ΑΕΔ 7/2011

 

 

Περιορισμός αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό - Εναρξη τοκοφορίας από επίδοση αγωγής -.

 

Σε περίπτωση περιορισμού του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος αγωγής περί χρηματικής οφειλής, ασκηθείσας κατά του Δημοσίου, σε αναγνωριστικό, οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής (Αντίθετη μειοψηφία).

 

Αριθμός 7/2011

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Καλαμίδα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ως Πρόεδρο, Παναγιώτη Πικραμμένο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ευστάθιο Ροντογιάννη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (ελλείποντος Πρόεδρου), Δημήτριο Αλεξανδρή, Κίμωνα-Παναγιώτη Ευστρατίου, Παναγιώτα Καρλή, Συμβούλους της Επικρατείας, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Δημητρίου Μαζαράκη), Δήμητρα Παπαντωνοπούλου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες, Βασιλική Καλαντζή, Σύμβουλο της Επικρατείας, Σαράντη Δρινέα, αναπληρωματικό μέλος, (ελλείποντος τακτικού), Αρεοπαγίτη, Νικόλαο-Μιχαήλ Αλιβιζάτο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρήστο Κούσουλα, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ως μέλη, και την Γραμματέα Αλεξάνδρα Χαραλάμπους, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου, στις 29 Σεπτεμβρίου 2010, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

 

ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπoυμένου, το οποίο δεν παρέστη.

 

ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: ..., κατοίκου Χαλκίδας του Ν. Ευβοίας, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως.

 

Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την υπ' αριθμ. 833/2010 παραπεμπτική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (αριθμ. καταθέσεως 14/2010).

 

Ακολούθως η Εισηγήτρια, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αρεοπαγίτης, ανέγνωσε την έκθεσή της.

 

Μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

 

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 3 εδαφ. α΄ του Ν. 345/1976, περί κυρώσεως του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, εφόσον έγιναν οι προβλεπόμενες από το νόμο κοινοποιήσεις και δημοσιεύσεις, η συζήτηση της υποθέσεως και η έκδοση της αποφάσεως χωρεί, έστω και αν δεν παρίστανται οι διάδικοι. Εν προκειμένω, η κρινόμενη υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου με την υπ' αριθμ. 833/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω αντιθέσεως της εξαχθείσης με αυτή κρίσης προς εκείνη της υπ' αριθμ. 10/2008 αποφάσεως της Ολομελείας του Αρείου Πάγου. Όπως προκύπτει από τις υπάρχουσες στη δικογραφία εκθέσεις επιδόσεως από 24-6-2010 και 13-7-2010 των επιμελητών ... , στους εν προκειμένω διαδίκους ... και Ελληνικό Δημόσιο επιδόθηκε είκοσι (20) ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αντίγραφο της αιτήσεως με την πράξη του Προέδρου για τον ορισμό δικασίμου και εισηγητή. Εξάλλου, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι έχουν γίνει και οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 50 του ίδιου Κώδικα κοινοποιήσεις και δημοσιεύσεις. Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως ορισθείσα προς συζήτηση δικάσιμο, το μεν Ελληνικό Δημόσιο, αναιρεσείον κατά την ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη, δεν παρέστη, ούτε εκπροσωπήθηκε από κανένα, ο δε ..., αναιρεσίβλητος στην ίδια δίκη, παρέστη αυτοπροσώπως, χωρίς δικηγόρο. Η παράσταση αυτή δεν είναι νόμιμη (άρθρο 14 παρ. 1 εδαφ. α΄ του Ν. 345/1976). Όμως, εφόσον έγιναν οι προβλεπόμενες από το νόμο αυτό κοινοποιήσεις, η συζήτηση της υποθέσεως και η έκδοση της αποφάσεως χωρεί, έστω και αν δεν παρίστανται οι διάδικοι (Α.Ε.Δ. 9/2006, 3/2003).

 

 

Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 περ. ε΄ του ν. 345/1976, στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγεται και η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν γι' αυτές εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης στα δικαστήρια αυτά δικαιοδοτικής λειτουργίας τους. Το Δικαστήριο, κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 345/1976, επιλαμβάνεται της άρσεως της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου και κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως ενός εκ των ως άνω δικαστηρίων, όταν αποφασίζει επί της εννοίας τυπικού νόμου, κατ' αποδοχή απόψεως διαφόρου εκείνης, υπό την οποία είχε εκδοθεί απόφαση ετέρου εκ των δικαστηρίων τούτων. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να υπάρχει αντίθεση μεταξύ αποφάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, σχετικά με την έννοια τυπικού νόμου, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει οι αποφάσεις των δύο δικαστηρίων να αναφέρονται στο αυτό κρίσιμο νομικό ζήτημα, βάσει των αυτών νομικών διατάξεων. Η αντίθεση πρέπει να προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των παραπάνω αποφάσεων αιτιολογίες τους. Όμως, δεν υπάρχει αντίθεση, με την ανωτέρω έννοια και, συνεπώς, δεν συντρέχει δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, α) όταν τα ανώτατα δικαστήρια δεν ερμήνευσαν την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά διαφορετικές, έστω και αν αυτές έχουν την ίδια διατύπωση, β) όταν δεν ερμήνευσαν αποκλειστικά και μόνο την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά το ένα από αυτά και ερμήνευσε σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις, οπότε το επιλυθέν ζήτημα δεν είναι το ίδιο, αλλά διαφορετικό, γ) όταν το νομικό ζήτημα που έλυσε το ένα δικαστήριο δεν ήταν αναγκαίο για να λύσει το άλλο δικαστήριο το νομικό ζήτημα που είχε αχθεί ενώπιόν του και δ) όταν, γενικά, η αντίθεση δεν προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες του (Α.Ε.Δ. 3/2006). Εν προκειμένω, με την 833/2010 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο το ζήτημα της άρσης της αμφισβήτησης, ως προς την έννοια της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα των Νόμων περί των δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944). Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως προκύπτει από την ως άνω παραπεμπτική απόφαση, κρίνοντας επί αιτήσεως αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ αριθμ. 53/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά και ειδικότερα κατά το μέρος της που αφορούσε την αναγνώριση της υποχρεώσεως του τελευταίου (Ελληνικού Δημοσίου) να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο ..., τόκους από την επίδοση της αγωγής που είχε ασκήσει αυτός, της οποίας το αρχικά καταψηφιστικό αίτημα περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 και αναφέροντας και τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 του ν. 1406/1983, 71 παρ. 1, 73 παρ. 2, 75, 197 παρ. 1 και 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μόνο προς αιτιολόγηση του πορίσματος του, έκρινε ότι, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, δεν συνδέει δηλαδή την έννομη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, αλλά μόνο προς τη γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποιήσεως ως προς το ζήτημα τούτο της καταψηφιστικής προς την αναγνωριστική αγωγή, με εντεύθεν συνέπεια, σε περίπτωση περιορισμού του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής. Αντίθετα, ο 'Αρειος Πάγος, με την 10/2008 απόφαση της Τακτικής Ολομελείας του, κρίνοντας το ζήτημα αν σε περίπτωση περιορισμού του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος αγωγής περί χρηματικής οφειλής, ασκηθείσας κατά του Δημοσίου, σε αναγνωριστικό, οφείλονται ή όχι τόκοι, ερμηνεύοντας την ίδια ανωτέρω διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6./10-7-1944 και αναφέροντας και τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του Α.Κ. και 295 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., μόνο προς αιτιολόγηση του πορίσματος του, έκρινε ότι, επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας, αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής, ως «αγωγής» νοουμένης στην περίπτωση αυτή μόνον της καταψηφιστικής αγωγής και συνεπώς σε περίπτωση επίδοσης καταψηφιστικής αγωγής της οποίας το αίτημα περιορίσθηκε εν συνεχεία σε απλώς αναγνωριστικό δεν αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς τοκοδοσία. Με βάση όσα κατά τα ανωτέρω κρίθηκαν από τις παραπάνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, υπάρχει ταυτότητα της διατάξεως που ερμηνεύεται από αυτά, ως τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της παραπομπής στο Α.Ε.Δ. Τούτο δε, διότι η ερμηνευτική αντίθεση των δύο δικαστηρίων επικεντρώνεται, κατά το ουσιαστικό περιεχόμενο των αντίστοιχων αποφάσεων, μόνο στην έννοια της ίδιας διάταξης τυπικού νόμου, δηλαδή του ανωτέρω άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, ενώ η αναφορά στις ανωτέρω αποφάσεις των λοιπών προαναφερθεισών διατάξεων, γίνεται μόνον προς αιτιολόγηση του πορίσματος αυτών.

 

 

Επειδή με το άρθρο 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. 26.6./10.7.1944) το οποίο εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ορίζονται τα ακόλουθα: «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται σε 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, από την εν λόγω διάταξη συνάγεται ότι ως προς την έναρξη της τοκογονίας αρκεί η γένεση της επιδικίας, από την οποία αρχίζει η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη της απαίτησης για χρηματική παροχή με την άσκηση της αγωγής και η επίδοση της αγωγής προς το Ελληνικό Δημόσιο από την οποία λαμβάνει αυτό γνώση της αμφισβήτησης. Εφόσον όμως ο νόμος, (η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6./10.7.1994), δεν διακρίνει, δεν συνδέει δηλαδή την έννομη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής αλλά μόνον προς την γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποιήσεως ως προς το ζήτημα τούτο της καταψηφιστικής προς την αναγνωριστική αγωγή (ως τέτοιας νοουμένης και της αγωγής της οποίας το αρχικά καταψηφιστικό αίτημα περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό), δεδομένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέμνει δε και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της απαίτησης με δύναμη δεδικασμένου. Εξάλλου, αναγνωριστική καθίσταται και η αγωγή της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίζεται σε αναγνωριστικό. Έννομη εντεύθεν συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι στην περίπτωση περιορισμού του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, οφείλονται τόκοι. Διαφώνησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Γεώργιος Καλαμίδας και τα μέλη Δ. Αλεξανδρής, Ανδρέας Τσόλιας, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Σαράντης Δρινέας και Χ. Κούσουλας, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Σε περίπτωση χρηματικής οφειλής του Δημοσίου δεν αρκεί η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής της οποίας το αίτημα περιορίστηκε σε αναγνωριστικό για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου για τοκοδοσία. Και τούτο διότι από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί των δικών του Δημοσίου, προκύπτει ότι η υποχρέωση προς καταβολή τόκων επί των οφειλών του δημοσίου αρχίζει πάντοτε και μόνον από την επίδοσή της σχετικής αγωγής. Ως «αγωγή» νοείται εν προκειμένω μόνον η καταψηφιστική, αίτημα της οποίας είναι η καταδίκη σε παροχή και σκοπός της η δημιουργία εκτελεστού τίτλου που επιτρέπει την αναγκαστική εκτέλεση. Η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής της οποίας το αίτημα περιορίσθηκε εν συνεχεία σε απλώς αναγνωριστικό, δεν αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς τοκοδοσία κατά το άρθρο 346 ΑΚ αφού η αγωγή αυτή θεωρείται ως μη ασκηθείσα ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα, με αποτέλεσμα να εκλείπουν όλες οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες του αιτήματος στο οποίο αφορά η παραίτηση (άρθρο 295 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, η επίδοσή της, εξακολουθεί μεν να ισχύει ως όχληση, δεν γεννά όμως υποχρέωση του Δημοσίου για πληρωμή τόκων υπερημερίας κατά τα άρθρα 340 και 345 ΑΚ, διότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται με την όχληση αλλά μόνον με την επίδοση αγωγής.

 

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αρθεί η αμφισβήτηση ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6./10-7-1944) που ανέκυψε μεταξύ της υπ' αριθμ. 833/2010 αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της υπ' αριθμ. 10/2008 αποφάσεως του Αρείου Πάγου σε Τακτική Ολομέλεια, υπέρ της απόψεως που διατυπώθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

 

Επειδή, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιβολής των εξόδων της αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο διεξαχθείσας διαδικασίας, ως και της δικαστικής δαπάνης.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 833/2010 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και 10/2008 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί των δικών του Δημοσίου (κδ της 26.6/10.7.1944).

 

Αποφαίνεται ότι η έννοια της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των Νόμων περί δικών του Δημοσίου, είναι ότι, επί περιορισμού του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος αγωγής του Δημοσίου σε απλώς αναγνωριστικό, οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής.

 

Δεν επιβάλλει δικαστικά έξοδα και δικαστική δαπάνη, σύμφωνα με το σκεπτικό.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2010.

 

       Ο Πρόεδρος                                        Η Γραμματέας

 

      Γεώργιος Καλαμίδας                     Αλεξάνδρα Χαραλάμπους

 

 Kαι δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 16 Φεβρουαρίου 2011.

 

                Ο Πρόεδρος                                          Ο Γραμματέας

  

              Γεώργιος Καλαμίδας                               Γρηγόριος Ψύλλιας