ΑΠ 1288/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα - Προσωρινή κάλυψη αστικής ευθύνης - Ενστάσεις ασφαλιστή - Ακυρότητα - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου - Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης - Αναίρεση για μη εκτίμηση αποδεικτικού μέσου -.

 

Σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα. Χρονικό διάστημα ισχύος της προσωρινής κάλυψης της αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα που παρέχει με σύμβαση ο ασφαλιστής πριν εκδοθεί το ασφαλιστήριο. Γίνεται δεκτό ότι εφόσον δεν παραβλάπτονται άξια λόγου συμφέροντα του ασφαλιστή, η πριν από το ατύχημα παράδοση από τον ασφαλιστικό πράκτορα στον ασφαλισμένο κύριο του αυτοκινήτου προσωρινού σήματος θεμελιώνει ευθύνη του τελευταίου προς αποζημίωση του τρίτου. Σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης κατά το χρόνο ισχύος της προσωρινής κάλυψης εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου για το προβλητό ή μη των ενστάσεων από τον ασφαλιστή κατά του ζημιωθέντος. Κατά του τρίτου δεν αντιτάσσεται ούτε η μονομερής ανενέργεια της σύμβασης ασφάλισης που οφείλεται στο ότι ο αντισυμβαλλόμενος εξαπατά τον ασφαλιστή αποκρύπτοντας κατά τη σύναψη της σύμβασης ότι ήδη είχε επέλθει ατύχημα και ζημία σε τρίτο πρόσωπο. Απόρριψη ως αβάσιμων των αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Απόρριψη αναιρετικού λόγου από τον αριθ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ όταν από την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενό της δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το εφετείο έλαβε υπόψη και τα έγγραφα που ο αναιρεσείων επικαλείται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 1288/2009 

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   Δ' Πολιτικό Τμήμα 

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Πετράκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Ελευθέριο Μάλλιο, Γεωργία Λαλούση και Ευτύχιο Παλαιοκαστρίτη, Αρεοπαγίτες.

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Μαρτίου 2009, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

   Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία "ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΜΙΝΕΤΤΑ Α.Ε.Ε.Γ.Α.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Διονύσιο Μπάστα και κατέθεσε προτάσεις

   Των αναιρεσιβλήτων: 1) ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Βούλγαρη και κατέθεσε προτάσεις, 2) Ο1, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μπάκα και κατέθεσε προτάσεις.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/5/2003 αγωγή του πρώτου των ως άνω αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 210/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 345/2007 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30/8/2007 αίτησή της.

   Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.  Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Γεωργία Λαλούση, ανέγνωσε την από 1/10/2008 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αναίρεσης  Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Ι. Από την προσκομιζόμενη με επίκληση ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Βόλου .... αποδεικνύεται, ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για την 10-10-2008, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε νόμιμα με αίτημα των αναιρεσιβλήτων, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο δεύτερο αναιρεσίβλητο Ο1. Ο τελευταίος κατά την ανωτέρω μετ' αναβολή δικάσιμο, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και δεν παραστάθηκε με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

   Συνεπώς, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).

   ΙΙ. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και 2 της Κ4/585/5-4-1978 Απόφασης του Υπουργού Εμπορίου (ΑΥΕ), που εκδόθηκε με εξουσιοδότηση του άρθρου 6 παρ. 5 του ν. 489/1976, "η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως. Δια να παρασχεθεί ασφαλιστική κάλυψη προ της εκδόσεως ασφαλιστηρίου απαιτείται σύμβαση προσωρινής καλύψεως, αποδεικνυόμενη δια του υπό του ασφαλιστού χορηγουμένου προσωρινού σημειώματος καλύψεως ή προκειμένης υποχρεωτικής ασφαλίσεως ευθύνης και εγγράφου βεβαιώσεως, περί της οποίας το άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 489/1976. Το σημείωμα προσωρινής καλύψεως ισχύει μέχρι εκδόσεως του ασφαλιστηρίου, αλλά πάντως όχι πέραν της εν αυτώ αναγραφομένης ημερομηνίας λήξεως". Στην προβλεπόμενη με τη διάταξη αυτή προσωρινή κάλυψη δεν έχει τεθεί καμιά αίρεση και μάλιστα ότι θα ισχύει αν καταρτιστεί η οριστική σύμβαση και ότι ανατρέπεται αναδρομικά, αν δεν καταρτιστεί τέτοια σύμβαση. Αλλιώς, στην περίπτωση που επέρχεται η ασφαλιζόμενη ζημία πριν να καταρτιστεί η οριστική σύμβαση, που δεν καταρτίζεται μετά την επέλευση της ζημίας, θα ματαιωνόταν ο σκοπός της προσωρινής κάλυψης, που επιδιώκεται με την παραπάνω διάταξη ακριβώς γι' αυτήν την περίπτωση, αφού η ασφάλιση της ζημίας, που επέρχεται μετά την έκδοση του οριστικού ασφαλιστηρίου, καλύπτεται από αυτό. Έτσι, η προσωρινή κάλυψη της αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα, που παρέχει με σύμβαση ο ασφαλιστής πριν εκδοθεί το ασφαλιστήριο, ισχύει για το χρονικό διάστημα ενάρξεως και λήξεως της ασφαλίσεως που συμφωνήθηκε, ισχύει δε και στην περίπτωση που δεν ακολούθησε σύναψη οριστικής ασφαλιστικής σύμβασης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 489/1976 "περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης" το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδίαν αξίωση κατά του ασφαλιστή. Κατά το άρθρο δε 11 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του προσώπου που ζημιώθηκε, όταν τούτο ασκεί την κατ' άρθρο 10 παρ. 1 αξίωση, ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, επιφυλασσομένου σ' αυτόν του δικαιώματος αγωγής κατά του ασφαλισμένου, του αντισυμβαλλομένου και του οδηγού. Η ακύρωση, η λήξη ή η αναστολή της ασφαλιστικής σύμβασης δύναται να αντιταχθεί κατά του τρίτου που ζημιώθηκε μόνο αφού το ατύχημα συνέβη μετά πάροδο δέκα έξι ημερών από την εκ μέρους του ασφαλιστή γνωστοποίηση της κύρωσης ή λήξης ή αναστολής. Η ανωτέρω πρώτη παράγραφος του άρθρου 11 θέτει τον κανόνα του απροβλήτου των πιο πάνω ενστάσεων από τον ασφαλιστή κατά του ζημιωθέντος τρίτου, με εξαίρεση την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, κατά την οποία ο ασφαλιστής δύναται να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τρίτου την ακύρωση, τη λήξη ή την αναστολή της ασφαλιστικής σύμβασης μόνο αν τη γνωστοποιήσει στον ασφαλισμένο και παρέλθουν δεκαέξι ημέρες από το ατύχημα. Σκοπός της καθιερώσεως του παραπάνω κανόνα του απροβλήτου των ενστάσεων, που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, και των διατυπώσεων γνωστοποιήσεως είναι η προστασία του ζημιωθέντος τρίτου, ώστε να μη κινδυνεύει η ασφαλιστική του κάλυψη από τυχόν συμπαιγνία μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου ή τυχόν ακυρότητες της ασφαλιστικής σύμβασης που αφορούν τους συμβαλλομένους (ΑΠ 1299/2003). Εξάλλου, κατά το άρθρο 203 ΕΝ, το οποίο ίσχυε πριν από τη θέση σε ισχύ, την 17-11-1997, του ν. 2496/1997, η ασφάλιση είναι άκυρη, εάν ο ασφαλιστής, ο ασφαλισμένος ή το πρόσωπο που ενήργησε την ασφάλιση γνώριζε την επέλευση του κινδύνου, δηλαδή και όταν ο ασφαλισμένος αποκρύπτει κατά το χρόνο αίτησης για ασφάλιση την επέλευση του κινδύνου, και δίδεται με τη συμφωνία μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλιζομένου αναδρομική ισχύς στη σύμβαση ασφάλισης σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που συνέβη το ατύχημα και κατά τον οποίο το αυτοκίνητο ήταν ανασφάλιστο (ΑΠ 1073/2007). Αλλά και κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2496/1997 "κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου", κατά δε την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου και νόμου "σε περίπτωση παράβασης από δόλο της άνω υποχρέωσης, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης". Τέλος, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 εδ. β' του ίδιου ν. 2496/1997, που εφαρμόζεται και στη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, γιατί η ρύθμιση που περιέχει δεν είναι ασυμβίβαστη προς το όλο σύστημα του ν. 489/1976, ο οποίος δεν έχει αντίθετους ορισμούς, "αν κατά τη σύναψη της ασφάλισης, ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος του ασφαλίσματος, γνώριζε ότι η ασφαλιστική περίπτωση είχε ήδη επέλθει, ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται σε παροχή και δικαιούται, εφόσον δεν γνώριζε την επέλευση του κινδύνου, το ασφάλιστρο μέχρι τέλους της ασφαλιστικής περιόδου". Στην τελευταία αυτή περίπτωση αληθινά πρόκειται για ακυρωσία, που στηρίζεται σε απάτη, που διέπραξε ο αντισυμβαλλόμενος, αλλά ο νόμος έχει προβεί σε ειδική ρύθμισή της και την αντιμετωπίζει ως μονομερώς ανενεργή, δηλαδή ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται από την ασφάλιση, δικαιούται όμως να απαιτήσει το ασφάλιστρο, εφόσον δεν γνώριζε την επέλευση του κινδύνου. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι κάθε ένσταση που αφορά και θεμελιώνεται στην ασφαλιστική σύμβαση, όπως είναι και εκείνη της ακυρότητας για οποιοδήποτε λόγο, δεν αντιτάσσεται κατά του προσώπου που ζημιώθηκε από αυτοκινητικό ατύχημα και ασκεί την αξίωσή του κατά της ασφαλιστικής εταιρίας κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 489/1976, εκτός αν η ασφαλιστική εταιρία επικαλεστεί και αποδείξει, ότι είχε γνωστοποιήσει την ακυρότητα αυτή 16 ημέρες πριν συμβεί το ατύχημα. Παρέπεται απ' αυτά, ότι δεν αντιτάσσεται κατά του τρίτου, ούτε η μονομερής ανενέργεια της σύμβασης ασφάλισης που οφείλεται στο ότι ο αντισυμβαλλόμενος, για να γεννηθεί υπέρ αυτού και των ασφαλισμένων προσώπων ασφαλιστική κάλυψη, πέτυχε να εξαπατήσει τον ασφαλιστή και να αποκρύψει κατά τη σύναψη της σύμβασης ότι ήδη είχε επέλθει ατύχημα και ζημία σε τρίτο πρόσωπο (ΑΠ 727/2008, ΑΠ 1485/2005, ΑΠ 980/1987). Εξάλλου, λόγος αναίρεσης για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, δημιουργείται αν το δικαστήριο της ουσίας προέβη είτε σε εσφαλμένη ερμηνεία των προϋποθέσεων εφαρμογής του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου είτε σε εσφαλμένη υπαγωγή ή μη υπαγωγή των πραγματικών διαπιστώσεών του στο εννοιολογικό περιεχόμενο του εφαρμοσθέντος ή μη κανόνα δικαίου, ενώ λόγος αναίρεσης από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου δημιουργείται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σχετικά με το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ του κυρίου του ζημιογόνου αυτοκινήτου τρίτου αναιρεσίβλητου (...), το οποίο κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος (που έλαβε χώρα στις 6-7-2002 και στο οποίο τραυματίστηκε ο πρώτος αναιρεσίβλητος-ενάγων ...) οδηγούσε ο δεύτερος αναιρεσίβλητος (Ο1), και της αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρίας: "Η εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία ισχυρίζεται με την έφεσή της ότι δεν έχει εγγυητική ευθύνη γιατί δεν υπήρχε κατά τον κρίσιμο χρόνο ενεργή και ισχυρή σύμβαση ασφάλισης. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι ο ιδιοκτήτης του ζημιογόνου οχήματος εμφανίστηκε ενώπιον της τοπικής ασφαλίστριας της εταιρίας (Φ1) στις 6-7-2002 και ζήτησε τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης με την εταιρία και με τη μεσολάβησή της προς ασφαλιστική κάλυψη του με αριθμό ... ΙΧΦ αυτοκινήτου του, αποκρύπτοντας ότι το αυτοκίνητό του την ίδια ημέρα (με οδηγό τον Ο1) είχε προκαλέσει το επίδικο ατύχημα. Επίσης ισχυρίζεται ότι η εν λόγω ασφαλίστρια για λόγους γνωριμίας και προς εξυπηρέτηση αυτού του χορήγησε την ίδια ημέρα σήμα προσωρινής κάλυψης προχρονολογημένο ως προς το χρόνο έκδοσής του (με ημερομηνία έναρξης 2-7-2002) και ότι το σήμα αυτό είχε προσωρινό μόνο χαρακτήρα η ισχύς του οποίου θα αποβάλλονταν αναδρομικά αν δεν κατέβαλε ο ίδιος τα ασφάλιστρα και αν δεν υπογράφονταν η οριστική σύμβαση ασφάλισης. Σχετικά με τον παραπάνω ισχυρισμός πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: ... Στην προκειμένη περίπτωση από το επικαλούμενο και προσαγόμενο προσωρινό σήμα το οποίο χορήγησε στον ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου (...) η προαναφερθείσα ασφαλιστική πράκτορας αναφέρεται ρητά ότι αυτό έχει χρονική διάρκεια ενός μήνα από την έκδοσή του, ενώ δεν αναφέρεται τίποτα σε αυτό περί αναδρομικής ανατροπής της προσωρινής κάλυψης λόγω της μη ακολουθήσασας σύναψης του οριστικού συμβολαίου. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα του ισχυρισμού της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας ότι ο ανωτέρω εναγόμενος προσήλθε στο γραφείο της ασφαλίστριας Φ1 την 6-7-2002 και ότι στην ανωτέρω ημεροχρονολογία χορηγήθηκε στον ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου προσωρινό σήμα ασφαλιστικής κάλυψης προχρονολογημένο. Αυτό συνάγεται και από το περιεχόμενο των εξής εγγράφων: α) από την από 6-7-2002 έκθεση αυτοψίας η οποία φέρει χρόνο σύνταξης 11.15' και όπου στην παρ. 29 γίνεται επίκληση ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο αυτοκίνητο (... ΙΧΕ) ήταν ασφαλισμένο στην "Ευρωπαϊκή Ένωση"", β) από το προσαγόμενο επικυρωμένο αντίγραφο αποσπάσματος από το βιβλίο συμβάντων και αδικημάτων της τροχαίας ... από το οποίο προκύπτει ότι το ατύχημα καταχωρήθηκε την ίδια μέρα και γίνεται μνεία ότι το εν λόγω αυτοκίνητο ήταν ασφαλισμένο στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία. Σε κάθε περίπτωση, έχει νομολογηθεί ότι για λόγους προστασίας των ζημιουμένων τρίτων, εφόσον δεν παραβλάπτονται άξια λόγου συμφέροντα του ασφαλιστή, πρέπει να γίνει δεκτό πως η πριν από το ατύχημα παράδοση από τον ασφαλιστικό πράκτορα στον ασφαλισμένο κύριο του αυτοκινήτου προσωρινού σήματος, έστω και κατά παράβαση των όρων της μεταξύ πράκτορα και ασφαλιστή συμβάσεως θεμελιώνει ευθύνη του τελευταίου προς αποζημίωση του τρίτου. Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει κατά το χρόνο ισχύος της προσωρινής καλύψεως πρέπει να γίνει δεκτό πως εφαρμόζεται το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν 489/76 για το προβλητό ή μη των ενστάσεων εκ μέρους του ασφαλιστή κατά του ζημιωθέντος.

   Συνεπώς σύμφωνα με όλα όσα προαναφέρθηκαν κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος υπήρχε ενεργή και ισχυρή σύμβαση ασφαλίσεως του ζημιογόνου οχήματος (... ΙΧΕ) με την εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία και επομένως υφίσταται και η εγγυητική ευθύνη αυτής, απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης περί ελλείψεως παθητικής της νομιμοποίησης". Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας και αφού δέχθηκε την έφεση του ενάγοντος, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του υποχρεώνοντας και την αναιρεσείουσα-εναγομένη να τον αποζημιώσει ως τρίτο παθόντα από το ατύχημα. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως με ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή τις πιο πάνω διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, διέλαβε δε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, λαμβάνοντας υπόψη του και απορρίπτοντας τους ως άνω ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας για μη ύπαρξη κατά το χρόνο του ατυχήματος προσωρινής ασφαλιστικής σύμβασης. Κατ' ακολουθίαν, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

   ΙΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 11 περίπτωση γ' ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/2008). Στην προκείμενη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην ανωτέρω από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι δεν έλαβε υπόψη α) την από 10-3-2004 εξουσιοδότηση-εντολή βεβαίωση του προέδρου-διευθύνοντος συμβούλου της, β) την από 3-12-2003 βεβαίωση-ενημερωτική επιστολή της Υπηρεσίας Στατιστικής Ασφαλιστικών Εταιριών της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών με συνημμένη την από 2-12-2003 μηχανογραφημένη κατάσταση για το φερόμενο ως ζημιογόνο αυτοκίνητο του τρίτου αναιρεσιβλήτου που οδηγούσε ο δεύτερος, γ) την από 29-5-2004 βεβαίωση της ασφαλιστικής αντιπροσώπου της εταιρίας Φ1, δ) την με αριθμ ... έκθεση βεβαίωσης παράβασης-κλήση του τμήματος ... σε βάρος των δευτέρου και τρίτου των αναιρεσιβλήτων, και ε) την από 14-10-2003 βεβαίωση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος για την υπαγωγή της εταιρίας στην ΥΣΑΕ. Από τη βεβαίωση όμως που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι σε συνδυασμό με όλο το περιεχόμενό της δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα παραπάνω έγγραφα και όσα επιπλέον αναπτύσσονται στο δεύτερο λόγο αναίρεσης πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επομένως και ο πιο πάνω λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατά ένα μέρος και ως απαράδεκτος κατά το άλλο μέρος. 

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Απορρίπτει την από 30 Αυγούστου 2007 αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία "Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφάλειες Μινέττα ΑΕΕΓΑ" για αναίρεση της 345/2005 απόφασης του Εφετέιου Λάρισας.

   Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ για τον καθένα από αυτούς.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Μαΐου 2009. Και

   Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2009.