ΑΠ 1055/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό Ο.Α. - Οικογενειακά επιδόματα - Διαδικασία εργατικών διαφορών - Ενσταση κατάχρησης δικαιώματος - Απαράδεκτο λόγου αναίρεσης - Αυτεπάγγελτος αναιρετικός έλεγχος - Αοριστία λόγου αναίρεσης - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου - Αναίρεση για παράβαση συζητητικής αρχής στη συλλογή γεγονότων - Αναίρεση για αντιφατικές διατάξεις - Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης - Αναίρεση για παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου -.

 

Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, όπως είναι η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος του αντιδίκου τους, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαράδεκτο λόγων αναίρεσης από τα άρθρα 559 αρ. 1 και αρ. 19 ΚΠολΔ. Ο Αρειος Πάγος ελέγχει αυτεπαγγέλτως την αμφισβητούμενη, από τις αναιρεσίβλητες, βασιμότητα του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, ότι πρότεινε νομίμως την προαναφερόμενη ένσταση, η βασιμότητα του οποίου (του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας) αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού των προβαλλομένων  με τους λόγους αναίρεσης αιτιάσεων για παράβαση ευθέως και εκ του πλαγίου των διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ. Απόρριψη των σχετικών λόγων αναιρέσεως ως απαραδέκτων για το λόγο ότι η εν λόγω ένσταση δεν έχει καταχωρισθεί στα πρακτικά και συνακόλουθα δεν προτάθηκε νομίμως και δεν μπορούσε για το λόγο αυτό να προταθεί παραδεκτά ούτε στο Εφετείο. Αόριστος ο λόγος αναιρέσεως περί παραμορφώσεως εγγράφου από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ αφού δεν παρατίθεται στο αναιρετήριο το ακριβές περιεχόμενο των δηλώσεων παραίτησης και εκείνο που δέχθηκε ότι έχουν το Εφετείο. Απαράδεκτο λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ περί αοριστίας της αγωγής διότι η παράλειψη του Εφετείου να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αοριστία αγωγής που δεν προτάθηκε, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ όταν οι επικαλούμενες παραλείψεις δεν εμπίπτουν στον προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη λόγο αναιρέσεως. Αοριστία λόγων αναιρέσεως από τα άρθρα 559 αρ.1, παρ. 19 αρ. 10 ΚΠολΔ, αφού δεν εξειδικεύονται οι αντίστοιχες πλημμέλειες της αποφάσεως, οι οποίες προσδιορίζονται μόνο με τους αριθμούς των λόγων αναιρέσεως. Απαράδεκτο λόγων αναιρέσεως από τα άρθρα 559 αρ. 17 και 19 ΚΠολΔ. Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 17 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις στο διατακτικό της, ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση αυτής και όχι όταν υπάρχει αντίφαση μεταξύ αιτιολογιών και διατακτικού. Οι αντιφατικές διατάξεις που στερούν την απόφαση από τη νόμιμη βάση (άρθρ 559 αρ. 19 ΚΠολΔ), πρέπει να υπάρχουν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή στα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο για θεμελίωση της κρίσεως του, και όχι μεταξύ των νομικών αιτιολογιών και του αποδεικτικού πορίσματος ή του διατακτικού της αποφάσεως.

 

 

KEIMENO

 

   Αριθμός 1055/2005

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   Β1' Πολιτικό Τμήμα

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Αποστολό-πουλο, Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο Αμελαδιώτη και Νίκη Γιαννακάκη, Αρεοπαγίτες.

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 16ην Νοεμβρίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Ακριβής Παπαπαναγιώτου, για να δικάσει μεταξύ :

   Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ Α.Ε», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αλεξάνδρα Φαλίδα, βάσει δηλώσεως κατ' άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

   Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. συζ. Κ.Μ., το γένος Ζ.Σ., 2) Ε.Σ. του Α., 3) Ι.Λ. .........................., 11) Μ. συζ. Ι.Λ. ,το γένος Ι. Μ., 12) Χ. συζ. Γ.Μ. το γένος Κ.  Μ., 13) Μ. συζ. Μ.Λ., το γένος Ν.Χ., 14) Γ.Ο., 15) Δ. συζ. Μ.Δ., το γένος Ε.Χ., κατοίκων όλων Ηρακλείου. Ολοι οι ανωτέρω εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Παπαδημητρόπουλο,  πλην του 14ου ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. 

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22 Δεκεμβρίου 1998 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 794/1999 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 205/2002 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24 Οκτωβρίου 2002 αίτησή της .

   Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Αποστολόπουλος ανέγνωσε την από 8 Νοεμβρίου έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι δύο πρώτοι λόγοι της αναιρέσεως και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι αυτής. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, και την καταδίκη της  αντιδίκου  στη δικαστική δαπάνη.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Επειδή από την 9285γ'/21.10.2003 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού του Πρωτοδικείου Ηρακλείου Ε. Σ. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με την από 5.9.2003 πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από την επισπεύδουσα την συζήτηση αναιρεσείουσα στον δέκατο τέταρτο αναιρεσίβλητο, οποίος δεν εμφανίστηκε κατά την ορισθείσα και αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από το πινάκιο στη σειρά της, ούτε κατέθεσε δήλωση του  άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Επομένως το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

   Επειδή κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο ’ρειος Πάγος ελέγχει την νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου από τους διαδίκους και γι'αυτό ακριβώς νέοι ισχυρισμοί, έστω και επιγενόμενοι, δεν μπορούν να προταθούν, ούτε για την θεμελίωση των λόγων αναιρέσεως, ούτε για την απόκρουσή τους, αν δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις. Όταν όμως οι νέοι ισχυρισμοί λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, όπως είναι και ο ισχυρισμός ότι είχε προταθεί απαραδέκτως στο δικαστήριο της ουσίας ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως, ο ’ρειος  Πάγος θα τους ερευνήσει, εφόσον η βασιμότητα αυτών προκύπτει από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα. Εξάλλου από τα άρθρα 591 παρ. 1β, 666 παρ. 1, 115 παρ. 3 και 256 παρ. 1δ'  του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι στην διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, όπως είναι η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του αντιδίκου τους, προφορικά κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις (Ολ.ΑΠ 2/2005). Στην προκείμενη περίπτωση με τους δύο πρώτους λόγους της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1, 8 και 19 του Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, που απέρριψε κατ' ουσία με την προσβαλλόμενη απόφασή του την νομίμως προταθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως των αγωγικών αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων για καταβολή του οφειλόμενου σ' αυτούς κατά την πενταετία 1993 - 1998 οικογενειακού επιδόματος, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 281 του Α.Κ. και δεν έλαβε υπόψη κρίσιμους για την θεμελίωση της ενστάσεως αυτής ισχυρισμούς που είχε προτείνει νόμιμα  η αναιρεσείουσα. Προς απόκρουση των λόγων αυτών της αναιρέσεως ισχυρίζονται, καταρχήν, οι αναιρεσίβλητοι με τις προτάσεις τους ότι η ως άνω ένσταση δεν υποβλήθηκε προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για να καταχωρισθεί, έστω και συνοπτικά στα πρακτικά, αλλά προτάθηκε μόνο με τις πρωτόδικες προτάσεις της αναιρεσείουσας και δεν επαναφέρθηκε νόμιμα στο Εφετείο. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται απαράδεκτα για πρώτη φορά με τις προτάσεις, ενόψει όμως του γεγονότος ότι ο ’ρειος  Πάγος ελέγχει αυτεπαγγέλτως την αμφισβητούμενη βασιμότητα του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι πρότεινε νομίμως την προαναφερόμενη ένσταση - η βασιμότητα του οποίου αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού των προβαλλόμενων με τους παραπάνω λόγους της αναιρέσεως αιτιάσεων - από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα και ιδίως το προσκομιζόμενο από τους αναιρεσιβλήτους επίσημο αντίγραφο των πρακτικών συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που πιστοποιούν τις γενόμενες στο ακροατήριο διαδικαστικές πράξεις, προκύπτει ότι η εν λόγω ένσταση δεν έχει καταχωρισθεί στα πρακτικά αυτά και συνακόλουθα δεν προτάθηκε νομίμως και δεν μπορούσε γι'αυτό να προταθεί παραδεκτά ούτε στο Εφετείο (άρθρ. 527 αριθ.3 και 269 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως οι παραπάνω λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα  με το άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.  Εξάλλου ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση και πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 20 του Κ.Πολ.Δ., διότι το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι από τις κοινές δηλώσεις που υπέγραψαν οι αναιρεσίβλητες με τους συζύγους τους, κατ' εφαρμογή του Ν.2470/1997, δεν προκύπτει παραίτηση αυτών από το ένδικο δικαίωμά τους, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των ως άνω δηλώσεων. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί και ως προς την παραπάνω πλημμέλεια, προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν παρατίθεται στο αναιρετήριο το ακριβές περιεχόμενο των ανωτέρω δηλώσεων και εκείνο που δέχθηκε  ότι έχουν το Εφετείο.

   Επειδή με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως που στηρίζεται σε πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1, 8, 10, και 19 του Κ.Πολ.Δ. πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας για αοριστία της αγωγής και δεν εξήτασε αυτεπαγγέλτως το ορισμένο αυτής στα ζητήματα της συνδρομής των προϋποθέσεων ισχύος των ΕΣΣΕ που εφαρμόστηκαν και του προσδιορισμού του κανόνα δικαίου που καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού του επίδικου επιδόματος και του μισθολογικού κλιμακίου των αναιρεσιβλήτων. Ως προς την αιτίαση από τον αριθμό 8 του άρθρου 559, ο λόγος αυτός είναι κατά το πρώτο σκέλος του αβάσιμος, αφού το Εφετείο εξήτασε και απέρριψε τους περί αοριστίας ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του είναι απαράδεκτος, όχι μόνο διότι η παράλειψη του Δικαστηρίου να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αοριστία της αγωγής που δεν προτάθηκε, δεν ελέγχεται αναιρετικώς, αλλά και διότι οι επικαλούμενες στο σκέλος αυτός παραλείψεις δεν εμπίπτουν στον προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη λόγο αναιρέσεως. Ως προς τις λοιπές αιτιάσεις από τους αριθμούς 1, 19 και 10 του άρθρου 559, ο παραπάνω λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί προεχόντως  ως αόριστος, αφού δεν εξειδικεύονται στο αναιρετήριο οι αντίστοιχες πλημμέλειες της αποφάσεως, οι οποίες προσδιορίζονται μόνο με τους αριθμούς των σχετικών λόγων αναιρέσεως. Τέλος με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 17 και 19 του Κ.Πολ.Δ. προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις και αντιφατικές αιτιολογίες, διότι το Εφετείο, ενώ δέχεται στην αρχή ότι ο μισθός των αναιρεσιβλήτων προσαυξάνεται με το επίδομα τέκνων, εφόσον τα τέκνα είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας τους επιδικάζει στη συνέχεια το άνω επίδομα και στη δέκατη αναιρεσίβλητη Γ. Φ. - Λ. για τα δύο παιδιά της που γεννήθηκαν στις 23.6.1976 και για το χρονικό διάστημα από 23.6.1996 έως 31.12.1996, κατά το οποίο είχαν  συμπληρώσει τα 20 χρόνια τους. Ο λόγος αυτός, πέραν του ότι είναι αβάσιμος - όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε  ότι οι ενάγουσες ήταν κατά το επίδικο διάστημα έγγαμες και γονείς ανηλίκων και ενηλίκων τέκνων ηλικίας μέχρι 25 ετών, αγάμων που σπουδάζουν και δικαιούνται γι' αυτό το ως άνω επίδομα σύμφωνα με τις  αναφερόμενες στη νομική σκέψη της αποφάσεως διατάξεις του άρθρου  2 παρ. 5 της από 18.6.1979 ΕΣΣΕ - πρέπει να απορριφθεί και κατά τα δύο σκέλη του, ως απαράδεκτος. Και τούτο, αφενός διότι ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 17 του άρθρου 559 ιδρύεται όταν η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις στο διατακτικό της, ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση αυτής και όχι όταν υπάρχει αντίφαση μεταξύ αιτιολογιών και διατακτικού και αφετέρου διότι οι αντιφατικές αιτιολογίες που στερούν την απόφαση από νόμιμη βάση (άρθρ. 559 αριθ. 19), πρέπει να υπάρχουν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή στα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο για τη θεμελίωση της κρίσεώς του και όχι μεταξύ των νομικών αιτιολογιών και του αποδεικτικού πορίσματος ή του διατακτικού της αποφάσεως.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Απορρίπτει  την από 24.10.2002 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Ολυμπιακή Αεροπορία Α.Ε.» για αναίρεση της 205/2002 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης.

   Καταδικάζει  την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων που ορίζει σε επτακόσια εβδομήντα (770,00) ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα  στις  10 Μαϊου 2005.

   Δημοσιεύθηκε  στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Ιουνίου 2005.