ΑΠ 1604/2014

 

Παράνομη κατάληψη ακινήτου από Δήμο και μετατροπή του σε κοινόχρηστο χώρο -.

 

Από τα άρθρα 247, 251, 298, 914 και 937 του Α.Κ. συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας με πράξη η παράλειψη, άπαξ τελεσθείσης, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα η μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον είναι δικαστικά επιδιώξιμη, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι 5 ετών και αρχίζει να τρέχει για όλες τις αξιώσεις, ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υποχρέου προς αποζημίωση. Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υποχρέου δεν συμβαίνει άπαξ αλλά συνεχίζεται όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση από την διατήρηση της οποίας δημιουργείται ζημία σε άλλον. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η κατά το άρθρο 937 ΑΚ πενταετής παραγραφή δεν αρχίζει από τον χρόνο που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση αυτής αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί σε άλλον ζημία. Όταν υπόχρεος προς αποζημίωση είναι Δήμος με βάση τις διατάξεις των άρθρων 3 ΝΔ 31/1968, 276 παρ. 2 Ν. 3463/2006 και 90 παρ 1. εδ του Ν. 2362/1995, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δήμου, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δοξαστική επιδίωξή της. Δεκτή η αίτηση αναιρέσεως (ίδια η ΑΠ 1605/2014).

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 1604/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

 

      ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλάδο γένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες.

 

       ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 9 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

      Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», λόγω συγχώνευσης των δύο εταιρειών με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη., η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Παναγόπουλο και Ανδριανή Παπαδοπούλου.

 

       Του αναιρεσιβλήτου: Δήμου Αθηναίων, ο οποίος εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχο που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Μπεζαντέ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

 

       Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-11-2002 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6745/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 423/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 11/8/2011 αίτηση της.

 

       Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Κλαδογένης, ανέγνωσε την από 16-11-2012 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό και 2. την απόρριψη του δευτέρου λόγου της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

 

                                 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

       Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α' Κ.Πολ.Δ.: «Αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των αδικοπραξιών». Εξ άλλου, από τα άρθρα 247, 251, 298, 914 και 937 Α.Κ. συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώραν με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (Ολ.Α.Π.24/2003).

 

     Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώραν άπαξ, αλλά  συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Στην περίπτωση αυτή η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό της ζημίας  κατάσταση δεν είναι άμεση  συνέπεια  της  άπαξ τελεσθείσης και ολοκληρωθείσης πράξεως του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατηρήσεως και μη άρσεως της ζημιογόνου αυτής καταστάσεως, γεννάται δε όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξεως με την  οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως, η κατά το άρθρο 937  Α. Κ.   πενταετής ως άνω παραγραφή της αξιώσεως του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από την διατήρηση της καταστάσεως αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από τον χρόνο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς του δράστη με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί ζημία σε άλλον (Α.Π.1730/2010, Α.Π. 832/2008). Το ίδιο συμβαίνει και όταν υπόχρεος προς αποζημίωση από αδικοπραξία των οργάνων του είναι Δήμος, με την διαφορά ότι στην περίπτωση αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων α’) 3 Ν.Δ. 31/1968 (εφαρμογή των διατάξεων περί προνομίων του Δημοσίου και στους Ο.Τ.Α.), β’) 91 τταρ. 1 και 93 του προϊσχύσαντος Ν.Δ. 321/1969 (Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού) και γ') 90 παρ.1 εδ. α' του ήδη από 1-1-1996 ισχύοντος Ν.2362/1995 («Δημόσιο Λογιστικό-Έλεγχος Δαπανών κ.λ.π.»), η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δήμου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της.

 

    Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα Εθνική Τράπεζα ισχυρίζεται με την αγωγή της, η οποία ασκήθηκε το έτος 2002, ότι είναι κυρία του σαφώς κατά θέση, έκταση και όρια περιγραφομένου οικοπέδου, το οποίο κατά την 28-10-1982 κατέλαβε ο εναγόμενος Δήμος Αθηναίων δια των οργάνων του και έκτοτε κατέχει και χρησιμοποιεί ο ίδιος μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής. Από την συμπεριφορά αυτή του εναγομένου η ενάγουσα υπέστη ζημία, ίση με τα μηνιαία μισθώματα τα οποία θα εισέπραττε εάν εξεμίσθωνε το ακίνητο σε τρίτους ως   χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτων και τα οποία ανέρχονται για το από 28-10-1982 έως της ασκήσεως της αγωγής χρονικό διάστημα, όπως αναλύονται αυτά, στο συνολικό ποσόν των 1.181.468 ευρώ. Ζητεί δε με την κυρία βάση της αγωγής η ενάγουσα, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος, να της καταβάλει το ως άνω ποσόν και μάλιστα νομιμοτόκως κάθε επί μέρους ποσόν το οποίο αντιστοιχεί στο ανάλογο απωλεσθέν μίσθωμα. Το Εφετείο, κατά παραδοχήν σχετικής ενστάσεως του εναγομένου, έκρίνε, ότι η παραγραφή της απαιτήσεως της εναγούσης είναι πενταετής και αρχίζει να υπολογίζεται «για όλες τις ζημίες ενιαία», δηλαδή για το σύνολον των επί μέρους ζημιών κάθε μηνός «από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση», ήτοι από τον Οκτώβριο του έτους 1982 και συμπληρώθηκε η παραγραφή για το σύνολο των απαιτήσεων, τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1987 και κατόπιν τούτου απέρριψε κατ' ουσίαν την αγωγή. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., καθόσον ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις αναφερθείσες στην αρχή ουσιαστικές διατάξεις, αφού στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για ζημιογόνο κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε, διετηρείτο και δεν ήρετο από τον αναιρεσίβλητο, με συνέπεια να προκαλείται στην αναιρεσείουσα ζημία για όσον χρόνο διαρκούσε η κατάσταση αυτή. Έτσι, η πενταετής παραγραφή της απαιτήσεως της ζημειωθείσης προς αποζημίωση δεν αρχίζει από τον χρόνο που αυτή έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση (Οκτώβριος 1982), αλλά από τα αναφερόμενα στην αγωγή μεταγενέστερα χρονικά σημεία, κατά τα οποία εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί ζημία στην αναιρεσείουσα και μάλιστα από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο εμπίπτουν τα εν λόγω χρονικά σημεία. Εν όψει αυτών, η πλημμέλεια του Εφετείου, στην παρούσα υπόθεση, περί την ερμηνεία και την εφαρμογή των αναφερθεισών στην αρχή ουσιαστικών διατάξεων εντοπίζεται και περιορίζεται μόνον στις επί μέρους απαιτήσεις της εναγούσης, οι οποίες εμπίπτουν μέσα στην τελευταία πενταετία προ της ασκήσεως της αγωγής, όπως το διάστημα αυτό καθορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 3 Ν.Δ. 31/1968, 91 παρ. 1 και 93 Ν.Δ. 321/1969 και 90 παρ. 1 εδ. α' Ν.2362/1995. Εκτείνεται δηλαδή το διάστημα αυτό από 1-1-1997 μέχρι της ασκήσεως της αγωγής, επειδή στην   προκειμένη περίπτωση η παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δήμου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτών. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος.

 

      Από τα άρθρα 224 παρ. 1 περ. α, 269, 300, 553, 565, 570 παρ.1 και 577 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι στην αναιρετική διαδικασία είναι απαράδεκτη η προβολή ενστάσεων, εκτός εκείνων οι οποίες αναφέρονται στο παραδεκτό και εμπρόθεσμο της αιτήσεως για αναίρεση και των προσθέτων λόγων, για το παραδεκτό όμως των οποίων αυτές πρέπει να προτείνονται με τις προτάσεις του διαδίκου, που κατατίθενται είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από την δικάσιμο. Η προβολή άλλων καταλυτικών του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος είναι απαράδεκτη, διότι η προβολή τους προϋποθέτει την εκκρεμοδικία της αγωγής, η οποία περατώνεται με την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και η επ' αυτής δίκη δεν αναβιώνει την εκκρεμοδικία, αφού με το ένδικο αυτό μέσον δεν ανοίγεται νέος βαθμός δικαιοδοσίας, ούτε κρίνεται η ουσία της διαφοράς, αλλά ερευνάται το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αναιρέσεως (Α.Π. 1307/2010, Α.Π. 994/2006). Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι προβαλλόμενες από τον αναιρεσίβλητο με τις προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε μετά την συζήτηση της υποθέσεως (12.12.2013), ενστάσεις παραγραφής του δικαιώματος της κυριότητος της αναιρεσειούσης επί του αναφερομένου ανωτέρω οικοπέδου και ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων.

 

      Επειδή είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, έπεται ότι παρέλκει η έρευνα του δευτέρου λόγου, ο οποίος αναφέρεται στην επικουρική βάση της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού και αφορά το ίδιο με την κυρία βάση αιτούμενο ποσόν, καθόσον και η απαίτηση αυτή, εφόσον στρέφεται κατά του Δήμου, υπόκειται στην ίδια με την απαίτηση της κυρίας βάσεως της αγωγής πενταετή παραγραφή.

 

      Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων οι οποίοι εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσειούσης.

 

 

                         ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθ. 423/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

 

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

 

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο Δήμο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσειούσης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2014.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 22 Ιουλίου 2014.

 

 

                    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ