ΑΠ 1152/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό ΟΣΕ - Γενικός Κανονισμός  Προσωπικού ΟΣΕ και Υπηρεσιακός Οργανισμός ΟΣΕ - Αποδοχές - Πρόσθετη αμοιβή -.

 

Από τις  διατάξεις  του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΣΕ και του Υπηρεσιακού Οργανισμού του ΟΣΕ, προκύπτει ότι ο ΟΣΕ επιτρέπεται, με τα αρμόδια όργανά του, να αναθέτει σε μισθωτό του, με τον καταληκτικό βαθμό του Κλάδου τακτικού προσωπικού στον οποίο ανήκει, καθήκοντα εποπτείας και ελέγχου περισσοτέρων της μίας διευθύνσεων, αλλά τότε και ο μισθωτός δικαιούται να αξιώσει πρόσθετο μισθό. Αναιρείται  κατ΄ άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ  η προσβαλλομένη εφετειακή απόφαση, διότι παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 648, 649, 652 και 659 ΑΚ καθώς και τις κατωτέρω  αναφερόμενες  διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΣΕ και του Υπηρεσιακού Οργανισμού, δεχόμενη ότι, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 4 παρ. 1, 88 παρ. 1, 13, 60, 61, 188 και 9 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΣΕ και τη διάταξη του άρθρου 94 του Υπηρεσιακού Οργανισμού, προκύπτει ότι δεν απαγορευόταν η ανάθεση πρόσθετων καθηκόντων του ιδίου βαθμού άλλης οργανικής θέσεως σε υπάλληλο του τακτικού προσωπικού του ΟΣΕ, που υπηρετούσε με το βαθμό του διευθυντή, αλλά επιτρεπόταν η ανάθεση σε μισθωτό, με το βαθμό του διευθυντή, της  εκτέλεσης , εκτός των κυρίων καθηκόντων του, της διεύθυνσης  στην οποία είχε τοποθετηθεί, και της εκτέλεσης των καθηκόντων διευθυντή άλλης διεύθυνσης, χωρίς ο μισθωτός αυτός να δικαιούται να αξιώσει πρόσθετο μισθό. Και αναιρείται διότι από τις παραπάνω διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΣΕ και του Υπηρεσιακού Οργανισμού συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση τέτοιων παράλληλων καθηκόντων, χωρίς πρόσθετη αμοιβή.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 1152/2006

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   Β2' Πολιτικό Τμήμα

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χρήστο Μπαλντά, Αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Κολυβά, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Αναστάσιο - Φιλήτα Περίδη και Ηλία Γιαννακάκη, Αρεοπαγίτες.

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 17 Ιανουαρίου 2006, με την παρουσία και του Γραμματέα, Αντωνίου Στυλιανουδάκη, για να δικάσει μεταξύ:

   Του αναιρεσείοντος: Κ.Κ. του Ι., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε με το δικηγόρο του Δημήτριο Παπαδημητρόπουλο.

   Του αναιρεσίβλητου: «Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδας (Ο.Σ.Ε.) Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Παπαρρηγόπουλο.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/11/1996 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3390/1998 του ίδιου Δικαστηρίου και 7127/2001 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18/6/2004 αίτηση του και τους από 13/12/2005 πρόσθετους λόγους.

   Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω και ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ηλίας Γιαννακάκης, ανέγνωσε την από 21/12/2005 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως και να απορριφθεί ο δεύτερος.

   Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψη τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 ΑΚ προκύπτει ότι αν κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων η παροχή από το μισθωτό πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, μέσα στο νόμιμο ωράριο, η οποία σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν είναι συναφής με την εργασία που συμφωνήθηκε αρχικά και παρέχεται συνήθως με μισθό, χωρίς συγχρόνως να έχει καθοριστεί και ο πρόσθετος μισθός που πρέπει να καταβληθεί ή ο τρόπος προσδιορισμού του, ούτε να έχει συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβάλλεται πρόσθετος μισθός για την πρόσθετη αυτή εργασία, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτό τον ειθισμένο μισθό, για την πρόσθετη εργασία, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία με τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, οι σχέσεις εργασίας του τακτικού προσωπικού του αναιρεσιβλήτου Οργανισμού διέπονται από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού του Οργανισμού ο οποίος εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση από το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. Δ. 674/1970, κυρώθηκε , κατ' εξουσιοδότηση από το άρθρο 10 παρ. 1 εδ. η' και 12 του άνω Ν. Δ., με την υπ' αριθ. 47748 της 27 Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου 1972 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ τ. Β'827/1 1-1 0-1972). Οι διατάξεις του άνω Κανονισμού έχουν κωδικοποιηθεί σε ενιαίο κείμενο με την υπ' αριθ. 3285/24-6-1980 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΣΕ, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ τ.Β'689/22-7-1980) και έχει κατά το άρθρο 3 αυτού ισχύ ουσιαστικού νόμου. Ειδικότερα, στο άρθρο 3 του πιο πάνω Κανονισμού ορίζεται ότι, το προσωπικό συνδέεται με τον ΟΣΕ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και διακρίνεται σε τακτικό και έκτακτο, στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι, στον Κανονισμό υπάγεται το τακτικό προσωπικό, στο άρθρο 9 παρ. 1 ότι, απαγορεύεται η ανάθεση καθηκόντων ανωτέρου βαθμού και κατ' εξαίρεση μόνο επιτρέπεται προσωρινώς σε περίπτωση υπάρξεως κενής θέσεως και μέχρι συμπληρώσεως αυτής καθώς και σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας ή άλλης δικαιολογημένης αιτίας, οπότε στο προσωπικό που ανατέθηκαν καθήκοντα ανωτέρου βαθμού για χρονικό διάστημα πλέον των δέκα, πέντε ημερών χορηγείται αμοιβή καθηκόντων ανωτέρου βαθμού για το πέραν των δέκα πέντε ημερών χρονικό διάστημα, πλην αν πρόκειται για αναπλήρωση προσωπικού που απουσιάζει σε κανονική άδεια, στο άρθρο 88 παρ. 1 ότι, το εκάστοτε σύστημα και το ύψος των μισθών και των πάσης φύσεως απολαύων του προσωπικού καθορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, στο άρθρο 13 ότι το τακτικό προσωπικό διακρίνεται σε μόνιμο και δόκιμο κλπ, στο άρθρο 60 ότι, τοποθέτηση είναι ο καθορισμός οργανικής θέσης της Υπηρεσίας και της έδρας στην οποία θα υπηρετήσει το προσλαμβανόμενο προσωπικό και εκείνο που επανέρχεται στην υπηρεσία μετά από αποχή από την άσκηση των καθηκόντων, στο άρθρο 61 ότι μετάθεση είναι η μετατόπιση προσωπικού από κάποια θέση σε άλλη και στο άρθρο 188 ότι, στην ιεραρχία ανώτερος είναι ο κατέχων ανώτερο βαθμό και ότι η αναπλήρωση του Προϊσταμένου κάθε οργανικής μονάδας δύναται να ανατεθεί σε εκείνον που έχει τη δυνατότητα κατά τις διατάξεις του Κανονισμού και του Υπηρεσιακού Οργανισμού του ΟΣΕ να καλύψει την οργανική θέση. Επίσης, στο άρθρο 94 του Υπηρεσιακού Οργανισμού του ΟΣΕ, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών με την 11719/26-3-1982 απόφαση (ΦΕΚ Τ. Β’ 152/7-4-1982) μετά τη διοικητική κωδικοποίηση του από 10-11-1981 και στη συνέχεια ίσχυσε μετά την απόφαση 480/19-1-1989 του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΣΕ, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (Φ.286/15-2-1989), ορίζεται ότι, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΣΕ είναι δυνατό να προβαίνει με δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αποφάσεις του σε μεταβολή της δικαιοδοσίας και της έδρας των Διευθύνσεων Περιφερειών Αθηνών, Μακεδονίας και Θράκης, Πελοποννήσου και των ορίων δικαιοδοσίας των Υγειονομικών Υπηρεσιών και σε αναδιάρθρωση των προβλεπομένων στον Υπηρεσιακό αυτό Οργανισμό Υπηρεσιών και στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών, υπό τον όρο της μη αυξήσεως του συνολικού αριθμού των οργανικών θέσεων κατ' ειδικότητες και βαθμούς. Ούτε από τις παραπάνω διατάξεις του Κανονισμού και του Υπηρεσιακού Οργανισμού του αναιρεσιβλήτου, ούτε από άλλη διάταξη αυτών προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος Οργανισμός επιτρέπεται με τα αρμόδια όργανα του να αναθέτει σε μισθωτό του με τον καταληκτικό βαθμό του κλάδου τακτικού προσωπικού στον οποίο ανήκει, καθήκοντα εποπτείας και ελέγχου περισσοτέρων της μιας διευθύνσεων, χωρίς ο μισθωτός αυτός να δικαιούται να αξιώσει πρόσθετο μισθό.-Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα εξής: Ο αναιρεσείων προσελήφθη από το νομικό πρόσωπο «Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους», καθολικός διάδοχος του οποίου είναι ο αναιρεσίβλητος, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως υπάλληλος του, την 1-5-1962 και μετά την ένταξη του στο τακτικό προσωπικό, που υπαγόταν στον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού του ΟΣΕ εξελίχθηκε ως υπάλληλος του κλάδου διοικητικών- οικονομικών υπαλλήλων του αναιρεσιβλήτου μέχρι το βαθμό του διευθυντή, στον οποίο προήχθη με την υπ' αριθ. 1117/4-3-1993 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του. Ο αναιρεσείων άσκησε καθήκοντα Διευθυντή στη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχειρίσεως από 11-7-1991, όσο ακόμη κατείχε το βαθμό Προϊσταμένου Υπηρεσίας. Από 1-1-1993 παράλληλα με τα κύρια καθήκοντα του ως Διευθυντή Διευθύνσεως Οικονομικής Διαχειρίσεως του ανατέθηκαν με τη 142004/4-1-1993 απόφαση του Γενικού Διευθυντή του ΟΣΕ τα καθήκοντα Διευθυντή Οικονομικής Διοικήσεως και από 18-3-1993 με τη 145495/18-3-1993 απόφαση του Γενικού Διευθυντή του ανατέθηκαν και τα καθήκοντα του Διευθυντή Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης. Στη συνέχεια, με τη 165444/21-12-1993 απόφαση του βοηθού Γενικού Διευθυντή ΟΣΕ ορίστηκε όπως ο αναιρεσείων ως διευθυντής Διευθύνσεως Οικονομικής Διοίκησης αναπληρώνει τον απόντα ή κωλυόμενο διευθυντή Διευθύνσεως Αποθηκών, ενώ περαιτέρω από 15-3-1994 ορίστηκε με τη 158173/ 15-3-1994 απόφαση του βοηθού Γενικού Διευθυντή ΟΣΕ, όπως εκτελεί ο αναιρεσείων παράλληλα με τα κύρια καθήκοντα του ως Διευθυντή Οικονομικής Διοικήσεως και τα καθήκοντα του Διευθυντή Διευθύνσεως Αποθηκών, ενόψει των αναγκών της υπηρεσίας που προέκυψαν μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία του Διευθυντή ΔΙΠΑ/ΑΠ. Όλο το διάστημα από 15-3-1994 μέχρι 23-1-1996 ο αναιρεσείων ασκούσε παράλληλα με τα κύρια καθήκοντά του ως Διευθυντή Οικονομικής Διοίκησης και τα καθήκοντα του Διευθυντή Διεύθυνσης Αποθηκών, συνήθως εντός του νομίμου ωραρίου του και στα γραφεία του αναιρεσιβλήτου Οργανισμού στην Αθήνα επί της οδού Καρόλου, που ήταν η έδρα της Διευθύνσεως Οικονομικής Διοικήσεως. Δύο ημέρες την εβδομάδα για την παράλληλη άσκηση των καθηκόντων Διευθυντή της Διευθύνσεως Αποθηκών ο αναιρεσείων πήγαινε και στον Πειραιά, όπου ήταν η έδρα της Διευθύνσεως Προμηθειών και Αποθηκών, πραγματοποιώντας έτσι υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου του για τη διεκπεραίωση των παραλλήλων καθηκόντων ως Διευθυντή Διεύθυνσης Αποθηκών τις ημέρες εκείνες. Τέλος το Εφετείο δέχθηκε ότι από τις διατάξεις των άρθρων 3, 4 παρ. 1, 88 παρ. 1, 13, 60, 61 188 και 9 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΣΕ και τη διάταξη του άρθρου 94 του Υπηρεσιακού Οργανισμού δεν απαγορευόταν η ανάθεση πρόσθετων καθηκόντων του ίδιου βαθμού άλλης οργανικής θέσεως σε υπάλληλο του τακτικού προσωπικού του αναιρεσιβλήτου, που υπηρετούσε με το βαθμό του διευθυντή, αλλά αντίθετα από τις ίδιες διατάξεις επιτρεπόταν η ανάθεση σε μισθωτό με το βαθμό του διευθυντή η εκτέλεση εκτός από τα κύρια καθήκοντα του στη διεύθυνση, στην οποία είχε τοποθετηθεί και η εκτέλεση των καθηκόντων διευθυντή άλλης διεύθυνσης, χωρίς ο μισθωτός αυτός να δικαιούται να αξιώσει πρόσθετο μισθό. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε από τις παραπάνω διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΣΕ και του Υπηρεσιακού Οργανισμού δεν επιτρέπεται ηάσκηση τέτοιων παραλλήλων καθηκόντων, χωρίς πρόσθετη, αμοιβή. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα αντίθετα και απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια νομική βάση της, για πληρωμή πρόσθετης αμοιβής στον αναιρεσείοντα για την πιο, πάνω πρόσθετη εργασία του και συγκεκριμένα για πληρωμή ολόκληρων των αποδοχών του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αποθηκών, παραβίασε τις πιο πάνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 ΑΚ καθώς και τις πιο πάνω διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΣΕ και του Υπηρεσιακού Οργανισμού και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως καθώς και οι δύο πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την παραβίαση των παραπάνω διατάξεων, είναι ουσιαστικά βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την κύρια νομική βάση της αγωγής, να συναναιρεθεί δε αναγκαίως η ίδια απόφαση και κατά το μέρος που απορρίφθηκε με αυτή η επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία ζητούνται οι ίδιες πιο πάνω αποδοχές με βάση την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, επειδή η έρευνα της δεύτερης επικουρικής βάσης της αγωγής προϋποθέτει την έρευνα της κύριας βάσης , η οποία ήδη ήρτηται και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.)

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί την 7127/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

    Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και

    Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια τριακόσια (1300) ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου 2006. Και

   Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 6 Ιουνίου 2006.