ΑΕΔ 10/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό νοσηλευτικών ιδρυμάτων - Πρόσθετη ωριαία αμοιβή -.

 

Πρόσθετη ωριαία αμοιβή δικαιούνται όσοι απασχολούνται κατά πλήρες ωράριο σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο έναρξης της ισχύος του Ν. 201/1975 είχε υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Η αμοιβή αυτή, λόγω της φύσεώς της ως μέρους των νομίμων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων, δεν αποτελεί επίδομα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, το οποίο αφορά τα ρητώς κατονομαζόμενα επιδόματα μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 201/1975. (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 10/2005

   Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

   (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Χρίστο Γεραρή, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων), Γεώργιο Σχοινιωτάκη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων), Νικόλαο Ρόζο, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Νικόλαου Σακελλαρίου), Αθανάσιο Ράντο, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Νικόλαου Σκλία), Μαρία Καραμανώφ, Ιωάννη Μαντζουράνη, Συμβούλους της Επικρατείας, Ιωάννη Βερέτσο, Νικόλαο Οικονομίδη-Εισηγητή, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Κιτρίδη, Αρεοπαγίτες, Κωνσταντίνο Καλαβρό, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης, Αναστασία Γραμματικάκη-Αλεξίου, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως μέλη και το Γραμματέα Μιχαήλ Καλαντζή, Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Μαρτίου 2005, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:

   ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: α) Θ. Κ., β) Λ. Μ. γ) Ε. Β., δ) Θ. Χ., ε) Γ. Κ., στ) Μ. Γ., ζ) Φ. Π., η) Κ. Β., θ) Ν. Δ.,  κατοίκων Αττικής, και υπάλληλων του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ- Η ΠΑΜΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ»,  οι οποίοι παραστάθηκαν, οι μεν α, γ, δ, ζ, η, θ, δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων: α) Σωτήριο Χορό (Α.Μ. 5310) και β) Γρηγόριο Κοσσυβάκη (Α.Μ. 7489), δυνάμει του αριθμ. 10.071/28-2-2005 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Χ. Α. Θ., η ε' δια των πληρεξουσίων της δικηγόρων: α) Σωτήριο Χορό (Α.Μ. 5310) και β) Γρηγόριο Κοσσυβάκη (Α.Μ. 7489), δυνάμει του αριθμ. 3.615/28-2-2005, πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Ναυπάκτου Μ. Χ. Δ.,  η β' δεν παραστάθηκε και η στ' απεβίωσε σύμφωνα με την ληξιαρχική πράξη θανάτου 97/1999 του Δήμου Αθηναίων.

   ΚΑΘΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Νοσοκομείο της Θείας Πρόνοιας "Η Παμμακάριστος", που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο δεν παραστάθηκε.

   Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την υπ' αριθμ. 3456/2004 παραπεμπτική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (αριθμ. καταθέσεως 52/21-12-2004).

   Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του  Εισηγητή, Νικολάου Οικονομίδη, Αρεοπαγίτη.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αιτούντων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά νόμο.

   Επειδή με την 3456/2004 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας, παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προς άρση, κατά τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε του Συντάγματος και 6 περ. ε και 48 παρ. 1 και 2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 345/1976, αμφισβήτηση ως προς την έννοια διατάξεως τυπικού νόμου και ειδικότερα του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν. 201/1975, η οποία ανέκυψε με την έκδοση αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.

   Επειδή έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με τις δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 1, 2 του Ν. 345/1976 και συνεπώς η κρινόμενη υπόθεση παραδεκτά και νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού.

   Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε' του Συντάγματος και 48 επ. του Κώδικα περί Α.Ε.Δ. (ν. 345/1976) προκύπτει, ότι η δικαιοδοσία του Α.Ε.Δ. καθιερώνεται όταν υπάρχει αφενός ταυτότητα της διάταξης του τυπικού νόμου που ερμηνεύτηκε από τα ανώτατα δικαστήρια καθόσον αφορά το κρίσιμο νομικό ζήτημα και αφετέρου αντίθεση στις ερμηνείες που δόθηκαν ή αντίθεση ως προς την κρίση ότι η νομοθετική αυτή διάταξη είναι ή όχι σύμφωνη προς την ίδια συνταγματική διάταξη. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 3456/2004 απόφαση της Ολομελείας του, που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως των Θ. Κ. κ.λ.π. κατά της 674/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν. 201/1975 έκρινε, ότι, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, της προβλεπόμενης απ' αυτήν πρόσθετης αμοιβής δικαιούνται όσοι απασχολούνται σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, το οποίο κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 201/1975 είχε υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης, ανεξάρτητα από την μεταγενέστερη μείωση του νομίμου ωραρίου και την εντεύθεν πραγματική παροχή ημερήσιας απασχόλησης μικρότερης των οκτών ωρών. Αντίθετα ο Αρειος Πάγος με σειρά αποφάσεών του (5/1997, 42/1996, 24/1995 Ολομελείας και 1243/1999, 1753/1998, 1616/1998, 789/1996 των Τμημάτων), ερμηνεύοντας την ίδια ακριβώς διάταξη του ως άνω τυπικού νόμου δέχθηκε, σε σχέση με το ίδιο αυτό νομικό θέμα, ότι προϋπόθεση καταβολής της πρόσθετης αμοιβής αποτελεί η πραγματική ημερήσια απασχόληση του προσωπικού επί οκτάωρο, ανεξάρτητα από το εκάστοτε ισχύον νόμιμο ωράριο εργασίας.

   Επειδή η παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν. 201/1975 ορίζει ότι «Από 1ης Ιανουαρίου 1976 εις το απασχολούμενον προσωπικόν των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ν.Δ. 2592/53 επί οκτάωρον ημερησίως καταβάλλεται αμοιβή δια μίαν ώραν ημερησίως υπολογιζομένη κατά τις διατάξεις του εδαφίου γ' της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 4548/66 και από 1-1-1977 αμοιβή δια δύο ώρας ημερησίως». Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλευση μισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση. Η αμοιβή αυτή δεν αποτελεί αντάλλαγμα για απασχόληση πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά αποτελεί τμήμα των νομίμων αποδοχών του προσωπικού, το οποίο κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 201/1975 είχε νόμιμη υποχρέωση παροχής οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Η μεταγενέστερη δια νόμου μείωση του νομίμου ωραρίου εργασίας δεν συνεπάγεται την κατάργηση ή τη μείωση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, διότι η οκτάωρη ημερήσια απασχόληση προβλέπεται από το νόμο για τον προσδιορισμό των εργαζομένων που δικαιούνται της αμοιβής και όχι ως ουσιαστική προϋπόθεση απαραίτητη για την εκάστοτε καταβολή αυτής. Επομένως, της πρόσθετης αυτής αμοιβής δικαιούνται όσοι απασχολούνται κατά πλήρες ωράριο σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης της ισχύος του Ν. 201/1975 είχε υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Η αμοιβή αυτή, λόγω της φύσεώς της ως μέρους των νομίμων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων, δεν αποτελεί επίδομα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, το οποίο αφορά τα ρητώς κατονομαζόμενα επιδόματα μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 201/1975. Αν και κατά τη γνώμη του μέλους του δικαστηρίου Αθ. Ράντου, απαραίτητος προϋπόθεσις για την καταβολή της πρόσθετης αμοιβής είναι η πραγματική ημερήσια απασχόληση του προσωπικού επί οκτάωρον ανεξαρτήτως του εκάστοτε ισχύοντος νομίμου ωραρίου εργασίας, για τούτο, άλλωστε, και δεν πρόκειται περί αμοιβής για υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία. Η αναφορά της οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης στο κείμενο του νόμου δεν έγινε με την έννοια του εκάστοτε ισχύοντος νομίμου ωραρίου ή προς οριοθέτηση των κατηγοριών εργαζομένων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων στους οποίους χορηγήθηκε η αμοιβή, αλλά η οκτάωρη απασχόληση τέθηκε ως προϋπόθεση απολαυής της ανωτέρω αμοιβής προκειμένου ο νομοθέτης να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία των νοσηλευτικών ιδρυμάτων σε τρεις διαδοχικές ομάδες (βάρδιες) εργασίας. Η άποψις αυτή ενισχύεται και εκ του γεγονότος ότι το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα 20% επί του βασικού μισθού το οποίο χορηγήθηκε εις όλο εν γένει το βοηθητικό προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων διά του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/75 δεν συνδέθηκε με την διάρκεια της ημερησίας απασχολήσεώς του.

   Επειδή, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αρθεί υπέρ της απόψεως του Συμβουλίου της Επικρατείας η αμφισβήτηση που ανέκυψε κατά τα προεκτεθέντα από τις αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.

   Επειδή σε δίκη που προκαλείται από παραπεμπτική απόφαση, κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 345/1976, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικής δαπάνης και εξόδων διαδικασίας (ΑΕΔ 83/1997, 24/1993).

   Δια ταύτα

   Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, υπέρ της απόψεως του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2005 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο συνεδρίαση στις 20 Απριλίου 2005.