ΑΠ 1358/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Χρηματιστήριο - Έγκληση - Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ποινικής διάταξης - Υπέρβαση εξουσίας - Αναίρεση -.

 

Η διάταξη περί εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω ρητής ή σιωπηρής παραίτησης από το δικαίωμα υποβολής έγκλησης δεν εφαρμόζεται ούτε στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα, ούτε σε εκείνα που διώκονται μετά από αίτηση της αρχής ούτε τέλος σε εκείνα, στα οποία δεν υπάρχει άμεσα παθών από την πράξη και για τη δίωξή της ανατίθεται από το νόμο η υποχρέωση υποβολής μήνυσης, η οποία καταχρηστικά αποκαλείται "έγκληση". Η ποινική δίωξη για τις παραβάσεις του ν. 1806/1988 περί χρηματιστηρίου αξιών ασκείται ύστερα από αίτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η χρήση στο νόμο του όρου έγκληση γίνεται καταχρηστικά. Αναιρείται λόγω εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των σχετικών διατάξεων, η προσβαλλόμενη απόφαση που έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για παράβαση του ν. 1806/88, για το λόγο ότι η υποβολή της "έγκλησης" από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έγινε μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας, αφού δεν πρόκειται για έγκληση αλλά για αίτηση και δεν εφαρμόζεται το άρ. 117 ΠΚ.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 1358/2005

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   Ε’ Ποινικό Τμήμα

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Γεωργίλη, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Ναυπλιώτη - Εισηγητή, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Δημήτριο Κιτρίδη και Αθανάσιο Μπρίλλη, Αρεοπαγίτες.

   Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαϊου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χρήστου Σιδέρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της με αριθμό 5647/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Π.Κ. του Γ., κάτοικο Πειραιώς, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

   Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών , με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 18 και ημερομηνία 27.4.2004  έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1342/2004.

   Αφού άκουσε

   Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ζήτησε να γίνει δεκτή  η έκθεση αναίρεσης.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 117 του Π.Κ., το οποίο πραγματεύεται για την εξάλειψη του αξιοποίνου με τη σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης, δηλαδή της μη υποβολής μέσα σε τρεις μήνες έγκλησης από το δικαιούμενο σ’ αυτή, όπως και με τη ρητή παραίτηση απ’ αυτήν, σαφώς συνάγεται ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο στα αδικήματα εκείνα, για τη δίωξη των οποίων απαιτείται, σύμφωνα με το νόμο, είτε ένεκα του επικρατέστερου ιδιωτικού συμφέροντος, είτε ένεκα της μικρότητας αυτού, η κατά τον  τύπο που έχει καθοριστεί προς τις αρμόδιες για τη δίωξη αρχές δήλωση  της βούλησής του κατά τη  στιγμή της προσβολής δικαιούχου του εννόμου αγαθού που προστατεύεται, η οποία μπορεί να ανακληθεί με τους όρους του νόμου (άρθρ. 50 και 52 του Κ.Π.Δ.). Κατά συνέπεια η διάταξη αυτή (του άρθρου 117 του Π.Κ.) δεν εφαρμόζεται ούτε στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα έπειτα από μήνυση τρίτου ή έγκληση (κατά την ευρύτερή της έννοια) του παθόντος η αναφορά της αρχής ή δημοσίου υπαλλήλου (άρθρ. 36 Κ.Π.Δ.), ούτε στα έπειτα από αίτηση της αρχής διωκόμενα αδικήματα (άρθρ. 41 Κ.Π.Δ.), ούτε τέλος στα αδικήματα εκείνα, στα οποία δεν υπάρχει άμεσα από την πράξη παθών και για τη δίωξή τους προέχει το δημόσιο συμφέρον, ένεκα του οποίου ανατίθεται από το νόμο η υποχρέωση υποβολής μήνυσης σε ορισμένες δημόσιες αρχές, η οποία μήνυση καταχρηστικά αποκαλείται «έγκληση». Εξάλλου το άρθρο 30 παρ. 1 και 2 του Ν.1806/1988 που αφορά  την «τροποποίηση της νομοθεσίας για τα χρηματιστήρια αξιών» ορίζει ότι «με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, έχοντας αποκτήσει άμεσα ή έμμεσα γνώση εμπιστευτικών πληροφοριών για επιχείρηση με αφορμή μόνιμη ή πρόσκαιρη παροχή υπηρεσιών με οποιαδήποτε ιδιότητα προς επιχείρηση ή για επιχείρηση, χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές, είτε ο ίδιος είτε μέσω άλλου προσώπου και αγοράζει ή πωλεί χρηματιστηριακές αξίες των επιχειρήσεων αυτών, για να επιτύχει σημαντικό περιουσιακό όφελος για τον εαυτό του ή τρίτο ή επιφέρει σημαντική περιουσιακή ζημία σε τρίτο».  Κατά δε την παρ. 9 του άρθρου 76 του Ν.1969/1991, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του Ν.2166/1993, «Η ποινική δίωξη στις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν.876/1979, τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 30 του Ν.1806/1988, του άρθρου 19, της παρ. 1 του άρθρου 72, της παρ. 1 του άρθρου 73, των παρ. 15, 16 και 17 του άρθρου 77 του παρόντος Νόμου και της παρ. 8 του παρόντος άρθρου ασκείται ύστερα από έγκληση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς». Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι η χρήση σ’ αυτή του  όρου έγκληση δεν γίνεται με την κυριολεκτική αυτού σημασία, με την οποία χρησιμοποιείται ο όρος αυτός στις πιο πάνω διατάξεις του Π.Κ. και του Κ.Π.Δ., αλλά με την έννοια της από το άρθρο 41 του Κ.Π.Δ. προβλεπόμενης αίτησης δίωξης που υποβάλλεται από την αρχή. Το ότι στη διάταξη αυτή του νόμου (παρ.9 του άρθρ. 76 του Ν.1969/1991) αναφέρεται έγκληση την οποία υποβάλλει μόνον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σημαίνει όχι ότι απαιτείται για τη δίωξη και του παραπάνω αδικήματος (παραβ. άρθρ. 30 παρ. 1 και 2 του Ν.1806/1988) έγκληση με την έννοια που διαλαμβάνεται στα άρθρα 117 και 118 του Π.Κ., αλλά ότι για να μη γίνονται άσκοπες διώξεις κατά τροποποίηση των άρθρων 36 και 37 του Κ.Π.Δ. καθορίστηκε περιοριστικά η πηγή από την οποία ο Εισαγγελέας μπορεί να αντλεί τις πληροφορίες για κίνηση της ποινικής δίωξης, αφού δεν μπορεί ένεκα της φύσης της πράξης να αντλήσει, όπως σε όλα τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα, σχετικές πληροφορίες από είδηση κάθε άλλης αρχής ή κάθε ιδιώτη ή δημοσίου υπαλλήλου, αφού αυτοί μπορεί να μην έχουν σαφή αντίληψη των σχετικών με τις χρηματιστηριακές συναλλαγές διατάξεων. Το ότι τέλος η έννοια του όρου «έγκληση» στην παραπάνω διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 76 του Ν.1969/1991 (όπως αυτή κατά τα ανωτέρω τέθηκε με το άρθρο 9 του Ν.2166/1993) είναι αυτή της κατά το άρθρο 41 του Κ.Π.Δ. αίτησης της αρχής (εν προκειμένω της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς) επικουρείται και από το ότι στην Εισηγητική Έκθεση του Ν.2166/1993 αναφέρεται σε σχέση με την εν λόγω διάταξη ότι η ποινική δίωξη για τις ως άνω παραβάσεις ασκείται με αίτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με το να δεχτεί συνεπώς το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη με αριθ. 5647/2004 απόφασή του ότι οι από το άρθρο 30 παρ. 1 και 2 του Ν.1806/1988 προβλεπόμενες αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες διώχθηκε ο αναιρεσίβλητος κατηγορούμενος Π.Κ., διώκονται μετά από έγκληση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και με το να προβεί μετά ταύτα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 117 παρ. 1 του Π.Κ., στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης του αναιρεσιβλήτου κατηγορουμένου, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου των άνω πράξεων, για το λόγο ότι η υποβολή της έγκλησης προς δίωξη των εν λόγω αξιόποινων πράξεων έγινε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μετά την πάροδο της από το άρθρο αυτό (117 παρ. 1 του Π.Κ.) τασσόμενης προθεσμίας των τριών μηνών από το χρόνο κατά τον οποίο έλαβε αυτή γνώση των τελεσθεισών ως άνω αξιόποινων πράξεων και του προσώπου που τις τέλεσε, το μεν εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές, το δ’ υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του και γι’ αυτό πρέπει να γίνουν δεκτοί, ως βάσιμοι, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Η’ του Κ.Π.Δ. λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης που ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 512 του Κ.Π.Δ.).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί τη με αριθ. 5647/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

   Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Μαϊου 2005. Και

   Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1 Ιουνίου 2005.