερα και διασκορπισμένα πάνω στο δάπεδο (άρθρ. 10 περ. 3 Π.Δ. 16/1996), αλλά ήσαν περασμένα μέσα ειδικά κανάλια [σωλήνες], αλλιώς αν είχε προβλεφθεί ασφαλής δίοδος [αυλάκι] στο δάπεδο του γραφείου. Ενόψει αυτών το Δικαστήριο και ανεξάρτητα από το ότι ούτε η παθούσα ήταν προσεκτική, αφού τα καλώδια ήταν ορατά και επί αρκετό χρόνο στην ίδια θέση, πείθεται ότι το ατύχημα και ο τραυματισμός της παθούσας οφείλεται και σε συγκλίνουσα αμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος από έλλειψη προσοχής, που όφειλε και μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να καταβάλει, δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την ασφαλή διευθέτηση των ως άνω καλωδίων με τον προαναφερόμενο τρόπο. Με βάση τα παραπάνω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Με τις παραδοχές αυτές το άνω δικαστήριο εκήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο της αξιοποίνου πράξεως της σωματικής βλάβης εξ αμελείας και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Με αυτά που εδέχθη το ως άνω δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη, κατά την προδιαληφθείσα έννοια, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση εδέχθη ότι ο τραυματισμός της παθούσης δεν υπήρξε απότοκος ορισμένης μόνο πράξεως (ενεργείας ή παραλείψεως) του αναιρεσείοντος, αλλά συνόλου συμπεριφοράς του που προηγήθηκε του αποτελέσματος, ήτοι εδέχθη έγκλημα δια παραλείψεως τελεσθέν κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, διότι παρέλειψε να λάβει τα ανωτέρω αναφερόμενα μέτρα ασφαλείας, όντας προς τούτο υπόχρεος, δεν μνημονεύεται σ' αυτή ούτε και αιτιολογείται η ύπαρξη της ιδιαιτέρας νομικής υποχρεώσεώς του, όπως μεριμνήσει ο ίδιος για την, σύμφωνα με τους ισχύοντες τεχνικούς κανόνες, διευθέτηση των καλωδίων του ηλεκτρονικού υπολογιστού στον εργασιακό χώρο της, στο σκεπτικό της αποφάσεως, διαλαμβανόμενες επιχειρήσεως, προς αποτροπή του επελθόντος αποτελέσματος. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα, τα οποία, κατά το περιεχόμενο ειδικής, επιτακτικού χαρακτήρος, διατάξεως νόμου, παρήγαγον στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος την του ανωτέρω περιεχομένου ιδιαιτέρα νομική υποχρέωση, ούτε αναφέρεται εάν αυτή εξεπήγασε από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με ορισμένη έννομη σχέση ή από συμβατικό δεσμό ή από προηγούμενη συμπεριφορά του, εκ της οποίας εδημιουργήθη ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Οι δε διατάξεις που αναφέρονται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα Ι του άρθρου 10 του ΠΔ της 18/1/1996 υπό τον τίτλο Ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας στους χώρους εργασίας σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/654/ΕΟΚ. (Α' 10), είναι γενικού περιεχομένου, ρυθμιστικές είτε του τρόπου εκτελέσεως, επιβλέψεως και συντηρήσεως των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων στους χώρους εργασίας, είτε στον τρόπο διαμορφώσεως των δαπέδων στους ίδιους χώρους, που πρέπει να είναι ελεύθεροι εμποδίων, μη καθιδρύουσες την ανωτέρω ιδιαίτερη νομική υποχρέωση στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος υπό την ως άνω ιδιότητά του.

 

 

Μόνη η μνεία ότι ο αναιρεσείων ήταν διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας, δεν επαρκεί για την πληρότητα της αιτιολογίας στο κρίσιμο αυτό ουσιαστικό ζήτημα, δια την θεμελίωση του δια παραλείψεως εγκλήματος του άρθρου 15 ΠΚ, ενόψει μάλιστα και της παραδοχής του Εφετείου, ότι στα καθήκοντα του αναιρεσείοντος, ως διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας και νομίμου εκπροσώπου της, όπως αυτά διαγράφονται στην από 29/5/2000 απόφαση του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου, ήταν η εκπροσώπηση της ενώπιον των Δικαστηρίων, χωρίς την σαφή παραδοχή ότι μεταξύ των ανατεθέντων σ' αυτόν καθηκόντων, ως καταστατικού οργάνου, ήταν και η επιμέλεια δια την ασφαλή τοποθέτηση και λειτουργία των διαφόρων εγκαταστάσεων και συσκευών στους διαφόρους εργασιακούς χώρους. Περαιτέρω, ενώ κατά τις ίδιες παραδοχές γίνεται κατάφαση της υπάρξεως στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της άνευ συνειδήσεως αμελείας, αιτιωδώς συνδεόμενης προς τον τραυματισμό της παθούσης, δεν διευκρινίζεται εάν και πότε αυτός έλαβε γνώση της ελαττωματικής, κατά παράβαση των τεχνικών κανόνων, τοποθετήσεως των καλωδίων του υπολογιστού, ώστε να έχει την δυνατότητα, ενόψει και όλων των προσωπικών περιστάσεων και ικανοτήτων του, να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα και να λάβει τα ενδεινυόμενα μέτρα για την αποτροπή του. Ακολούθως προς τα ανωτέρω, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, υπό στοιχ. Α1 και Β', πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση από άλλος δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή, παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΛΟΓΟΥΣ

 

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 2070/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2009. Και

 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2010.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ