ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΕΔ 7/2019

 

’ρση αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας - Διοικητικές συμβάσεις - ΜΚΟ και ΥΔΑΣ ΥΠ.ΕΞ - Σύμβαση

χρηματοδότησης -.

 

’ρση αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας υπέρ των διοικητικών δικαστηρίων επί διαφοράς μεταξύ της αιτούσας Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας και του Ελληνικού Δημοσίου, που αφορά στην καταβολή σε αυτήν αμοιβής, δυνάμει Σύμβασης Χρηματοδότησης, που υπεγράφη μεταξύ της αιτούσας και του Ελληνικού Δημοσίου, διά του Υπουργείου Εξωτερικών και ειδικότερα της Υπηρεσίας του με την επωνυμία «Υπηρεσία Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας» (Υ.Δ.Α.Σ.). Η τελεσιδικία ως προϋπόθεση του παραδεκτού της υποβολής της αιτήσεως προς το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Προϋποθέσεις για να θεωρηθεί μια σύμβαση ως διοικητική και να υπαχθεί η εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από αυτή στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Κρίθηκε ότι η επίμαχη σύμβαση είναι διοικητική: υπερέχουσα θέση της συμβληθείσας υπηρεσίας του Δημοσίου (Υ.Δ.Α.Σ.) έναντι της αιτούσας ΜΚΟ, θέσπιση εξαιρετικού καθεστώτος υπέρ της Υ.Δ.Α.Σ. και δημόσιος σκοπός της επίμαχης σύμβασης. Δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (Αντίθετη μειοψηφία).

 

 

 

Αριθμός απόφασης 7/2019

 

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ως Πρόεδρο, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιωάννη Σαρμά, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κωλυομένης της Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ανδρονίκης Θεοτοκάτου, Παναγιώτη Ευστρατίου - Εισηγητή, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Χρήστο Ντουχάνη, Συμβούλους της Επικρατείας, τακτικά μέλη, Αβροκόμη Θούα, Πέτρο Σαλίχο, Αγγελική Τζαβάρα, Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες, τακτικά μέλη, Χριστίνα Σιταρά, Σύμβουλο της Επικρατείας, τακτικό μέλος, Λήδα - Μαρία Πίψου, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρώτο αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του Χρίστου Μυλωνόπουλου, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών πρώτου τακτικού μέλους, Γεώργιο Σωτηρόπουλο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, δεύτερο αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένης της Αθηνάς Κοτζάμπαση, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεύτερου τακτικού μέλους και τη Γραμματέα Αικατερίνη Φωτοπούλου, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου στις 14 Νοεμβρίου 2018 και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

 

ΑΙΤΟΥΣΑΣ : Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρίας με την επωνυμία «Εταιρία Επικοινωνιακής και Πολιτικής Έρευνας» (ΕΤΕΠΕ), που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής, νόμιμα εκπροσωπουμένης, η οποία παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Γκιόλμα  (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 20356).

 

ΚΑΘ’ OY Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τους Υπουργούς Οικονομικών και Εξωτερικών, το οποίο παρέστη  δια των: α) Ευσταθίας Τσαούση Νομικής Σύμβουλος του Κράτους και β)  Αλεξάνδρου Σταυράκη Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Η αιτούσα, με την από 22.01.2018 αίτησή της, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό πράξης κατάθεσης 1/23.01.2018, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.

 

Ακολούθως, o Εισηγητής Παναγιώτης Ευστρατίου, Σύμβουλος της Επικρατείας, ανέγνωσε την από 09.11.2018 έκθεσή του.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας, καθώς και τους πληρεξούσιους του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.

 

 

Μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

 

 

1.         Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου (ΑΕΔ1/2016, 1/2015 κ.ά.) και η οποία νομίμως φέρεται προς συζήτηση μετά τη διενέργεια των προβλεπόμενων από τον κυρωθέντα με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (Α΄ 141) Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ.) κοινοποιήσεων, ζητείται η άρση της αποφατικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας που ανέκυψε από την έκδοση αφενός μεν της υπ’ αριθ. 2219/2011 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και αφετέρου της υπ’ αριθ. 3746/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με τις εν λόγω αποφάσεις τα δύο ως άνω δικαστήρια έκριναν ότι τόσο τα πολιτικά όσο και τα διοικητικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας επί διαφοράς μεταξύ της αιτούσας Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας με την επωνυμία  «Εταιρεία Επικοινωνιακής και Πολιτικής Έρευνας» (ΕΤΕΠΕ) και του Ελληνικού Δημοσίου, που αφορά στην καταβολή σε αυτήν αμοιβής συνολικού ύψους 30.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΑΝΑΠ-10-2004 «Σύμβασης Χρηματοδότησης», που υπεγράφη μεταξύ της αιτούσας και του Ελληνικού Δημοσίου, διά του Υπουργείου Εξωτερικών και ειδικότερα της Υπηρεσίας του με την επωνυμία «Υπηρεσία Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας» (Υ.Δ.Α.Σ.), με σκοπό την εκτέλεση έργου το οποίο αφορά στη «συστηματική αναζήτηση και παρακολούθηση υποθέσεων των θυμάτων της παράνομης εμπορίας ανθρώπων προς καταναγκαστική πορνεία και παροχή νομικής και άλλης στήριξης στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου προγράμματος δράσης».

 

2.         Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ΄ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται, εκτός των άλλων, «Η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ., εφόσον τα κατά το άρθρο 44 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα δικαστήρια, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αφενός και τα αστικά δικαστήρια αφετέρου έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας για την ίδια υπόθεση, η σύγκρουση αίρεται με την επιμέλεια κάθε διαδίκου, με την κατάθεση σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της τελευταίας αποφάσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 4 του ίδιου ως άνω Κώδικα, η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στη λύση του αμφισβητούμενου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την απόφαση που εσφαλμένως αποφάνθηκε για το ζήτημα αυτό και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνεται ότι έχει δικαιοδοσία, η δε απόφασή του είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του και για τους διαδίκους. Εξάλλου, κατά το άρθρο 518 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 132), αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της εφέσεως κατά αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου είναι τριάντα ημέρες και, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, εξήντα ημέρες και αρχίζει και στις δύο περιπτώσεις από την επίδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 518, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (Α΄ 87, το οποίο άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο ένατο παρ. 4 του εν λόγω νόμου, από 1.1.2016), αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της εφέσεως είναι δύο έτη, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη.

 

3.         Επειδή, κατά την έννοια των παρατεθεισών στην προηγούμενη σκέψη διατάξεων του άρθρου 46 του Κώδικα περί του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, ο όρος της τελεσιδικίας, που τίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της υποβολής της αιτήσεως προς το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, συντρέχει όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι αποφάσεις των δικαστηρίων, που δημιούργησαν την αποφατική σύγκρουση, δεν υπόκειντο από την έκδοσή τους σε έφεση, διότι εκδόθηκαν από δευτεροβάθμια δικαστήρια ή πρωτοβάθμια μεν, ανεκκλήτως όμως κατά το νόμο, αλλά και όταν υπόκειντο μεν κατά το χρόνο της δημοσιεύσεώς τους σε έφεση, ακολούθως όμως κατέστησαν τελεσίδικες με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο και ειδικότερα με την παρέλευση της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως κατ’ αυτών ή με την αποδοχή τους εκ μέρους εκείνου που έχει δικαίωμα εφέσεως. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία των ενενήντα ημερών αρχίζει από την τελεσιδικία της αποφάσεως εκείνης, που κατέστη τελεσίδικη τελευταία (ΑΕΔ 2/2017, 1/2015, 28/2011).

 

4.         Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η ως άνω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (2219/2011), εκδοθείσα σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, κατέστη τελεσίδικη από τη δημοσίευσή της στις 4.7.2011, με την δε υπ’ αριθ. ΓΠ28901/8.10.2018 βεβαίωση του Γραμματέα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών βεβαιώνεται ότι κατά της εν λόγω αποφάσεως δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως. Περαιτέρω, από την προσκομισθείσα υπ’ αριθ. 1355/25.9.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ... προκύπτει ότι η υπ’ αριθ. 3746/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 30.9.2016, επιδόθηκε από την αιτούσα στο καθ’ ου η αίτηση Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, στις 25.9.2017. Η επίδοση αυτή έλαβε χώρα εντός της διετίας, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (για την άσκηση εφέσεως σε περίπτωση μη επιδόσεως της αποφάσεως), δοθέντος ότι η διετία αυτή, αρξαμένη από την επομένη της δημοσιεύσεως της αποφάσεως (δηλαδή από 1.10.2016), δεν είχε λήξει στις 25.9.2017, όταν, κατά τα προεκτεθέντα, επιδόθηκε η ως άνω απόφαση από την ήδη αιτούσα στο Δημόσιο. Εξάλλου, από την υπ’ αριθ. 12670/9.10.2018 βεβαίωση της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Πολιτικών Ενδίκων Μέσων) προκύπτει ότι δεν ασκήθηκε τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο κατά της ανωτέρω πρωτόδικης αποφάσεως. Υπό τα δεδομένα αυτά, η απόφαση αυτή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατέστη τελεσίδικη στις 25.10.2017, τόσο ως προς το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο, αν και του κοινοποιήθηκε η εν λόγω απόφαση, δεν άσκησε έφεση κατ’ αυτής εντός της κινηθείσης από την κοινοποίηση τριακονθήμερης προθεσμίας (βάσει του άρθρου 518 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), όσο και ως προς την αιτούσα, η οποία αν και έλαβε αντίγραφο της δικαστικής αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου και την κοινοποίησε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, στο αντίδικό της Ελληνικό Δημόσιο, δεν άσκησε έφεση εντός της νόμιμης προθεσμίας. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση, που κατατέθηκε στις 23.1.2018, ασκήθηκε παραδεκτώς τόσο από την άποψη της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων, από τις οποίες δημιουργείται η αποφατική σύγκρουση, όσο και από την άποψη της προθεσμίας ασκήσεώς της, εφόσον κατατέθηκε εντός της ενενηκονθήμερης προθεσμίας από την τελεσιδικία της νεότερης αποφάσεως που εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

 

5.         Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των αγωγών της αιτούσας τόσο ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, όσο και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς και από την άποψη της ταυτότητας της διαφοράς που ήχθη ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου από τη μια και του πολιτικού δικαστηρίου από την άλλη, διότι τα αγωγικά αιτήματα ταυτίζονται, τόσο κατά την πραγματική, όσο και κατά τη νομική τους βάση. Εφόσον δε η αίτηση ασκείται παραδεκτώς, είναι εξεταστέα, περαιτέρω, ως προς το αίτημα αυτής περί άρσεως της αποφατικής συγκρούσεως που δημιουργείται από τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις.

 

6.         Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, η εκδίκαση των διαφορών, που ανακύπτουν από σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση, υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αν η σύμβαση είναι διοικητική. ʼλλως, αν, δηλαδή, πρόκειται περί συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου, δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς έχουν τα πολιτικά δικαστήρια. Θεωρείται δε η σύμβαση διοικητική εάν πληρούνται, σωρευτικώς, οι εξής προϋποθέσεις: α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, β) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, και γ) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, οι οποίες προσδίδουν υπερέχουσα θέση στο συμβαλλόμενο Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου - δηλαδή θέση η οποία δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό - και οι οποίες προκύπτουν είτε από το νομοθετικό καθεστώς, το οποίο διέπει τη σύμβαση, είτε από τους όρους της οικείας διακηρύξεως είτε από το ίδιο το περιεχόμενο της συμβάσεως (βλ. ΑΕΔ 17/2017, 21/2009, 6/2007, 10/2003, 3/1999, 21/1997, ΣτΕ 3507/2015, 987/2011, 3740/2012, 3683/2008, 1372/2007, 3193/2006, 2247/1999, 1886/1996, 1031/1995). Κατά την γνώμη, όμως, του Προέδρου του Δικαστηρίου και των μελών αυτού Π. Ευστρατίου, Β. Ραφτοπούλου, Χρ. Ντουχάνη και Γ. Σωτηρόπουλου, για να έχει υπερέχουσα θέση το συμβαλλόμενο Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου πρέπει οι προσδίδουσες σε αυτό την εν λόγω θέση ρήτρες όχι μόνον να περιλαμβάνονται στη σύμβαση, αλλά και να προβλέπονται από το κανονιστικό καθεστώς που διέπει αυτήν (βλ. ΑΕΔ 2/2017, 1/2016, 11/2013, 3/2012, 28/2011, 21/2009, 6/2007, ΣτΕ 804/2018, 1989/2014, 3267/2013, ΑΠ 210/2016).Και τούτο διότι δεν μπορούν να τεθούν σε σύμβαση που συνάπτει το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ρήτρες που δεν προβλέπονται στο διέπον τη σύμβαση κανονιστικό καθεστώς, ενόψει της απορρέουσας από το Σύνταγμα (βλ. άρθρα 26 παρ. 1 και 2 και 50) και διέπουσας το σύνολο της διοικητικής δράσεως αρχής της νομιμότητας της Διοικήσεως - υπό την έννοια ότι η Διοίκηση μπορεί να προβεί σε εκείνες μόνον τις ενέργειες οι οποίες προβλέπονται από τον νόμο - εν αντιθέσει με την διέπουσα τις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις και απορρέουσα από το άρθρο 361 του Αστικού Κώδικα αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (πρβλ. ΣτΕ 1208/2011).

 

7.         Επειδή, o ν. 2731/1999 «Διμερής Κρατική Αναπτυξιακή Συνεργασία, θέματα μη Κυβερνητικών Οργανώσεων κ.λπ.» (Α΄ 138), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως, ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: ʼρθρο 10: «Το Υπουργείο Εξωτερικών είναι αρμόδιο για το συντονισμό των δράσεων που εκτελούνται από μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.) και που αποβλέπουν σε αναπτυξιακούς σκοπούς ή στην παροχή επείγουσας ανθρωπιστικής ή επισιτιστικής βοήθειας σε περίπτωση φυσικών καταστροφών ή άλλων έκτακτων καταστάσεων». ʼρθρο 12: «Δημόσιοι φορείς εκτέλεσης προγραμμάτων Αναπτυξιακής Συνεργασίας, στους οποίους διατίθενται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό πιστώσεις για την εκτέλεση των προγραμμάτων αυτών, επιτρέπεται να χρηματοδοτούν προγράμματα Μ.Κ.Ο. για την παροχή βοήθειας όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 10 υπό τις εξής προϋποθέσεις: α. Να έχει υποβληθεί αναλυτική πρόταση για τους στόχους του προγράμματος παροχής βοήθειας, σχέδιο προϋπολογισμού δαπάνης, καθώς και λεπτομερές σχέδιο δράσης και χρονοδιάγραμμα για την εκτέλεση του προγράμματος. β. Να υπάρχει η κατάλληλη υποδομή και διετής εμπειρία της Μ.Κ.Ο. στις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 10. … γ. Να είναι πραγματοποιήσιμο το πρόγραμμα. … 2. Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που χρηματοδοτούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό για την εκτέλεση συγκεκριμένων προγραμμάτων βοήθειας υποχρεούνται κατά το πέρας κάθε προγράμματος να προβαίνουν στην υποβολή λεπτομερών εκθέσεων περί της εκτελέσεως του προγράμματος και δικαιολογητικών για τις γενόμενες δαπάνες, απολογιστικό και για το σύνολο των δαπανών, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα αποστολής. Σε περίπτωση εκτελέσεως μακροχρόνιου προγράμματος οι Μ.Κ.Ο. έχουν υποχρέωση σε υποβολή εκθέσεων προόδου κάθε εξάμηνο. Οι εκθέσεις αυτές υποβάλλονται στην Υ.Δ.Α.Σ. του Υπουργείου Εξωτερικών. 3. … 5. Μέχρι το τέλος του 1999, η Υ.Δ.Α.Σ., μέσω της Επιτροπής Αξιολόγησης και Πιστοποίησης, θα εκπονήσει ειδικό ενημερωτικό οδηγό, στον οποίο θα περιλαμβάνονται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις και τα κριτήρια για τη χρηματοδότηση των Μ.Κ.Ο. από πόρους του Κρατικού Προϋπολογισμού. Ο οδηγός αυτός λαμβάνει τον τύπο απόφασης του Υπουργού Εξωτερικών και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο οδηγός αναθεωρείται με εισήγηση της Υ.Δ.Α.Σ.».  ʼρθρο 18: «1. Συνιστάται ως ανεξάρτητη υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Εξωτερικών, Υπηρεσία Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (Υ.Δ.Α.Σ.) ...  α. Γενική αρμοδιότητα της Υ.Δ.Α.Σ. είναι η εποπτεία, ο συντονισμός και η προώθηση των δράσεων και προγραμμάτων επείγουσας ανθρωπιστικής, επισιτιστικής ή άλλης μορφής βοήθειας, καθώς και βοήθειας αναδιάρθρωσης και αποκατάστασης των αναπτυσσόμενων χωρών, που προωθούνται μέσω Μ.Κ.Ο.. β. Η Υ.Δ.Α.Σ. διαχειρίζεται αφ` ενός το σύνολο των πόρων της αναπτυξιακής συνεργασίας που εγγράφονται για το σκοπό αυτόν στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εξωτερικών και αφ’ ετέρου πόρους ή δωρεές που της μεταβιβάζονται από Υπουργεία, Οργανισμούς και δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. ... 2. Ειδικότερα η Υ.Δ.Α.Σ.: α. Είναι αρμόδια για τη χρηματοδότηση των δράσεων ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας κατά το άρθρο 10 του παρόντος και εποπτεύει και  συντονίζει την εκτέλεσή τους στις αναπτυσσόμενες χώρες … 3. … 5. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εξωτερικών, καθορίζεται η οργάνωση, η διάρθρωση, η στελέχωση, η χρηματοδότηση και η εν γένει λειτουργία της Υ.Δ.Α.Σ. κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότερη εκτέλεση της πολιτικής αναπτυξιακής συνεργασίας, μέσω Μ.Κ.Ο., των δράσεων επείγοντος χαρακτήρα ...».Κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 2731/1999 εκδόθηκε το π.δ. 224/2000 «Για την οργάνωση, στελέχωση και λειτουργία της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (Υ.Δ.Α.Σ.) του Υπουργείου Εξωτερικών» (Α΄ 193), στο άρθρο 21 του οποίου προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Β. Προγράμματα αναπτυξιακής συνεργασίας και βοήθειας. 1. Το ποσοστό της συγχρηματοδότησης της Υ.Δ.Α.Σ. ανέρχεται στο 50% και σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνά το 75% του συνολικού κόστους του προγράμματος. Η Μ.Κ.Ο. οφείλει να συμβάλει με το 15% τουλάχιστον του συνολικού κόστους του προγράμματος, το οποίο αντιπροσωπεύει τη συμμετοχή της σε χρήμα και σε είδος. Παράλληλα θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση του εναπομείναντος ποσοστού του συνολικού κόστους από άλλες ιδιωτικές πηγές. 2. Με την υπογραφή της σύμβασης μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, καταβάλλεται από την Υ.Δ.Α.Σ. το 50% του εγκριθέντος ποσού για την έναρξη του προγράμματος. Κατά την διάρκεια υλοποίησης του προγράμματος και με την έγκριση της έκθεσης προόδου, η Υ.Δ.Α.Σ. καταβάλλει το 30%. Η αποπληρωμή του υπόλοιπου 20% γίνεται με την κατάθεση της τελικής έκθεσης του προγράμματος από τη Μ.Κ.Ο., την έγκρισή της, καθώς και την έγκριση των παραστατικών και των δαπανών από την Υ.Δ.Α.Σ.».

 

8.         Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η αιτούσα Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρία, στο πλαίσιο του «Προγράμματος Αναπτυξιακής Συνεργασίας», υπέβαλε αίτηση χρηματοδότησης στην «Υπηρεσία Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας» (Υ.Δ.Α.Σ.) του Υπουργείου Εξωτερικών, κατόπιν δε τούτου υπεγράφη στις 3.11.2004 μεταξύ αυτής και του Ελληνικού Δημοσίου, διά του Υπουργείου Εξωτερικών και της ανωτέρω Υπηρεσίας, η υπ’ αριθ. ΑΝΑΠ-10-2004 «Σύμβαση Χρηματοδότησης» για το αναπτυξιακό έργο «Δράση κατά της παράνομης σωματεμπορίας αλλοδαπών γυναικών». Αντικείμενο του έργου ήταν η συστηματική αναζήτηση και παρακολούθηση υποθέσεων των θυμάτων της παράνομης εμπορίας ανθρώπων προς καταναγκαστική πορνεία καθώς και η παροχή προς αυτά νομικής και άλλης στήριξης. Η διάρκεια του έργου ορίσθηκε σε εννέα μήνες, από 1.7.2004 μέχρι 31.3.2005, και ο προϋπολογισμός αυτού σε 70.000 ευρώ. Το ύψος της χρηματοδοτήσεως που ενέκρινε η Υ.Δ.Α.Σ. κάλυπτε το 86% του συνολικού προϋπολογισμού και ανερχόταν στο ποσό των 60.000 ευρώ, το οποίο θα καταβαλλόταν σε τρεις δόσεις, η πρώτη δόση των 30.000 ευρώ (50% της χρηματοδότησης) με την υπογραφή της συμβάσεως, η δεύτερη δόση των 18.000 ευρώ (30% της χρηματοδοτήσεως) με την έγκριση από την Υ.Δ.Α.Σ. της ενδιάμεσης εκθέσεως προόδου και η τρίτη δόση των 12.000 ευρώ (20% της χρηματοδότησης) με την έγκριση από την Υ.Δ.Α.Σ. της τελικής εκθέσεως προόδου. Η διάρκεια του έργου, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αιτούσας, παρατάθηκε κατά δύο μήνες, ήτοι μέχρι 31.5.2005. Στη σύμβαση προβλέπονταν, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «9. Καταγγελία και Λύση της Συμβάσεως Λόγω Ουσιώδους Παραβιάσεως 9.1. Η ΥΔΑΣ δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να κηρύξει τον ΑΝΑΔΟΧΟ έκπτωτο στις περιπτώσεις που υπάρχει ουσιώδης παραβίαση των όρων της Συμβάσεως. Η απόφαση της ΥΔΑΣ με την οποία θα λύεται η Σύμβαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αναφέρει την ουσιώδη παραβίαση. Η διακοπή της Συμβάσεως για ουσιώδη παραβίαση δεν γεννά δικαιώματα οποιασδήποτε φύσεως στον ΑΝΑΔΟΧΟ. 9.2. Σε περίπτωση που η ΥΔΑΣ κρίνει ότι ο ΑΝΑΔΟΧΟΣ: α. δεν εκπληρώνει προσηκόντως τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την Σύμβαση ή β. δεν συμμορφώνεται προς τις σύμφωνες με τις διατάξεις της Συμβάσεως εντολές της ΥΔΑΣ, η ΥΔΑΣ θα προσκαλέσει εγγράφως τον ΑΝΑΔΟΧΟ να εκπληρώσει αμέσως τις υποχρεώσεις του και να αποκαταστήσει πλήρως τυχόν ζημία που έχει προκληθεί από την αντισυμβατική συμπεριφορά του. Εάν δεν συμμορφωθεί ο ΑΝΑΔΟΧΟΣ με την πρόσκληση της ΥΔΑΣ μέσα σε δεκαπέντε (15) ημερολογιακές ημέρες από την κοινοποίηση της πρόσκλησης σε αυτόν, ή σε περίπτωση που οι παρασχεθείσες από τον ΑΝΑΔΟΧΟ εξηγήσεις για τις αποκλίσεις ή παραβάσεις των όρων της Συμβάσεως δεν κριθούν επαρκείς, δύναται η ΥΔΑΣ να θεωρήσει ότι υφίσταται ουσιώδης παράβαση των όρων της Συμβάσεως. 10. Καταγγελία και Λύση της Συμβάσεως για ʼλλους Λόγους 10.1. Η ΥΔΑΣ δικαιούται να καταγγείλει μονομερώς την Σύμβαση εάν, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια ισχύος της Σύμβασης, ο ΑΝΑΔΟΧΟΣ: α. πτωχεύσει ή β. τεθεί υπό εκκαθάριση ή γ. τεθεί υπό καθεστώς διαχείρισης των πιστωτών του ή δ. έχει προβεί σε ενέργειες που εκθέτουν την εικόνα της Ελλάδος διεθνώς ή ε. έχει αποτύχει να υλοποιήσει άλλες συμβάσεις τις οποίες έχει αναλάβει με την ΥΔΑΣ με αποτέλεσμα να καθίσταται αναξιόπιστη ή στ. οι πράξεις ή οι παραλείψεις του ΑΝΑΔΟΧΟΥ κριθεί ότι αντιστρατεύονται τις αρχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και το περιεχόμενο των διεθνών συμβάσεων που έχει υπογράψει και εφαρμόζει το ελληνικό κράτος. 11. Συνέπειες της Καταγγελίας 11.1. Σε περίπτωση καταγγελίας της Συμβάσεως ο ΑΝΑΔΟΧΟΣ θα κληθεί να επιστρέψει εντός τριάντα (30) ημερών το αδιάθετο υπόλοιπο ή το σύνολο των χορηγηθέντων χρημάτων. Η επιστροφή μπορεί να είναι έντοκη από την ημέρα καταβολής των χρημάτων. 11.2. Το ύψος του ποσού που πρέπει να επιστραφεί θα καθορισθεί από την ΥΔΑΣ και θα συναρτάται μεταξύ άλλων από το ποσοστό εκτελέσεως του Έργου, το ίδιον πταίσμα ή την αμέλεια του Αναδόχου. 11.3. Η ΥΔΑΣ δύναται να ζητήσει πλήρη αποζημίωση από τον ΑΝΑΔΟΧΟ για όλες τις ζημίες και τα έξοδα που προκλήθηκαν από το ΕΡΓΟ, τα οποία προκύπτουν άμεσα από ίδιον πταίσμα του ΑΝΑΔΟΧΟΥ. 11.4. Πέραν των αναφερομένων στα εδάφια 11.1. έως και 11.3. στις συνέπειες της εκπτώσεως εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της ισχύουσας Νομοθεσίας». Σε εκτέλεση της ανωτέρω συμβάσεως η αιτούσα έλαβε το ποσό των 30.000 ευρώ και στις 10.8.2005 υπέβαλε στον αρμόδιο Γενικό Διευθυντή της Υ.Δ.Α.Σ. απολογισμό για το χρηματοδοτηθέν πρόγραμμα, αλλά το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο δεν ενέκρινε την καταβολή των δύο επόμενων δόσεων της χρηματοδοτήσεως. Κατόπιν αυτού η αιτούσα άσκησε την από 30.7.2009 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει νομιμοτόκως τα ποσά των β΄ και γ΄ δόσεων χρηματοδοτήσεως, δηλαδή το συνολικό ποσό των 30.000 ευρώ  (18.000 + 12.000). Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 2219/2011 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή, με την αιτιολογία ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία στην εν λόγω διαφορά, η οποία αποτελεί ιδιωτική διαφορά απορρέουσα από την εκτέλεση συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου, για την οποία έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια. Ειδικότερα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε τα εξής στη σκέψη 6 της ανωτέρω αποφάσεώς του: «5. Επειδή, από τις … διατάξεις του ν. 2731/1999 [άρθρα 10, 12, 18] και του π.δ. 224/2000 [άρθρο 21], οι οποίες προβλέπουν τη σύναψη συμβάσεων μεταξύ της Υ.Δ.Α.Σ. και Μ.Κ.Ο., όπως είναι και η ένδικος σύμβαση, δεν συνάγεται ότι η συμβληθείσα εν προκειμένω Υ.Δ.Α.Σ. βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι της συμβαλλομένης ΕΤΕΠΕ, ... Ούτε όμως και από την ένδικη σύμβαση [άρθρα 9, 10, 11], … συνάγεται ότι θεσπίζεται με αυτήν εξαιρετικό καθεστώς υπέρ της ΥΔΑΣ βάσει ρητρών, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο. Τέτοιες ρήτρες δεν συνιστούν οι προβλέψεις περί δικαιώματος της Υ.Δ.Α.Σ. να καταγγείλει τη σύμβαση σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης οποιουδήποτε όρου της, εάν η ανάδοχος κληθεί να παράσχει εξηγήσεις και είτε δεν παράσχει αυτές ή οι παρασχεθείσες δεν κριθούν ικανοποιητικές (ΣτΕ 1372/2007, 3144/2005, 1173/2004), καθόσον τέτοια δικαιώματα υπέρ του ενός των συμβαλλομένων προβλέπονται και σε συμβάσεις συναπτόμενες βάσει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου. Ενόψει αυτού, παρά το γεγονός ότι ο επιδιωκόμενος με την ανωτέρω σύμβαση σκοπός είναι δημόσιος, εφόσον η χρηματοδότηση της ως άνω Μ.Κ.Ο. από το Υπουργείο Εξωτερικών μέσω της Υ.Δ.Α.Σ. αποβλέπει στην υλοποίηση συγκεκριμένων σκοπών της εξωτερικής πολιτικής του Κράτους, η σύμβαση αυτή διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και οι διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή της υπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΣτΕ 987/2011). …». Ακολούθως, η αιτούσα άσκησε την από 25.10.2012 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να της καταβληθεί νομιμοτόκως το ανωτέρω ποσό (30.000 ευρώ). Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 3746/2016 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων επί της ένδικης διαφοράς. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην τελευταία σκέψη της αποφάσεως αυτής: «Επειδή, από τις διατάξεις του ν. 2731/1999 (άρθρα 10, 12, 18) και του π.δ. 224/2000 (άρθρο 21), οι οποίες προβλέπουν τη σύναψη συμβάσεων μεταξύ της Υ.Δ.Α.Σ. και Μ.Κ.Ο. (Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων), όπως είναι και η ένδικος σύμβαση, συνάγεται ότι η συμβληθείσα, εν προκειμένω, Υ.Δ.Α.Σ.  ευρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι της ενάγουσας Μ.Κ.Ο.. Περαιτέρω, από την ένδικη σύμβαση, όπως αυτή περιλαμβάνεται στην αγωγή, συνάγεται ότι θεσπίζεται με αυτήν εξαιρετικό καθεστώς υπέρ της Υ.Δ.Α.Σ., βάσει ρητρών, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ... Τέτοιες ρήτρες, ειδικότερα, συνιστούν οι προβλέψεις στην επίμαχη σύμβαση περί δικαιώματος της Υ.Δ.Α.Σ. να επιβάλλει κυρώσεις εις βάρος της ενάγουσας Μ.Κ.Ο., όπως λύση της σύμβασης με αιτιολογημένη απόφαση της Υ.Δ.Α.Σ. ή διακοπή της χρηματοδοτήσεως του προγράμματος μετά από καταγγελία της Υ.Δ.Α.Σ. και κήρυξη ως έκπτωτου του αναδόχου για ουσιώδη παραβίαση των συμβατικών όρων, χωρίς η διακοπή να γεννά δικαιώματα οποιασδήποτε φύσεως στον ανάδοχο, ο οποίος επιπλέον θα κληθεί εντός 30 ημερών να επιστρέψει το αδιάθετο υπόλοιπο ή ακόμη και το σύνολο των χορηγηθέντων χρημάτων. Επιπροσθέτως, ως ουσιώδης παράβαση των όρων της σύμβασης με τις ανωτέρω συνέπειες, μπορεί να θεωρηθεί από την Υ.Δ.Α.Σ., εάν η ανάδοχος Μ.Κ.Ο., σε περίπτωση διαπιστώσεως μη προσήκουσας εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της που απορρέουν από τη σύμβαση ή μη συμμόρφωσή της προς τις σύμφωνες με τις διατάξεις της συμβάσεως εντολές της Υ.Δ.Α.Σ., κληθείσα για παροχή εξηγήσεων, είτε δεν παράσχει αυτές, είτε οι παρασχεθείσες, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν κριθούν ικανοποιητικές (πρβλ. ΣτΕ 987/2011, 1372/2007, 3144/2005, 1173/2004). Τέτοια δικαιώματα υπέρ του ενός των συμβαλλομένων επιφυλάσσονται, προεχόντως, σε διοικητικές συμβάσεις, ανεξαρτήτως του εάν θα ήταν δυνατόν να προβλέπονται και σε συμβάσεις συναπτόμενες βάσει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου. Ενόψει αυτού, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ο επιδιωκόμενος με την εν λόγω σύμβαση σκοπός είναι πράγματι δημόσιος, εφ’ όσον η χρηματοδότηση της ενάγουσας Μ.Κ.Ο. από το Υπουργείο Εξωτερικών μέσω της Υ.Δ.Α.Σ. που αποτελεί δημόσιο φορέα, αποβλέπει στην υλοποίηση συγκεκριμένων σκοπών της εξωτερικής πολιτικής του Κράτους, ο χαρακτήρας της συμβάσεως αυτής είναι διοικητικός, διότι, υπό το περιλαμβανόμενο στην αγωγή περιεχόμενό της, αυτή διέπεται από τους κανόνες του δημοσίου δικαίου και οι διαφορές, οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή της, υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. …». 

 

9.         Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 2731/1999 και του π.δ/τος 224/2000, οι οποίες προβλέπουν την σύναψη συμβάσεων μεταξύ της Υ.Δ.Α.Σ. του Υπουργείου Εξωτερικών και Μ.Κ.Ο. (Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων), όπως είναι και η ένδικη σύμβαση, συνάγεται ότι η συμβληθείσα, εν προκειμένω, Υ.Δ.Α.Σ. (υπηρεσία του Δημοσίου) ευρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι της αιτούσης Μ.Κ.Ο.. Περαιτέρω, από την ένδικη σύμβαση συνάγεται ότι με αυτήν θεσπίζεται εξαιρετικό καθεστώς υπέρ της Υ.Δ.Α.Σ., βάσει ρητρών, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο. Τέτοιες ρήτρες, ειδικότερα, συνιστούν οι προβλέψεις στην επίμαχη σύμβαση περί δικαιώματος της Υ.Δ.Α.Σ. να επιβάλλει κυρώσεις εις βάρος της αιτούσης Μ.Κ.Ο., όπως είναι η μονομερής εκ μέρους της Υ.Δ.Α.Σ. καταγγελία της συμβάσεως και η κήρυξη έκπτωτης της Μ.Κ.Ο., εάν αυτή, κληθείσα να παράσχει εξηγήσεις, σε περίπτωση διαπιστώσεως παραβάσεως οποιουδήποτε όρου της συμβάσεως, είτε δεν παράσχει αυτές είτε οι παρασχεθείσες, εντός της ταχθείσης προθεσμίας, δεν κριθούν ικανοποιητικές, και η, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως, υποχρέωση της Μ.Κ.Ο. να επιστρέψει το αδιάθετο υπόλοιπο ή ακόμη και το σύνολο των χορηγηθέντων χρημάτων, χωρίς η διακοπή της συμβάσεως να γεννά δικαιώματα οποιασδήποτε φύσεως στον ανάδοχο, καθ’ όσον τέτοιες ρήτρες υπέρ του ενός των συμβαλλομένων τίθενται, προεχόντως, σε διοικητικές συμβάσεις, ανεξαρτήτως του εάν θα ήταν δυνατόν να προβλέπονται και σε συμβάσεις συναπτόμενες βάσει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου. Ενόψει αυτού και λαμβανομένου υπόψη ότι ο επιδιωκόμενος με την επίμαχη σύμβαση σκοπός είναι, πράγματι, δημόσιος, εφόσον η χρηματοδότηση της αιτούσας Μ.Κ.Ο. από το Υπουργείο Εξωτερικών μέσω της Υ.Δ.Α.Σ. αποβλέπει στην υλοποίηση συγκεκριμένων σκοπών της εξωτερικής πολιτικής του Κράτους, η σύμβαση αυτή είναι διοικητική και οι διαφορές, οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεσή της, όπως είναι η ένδικη, υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 3507/2015). Συνεπώς, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εσφαλμένως έκρινε με την υπ’ αριθ. 2219/2011 απόφασή του ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την ένδικη διαφορά και, ως εκ τούτου, πρέπει η εν λόγω απόφαση να εξαφανισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 4 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ., και η υπόθεση να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση στο εν λόγω δικαστήριο. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και τα μέλη Π. Ευστρατίου, Β. Ραφτοπούλου, Χρ. Ντουχάνης και Γ. Σωτηρόπουλος, τα οποία διατύπωσαν την εξής γνώμη: Στις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 2731/1999 [όπως αυτές ίσχυαν κατά τον χρόνο συνάψεως της ένδικης συμβάσεως και ειδικότερα πριν από την τροποποίηση του άρθρου 12 του εν λόγω νόμου με το άρθρο 27 του ν. 4110/2013 (Α΄ 17), με το οποίο προστέθηκαν τρεις νέες παράγραφοι στο άρθρο 12 και προβλέφθηκε η τήρηση ειδικών προϋποθέσεων για την επιχορήγηση Μ.Κ.Ο.] και του π.δ/τος 224/2000, οι οποίες αποκλειστικά ρυθμίζουν τη σύναψη συμβάσεων μεταξύ της Υ.Δ.Α.Σ. του Υπουργείου Εξωτερικών και Μ.Κ.Ο., όπως είναι και η ένδικη σύμβαση, δεν προβλέπονται εξαιρετικές ρήτρες, οι οποίες τιθέμενες στις συμβάσεις αυτές θα προσέδιδαν στο Δημόσιο υπερέχουσα θέση έναντι των αντισυμβαλλομένων Μ.Κ.Ο. κατά την λειτουργία των εν λόγω συμβάσεων. Δεν ασκεί δε επιρροή αν ενδεχομένως περιείχοντο τέτοιες ρήτρες στον προβλεπόμενο από το άρθρο 12 παρ. 5 του ν. 2731/1999 οδηγό, εφόσον, κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως, ο οδηγός αυτός δεν είχε λάβει τον τύπο υπουργικής αποφάσεως και δεν είχε δημοσιευθεί, όπως δέχεται το Δημόσιο με το από 19.11.2018 υπόμνημά του. Συνεπώς, οι ανωτέρω συμβάσεις, για την σύναψη των οποίων, άλλωστε, δεν προβλέπεται καμία ειδική διοικητική διαδικασία, δεν είναι διοικητικές, ανεξαρτήτως αν ο επιδιωκόμενος με αυτές σκοπός είναι δημόσιος. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, η διαφορά που απορρέει από την ένδικη σύμβαση είναι ιδιωτική και υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, η προβλεπόμενη δε στην εν λόγω σύμβαση, και όχι και στο διέπον αυτήν νομοθετικό καθεστώς, δυνατότητα της Υ.Δ.Α.Σ. να επιβάλλει κυρώσεις δεν προσδίδει υπερέχουσα θέση στο Δημόσιο, εφόσον, άλλωστε, παρόμοιες ρήτρες (περί καταγγελίας της συμβάσεως με τις εντεύθεν συνέπειες) μπορούν να περιληφθούν και σε συμβάσεις που συνάπτονται βάσει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εσφαλμένως έκρινε με την υπ’ αριθ. 3746/2016 απόφασή του ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την ένδικη διαφορά και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε η εν λόγω απόφαση να εξαφανισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 4 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ. και η υπόθεση να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση στο εν λόγω δικαστήριο.

 

10.       Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, προς άρση της αποφατικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας μεταξύ του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πρέπει να εξαφανισθεί η υπ’ αριθ. 2219/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο δικαστήριο αυτό προς περαιτέρω εκδίκαση. Εξάλλου, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ., κρίνει ότι οι διάδικοι πρέπει να απαλλαγούν εν όλω από την δικαστική δαπάνη.

 

 

Δια ταύτα

 

 

Αίρει υπέρ της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων την αποφατική σύγκρουση που ανέκυψε μεταξύ του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το σκεπτικό.

 

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 2219/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο αυτό.

 

Απαλλάσσει τους διαδίκους από την δικαστική δαπάνη.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2019.

 

O Πρόεδρος                                         Η Γραμματέας

 

Βασίλειος Πέππας                          Αικατερίνη Φωτοπούλου

 

Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 13 Μαρτίου 2019.

 

Ο  Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                   Η Γραμματέας   

 

Αθανάσιος Ράντος                            Αικατερίνη Φωτοπούλου