ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 921/2021

 

Προστασία προσωπικών δεδομένων - Ηθική βλάβη από πράξεις περισσότερων - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης - Παθητική εις ολόκληρον ενοχή - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου -.

 

Όποιος κατά παράβαση του νόμου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων προκάλεσε ηθική βλάβη υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Αν η ηθική βλάβη επήλθε με πράξεις περισσοτέρων, οι οποίες εμφανίζουν ενότητα, οφείλεται χρηματική ικανοποίηση, συγκεντρούμενη, ως εκ της ταυτότητας του σκοπού της, συνισταμένου στην ικανοποίηση του προσβληθέντος για την ενιαία βλάβη, την οποία αυτός υπέστη, δηλαδή στην ικανοποίηση ενός και του αυτού συμφέροντος σε μία παροχή (ενιαίο χρηματικό ποσό), το οποίο ο προσβληθείς στην προσωπικότητα του μπορεί, κατ επιλογήν του, να ζητήσει με αγωγή διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους του. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 480 ΑΚ που δεν ήταν εφαρμοστέα και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 926, 481 ΑΚ που ήταν εφαρμοστέες.

 

 

Αριθμός 921/2021

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Εισηγήτρια, Μυρσίνη Παπαχίου και Ιωάννη Δουρουκλάκη, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Φεβρουαρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Των αναιρεσειουσών: 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) εταιρείας με την επωνυμία "EUROBANK ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ", η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπόμπο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

 

Του αναιρεσιβλήτου: Λ. Φ. του Γ., κατοίκου . Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σοφία Χανιωτάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Η ως άνω δικηγόρος διορίστηκε σύμφωνα με τον ν.3226/2004 και την 191/2020 Πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-11-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1230/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 5095/2011 του Εφετείου Αθηνών, που εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ' αριθ. 1230/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση για να δικαστεί ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλη και κατά τόπο Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 2774/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 2089/2019 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 28-5-2019 αίτησή τους.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) άσκησε την από 14-11-2006 αγωγή επικαλούμενος ότι από την παράνομη διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών του δεδομένων εκ μέρους των υπαλλήλων των εναγομένων (ήδη αναιρεσειουσών) υπέστη ζημία και ηθική βλάβη κατά τα περιστατικά που ειδικότερα εκθέτει στην άνω αγωγή και ζήτησε να υποχρεωθούν οι τελευταίες να του καταβάλουν εις ολόκληρον ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά νομιμοτόκως από την επίδοσή της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 2774/2018 απόφασή του δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος υποχρεώνοντας τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον 6.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, νομιμοτόκως από την επίδοσή της. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν από τα διάδικα μέρη εφέσεις . Το Εφετείο με την 2089/2019 απόφασή του απέρριψε κατ' ουσίαν την από 26-9-2018 έφεση των εναγομένων , δέχθηκε κατ' ουσίαν την από 18-10-2018 έφεση του ενάγοντος και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δίκασε και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή υποχρεώνοντας εκάστη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα για την ως άνω αιτία 6.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοσή της. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως οι εναγόμενες άσκησαν την από 28-5-2019 αίτηση αναιρέσεως με τους διαλαμβανόμενους παρακάτω λόγους. Από τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1β του ν.2472/1997, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι όποιος κατά παράβαση του νόμου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων προκάλεσε ηθική βλάβη υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Αν η ηθική βλάβη επήλθε με πράξεις περισσοτέρων, οι οποίες, ενόψει των περιστάσεων, εμφανίζουν ενότητα, οφείλεται χρηματική ικανοποίηση, συγκεντρούμενη, ως εκ της ταυτότητας του σκοπού της, συνισταμένου στην ικανοποίηση του προσβληθέντος για την ενιαία βλάβη, την οποία αυτός υπέστη, δηλαδή στην ικανοποίηση ενός και του αυτού συμφέροντος σε μία παροχή (ενιαίο χρηματικό ποσό), το οποίο ο προσβληθείς στην προσωπικότητα του μπορεί, κατ' επιλογήν του, να ζητήσει με αγωγή διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους του (ΑΠ 1095/2009, AΠ 518/2008). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 481 ΑΚ οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσοτέρων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη , ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά. Εν όψει του ορισμού της ΑΚ 481, χαρακτηριστικό εννοιολογικό γνώρισμα της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής αποτελεί η ταυτότητα της παροχής και η ταυτότητα του εννόμου αποτελέσματος (ΑΠ 81/1991). Η παθητική εις ολόκληρον ενοχή συντίθεται από κατ' ιδίαν ενοχές που συνδέουν κάθε οφειλέτη με τον δανειστή. Ενώ όμως στη διαιρεμένη ενοχή αντικείμενο των επι μέρους ενοχών αποτελεί τμήμα της παροχής, στην οφειλή εις ολόκληρον αντικείμενο της υποχρέωσης κάθε συνοφειλέτη αποτελεί το σύνολό της. Οι κατ' ιδίαν ενοχές συνδέονται στενότερα μεταξύ τους απ' ότι στη διαιρεμένη ενοχή, διατηρούν όμως σε περιορισμένο βαθμό την αυτοτέλειά τους (πρβλ. ΑΠ 55/2000), κοινός σκοπός και κοινός γενεσιουργός λόγος. Ταυτότητα της παροχής υφίσταται όταν η εκπλήρωση της παροχής επιφέρει το ίδιο έννομο αποτέλεσμα, εξυπηρετεί δηλαδή το ίδιο έννομο συμφέρον του δανειστή για εκπλήρωση (ταυτότητα του έννομου σκοπού της παροχής-δεν αρκεί ταυτότητα του οικονομικού σκοπού). Πέραν της ταυτότητας της παροχής απαιτείται και ισοτιμία υποχρεώσεων υπό την έννοια ότι όλοι οι συνοφειλέτες πρέπει να ευθύνονται παράλληλα και αυτοτελώς έναντι του δανειστή. Γενεσιουργό λόγο της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής συνιστά και ο νόμος , μεταξύ δε των κανόνων που προβλέπουν την παθητική εις ολόκληρον ενοχή των πλειόνων συνοφειλετών είναι και εκείνος του άρθρου 926 ΑΚ, σύμφωνα με τον οποίον αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν από την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Ως ζημία νοείται τόσο η περιουσιακή όσο και η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη που προξενήθηκε από την αδικοπραξία, για τις οποίες οφείλεται χρηματική ικανοποίηση κατ' άρθρο 932 ΑΚ, και για την πληρωμή της οποίας ευθύνονται όλοι οι υπαίτιοι εις ολόκληρον (ΑΠ 901/2004). Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ, η οποία αναφέρεται στην περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων υπόχρεων, καθιερώνεται η εις ολόκληρον ευθύνη περισσοτέρων προσώπων, είτε επειδή η ζημία προκλήθηκε από κοινή πράξη αυτών, είτε επειδή τα περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται κατά το νόμο το καθένα αυτοτελώς για την αποκατάσταση της ζημίας, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, είτε, στην περίπτωση της σωρευτικής ή διαζευκτικής αιτιότητας, ήτοι, όταν η ζημία προήλθε από αυτοτελείς και διακεκριμένες ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) περισσοτέρων προσώπων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, που η καθεμία από αυτές από μόνη της συνιστά αιτιώδη όρο επαγωγής της ζημίας, με την έννοια της προσφορότητας να προκαλέσει, αυτή καθεαυτή, ολόκληρη τη ζημία, χωρίς ωστόσο, να είναι εφικτή η εξακρίβωση, ποιος αληθινά είναι ο πρόξενος της ζημίας ή ποιο το ποσοστό συμβολής του κάθε δράστη στο επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΑΠ 1694/2017). Ειδικότερα, ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά (ΑΠ 367/2019). Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Έτσι εμπίπτουν στην έννοια αυτή (της κοινής πράξης) κυρίως : α) η συναυτουργία υπό ευρεία έννοια, δηλαδή όχι μόνο υπό τεχνική έννοια του άρθρου 45ΠΚ, αλλά και η απλώς υπαίτια συναυτουργία που στηρίζεται σε κοινή αμέλεια (ή σε δόλο του ενός και αμέλεια του άλλου συναυτουργού, β) οι λοιπές μορφές συμμετοχής στην πράξη (ηθική αυτουργία, άμεση και απλή συνέργεια, όχι μόνο όταν ο συμμέτοχος ενεργεί δόλια αλλά και από αμέλεια), γ) η παραυτουργία, όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα πραγματώνουν με τη συμπεριφορά τους ορισμένη αδικοπραξία χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους καμία συνεννόηση (ΑΠ 1229/2013), δ) η αναγκαία αιτιότητα, που υπάρχει όταν η ζημία προήλθε από τις ενέργειες δύο ή περισσοτέρων προσώπων, από τις οποίες όμως κάθε μία μόνη της δεν ήταν ικανή να προκαλέσει το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, όπως στις περιπτώσεις διαδοχικών αμελών πράξεων που οδηγούν σε ζημιογόνο αποτέλεσμα, ε) η σωρευτική αιτιότητα που υφίσταται όταν η ζημία προήλθε από ενέργειες δύο ή περισσοτέρων προσώπων, από τις οποίες όμως κάθε μια μόνη της ήταν ικανή να προκαλέσει το επελθόν αποτέλεσμα. Ο βαθμός της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ' άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 1170/2019, ΑΠ 59/2019, ΑΠ1124/2015, ΑΠ1805/2014). Στην ανωτέρω περίπτωση η παθητική εις ολόκληρον ενοχή στηρίζεται στο νόμο και οι περισσότεροι οφειλέτες ευθύνονται σε εκπλήρωση της ίδιας παροχής. Υπάρχει δηλαδή ταυτότητα παροχής, που δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου γενέσεως αυτής και ως εκ τούτου η υποχρέωση ή κοινή ευθύνη των συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο (ΑΠ 283/2013, ΑΠ 81/1991). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται όχι μόνο όταν περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για αδικοπραξία με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και όταν όλα ή μερικά από αυτά ευθύνονται αντικειμενικά και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η αντικειμενική ευθύνη ρυθμίζεται στον ΑΚ ή σε ειδικούς νόμους. Σύμφωνα με τα παραπάνω, αν ευθύνονται πολλοί σε αποζημίωση από αδικοπραξία κατ' άρθρο 926 ΑΚ, έναντι του δικαιούχου της αποζημιώσεως ενέχονται όλοι εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του βαθμού πταίσματος εκάστου, αντιστοίχως δε, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως έχει δικαίωμα να στραφεί είτε εναντίον όλων των συνυπαίτιων είτε διαδοχικά εναντίον καθενός από αυτούς απαιτώντας ολόκληρη την αποζημίωση, ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής (βαθμού πταίσματος) στην τέλεση της αδικοπραξίας εκάστου συνυπαίτιου, ο οποίος δεν δύναται να ζητήσει να προσδιοριστεί ο βαθμός του πταίσματός του, καθόσον ο προσδιορισμός αυτός δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΣτΕ 1029/2018, ΑΠ 1655/2017, ΑΠ 871/2010). Και τούτο, διότι προϋπόθεση της εις ολόκληρον ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή ή, έστω, η δυνατότητα κοινής εναγωγής από τον ζημιωθέντα περισσότερων προσώπων, φερόμενων ως συνοφειλετών, αλλά η πραγματική συνδρομή των νόμιμων όρων ευθύνης για τον κάθε συνοφειλέτη χωριστά (ΑΠ 96/2018, ΑΠ 462/2017, ΑΠ 1229/2013).

 

Εν προκειμένω το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του , κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "... H πρώτη εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία είχε ήδη από το έτος 1999 μακρόχρονη συνεργασία με τον ενάγοντα, ο οποίος τηρούσε στα υποκαταστήματα της πρώην τράπεζας Εργασίας Α.Ε στη Νέα Σμύρνη και στον ʼγιο Δημήτριο τέσσερεις τραπεζικούς λογαριασμούς τόσο κοινούς με τη σύζυγό του Μ. Φ. και του ʼ. και Γ. Φ., όσο και ατομικούς. Σε όλους τους παραπάνω τραπεζικούς λογαριασμούς κατά το χρόνο του ανοίγματός τους, ο ενάγων είχε δηλώσει ως διεύθυνση αλληλογραφίας, την οδό ... στη . Στις 28-9-1999, ο ενάγων άνοιξε, πέραν των παραπάνω τραπεζικών λογαριασμών, τον υπ' αριθμ. // ατομικό τραπεζικό λογαριασμό, στο υποκατάστημα του Αγίου Δημητρίου της πρώτης εναγόμενης, δηλώνοντας, για πρώτη φορά, ως διεύθυνση αλληλογραφίας, την οδό ..., στη . Την επόμενη ημέρα, ήτοι στις 29-9-1999, ο ενάγων, συμβλήθηκε με τη δεύτερη εναγόμενη, υποβάλλοντας, στην πρώτη εναγόμενη ως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο της δεύτερης εναγόμενης, αίτηση , συμμετοχής για την απόκτηση αμοιβαίων κεφαλαίων τα οποία διαχειριζόταν η τελευταία. Βάσει δε της σύμβασης αντιπροσώπευσης μεταξύ των εναγομένων, η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία ("εκτελούσα την επεξεργασία") ανέλαβε την υποχρέωση ,να συγκεντρώσει τα στοιχεία ("προσωπικά δεδομένα") του ενάγοντος και να μεριμνήσει για τη σωστή συμπλήρωση της αίτησης συμμετοχής του σε αυτά. Στη συνέχεια, η πρώτη εναγόμενη, διαβίβασε, περαιτέρω, τα ως άνω προσωπικά δεδομένα στην δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων ("υπεύθυνη επεξεργασίας"), η οποία, με τη σειρά της καταχώρησε, χρησιμοποιούσε, διατηρούσε και διαβίβαζε αυτά, όταν και όπου αυτό παρίστατο αναγκαίο. Στις αρχές του έτους 2001, η δεύτερη εναγόμενη απέστειλε στον ενάγοντα ενημερωτική επιστολή, με αναλυτική κατάσταση και κίνηση των αμοιβαίων κεφαλαίων, για το τελευταίο τρίμηνο του έτους 2000, από 30-9-2000 έως 31-12-2000, στα οποία αυτός είχε επενδύσει, όχι στη διεύθυνση (...), που είχε δηλώσει, ως διεύθυνση αποστολής αλληλογραφίας, σχετικής με την κίνηση του υπ' αριθμ.//99 λογαριασμού, αλλά σε άλλη (...), ήτοι σε αυτήν. που είχε στο αρχείο της η πρώτη εναγόμενη ως διεύθυνση αλληλογραφίας για τους λοιπούς τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούσε σ' αυτήν ο ενάγων, όπου εκεί διατηρούσε την ατομική της επιχείρηση πρώην σύζυγός του, με αποτέλεσμα τρίτο πρόσωπο (η τελευταία) να πληροφορηθεί, χωρίς τη "συγκατάθεσή" του "προσωπικά του δεδομένα" και συγκεκριμένα οικονομικά του στοιχεία. Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η οποία επελήφθη, κατόπιν της από 29-11-2004 καταγγελίας του ενάγοντος, με την υπ' αριθμ. /2012 πράξη της, έκρινε ότι η συμπεριφορά των εναγομένων είναι παράνομη, αφού παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2412/1997 με αποτέλεσμα να επιβάλλει, σε κάθε μία εκ των εναγομένων χρηματικό πρόστιμο 5.000 ευρώ. Ακολούθως, οι εναγόμενες έπληξαν την ως άνω απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας, το οποίο, με τις υπ' αριθμ . 149/2017 και 150/2017 αποφάσεις του επιβεβαίωσε ότι η συμπεριφορά των εναγομένων ήταν παράνομη, απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης και επικύρωσε την επιβολή των προστίμων στις εναγόμενες. Αποδεικνύεται έτσι ότι η πρώτη εναγόμενη ("εκτελούσα την επεξεργασία"), έχοντας άμεση συναλλακτική επαφή με τον ενάγοντα και τηρώντας η ίδια "αρχείο" του εν λόγω πελάτη της, από αμέλεια των υπαλλήλων της, δηλ. από έλλειψη της προσοχής, που όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλουν, ενοποίησε, αυθαίρετα, το μηχανογραφικό αρχείο, ώστε να εμφανίζεται σε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς του ενάγοντος μία μόνον διεύθυνση [οδός ...], παρέλειψε να ελέγξει, προηγουμένως, ποιά διεύθυνση αλληλογραφίας, είχε δηλώσει ο ενάγων για τον επίδικο τραπεζικό λογαριασμό, που συνδεόταν με τα αμοιβαία κεφάλαια [οδός ...], με αποτέλεσμα αυτή να εγγράφει, λανθασμένα, στο αρχείο της και να αποστείλει στη δεύτερη εναγόμενη ("υπεύθυνη επεξεργασίας") μη ακριβή στοιχεία επικοινωνίας του ενάγοντος που αντιστοιχούσαν σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό. Ως εκ τούτου, η πρώτη εναγόμενη, αθέμιτα, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1 γ, 5 και 10 παρ. 3 του νόμου 2472/1997, επεξεργάστηκε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του ενάγοντος, δεν μερίμνησε, ως όφειλε, εκ του νόμου, για την ασφαλή τήρησή τους και επί πλέον, παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των προσωπικών του δεδομένων και την προστασία, τους από αθέμιτη επεξεργασία. Επιπλέον, η δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, αν και είχε αυτοτελή υποχρέωση εκ του νόμου, ως υπεύθυνη επεξεργασίας" αφενός να ελέγξει την ορθότητα των στοιχείων, που της διαβίβασε η πρώτη εναγόμενη, αφετέρου να προασπίσει τα συμφέροντα του ενάγοντα με τον οποίον είχε συμβληθεί, εν τούτοις από αμέλεια των υπαλλήλων της παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα και λανθασμένα καταχώρησε, χρησιμοποίησε και διατήρησε, στο αρχείο της, τα ανακριβή στοιχεία διεύθυνσης του ενάγοντος, που της διαβίβασε η πρώτη εναγόμενη, με αποτέλεσμα, να αποστείλει, παρανόμως και χωρίς τη θέλησή του, προσωπικά δεδομένα (οικονομικά στοιχεία) αυτού σε μη δηλωθείσα από αυτόν διεύθυνση, με συνέπεια την περιέλευση αυτών, σε τρίτο, μη δικαιούμενο, να λάβει γνώση, πρόσωπο χωρίς αυτό να επιβάλλεται από το νόμο. Επί πλέον, αποδείχτηκε ότι με τις ανωτέρω παράνομες και υπαίτιες ενέργειες των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων, προκλήθηκε στον ενάγοντα μεγάλη αναστάτωση, ανησυχία και άγχος, αφού με την αποστολή ενημερωτικής επιστολής , για την κίνηση των κεφαλαίων σε εσφαλμένη διεύθυνσή, όπου διατηρούσε την ατομική της επιχείρηση (κομμωτήριο) η πρώην σύζυγός του, γνωστοποιήθηκαν, χωρίς τη θέλησή του σε τρίτο πρόσωπο, με το οποίο μάλιστα τότε βρισκόταν σε οικονομική διένεξη, προσωπικά του δεδομένα, που αφορούσαν στο ύψος της περιουσίας του. Μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων και της ηθικής βλάβης του ενάγοντος υφίσταται αιτιώδης συνάφεια, διότι, η χωρίς τη θέληση του γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων, που αφορούν την οικονομική κατάσταση του, σε τρίτο πρόσωπο είναι ικανή και μπορούσε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αντικειμενικά, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, ήτοι, την επικαλούμενη από αυτόν ηθική βλάβη. Ο ισχυρισμός δε των εναγομένων ότι η αιτιώδης διαδρομή μεταξύ της παρανομίας και της ζημίας διακόπηκε αφού αυτές απέστειλαν σφραγισμένη επιστολή με παραλήπτη τον ενάγοτα, η δε ζημία του τελευταίου προήλθε όχι από δική τους ενέργεια, αλλά, εξ αιτίας της παρεμβολής της ενέργειας τρίτου προσώπου, το οποίο με παράνομη πράξη (άρθρο 19 Σ και 370 ΠΚ) παραβίασε το απόρρητο των επιστολών και έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής που απευθυνόταν σ' αυτόν, τυγχάνει απορριπτέος, δεδομένου ότι, στο προστατευτικό πεδίο των διατάξεων του ν. 2472/1997, περιλαμβάνεται, κατά ρητή μάλιστα νομοθετική επιταγή (άρθρο 10 παρ. 2 και 3) και η προστασία του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων από αθέμιτη η απαγορευμένη διάδοση των προσωπικών δεδομένων του σε τρίτο πρόσωπο, την οποία οφείλει να αποτρέψει ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία, λαμβάνοντας τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια και την προστασία των δεδομένων και παρέχοντας επαρκείς εγγυήσεις, για την τήρηση του απορρήτου της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, που κατέχουν. Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση, ο κίνδυνος αυτός δημιουργήθηκε και πραγματώθηκε, αφού, εξαιτίας της υπαίτιας και αθέμιτης επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος από τις εναγόμενες, η ενημερωτική επιστολή κίνησης των αμοιβαίων κεφαλαίων του, απεστάλη σε λανθασμένη διεύθυνση και εισήλθε, στη σφαίρα επιρροής (επαγγελματική επιχείρηση) ενός τρίτου προσώπου, το οποίο έλαβε γνώση αυτών, χωρίς τη θέλησή του. Εξαιτίας της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων, δηλαδή της παράνομης και, υπαίτιας (από αμέλεια) χρήσης και ανακοίνωσης των προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος, (από τους προστηθέντες των εναγομένων εταιριών, αλλά και της επακόλουθης προσβολής της προσωπικότητάς του, ο τελευταίος υπέστη ηθική βλάβη και επομένως δικαιούται εύλογης, χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου και κατόπιν στάθμισης του βαθμού πταίσματος των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων, του τρόπου και της έντασης της προσβολής και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε αυτή καθώς και της κοινωνικοοικονομικής θέσης και κατάστασης των μερών , να καθοριστεί στο ποσό των 6.000 ευρώ, που είναι ικανό να αμβλύνει τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσε στον ενάγοντα ως άνω συμπεριφορά τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ' ουσία βάσιμη ως προς τις ως άνω εναγόμενες και υποχρέωσε αυτές να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 6000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, έσφαλε μόνον ως προς την καταδίκη εις ολόκληρον των εναγομένων, ενώ έπρεπε να υποχρεώσει κάθε μία απ' αυτές να του καταβάλει το ως άνω ποσό, ... κατά το σκέλος δε αυτό πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη η έφεση του ενάγοντος ...και (να απορριφθεί ) η έφεση των εναγομένων...". Με βάση τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε την έφεση των εναγομένων, δέχθηκε την έφεση του ενάγοντος εν μέρει κατ' ουσίαν (και δη κατά το κεφάλαιο επιδίκασης του εις ολόκληρον ως άνω ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης), εξαφάνισε κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση και δέχθηκε κατ' ουσίαν την αγωγή επιδικάζοντας για την ως άνω αιτία 6.000 ευρώ σε βάρος εκάστης των εναγομένων. Έτσι που έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 480 ΑΚ που δεν ήταν εφαρμοστέα και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 926, 481 ΑΚ που ήταν εφαρμοστέες, αφού παρά το γεγονός ότι υπό τις ως άνω παραδοχές δέχθηκε ότι η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος επήλθε με "κοινές αμελείς πράξεις" αμφοτέρων των εναγομένων που έλαβαν χώρα διαδοχικά, δηλαδή με πράξεις των εναγομένων που εμφανίζουν ενότητα, οπότε θεμελιώνεται εις ολόκληρον ενοχή τους κατ' αρθρο 926 ΑΚ και ότι προς αποκατάσταση της επελθούσας ηθικής βλάβης η εύλογη για την περίπτωση και καταβλητέα ενιαία παροχή ( χρηματική ικανοποίηση) ανέρχεται στο ποσό των 6.000 ευρώ, δεχόμενο περαιτέρω ότι καθένας από τους εναγόμενους ενέχεται από αυτοτελή αδικοπραξία και προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, υποχρέωσε χωριστά τον καθένα από αυτούς να καταβάλει στον ενάγοντα για την ως άνω αιτία το ποσό των 6.000 ευρώ, ήτοι 12.000 ευρώ συνολικά, παρότι ο τελευταίος με την αγωγή του είχε ζητήσει την (εις ολόκληρο) ) καταδίκη των αντιδίκων του στην καταβολή ενιαίου ποσού .

 

Συνεπώς βασίμως η αναιρεσείουσες με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, παραβιάζοντας την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 926ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 481 ΑΚ που επιβάλει την επιδίκαση μίας παροχής, ενώ ο πρώτος αναιρετικός λόγος που δεν καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω γενομένου δεκτού (δεύτερου) αναιρετικού λόγου, με τον οποίον προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι εκ του αρ. 8 και αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες με την αιτίαση :α) ότι δεν έλαβε υπόψη του το Εφετείο τον αρνητικό τους ισχυρισμό "περί συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 932 ΑΚ" όσον αφορά την αγωγική αξίωση και β) "περί παντελούς έλλειψης αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων θεμελίωσης της άνω αξίωσης στην προμνημονευθείσα διάταξη, είναι κατ' αμφότερα τα μέρη του απαράδεκτος καθόσον, αφενός οι αρνητικοί ισχυρισμοί δεν αποτελούν "πράγματα" ώστε να ιδρύουν την εκ του αρ. 8 πλημμέλεια, αφετέρου λόγω της αοριστίας του , αφού δεν μνημονεύεται σε τι συνίσταται η επικαλούμενη έλλειψη όσον αφορά την εκ του αρ. 19 του άνω άρθρου πλημμέλεια. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως ως προς τον παραπάνω λόγο, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή υποχρεώνοντας την κάθε μία εναγόμενη (χωριστά) να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης το ποσό των 6.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της.

 

Επειδή, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ "αν ο 'Αρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές". Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι "οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν" συνάγεται, ότι οσάκις μετά την αναίρεση της αποφάσεως δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως υπό του δικαστηρίου της ουσίας, υπολείπεται δε μόνο η διατύπωση διατακτικού της αποφάσεως με βάση την έκταση της αναιρέσεως, η παραπομπή σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υποθέσεως απόφαση να εκδοθεί και από τον 'Αρειο Πάγο (Ολ.Α.Π.25/2001). Τέτοιο δικονομικό έδαφος για την μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως επανεκδίκαση της υποθέσεως από το Εφετείο στην ουσία δεν υπάρχει και στην κρινόμενη περίπτωση, αφού μετά το Εφετείο, μετά την απόρριψη της εφέσεως των εναγομένων, οφείλει να απορρίψει κατ' ουσίαν (κα)ι την έφεση του ενάγοντος και να επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση που υποχρέωσε τις εναγόμενες να πληρώσουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον ενεχόμενες, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 6.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος ως ηττηθείς στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 4 και 9 του Ν. 3226/2004, προκύπτει σαφώς ότι η παροχή νομικής βοήθειας δεν εμποδίζει το Δικαστήριο, σε περίπτωση ήττας εκείνου που έλαβε τη νομική βοήθεια, όπως στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσίβλητος, σύμφωνα με την υπ` αριθ. 191/2020 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, να επιβάλλει σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων του, η είσπραξη, όμως, αυτών δεν μπορεί να επιδιωχθεί με αναγκαστική εκτέλεση πριν παύσουν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την παροχή της νομικής βοήθειας και βεβαιωθεί τούτο με απόφαση του αρμόδιου Δικαστή (ΑΠ 146/2020, ΑΠ 1557/2018, ΑΠ 649/2018). Πρέπει επίσης να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στις αναιρεσείουσες (ΚΠολΔ 495 παρ. 3).-

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί την με αριθμό 2089/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά το κεφάλαιο που δέχθηκε την έφεση του ενάγοντος.

 

Δικάζει και απορρίπτει από ουσιαστική άποψη την από 18.10.2018 έφεση του ενάγοντος Λ. Φ. κατά της υπ' αριθ. 2774/2018 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.-

 

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στις αναιρεσείουσες.

 

Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσίβλητου τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών ύψους δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.-

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Ιουνίου 2021.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Ιουλίου 2021.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ