ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΕΔ 2/2018

 

Κατάργηση πρόσθετης αμοιβής προσωπικού νοσηλευτικών ιδρυμάτων -.

 

Η πρόσθετη αμοιβή, η οποία θεσπίστηκε ως κίνητρο για την προσέλκυση μισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 2470/1997 (1.1.1997) εφόσον δεν προβλέφθηκε ειδικά η διατήρησή της. ’ρση της αμφισβήτησης που ανέκυψε από αντίθετες αποφάσεις του ΣτΕ και του ΑΠ υπέρ της άποψης του ΣτΕ.

 

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης 2/2018

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Ράντο, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προεδρεύοντα, κωλυομένου του Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Νικολάου Σακελλαρίου, Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Γεώργιο Λέκκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, κωλυομένου του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλείου Πέππα και των αρχαιοτέρων αυτού Αντιπροέδρων, Ιωάννη Σαρμά, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κωλυομένης της Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ανδρονίκης Θεοτοκάτου, Παναγιώτη Ευστρατίου, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Χρήστο Ντουχάνη, Συμβούλους της Επικρατείας, τακτικά μέλη, Αβροκόμη Θούα - Εισηγήτρια, Πέτρο Σαλίχο, Αγγελική Τζαβάρα, Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες, τακτικά μέλη, Χριστίνα Σιταρά, Σύμβουλο της Επικρατείας, τακτικό μέλος, Χρίστο Μυλωνόπουλο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθηνά Κοτζάμπαση, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τακτικά μέλη και τη Γραμματέα Ελένη Γκίκα, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 23 Μαΐου 2018 και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

 

ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) …, κατοίκου Αιγάλεω του Ν. Αττικής, 2) …, κατοίκου Περιστερίου του Ν. Αττικής και 3) …, κατοίκου Ηλιούπολης του Ν. Αττικής, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.

 

ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ:  Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ "Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ"»  και ήδη «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ - ΠΕΙΡΑΙΑ "ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ" - Γ.Ν. ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ "Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ"», νόμιμα εκπροσωπουμένου, το οποίο παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Στρατή Σημαντήρη του Σπυρίδωνος (Α.Μ./Δ.Σ.Π. 1608).

 

Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την υπ΄ αριθμ. 1471/2016 παραπεμπτική απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (αριθμ. καταθέσεως 9/18-08-2016).

 

Ακολούθως, η Εισηγήτρια Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτης, ανέγνωσε την από 11.5.2018 έκθεσή της.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις του.

 

 

Μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

 

 

1..Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 1471/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, προς επίλυση, αμφισβήτηση ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 και 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, σχετικά με την κατάργηση ή μη της προβλεπόμενης από τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 πρόσθετης παροχής του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, δεδομένου ότι επί του ζητήματος αυτού η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατέληξε σε κρίση αντίθετη προς εκείνη, στην οποία είχε καταλήξει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 3/2015 απόφασή της.

 

2. Επειδή, έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία και, ειδικότερα, έχουν διενεργηθεί, νομίμως και εμπροθέσμως, οι προβλεπόμενες στα άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (Α' 141) Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Κώδικα Α.Ε.Δ.) κοινοποιήσεις προς τον Δημήτριο Χριστόπουλο, πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των αιτούντων: 1) … και 3) …, τον Ευστράτιο Σημαντήρη, πληρεξούσιο του καθού, ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Νομαρχιακό Γενικό Νοσοκομείο Δυτικής Αττικής “Η Αγία Βαρβάρα”» και ήδη «Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά “Αγιος Παντελεήμων” - Γ.Ν. Δυτικής Αττικής “Η Αγία Βαρβάρα”», διαδίκους στην ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη, καθώς και στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το Γενικό Επίτροπο επί της Διοικητικής Δικαιοσύνης και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, όπως, επίσης, και οι κατά το άρθρο 50 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα δημοσιεύσεις της πράξης ορισμού δικασίμου με μνεία σε περίληψη του αντικειμένου της αμφισβήτησης. Συνεπώς, το Δικαστήριο νομίμως προχωρεί στην συζήτηση της υπόθεσης, αν και δεν παραστάθηκαν κατ’ αυτή οι αιτούντες (άρθρο 16 παρ. 3 του Κώδικα Α.Ε.Δ.).

 

3. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε' του Συντάγματος, το άρθρο 6 περ. ε' και 48 παρ. 2 του Κώδικα Α.Ε.Δ., στην δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγονται οι περιπτώσεις άρσης της αμφισβήτησης για την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, όταν τα ανώτατα δικαστήρια που εξέδωσαν τις αντίθετες αποφάσεις αντιμετώπισαν και επέλυσαν το ίδιο νομικό ζήτημα, κατά την ερμηνεία των αυτών διατάξεων (Α.Ε.Δ. 2/2015).

 

4 Επειδή, η υπ’ αριθμ. 1471/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία παραπέμφθηκε η υπό κρίση υπόθεση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, εκδόθηκε επί αίτησης αναίρεσης των: 1) .. και 3) …, στρεφομένων κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Νομαρχιακό Γενικό Νοσοκομείο Δυτικής Αττικής “Η Αγία Βαρβάρα”» και ήδη «Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά “Αγιος Παντελεήμων” - Γ.Ν. Δυτικής Αττικής “Η Αγία Βαρβάρα”». Η υπόθεση αφορούσε την καταβολή σε κάθε έναν από τους αναιρεσείοντες και ήδη αιτούντες, μονίμους υπαλλήλους του ως άνω νοσοκομείου, του χρηματικού ποσού των 11.013 ευρώ, ως διαφοράς αποδοχών που προέκυψε από την παράλειψη καταβολής σε αυτούς της κατ’ άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 πρόσθετης αμοιβής για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως και 31.12.2000. Στην απόφαση παρατίθενται οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 201/1975 (Α' 228), του άρθρου 19 του ν. 1505/1984 (Α' 194), των άρθρων 7, 9, 10 και 29 του ν. 2470/1997 (Α' 40), του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (Α' 297) και του άρθρου 9 του ν. 3670/2008 (Α' 117). Με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, η οποία θεσπίστηκε ως κίνητρο προσέλκυσης προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, καταργήθηκε, ως εκ της φύσης της, από την έναρξη ισχύος του ν. 2470/1997, ήτοι από 1.1.1997, εφόσον δεν προβλέφθηκε, ειδικά, η διατήρησή της, διότι στις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του νόμου αυτού ορίσθηκε ρητά ότι, πέραν των διατηρούμενων με τις διατάξεις του νόμου αυτού επιδομάτων και παροχών, καταργούνται όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του ως άνω νόμου, κατά την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή. Εξ άλλου, κατά τα κριθέντα με την ως άνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκ μόνου του γεγονότος ότι με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008 καταργήθηκε εκ των υστέρων και ρητά η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν είχε ήδη καταργηθεί με την παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, αλλά το πρώτον με το νεότερο νόμο (ν. 3670/2008), διότι, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου, τούτο έγινε για τον λόγο ότι η ανωτέρω ρητά καταργούμενη διάταξη του ν. 201/1975 ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 3205/2003, με την παράγραφο 1 του οποίου είχαν καταργηθεί, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997 (στην παράγραφο 4 του οποίου προβλεπόταν η κατάργηση «παροχών για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής»), προς άρση κάθε αμφιβολίας ως προς την ισχύ της ως άνω ρητά καταργούμενης πλέον διάταξης. Επίσης στην ως άνω απόφαση αναφέρεται και η υπ’ αριθμό 10/2005 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλκυση μισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών και δεν αποτελεί αντάλλαγμα για απασχόληση πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά τμήμα των νομίμων αποδοχών του προσωπικού, το οποίο κατά την έναρξη ισχύος του ν. 201/1975 είχε νόμιμη υποχρέωση παροχής οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης, η δε μεταγενέστερη δια νόμου μείωση του νομίμου ωραρίου εργασίας δεν συνεπάγεται την κατάργηση ή τη μείωση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, την οποία επομένως δικαιούνται όσοι απασχολούνται, κατά πλήρες ωράριο σε θέσεις προσωπικού εν γένει των νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Περαιτέρω, κατά τα κριθέντα με την ως άνω απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η επίμαχη αμοιβή, λόγω της φύσης της, ως μέρους των νομίμων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων, δεν αποτελεί επίδομα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, το οποίο αφορά τα ρητώς κατονομαζόμενα επιδόματα, μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/1975.

 

5. Επειδή, η υπ’ αριθμ. 3/2015 απόφαση της τακτικής Ολομελείας του Αρείου Πάγου εκδόθηκε επί αίτησης αναίρεσης οκτώ συνολικά αιτουσών στρεφομένων κατά του Γενικού Νοσοκομείου Τρικάλων. Η υπόθεση αφορούσε την καταβολή στις αναιρεσείουσες, οι οποίες συνδέονταν με το νοσοκομείο με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, της μηνιαίας μισθολογικής παροχής του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 για το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 μέχρι 30.6.2008. Στην απόφαση παρατίθενται οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, του άρθρου 19 του ν. 1505/1984, του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 και του άρθρου 9 του ν. 3670/2008 (Α' 117), καθώς και η προαναφερθείσα απόφαση 10/2005 του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Ακολούθως, με την ως άνω απόφαση της τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι η πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 δεν καταργήθηκε ούτε με το ν. 2470/1997, ούτε με το νόμο 3205/2003 και τούτο διότι η πρόσθετη αυτή αμοιβή δεν συνιστά επίδομα ή ειδική πρόσθετη παροχή αλλά μέρος των νομίμων αποδοχών που λαμβάνει υπάλληλος νοσηλευτικού ιδρύματος για την απασχόλησή του, άποψη η οποία ενισχύεται και από το ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 πρόσθετη αμοιβή καταργήθηκε ρητά μεταγενέστερα με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 3670/2008.

 

6. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω παρατιθεμένων σκεπτικών των αποφάσεων των αντίστοιχων Ολομελειών 1471/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 3/2015 του Αρείου Πάγου, τα δύο ανώτατα δικαστήρια επέλυσαν το ίδιο νομικό ζήτημα κατά αντίθετο τρόπο και συνεπώς ιδρύεται αρμοδιότητα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην τρίτη σκέψη.

 

7. Επειδή, στο άρθρο 2 του ν. 201/1975 (Α' 228), με τις διατάξεις του οποίου επιχειρήθηκε η συνολική ρύθμιση υπηρεσιακών και μισθολογικών ζητημάτων του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ορίζονται τα εξής: «1. Εις άπαν το προσωπικόν των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων του Ν.Δ. 2592/1953 χορηγείται από 1.9.1975 διά του παρόντος ειδικόν νοσοκομειακόν επίδομα εξ είκοσι τοις εκατόν (20%) επί του βασικού μισθού ... 2. Εις το προσωπικόν, το επί σχέσει εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου ... καταβάλλεται, δια παρεχομένην νυκτερινήν εργασίαν ή εργασίαν, κατά τας Κυριακάς και εξαιρεσίμους ημέρας, αποζημίωσις υπολογιζομένη κατά τας ισχυούσας επί τούτου διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας. Η αποζημίωσις αύτη καταβάλλεται και εις το μόνιμον τακτικόν προσωπικόν των ιδίων ως άνω ιδρυμάτων ... καθοριζομένη δι’ αποφάσεως του επί των Κοινωνικών Υπηρεσιών Υπουργού, τη ητιολογημένη προτάσει του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστου Ιδρύματος. 3. Από 1ης Ιανουαρίου 1976 εις το απασχολούμενον προσωπικόν των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ν.Δ. 2592/53 επί οκτάωρον ημερησίως καταβάλλεται αμοιβή δια μίαν ώραν ημερησίως υπολογιζόμενη κατά τας διατάξεις του εδαφίου (γ) της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 4548/1966 και από 1.1.1977 αμοιβή δια δύο ώρας ημερησίως ...». Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, με τις οποίες εκδηλώνεται η ιδιαίτερη μέριμνα του νομοθέτη για το προσωπικό των δημόσιου χαρακτήρα νοσηλευτικών ιδρυμάτων, σκοπείται «η καθιέρωσις επ’ αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως εις το απασχολούμενον επί οκτάωρον ημερησίως», πρόσθετης, δηλαδή, μισθολογικής παροχής, η χορήγηση της οποίας ήταν, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, «λίαν επιβεβλημένη, λόγω των σοβαρών ελλείψεων εις το προσωπικόν και ιδία εις νοσηλευτικόν τοιούτον, συνεπεία του πενιχρού των χορηγουμένων αποδοχών, της μεταξύ αυτού σημειουμένης προσφάτως αναταραχής και ακόμη της όλως επιπόνου εργασίας του προσωπικού τούτου». Ακολούθησε ο ν. 1505/1984 (Α' 194), βασική καινοτομία του οποίου υπήρξε η πλήρης αποσύνδεση του βασικού μισθού του υπαλλήλου από τη βαθμολογική του εξέλιξη, επιτρεπομένης, κατ’ αυτόν τον τρόπο, της μισθολογικής εξέλιξης του υπαλλήλου αποκλειστικώς και μόνον βάσει του συμπληρωθέντος χρόνου υπηρεσίας και της κατηγορίας που αυτός ανήκε και την πλήρη απεξάρτησή της από τη διένεργεια οιασδήποτε κρίσης περί της απόδοσης του μισθολογικώς προαχθέντος υπαλλήλου (βλ. εισηγητική έκθεση). Με τον ίδιο νόμο επιχειρήθηκε ο εξ αρχής καθορισμός των επιδομάτων που χορηγούνταν στο προσωπικό της δημόσιας διοίκησης (άρθρα 7 - 14). Μεταξύ αυτών περιελήφθη το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, υπολογιζόμενο σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του αντίστοιχου μισθολογικού κλιμακίου, τα επιδόματα εορτών και αδείας, το επίδομα εξομάλυνσης διαφορών μισθολογίου, το επίδομα οικογενειακών βαρών, το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, καθώς και τα επιδόματα ανθυγιεινής ή επικίνδυνης εργασίας, τα οποία, κατά ρητή πρόβλεψη της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν. 1505/1984, εξακολούθησαν και υπό την ισχύ του νόμου αυτού να καταβάλλονται σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων υπό τις προϋποθέσεις και στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο δημοσίευσής του. Εντός του πλαισίου αυτού, με το άρθρο 19 του ίδιου νόμου καταργήθηκαν τα ρητώς μνημονευόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού επιδόματα, μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/1975. Με τις ίδιες διατάξεις καταργήθηκαν και όλα τα λοιπά γενικά ή ειδικά επιδόματα, ανεξάρτητα από την ονομασία τους και τον τρόπο που καταβάλλονταν, εφόσον δεν διατηρούνταν με ρητή διάταξη του νόμου αυτού. Η πρόθεση αυτή του νομοθέτη για την κατάργηση του συνόλου των επιδομάτων που χορηγούνταν κατά το παρελθόν, επιβεβαιώνεται και από την εισηγητική έκθεση του ν. 1505/1984, με την οποία επαναλαμβάνεται ότι με τις εισαχθείσες διατάξεις καταργούνται τα ρητώς μνημονευόμενα σε αυτές επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις (σπουδών, διορθωτικό ποσό, ειδικό επίδομα εξωδιδακτικής εργασίας εκπαιδευτικών, θέσης κ.ά.), καθώς και «όλα τα άλλα γενικά ή ειδικά επιδόματα, εκτός μόνο από τα έξοδα παραστάσεως». Με την υπ’ αριθμ. 3456/2004 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, προς άρση, το ζήτημα που είχε ανακύψει λόγω της έκδοσης αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, ως προς την έννοια της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975. Επιληφθέν της υπόθεσης, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, εξέδωσε την 10/2005 απόφασή του, με την οποία η ανακύψασα διαφωνία ήρθη υπέρ της άποψης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις πρόσθετη αμοιβή, η οποία καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλκυση εργαζομένων στα δημόσιου χαρακτήρα νοσηλευτικά ιδρύματα, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών που λαμβάνουν (βλ. εισηγητική έκθεση του ν. 201/1975), δεν αποτελεί αντάλλαγμα για απασχόληση πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά τμήμα των νομίμων αποδοχών του προσωπικού, που απασχολείται κατά πλήρες ωράριο στα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα και το οποίο, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 201/1975, είχε υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Με την ίδια απόφαση έγινε, περαιτέρω, δεκτό, ότι η αμοιβή αυτή δεν αποτελεί επίδομα, αλλά τμήμα των νομίμων αποδοχών των προαναφερθεισών κατηγοριών εργαζομένων και ότι, ως εκ τούτου, δεν καταργήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 1505/1984, που αφορούν τα ρητώς μνημονευόμενα σε αυτές επιδόματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται μεν το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, όχι, όμως, και η παροχή της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Πριν από την δημοσίευση της απόφασης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η οποία αφορούσε σε χρονικό διάστημα από 1.4.1990 έως 30.4.1992 (βλ. Σ.τ.Ε. 3456/2004 Ολομ.), είχε δημοσιευθεί ο ν. 2470/1997 (Α' 40), με τις διατάξεις του οποίου επιχειρήθηκε η αναμόρφωση του μισθολογίου του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, με την εκλογίκευση του μισθολογικού καθεστώτος και την εξομάλυνση των αδικαιολόγητων μισθολογικών διαφορών. Παραλλήλως, επιδιώχθηκε η άρση της εν τοις πράγμασι μισθολογικής ισοπέδωσης των υπαλλήλων που ανήκαν στα εισαγωγικά και καταληκτικά κλιμάκια, αποτέλεσμα στο οποίο είχε οδηγήσει η, κατά το παρελθόν και επί σειρά ετών, ασκηθείσα εισοδηματική πολιτική, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η χωρίς σύστημα παροχή μεγάλου αριθμού επιδομάτων σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων. Με τις διατάξεις του νεότερου νόμου αυξήθηκαν οι βασικοί μισθοί κάθε μισθολογικού κλιμακίου, με την ενσωμάτωση τμήματος της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και διαφόρων επιδομάτων, ενώ, κατά τα λοιπά, επαναλήφθηκαν οι προγενέστερες ρυθμίσεις του ν. 1505/1984 για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις μισθολογικής εξέλιξης (βλ. άρθρα 5 επ.), καθώς και για τα επιμέρους κονδύλια (βασικός μισθός και επιδόματα) που συνέθεταν τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρα 7 επ.). Με τον ίδιο νόμο καταργήθηκαν τα «πριμ παραγωγικότητας» που είχαν διαδοχικώς χορηγηθεί σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων και η αντικατάστασή τους με ένα ενιαίο κίνητρο απόδοσης, η χορήγηση του οποίου «σκοπούσε στην αύξηση της αποδοτικότητας των υπαλλήλων ... και στην πρόσθετη αυτών εργασία προς αντιμετώπιση αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών» (άρθρο 13). Παραλλήλως, προβλέφθηκαν νέα γενικού χαρακτήρα επιδόματα (πληροφορικής, προβληματικών και παραμεθόριων περιοχών, εθνικής σχολής δημόσιας διοίκησης κ.α.), καθώς και επιδόματα για την αντιμετώπιση των ειδικών συνθηκών εργασίας των υπαλλήλων διαφόρων υπηρεσιών. Στην τελευταία αυτή κατηγορία επιδομάτων κατατάσσεται και το νοσοκομειακό επίδομα (άρθρο 8 παρ. 7), το ύψος του οποίου διαφοροποιείται αναλόγως της κατηγορίας στην οποία εντάσσεται το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων (νοσηλευτικό, τεχνικό και διοικητικό προσωπικό), και το οποίο είχε καταργηθεί με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984. Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου, το νοσοκομειακό επίδομα χορηγείται «σε αντικατάσταση των διαφόρων επιδομάτων που έπαιρνε το προσωπικό αυτό, λόγω συνθηκών εργασίας (ανθυγιεινό, προσέλκυσης και παραμονής κ.λ.π.), ρυθμίζοντας έτσι τα επιδόματα αυτά σε ένα ενιαίο επίδομα». Επαναλήφθηκαν, επίσης, οι περί επιδομάτων εορτών και αδείας ρυθμίσεις του προγενέστερου μισθολογίου (άρθρο 9). Με το άρθρο 10 ορίσθηκε, περαιτέρω, ότι «διατηρούνται στο ύψος που έχουν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος» του νόμου, πέραν των επιδομάτων και των παροχών που διατηρήθηκαν δυνάμει ειδικής πρόβλεψης του ίδιου νόμου, τα ρητώς μνημονευόμενα στις ίδιες διατάξεις επιδόματα και παροχές, μεταξύ των οποίων τα επιδόματα ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας, τα επιδόματα ειδικών συνθηκών εργασίας και το επίδομα τροφής του προσωπικού του νοσοκομείων. Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίσθηκε, συναφώς, ότι «όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος, κατά την έναρξη ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένων και εκείνων που χορηγήθηκαν με μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας, καθώς και παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής, καταργούνται, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του παρόντος». Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 2470/1997, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις προβλέπεται η διατήρηση των επιδομάτων που έχουν σχέση με τις ειδικές συνθήκες εργασίας (ανθυγιεινής, επικίνδυνης, ειδικών συνθηκών κ.α.), τυχόν κατάργηση των οποίων «θα απέληγε σε αρρυθμία των [αντίστοιχων] υπηρεσιών». Κατ’ εξαίρεση, τα επιδόματα ειδικών συνθηκών που είχαν χορηγηθεί στο προσωπικό των νοσοκομείων καταργήθηκαν και «ενοποιήθηκαν» στο κατ’ άρθρο 8 παρ. 7 νοσοκομειακό επίδομα. Στην εισηγητική έκθεση, αναφέρεται, περαιτέρω, ότι «λοιπά επιδόματα που καταβάλλονται σε υπαλλήλους, περιλαμβανομένων και των επιδομάτων που έχουν χορηγηθεί με μορφή πριμ παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας ή αυξημένης ευθύνης, παύουν να καταβάλλονται, εφόσον δεν αναφέρονται ρητά ως διατηρούμενα». Τέλος, στο άρθρο 31 του ίδιου νόμου προβλέπεται, ότι από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου, καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη, «κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν». Κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε εισήχθησαν και πάλι πολυάριθμες αποσπασματικού χαρακτήρα μισθολογικές ρυθμίσεις, οι οποίες οδήγησαν σε κατ’ ουσίαν ανατροπή της λογικής του ενιαίου μισθολογίου. Για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που είχαν ανακύψει σχετικώς, εκδόθηκε ο ν. 3205/2003 (Α' 297), με τον οποίο επιχειρήθηκε εκ νέου ο εξορθολογισμός του συστήματος αμοιβών, η εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης και η κωδικοποίηση των διατάξεων των ειδικών μισθολογίων, των μισθολογίων, δηλαδή, ειδικών κατηγοριών υπαλλήλων και λειτουργών του δημοσίου. Και υπό το καθεστώς του νόμου αυτού, με τον οποίο προβλέπονται διάφορα επιδόματα που χορηγούνται στο προσωπικό της δημόσιας διοίκησης (βλ. άρθρα 9, 11 και 12 σχετ. με τα επιδόματα εορτών και αδείας, οικογενειακή παροχή, κίνητρο απόδοσης κ.α.), χορηγείται στο προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων νοσοκομειακό επίδομα και επίδομα τροφής (άρθρο 8 παρ. 5). Με το άρθρο 28 παρ. 1 του ίδιου νόμου καταργήθηκε, μεταξύ άλλων, το σύνολο των διατάξεων του ν. 2470/1997, περιλαμβανομένου και του άρθρου 10 του ίδιου νόμου. Στο πλαίσιο, εξ άλλου, της άσκησης της μισθολογικής πολιτικής εντάσσεται και ο μεταγενέστερος ν. 3679/2008, με τον οποίο εισήχθησαν συνταξιοδοτικού και μισθολογικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ρυθμίσεις του άρθρου 9 του νόμου αυτού περί αναπροσαρμογής του ύψους των επιδομάτων του προσωπικού της δημοσίας διοίκησης. Με την παράγραφο 6 του τελευταίου αυτού άρθρου, καταργήθηκε και ρητά η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, με την οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, είχε προβλεφθεί η χορήγηση της επίμαχης αμοιβής.

 

8. Επειδή, καλούμενο να ερμηνεύσει τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος, 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 και 10 παρ. 1 και 4 και 31 του ν. 2470/1997, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με πλείονες αποφάσεις του (Σ.τ.Ε 2509/2014, 934/2014, 3443/2013, 3424/2013, 2866/2013, 901/2013, 3870/2012, 3370/2012, 2236/2012, 2152/2012, 1089/2012, 655/2012, 152/2009, 3151/2008 επταμ.) έκρινε ότι η πρόσθετη αμοιβή, η οποία θεσπίστηκε ως κίνητρο προσέλκυσης προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 2470/1997, ήτοι από 1.1.1997, εφόσον δεν προβλέφθηκε, ειδικώς, η διατήρησή της. Κρίθηκε, επίσης, ότι εκ μόνου του γεγονότος ότι, με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008 (Α' 117), καταργήθηκε εκ των υστέρων και ρητά η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, δεν μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν είχε ήδη καταργηθεί με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997, αλλά το πρώτον με το νεότερο νόμο (ν. 3670/2008), καθόσον τούτο έγινε για τον λόγο ότι η ανωτέρω ρητά καταργούμενη διάταξη του ν. 201/1975 ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 3205/2003 (Α' 297), με την παράγραφο 1 του οποίου είχαν καταργηθεί, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997. Έγινε, περαιτέρω, δεκτό ότι η κατάργηση της πρόσθετης αυτής παροχής δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997 καταργήθηκαν όλες οι αμοιβές των υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού, οι οποίες, όπως η ένδικη αμοιβή, είχαν θεσπιστεί ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής και ότι, εξ αυτού του λόγου, δεν εισήχθη δυσμενής διάκριση σε βάρος του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων έναντι των λοιπών, υπαγομένων στον ως άνω νόμο, υπαλλήλων. Κρίθηκε, συναφώς, ότι η κατάργηση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής δεν παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Σ.τ.Ε. 2509/2014, 934/2014, 3443/2013, 3151/2008), καθώς και ότι η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997 δεν αντίκειται στις υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 2 περ. β' και 7 της 149/1977 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας (Δ.Σ.Ε.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1672/1986 (Α' 203, βλ. Σ.τ.Ε 65, 2509/2014, 3151/2008). Εξ άλλου, με την υπ’ αριθμ. 3473/2011 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδοθείσα ύστερα από σχετική παραπομπή της υπόθεσης με την υπ’ αριθμ. 2327/2010 απόφαση του ΣΤ' Τμήματος,  κρίθηκε ότι ήταν απαράδεκτη η ασκηθείσα ενώπιον του παραπέμψαντος Τμήματος αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, με την οποία επεδιώκετο, κατ’ άρθρο 51 του Κώδικα Α.Ε.Δ., η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 3151/2008 απόφασης του Τμήματος αυτού (με την οποία το πρώτον εκρίθη ότι η επίδικη παροχή είχε καταργηθεί υπό το καθεστώς του ν. 2470/1997) ως αντίθετη προς τα κριθέντα με τη υπ’ αριθμ. 10/2005 απόφαση του Α.Ε.Δ., με τη σκέψη ότι η προαναφερόμενη απόφαση του Α.Ε.Δ. λήφθηκε υπόψη από την απόφαση του ΣΤ' Τμήματος, τα δε υπ’ αυτής κριθέντα σε σχέση με την φύση της επίμαχης παροχής, απετέλεσαν το έρεισμα για την επίλυση του ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαφορετικού ζητήματος, αν δηλαδή η παροχή αυτή καταργήθηκε ή όχι με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997.

 

9. Επειδή, η παγιωθείσα επί του κρίσιμου ζητήματος της κατάργησης της επίδικης παροχής με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997 νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε, αρχικώς, υιοθετηθεί και από τον ’ρειο Πάγο (υπ’ αριθμ. 1603/2011, 808/2011, 798/2011, 1371/2010 και 925/2010 αποφάσεις). Με πλέον πρόσφατες, εντούτοις, αποφάσεις του, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου διαφοροποιήθηκε από την αρχική του νομολογία, υιοθετώντας την άποψη περί μη κατάργησης της παροχής του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997 (υπ’ αριθμ. 604/2014 και 1228/2012 αποφάσεις).

 

10. Επειδή, ήδη, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στο οποίο η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 1472/2016 απόφασή της παρέπεμψε προς επίλυση το ίδιο νομικό ζήτημα, λόγω της ανακύψασας διαφωνίας αυτής με την προαναφερθείσα 3/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 16/2017 απόφασή του, ήρε την αμφισβήτηση υπέρ της άποψης του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

11. Επειδή, η από την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 προβλεπόμενη πρόσθετη αμοιβή, χορηγήθηκε ως κίνητρο για την προσέλκυση μισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών τους, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, αλλά δεν αποτελούσε επίδομα και, για το λόγο αυτό, δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984 (Α.Ε.Δ. 10/2005). Η ως άνω πρόσθετη αμοιβή, όμως, η οποία, κατά τα ανωτέρω, θεσπίστηκε ως κίνητρο προσέλκυσης προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, ως εκ της φύσης της, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 2470/1997, ήτοι από 1.1.1997, εφόσον δεν προβλέφθηκε, ειδικά, η διατήρησή της. Και τούτο διότι στις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του νόμου αυτού ορίσθηκε ρητά ότι, πέραν των διατηρούμενων, με τις διατάξεις του νόμου αυτού επιδομάτων και παροχών, καταργούνται όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του ως άνω νόμου, κατά την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένων και εκείνων που χορηγήθηκαν με μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας, «καθώς και παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής», εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Κατά συνέπεια, η ένδικη πρόσθετη αμοιβή, δεν αποτελεί μεν επίδομα, αλλά πρόσθετη αμοιβή για την προσέλκυση προσωπικού, η οποία όμως, είχε ήδη καταργηθεί από 1.1.1997, με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, καθόσον με αυτή καταργήθηκαν ρητά, πλην των επιδομάτων και λοιπών αμοιβών, και οι παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής, στις δε διατάξεις του νόμου αυτού δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη για την διατήρησή της. Εκ μόνου, εξ άλλου, του γεγονότος ότι, με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008, καταργήθηκε εκ των υστέρων και ρητά η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν είχε καταργηθεί με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, αλλά καταργήθηκε το πρώτον με το νεότερο νόμο (ν. 3670/2008), διότι, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου, τούτο έγινε για τον λόγο ότι η ανωτέρω ρητά καταργούμενη διάταξη του ν. 201/1975 ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 3205/2003, με την παράγραφο 1 του οποίου είχαν καταργηθεί, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997 (στην παράγραφο 4 του οποίου προβλεπόταν η κατάργηση «παροχών για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής»), προς άρση κάθε αμφιβολίας ως προς την ισχύ της ως άνω ρητά, καταργούμενης πλέον, διάταξης.

 

12. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αμφισβήτηση που ανέκυψε κατά τα προεκτεθέντα, από τις αντίθετες αποφάσεις 1471/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 3/2015 του Αρείου Πάγου, πρέπει να αρθεί υπέρ της άποψης του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

13. Επειδή, σε δίκη, που προκαλείται από παραπεμπτική απόφαση, κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του Κώδικα Α.Ε.Δ., δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικής δαπάνης και εξόδων διαδικασίας (Α.Ε.Δ.16/2017).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

     Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 και 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, υπέρ της άποψης του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά το σκεπτικό.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2018.

 

O Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                      Η Γραμματέας

Αθανάσιος Ράντος                                  Ελένη Γκίκα

 

Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 31 Οκτωβρίου 2018.

 

Ο Πρόεδρος                                       Η Γραμματέας   

 

Βασίλειος Πέππας                        Αικατερίνη Φωτοπούλου