ΑΕΔ 5/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αρχή ισότητας - Αρχή μέριμνας για κοινωνική ασφάλιση εργαζομένων - Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος - Ανώτατο όριο εφάπαξ - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 57 Ν. 2084/1992 -.

 

Αίρεται η αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διατυπωθείσα κρίση στην με αριθμό 17/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά την οποία η από το άρθρ. 57 § 3 του Ν. 2084/1992 επιβολή ανωτάτου ορίου επί των εφάπαξ παροχών αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 22 § 5 του Συντάγματος.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Αριθμός 5/2007

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Γεώργιο Παναγιωτόπουλο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο-Σταύρο Κούρτη, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Αναστάσιο Γκότση, Ιωάννη Μαντζουράνη, Συμβούλους της Επικρατείας, Νικόλαο Κασσαβέτη, αναπληρωματικό μέλος, (ελλείποντος τακτικού), Γεώργιο Φώσκολο, Αρεοπαγίτες, Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου, Σύμβουλο της Επικρατείας, Ελένη Μαραμαθά - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Ζόμπολα, Σύμβουλο της Επικρατείας, Εμμανουήλ Καλούδη, Αρεοπαγίτη, Νικόλαο Νίκα, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Νικολάου Ιντζεσίλογλου), Πέτρο Στάγκο, Καθηγητές Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ως μέλη, και το Γραμματέα Βασίλειο Μανωλόπουλο, Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Δεκεμβρίου 2006, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:

   ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) Υπουργού Οικονομικών και 2) Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

   ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Α.Γ., κατοίκου Ζωγράφου Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου Φιλιππόπουλου, (Α.Μ. 2935), δυνάμει του αριθμ. 802 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Ελισσάβετ Κ. Μωραΐτου.

   ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ: του Σωματείου με την επωνυμία "Πανελλήνιος Σύλλογος Συνταξιούχων Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος", νόμιμα εκπροσωπουμένου, διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου Φιλιππόπουλου, (Α.Μ. 2935), δυνάμει  του αριθμ. 803 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελισσάβετ Κ. Μωραΐτου.

   ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ: "Αλληλοβοηθητικού Ταμείου Πρόνοιας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος", ως καθολικού διαδόχου του "Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος" (Τ.Σ.Π.Π.Α.Τ.Ε.), το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Θεοδώρου Κουτσούμπα (Α.Μ. 5101), δυνάμει του αρθμ. 8045 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτεινής Ψωμάδη-Βίδρου, ο οποίος δήλωσε ότι το ως άνω ταμείο είναι καθολικός διάδοχος του κλάδου πρόνοιας του Ταμείου Συντάξεως και Πρόνοιας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος.

   Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την υπ' αριθμ. 1284/2006 παραπεμπτική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (αριθμ. καταθέσεως 9/15-6-2006).

   Το Παρεμβαίνον με την από 23-11-2006 παρέμβαση του, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 21/23-11-2006, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.

   Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεώς της  Εισηγήτριας, Ελένης Μαραμαθά, Αρεοπαγίτη.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά της προτάσεις τους.

 

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά νόμο.

 

   1. Επειδή, με την υπ' αριθμόν 1284/2006 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, κατά τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε' του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976, αμφισβήτηση, ως προς την έννοια και την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992, η οποία ανέκυψε με την έκδοση αντιθέτων αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και του Αρείου Πάγου.

   2. Επειδή, έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με τις δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 1 και 2 του Ν. 345/1976.

   3. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε' του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976 συνάγεται, ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, όταν υπάρχει αφενός ταυτότητα της διατάξεως του τυπικού νόμου που ερμηνεύθηκε από τα ανώτατα δικαστήρια και αφετέρου αντίθεση στις ερμηνείες που δόθηκαν ή αντίθεση, ως προς την κρίση ότι η νομοθετική αυτή διάταξη είναι ή όχι σύμφωνη προς την ίδια συνταγματική διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1284/2006 απόφασή του, που εκδόθηκε επί αιτήσεως των: 1) Υπουργού των Οικονομικών και 2) Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά του Ανδρέα Γραμματικού και της 585/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζει περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγείται στους ασφαλισμένους του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 4 παρ. 1, ούτε στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Αντίθετα, ο ’ρειος Πάγος με την 17/2005 απόφασή του, ερμηνεύοντας την ίδια ακριβώς διάταξη του ως άνω νόμου, σε σχέση με το ίδιο νομικό θέμα, δέχθηκε ότι ο περιορισμός του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, για ασφαλισμένους του Ταμείου Προνοίας ΕΤΒΑ, αντίκειται τόσο στο άρθρο 4 παρ. 1, όσο και στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Συνεπώς, εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε' του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976 προς άρση της αμφισβητήσεως αυτής.

   4. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 2479/1997 ορίζει ότι: «1α. Σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομελείας του Αρείου Πάγου ή της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης στην οποία είναι διάδικοι. Δικαίωμα άσκησης παρέμβασης έχει σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός Δικαιοσύνης εφόσον δεν είναι ήδη διάδικος… β) Ο παρεμβαίνων με βάση το προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να προβάλει απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν γ)…». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι: 1) ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου παρέμβαση έχουν δικαίωμα να ασκήσουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, όταν τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, 2) απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση παρεμβάσεως είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού και 3) έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνον όταν ο παρεμβαίνων είναι διάδικος ενώπιον άλλου δικαστηρίου, όπου εκκρεμεί το αυτό νομικό ζήτημα. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση το παρεμβαίνον Σωματείο με την επωνυμία «Πανελλήνιος Σύλλογος Συνταξιούχων Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος» με την από 23 Νοεμβρίου 2006 πρόσθετη παρέμβασή του ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με όρο του Kαταστατικού του, σκοπός του είναι, εκτός των άλλων, η προάσπιση των οικονομικών, ασφαλιστικών και κοινωνικών συμφερόντων των μελών του και, συνεπώς, έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει στην παρούσα δίκη, άλλως η παρέμβασή του είναι παραδεκτή, αφού ο τιθέμενος από τη διάταξη του εδαφ. α' της παραγρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2479/1997 περιορισμός, ότι, δηλαδή, απαιτείται το αυτό νομικό ζήτημα να εκκρεμεί ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, ο δε παρεμβαίνων να είναι διάδικος στην σχετική δίκη, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 του Συντάγματος, ως και στη διάταξη του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης της 4.11.1950 «Για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών» που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α' 256) και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η παρέμβαση αυτή πρέπει ν' απορριφθεί, ως απαράδεκτη, αφού το παρεμβαίνον δεν ισχυρίζεται ότι πληροί την προαναφερθείσα, ειδικότερη προϋπόθεση, ότι δηλαδή είναι διάδικο σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου, όπου εκκρεμεί το αυτό νομικό ζήτημα. Εξάλλου, με την τεθείσα ως άνω προϋπόθεση δεν δυσχεραίνεται το παρεμβαίνον στην άσκηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας του, αφού το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, όταν αίρει αμφισβήτηση επί συμφωνίας διατάξεως νόμου προς το Σύνταγμα έχει ειδική δικαιοδοσία, περιοριζόμενη στην επίλυση του νομικού ζητήματος, μη δυνάμενο το Ειδικό Δικαστήριο αυτό να επεκταθεί στην εξέταση του συνόλου της διαφοράς ως προς το νομικό και πραγματικό της μέρος. Αντίθετα, το παρεμβαίνον Σωματείο μόνο στα πλαίσια εκκρεμούς δίκης για το αυτό νομικό ζήτημα ενώπιον άλλου δικαστηρίου δύναται να προασπίσει πλήρως τα θιγόμενα δικαιώματα των μελών του. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που ο περιορισμός αυτός ισχύει και για τις Ολομέλειες των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων, όταν εξετάζουν ζήτημα συνταγματικότητας διατάξεως νόμου, πέραν του ότι ο περιορισμός αυτός επιφέρει ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, αποκλείοντας τη φύση της παρέμβασης ως λαϊκής αγωγής. Συνεπώς, η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης και ο σχετικός ισχυρισμός του παρεμβαίνοντος τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος. Τέλος, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997, με την οποία παρέχεται δικαίωμα ασκήσεως παρεμβάσεως, πάντοτε και χωρίς τη συνδρομή οιασδήποτε προϋποθέσεως, στον Υπουργό Δικαιοσύνης, εφόσον αυτός δεν ήταν ήδη διάδικος, δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας (αρ. 4 παρ. 1  Συντάγματος) και, ειδικότερα, της δικονομικής ισότητας. Τούτο δε διότι η παροχή της δυνατότητας στον Υπουργό Δικαιοσύνης να παρεμβαίνει, πάντοτε και, συνεπώς, να ακούγεται στις δίκες ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή των Ολομελειών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, στις οποίες τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου δικαιολογείται εκ της ιδιότητάς του ως εκπροσώπου του Κράτους και ασκούντος εποπτεία επί της Δικαιοσύνης, δοθέντος, πάντως, ότι η επίδικη παρέμβαση, σύμφωνα με την προαναφερθείσα ρητή διάταξη, δεν επάγεται έννομα αποτελέσματα για τους παρεμβαίνοντας.

   5. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζουν, ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου» (4 παρ. 1) και: «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων όπως νόμος ορίζει» (22 παρ. 5), αντιστοίχως, συνάγεται δέσμευση του νομοθέτη, ο οποίος δεν δύναται κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων να χειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Η δέσμευση δε αυτή του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει τη συμμετοχή αυτών στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφαλίσεως, μεταξύ των οποίων και η παροχή εφάπαξ βοηθήματος στους εξ αυτών αποχωρούντες από την ενεργό υπηρεσία με ίσους όρους. Έτσι, η συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή με νόμο ανωτάτου ορίου στο παρεχόμενο από τον φορέα εφάπαξ βοήθημα τελεί υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Αμιγώς δε ανταποδοτικό χαρακτήρα έχει το εφ' άπαξ βοήθημα, το οποίο καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο, που σχηματίζεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από εισφορές, είτε μόνο των ασφαλισμένων, είτε και του εργοδότη που απασχολεί αυτούς, ανεξαρτήτως μάλιστα του ύψους των εισφορών του εργοδότη. Τούτο δε διότι και οι εισφορές του εργοδότη καταβάλλονται με αφορμή τη σχέση εργασίας, που συνδέει αυτόν με τους ασφαλισμένους, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη αποτελούν τμήμα του μισθού και υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν αυτοί. Στην περίπτωση δε αυτή η επιβολή νομοθετικά ανωτάτου ορίου στην παροχή εφάπαξ βοηθήματος παραβιάζει την, κατ' άρθρον 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αρχή της ισότητας, αφού ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις και, παρά ταύτα, θα λάβουν το ίδιο εφάπαξ βοήθημα με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μικρότερες κρατήσεις, παρά τον από την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος θεσπιζόμενο κανόνα ότι το μέγεθος του εφάπαξ βοηθήματος, υπολογιζόμενο με βάση το χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του εργαζομένου, είναι ανάλογο προς τις εισφορές που καταβλήθηκαν από αυτόν. Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου και των μελών Αναστασίου Γκότση, Ιωάννη Ματζουράνη, Μαρίνας - Ελένης Κωνσταντινίδου, ως και Ιωάννη Ζόμπολα, αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα έχει το βοήθημα που καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο σχηματίζεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από κρατήσεις επί των αποδοχών των ασφαλισμένων, χωρίς δηλαδή ουσιώδη συμβολή στο σχηματισμό του και άλλων πόρων, όπως είναι οι εργοδοτικές εισφορές, κοινωνικοί πόροι ή επιβαρύνσεις τρίτων. Αν στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου συμβάλλει ο εργοδότης με την καταβολή εισφοράς, ο ανταποδοτικός χαρακτήρας του καταβαλλομένου βοηθήματος αίρεται αν η εισφορά αυτή του εργοδότη, ενόψει του ύψους της, είναι ουσιώδης για τον σχηματισμό του εν λόγω κεφαλαίου. Ειδικότερα, αν μεν η εισφορά του εργοδότη είναι διπλάσια της εισφοράς των εργαζομένων, οπωσδήποτε αίρεται η ανταποδοτικότητα (πρβλ. Α.Ε.Δ. 9/1980), δεν αποκλείεται όμως η άρση της ανταποδοτικότητας, όταν η συμβολή της εργοδοτικής εισφοράς, σε σχέση με την εισφορά των ασφαλισμένων, είναι μεν αναλογικά μικρότερη, αλλά, πάντως, ουσιώδης για τον σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση δε που είναι ουσιώδης η συμβολή της εργοδοτικής εισφοράς στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου, περιορισμοί, ως προς το ανώτατο ύψος του χορηγουμένου από το εν λόγω κεφάλαιο εφ' άπαξ βοηθήματος, δεν συνεπάγονται συνταγματικώς ανεπίτρεπτη παρέκκλιση από τον κανόνα ότι το ύψος του εφάπαξ βοηθήματος, υπολογιζόμενο επί τη βάσει του χρόνου υπηρεσίας και των αποδοχών του ασφαλισμένου, πρέπει να είναι ανάλογο προς τις εισφορές που αυτός έχει καταβάλει (πρβλ. Α.Ε.Δ. 9/1980). Εξάλλου, κατά την ίδια γνώμη, για να κριθεί αν συγκεκριμένο εφάπαξ βοήθημα έχει ή όχι αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος σχηματισμού του ασφαλιστικού κεφαλαίου, από το οποίο τούτο χορηγείται, καθ' όλο το χρονικό διάστημα ασφαλίσεως εκάστου ασφαλισμένου, όχι δε μόνον τα ισχύοντα, ως προς τον σχηματισμό του, κατά τον χρόνο εξόδου του ασφαλισμένου από την ενεργό ασφάλιση. Τούτο δε διότι και το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται βάσει του συνολικού χρόνου ασφαλίσεως του ασφαλισμένου, καταβάλλεται δε από το ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο έχει σχηματισθεί από την επί σειρά ετών συγκέντρωση πόρων.

   6. Επειδή, η Φ46/3239/23.02.1987 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία ανασυντάχθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε το καταστατικό του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β' 108) ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 2, ότι η ασφάλιση που ασκείται από το εν λόγω Ταμείο ενεργείται από δύο κλάδους, τον Κλάδο Συντάξεων και τον Κλάδο Πρόνοιας, από τον οποίο χορηγούνται τα εφάπαξ βοηθήματα και στο άρθρο 9 παρ. 3 ότι: «Για τον Κλάδο Πρόνοιας (εφάπαξ βοήθημα) πόροι είναι: α) εισφορά του ασφαλισμένου ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του για κάθε πραγματική υπηρεσία στην Α.Τ.Ε., β) εισφορά του εργοδότη ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε πραγματική υπηρεσία στην Α.Τ.Ε., γ) ποσοστό από τα έσοδα που προέρχονται από τις ασφαλιστικές εργασίες του εργοδότη ή θυγατρικών των εταιριών. Το πιο πάνω ποσοστό καθορίζεται μέσα στο πρώτο εξάμηνο κάθε χρόνου με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εργοδότη, δ) ποσοστό προμήθειας από τις ασφαλιστικές εργασίες της Τράπεζας σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 13 του Ν. 1256/1982. Το ποσό αυτό καθορίζεται κάθε χρόνο με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, ε) οι τόκοι και γενικά οι πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Πρόνοιας». Εξάλλου, η ίδια ως άνω υπουργική απόφαση στο άρθρο 34 ορίζει, ότι: «1. Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου (νοείται Πρόνοιας) δικαιούνται εφάπαξ βοηθήματος υπό τις προϋποθέσεις: α)… β) Εφόσον αποχωρήσουν από την υπηρεσία της Τράπεζας λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τον Οργανισμό της ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, εφόσον έχουν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην Αγροτική Τράπεζα, ασφαλισμένη στον Κλάδο Πρόνοιας, όχι από αναγνώριση, πέντε (5) τουλάχιστον ετών, 2) το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται στον τελευταίο ετήσιο μισθό, όπως αυτός καθορίζεται στην επομένη παράγραφο, κατά την ακόλουθη κλίμακα: 4% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 1ου μέχρι και του 10ου, 8% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 11ου μέχρι και του 15ου, 10% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 16ου μέχρι και του 32ου, 3) για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου… ετήσιος μισθός λογίζεται το άθροισμα δεκατεσσάρων (14) μισθών βάσης, με βάση το μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία, προσαυξημένων με τα επιδόματα πολυετούς υπηρεσίας, βαθμού θέσεως, επιστημονικής απόδοσης, γάμου, τέκνων και αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.), 4) αν διακοπεί η χορήγηση των επιδομάτων γάμου, τέκνων και θέσεως πριν από τη συμπλήρωση πενταετίας, για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνονται ποσοστά των επιδομάτων αυτών ως εξής: Αν ο ασφαλισμένος αποχώρησε από την υπηρεσία μέσα στον πρώτο χρόνο από τη διακοπή, λαμβάνεται υπόψη το 90% του επιδόματος, μέσα στο δεύτερο χρόνο το 80%, μέσα στον τρίτο χρόνο το 70%, μέσα στον τέταρτο χρόνο το 60% και μέσα στον πέμπτο χρόνο το 50%. Μετά τον πέμπτο χρόνο διακοπής του επιδόματος δεν υπολογίζονται τα επιδόματα γάμου, τέκνων και θέσεως για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος». Περαιτέρω το άρθρο 37 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α' 165), το οποίο εντάσσεται στο Δ' Κεφάλαιο του έχοντος τον τίτλο «Ρυθμίσεις για τους ασφαλιζόμενους στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.1993» Τρίτου Mέρους του εν λόγω νόμου, ορίζει ότι: «Η συνολική εισφορά ασφάλισης για εφάπαξ βοήθημα σε φορείς ασφάλισης πρόνοιας ορίζεται σε ποσοστό 4% και βαρύνει αποκλειστικά τους ασφαλισμένους». Εξάλλου, ο ίδιος Ν. 2084/1992 στο άρθρο 57 του Δ' Κεφαλαίου του Τετάρτου Μέρους του, έχοντος τον τίτλο «Ρυθμίσεις για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992» ορίζει τα εξής: «1. Η προβλεπομένη από τις οικείες διατάξεις των φορέων ασφαλίσεως πρόνοιας των Υπαλλήλων των Τραπεζών: Εθνικής, Ελλάδος και Κτηματικής, Αγροτικής, ΕΤΒΑ, Ιονικής και Λαϊκής και Εμπορικής, του ΟΤΕ και του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρίας «Η Εθνική» που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, η εισφορά του εργοδότη μειώνεται προοδευτικά αρχής γενομένης από 1.1.1993 κατά το 1/10 για κάθε έτος. Η κατά τα άνω μειούμενη εισφορά προστίθεται αντίστοιχα στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του φορέα κύριας σύνταξης, στον οποίο υπάγονται ασφαλισμένοι των φορέων ή κλάδων ασφάλισης πρόνοιας πλην του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας, η οποία προστίθεται στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος 2)… 3) Το ακαθάριστο ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παρ. 1 του άρθρου αυτού για 35 έτη ασφάλισης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δραχμών. Επί πλέον ποσό εφάπαξ βοηθήματος προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων χορηγείται μειωμένο κατά το 1/6 για κάθε έτος από 1.1.1993 και μετά. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών, το παραπάνω ποσό μειούται ή αυξάνεται αναλόγως των ετών ασφάλισης, 4) (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν, δηλαδή, αντικατασταθεί με την παρ. 4 του άρθρου 84 του Ν. 2676/1999 ΦΕΚ Α' 1). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναπροσαρμόζεται κάθε φορά το ανώτατο όριο του εφάπαξ βοηθήματος της προηγουμένης παραγράφου μέχρι του εκάστοτε ποσοστού αύξησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων». Κατ' εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως της παρ. 4 του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992, εκδόθηκαν υπουργικές αποφάσεις και, ειδικότερα, οι αποφάσεις του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων [7/οικ. 1231/01.06.1993 (ΦΕΚ Β' 404) και 7/οικ. 1490/24.08.1994 (ΦΕΚ Β' 653) - 7/οικ. 1237/06.07.1995 (ΦΕΚ Β' 646) και η απόφαση Φ7/οικ. 1251/01.08.1996 του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β' 702)], με τις οποίες αναπροσαρμόσθηκε το ανώτατο όριο του εφάπαξ βοηθήματος για τα έτη 1993, 1994 1995 και 1996, αντιστοίχως.

   7. Επειδή, από τις εκτεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις συνάγεται ότι το παρεχόμενο εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού το ασφαλιστικό Κεφάλαιο του Κλάδου Πρόνοιας του ανωτέρω Ταμείου σχηματιζόταν καθόλο το χρόνο ασφαλίσεως του καθ' ου μόνο από ασφαλιστικές εισφορές και όχι από άλλους πόρους και, ειδικότερα, σχηματιζόταν αρχικώς μεν από ισόποσες ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και της εργοδότριας Τράπεζας, οι οποίες υπολογίζονταν επί των αυτών αποδοχών των ασφαλισμένων, από δε 01.01.1993 και έως την έξοδο του καθ' ου από την ενεργό ασφάλιση και πάλι από εισφορές τόσο των ασφαλισμένων, όσο και της εργοδότριας Τράπεζας με τη διαφορά ότι οι εισφορές της εργοδότριας Τράπεζας έβαιναν συνεχώς μειούμενες. Και ναι μεν στις περιπτώσεις γ' έως ε' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Καταστατικού του ανωτέρω Ταμείου προβλέπονταν ως πόροι του Κλάδου Πρόνοιας και άλλα έσοδα (από τις ασφαλιστικές εργασίες της εργοδότριας Τράπεζας ή θυγατρικών της εταιριών, τόκοι και γενικά πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Πρόνοιας του εν λόγω Ταμείου) πλην των ασφαλιστικών εισφορών, τα έσοδα όμως αυτά, εν πολλοίς αόριστα και υποθετικά, δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο για το χαρακτηρισμό του επιδίκου εφ' άπαξ βοηθήματος ως ανταποδοτικού ή μη, διότι δεν προκύπτει ότι συνέβαλαν, κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου του ανωτέρω Κλάδου Πρόνοιας. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγείται στους ασφαλισμένους του ανωτέρω Ταμείου, οι οποίοι εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.1993 έως την πλήρη κατάργηση της καταβαλλομένης στον Κλάδο Πρόνοιας του Ταμείου εργοδοτικής εισφοράς, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Εξ άλλου, η ως άνω διάκριση, εν όψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά, δεν δικαιολογείται από λόγους γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένης υπόψη και της δίκαιης στάθμισης, η οποία πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ατόμου για καταβολή της ασφαλιστικής παροχής, όταν αυτή, ως περιουσιακό δικαίωμα, προέρχεται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από τις ασφαλιστικές εισφορές του ασφαλισμένου έτσι, ώστε βασίμως να προσδοκάται από αυτόν και στο πλαίσιο της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, η αποχή από κάθε επέμβαση και η προστασία του εν λόγω δικαιώματός του. Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου και των μελών Αναστασίου Γκότση, Ιωάννη Ματζουράνη, Μαρίνας - Ελένης Κωνσταντινίδoυ, ως και Ιωάννη Ζόμπολα, με τον προαναφερθέντα Ν. 2084/1992 επιδιώκεται, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, «πρώτον, η δημιουργία ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος για τους νεοασφαλιζόμενους ... και δεύτερον, η θέσπιση μεταβατικών διατάξεων για την εκλογίκευση του υπάρχοντος συστήματος», μεταξύ δε των βασικών αξόνων των μακροπροθέσμων επιδιώξεων του νόμου τούτου, όπως αναφέρεται στην ίδια εισηγητική έκθεση, είναι η «ριζική αναμόρφωση του συστήματος χρηματοδότησης, για όσους θα ασφαλισθούν για πρώτη φορά από 1.1.1993, ώστε να επανακτήσει τον κοινωνικό ανταποδοτικό της χαρακτήρα» και, ειδικότερα, «για τα εφάπαξ βοηθήματα θεσπίζεται χρηματοδότηση αποκλειστικά από τους ασφαλισμένους». Ενόψει του θεσπισθέντος με το νόμο αυτό συστήματος χρηματοδοτήσεως των ασφαλιστικών φορέων, που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, αποκλειστικά από τους ασφαλισμένους και προς αντιμετώπιση του προβλήματος που θα εδημιουργείτο από τη μετάβαση στο σύστημα αυτό με την κατάργηση της μέχρι τότε χρηματοδοτήσεως των φορέων αυτών και από τους εργοδότες, θεσπίσθηκαν, για τους αναφερόμενους στην παρ. 1 του άρθρου 57 του ανωτέρω Ν. 2084/1992 φορείς ασφαλίσεως πρόνοιας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο Κλάδος Προνοίας του ως άνω Ταμείου, οι διατάξεις τόσο της παραγράφου αυτής περί σταδιακής μειώσεως της καταβαλλομένης στους φορείς αυτούς εργοδοτικής εισφοράς, όσο και της παραγράφου 3 περί μειώσεως του ύψους του χορηγουμένου από αυτούς εφάπαξ βοηθήματος και προβλέφθηκε, στο δεύτερο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου, μεταβατική περίοδος έξι ετών, κατά την οποία καταβάλλεται βοήθημα, μειούμενο κατά το 1/6 κατ' έτος. Ειδικότερα, η τελευταία αυτή διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992 αφορά ασφαλισμένους, όπως ο καθ ού, που αποχωρούν από την υπηρεσία από 1.1.1993 και κατά τα επόμενα έξι έτη και των οποίων, επομένως, ο χρόνος ασφαλίσεως εμπίπτει σε διάστημα, κατά το οποίο το κεφάλαιο των χορηγούντων το εφάπαξ βοήθημα ασφαλιστικών φορέων σχηματιζόταν και από εισφορές του εργοδότη, δοθέντος ότι με τη διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 57 του Ν. 2084/1992 προβλέπεται αρχικώς η μείωση απλώς της εισφοράς του εργοδότη - από την ίδια μεν ημερομηνία, από την οποία αρχίζει και η σταδιακή μείωση του εφάπαξ βοηθήματος, αλλά σε μικρότερο ποσοστό απ' ότι το εν λόγω βοήθημα - και η ολοσχερής κατάργηση της σε μεταγενέστερο χρόνο και, συγκεκριμένα, από 1.1.2002. Με τα δεδομένα αυτά, ενόψει δε και των προεκτεθέντων, ως προς τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό, κατά τη γνώμη αυτή, εφάπαξ βοηθήματος ως αμιγώς ανταποδοτικού, η συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα των διατάξεων του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992, κατά το μέρος που με αυτές θεσπίζεται περιορισμός του ανωτάτου ορίου εφάπαξ βοηθήματος, το οποίο χορηγούν οι μνημονευόμενοι στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου 57 του Ν. 2084/1992 ασφαλιστικοί φορείς στους ασφαλισμένους που εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά την μεταβατική περίοδο της σταδιακής μειώσεως έως την πλήρη κατάργηση της εργοδοτικής εισφοράς, εξαρτάται από το αν η συμβολή της εισφοράς αυτής στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου του συγκεκριμένου ασφαλιστικού φορέα ήταν ή μη ουσιώδης. Στην προκειμένη δε περίπτωση, από το παρατιθέμενο στην πέμπτη σκέψη άρθρο 9 παρ. 3 του Καταστατικού του Ταμείου Πρόνοιας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, σε συνδυασμό με το άρθρο 57 παρ. 1 του ανωτέρω Ν. 2084/1992, προκύπτει ότι έως την έξοδο του καθ' ού από την ενεργό ασφάλιση το ασφαλιστικό κεφάλαιο του Κλάδου Προνοίας του εν λόγω Ταμείου δεν σχηματιζόταν αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, από τις εισφορές των ασφαλισμένων σ' αυτό, αλλά στο σχηματισμό του συνέβαλλε ουσιωδώς η εισφορά της εργοδότριας Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία μέχρι μεν την 31.12.1992 ήταν ίση με την εισφορά των ασφαλισμένων (3%), υπολογιζόμενη επί των ίδιων, όπως και η τελευταία, αποδοχών, μετά δε την 1.1.1993 άρχισε να μειώνεται σταδιακά κατά το 1/10 ετησίως και κατά την αποχώρηση του καθ' ού από την υπηρεσία (30.11.1995) είχε μειωθεί κατά τα 3/10. Συνεπώς, για τον ανωτέρω λόγο - και ανεξαρτήτως αν στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου του Κλάδου Προνοίας του ανωτέρου Ταμείου συνέβαλλαν, ενδεχομένως, άλλοι πόροι, πλην των ασφαλιστικών εισφορών, όπως είναι οι αναφερόμενοι στις περιπτώσεις γ' έως ε' της προαναφερθείσης παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Καταστατικού του ανωτέρω Ταμείου πόροι (ποσοστό από τα έσοδα που προέρχονται από τις ασφαλιστικές εργασίες της εργοδότριας Τράπεζας, ή θυγατρικών της εταιρειών, ποσοστό προμήθειας από τις ασφαλιστικές εργασίες της Τράπεζας, τόκοι και γενικά πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Προνοίας) - το επίμαχο εφάπαξ βοήθημα δεν είχε, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. ’λλωστε, ο ανταποδοτικός αυτού χαρακτήρας κλονίζεται περαιτέρω και από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τις παρατεθείσες στην ίδια ως άνω πέμπτη σκέψη διατάξεις του άρθρου 34 του Καταστατικού του ανωτέρω Ταμείου, το βοήθημα αυτό υπολογίζεται μεν επί τη βάσει του χρόνου υπηρεσίας του ασφαλισμένου, αλλά όχι και επί των αποδοχών που έλαβε κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού - ώστε να είναι ανάλογο προς τις καταβληθείσες για τις αποδοχές αυτές ασφαλιστικές εισφορές - αφού για τον υπολογισμό του λαμβάνεται υπόψη ο μισθός μόνον του μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία και όχι ο μισθός που ελάμβανε κατά τον υπόλοιπο χρόνο της υπηρεσίας του, που μπορεί να ήταν (και κατά τα πρώτα έτη υπηρεσίας ήταν οπωσδήποτε) μικρότερος, ο μισθός δε του μήνα εξόδου προσαυξάνεται με ορισμένα επιδόματα, χωρίς να ασκεί επιρροή για πόσο χρόνο έχουν καταβληθεί τα επιδόματα αυτά και, επομένως, για πόσο χρόνο έχουν υποβληθεί σε κρατήσεις υπέρ του Κλάδου Προνοίας του ανωτέρω Ταμείου. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, εφόσον το απονεμόμενο από τον Κλάδο Προνοίας του ανωτέρω Ταμείου εφάπαξ βοήθημα δεν είχε, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν - προς προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του Κλάδου τούτου και διασφάλιση της ικανότητας του να χορηγεί εφάπαξ βοήθημα τόσο κατά τη διάρκεια του, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, μεταβατικού διαστήματος της σταδιακής μειώσεως έως την πλήρη κατάργηση της εργοδοτικής εισφοράς, όσο και μετά το διάστημα αυτό - περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγείται στους ασφαλισμένους του ανωτέρω Ταμείου, οι οποίοι εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την πλήρη κατάργηση της καταβαλλομένης στον Κλάδο Προνοίας του Ταμείου τούτου εργοδοτικής εισφοράς, δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 4 παρ. 1, ούτε στο άρθρο 22 παρ. 4 (και ήδη 5) του Συντάγματος. Επικουρικώς δε οι ανωτέρω διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992 - προβλέποντας ότι τα εφάπαξ βοηθήματα, που χορηγούνται κατά την ως άνω μεταβατική περίοδο και υπερβαίνουν, υπολογιζόμενα με βάση τις διέπουσες τα ασφαλιστικά ταμεία διατάξεις, το όριο των 10.000.000 δρχ. (όπως τούτο εκάστοτε αναπροσαρμόζεται) μειώνονται κατά το 1/6 κατ' έτος, σε περίπτωση δε χρόνου ασφαλίσεως μικρότερου ή μεγαλύτερου των 35 ετών, το προκύπτον ποσό μειώνεται ή αυξάνεται αναλόγως των ετών ασφαλίσεως - αποκλείουν, κατά τη μεταβατική περίοδο, κατά την οποία απεχώρησε από την ενεργό ασφάλιση και ο καθ' ού, ασφαλισμένοι με διαφορετικού ύψους αρχική, δηλαδή πριν από τον υπολογισμό της μειώσεως, αξίωση να λάβουν το ίδιο ποσό εφάπαξ βοηθήματος, με συνέπεια να μην αναιρείται, εν πάση περιπτώσει, η εκ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων επιβαλλόμενη, κατ' αρχήν, κλιμάκωση του απονεμομένου εφάπαξ βοηθήματος, αναλόγως του χρόνου υπηρεσίας και των αποδοχών, για τις οποίες έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές.

   8. Επειδή, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αρθεί η αμφισβήτηση που ανέκυψε, κατά τα προεκτεθέντα, από τις αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διατυπωθείσα κρίση στην με αριθμό 17/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά την οποία η από το άρθρ. 57 § 3 του Ν. 2084/1992 επιβολή ανωτάτου ορίου επί των εφάπαξ παροχών αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 22 § 5 του Συντάγματος.

   9. Επειδή, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιβολής των εξόδων της αυτεπαγγέλτως υπό του Δικαστηρίου διεξαχθείσης διαδικασίας, ως και της δικαστικής δαπάνης.

 

   ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

   Απορρίπτει την παρέμβαση του Σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνιος Σύλλογος Συνταξιούχων Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος».

   Αίρει την παραπεμφθείσα ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου αμφισβήτηση.

   Αποφαίνεται ότι η από το άρθρο 57 παράγραφος 3 του Ν. 2084/1992 επιβολή ανωτάτου ορίου επί των εφάπαξ παροχών αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2007 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Απριλίου 2007.

                 Ο Πρόεδρος                                                                                       Ο Γραμματέας

        Γεώργιος Παναγιωτόπουλος                                                                    Βασίλειος Μανωλόπουλος