ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΕφΠατρών 9/2020

 

Έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην - Σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό - Δικονομική σύμβαση - Εγγυητής -.

 

Η έφεση που ασκείται από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην εξακολουθεί να λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει χωρίς έρευνα των λόγων της την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης ανεξάρτητα αν πρόκειται για τακτική ή ειδική διαδικασία. Κατά την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο, αυτό μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Σύμβαση παροχής πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό. Αλληλόχρεα και εις ολόκληρον ευθύνη του εγγυητή. Χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού. Αγωγή με την οποία ζητείται η καταβολή ποσών που πηγάζουν από την σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό και από σύμβαση δανείου πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από την επομένη του οριστικού κλεισίματος της σύμβασης πίστωσης και από την επομένη της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων πλέον εισφοράς του ν. 128/1975. Στοιχεία ορισμένου της αγωγής. Έγκυρη δικονομική σύμβαση η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού ειδική συμφωνία ότι η οφειλή της πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου,  εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 9/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Οικονόμου, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδοπούλου, Εφέτη - Εισηγήτρια, και Δέσποινα Σχοινοποιού, Εφέτη, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 15 Νοεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ - ΜΟΥΣΙΚΗ - ΗΧΟΣ - ΦΩΤΙΣΜΟΣ - ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «. Α.Ε.», που εδρεύει στην Πάτρα (Ν.Ε.Ο. Πατρών - .) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ... οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αναστασίου Τελώνη (Δ.Σ. Πατρών), και κατέθεσαν προτάσεις.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρία» και τον διακριτικό τίτλο «Eurobank Ergasias», που εδρεύει στην Αθήνα (Όθωνος 8) και εκπροσωπείται νόμιμα, όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρία», η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αγγέλου Στεργιόπουλου (Δ.Σ. Πατρών), και κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, την από 8-11-2013 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./12-11-2013 αγωγή, σε βάρος των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην των εναγομένων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ' αριθμ. 590/2015 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή.

 

Κατά της ανωτέρω απόφασης, οι εναγόμενοι άσκησαν την από 14-12-2015 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./15-12-2015 έφεση τους, η οποία προσδιορίσθηκε, με την υπ' αριθμ. ./28-12-2015 πράξη του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, για να δικασθεί κατά τη δικάσιμο της 18ης-5-2017 και, μετά από αναβολή, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, δικάσιμο, κατά την οποία και συζητήθηκε η υπόθεση.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Κατά δε το άρθρο 524 παρ. 2 ιδίου Κώδικα, η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528. Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι η έφεση που ασκείται από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, εξακολουθεί να λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, ανεξάρτητα αν πρόκειται για τακτική ή ειδική διαδικασία. Κατά την αναδίκαση δε της υπόθεσης από το εφετείο, μετατρέπεται αυτό ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 1015/2005, ΕφΑΘ 4948/2018, ΕφΠειρ 74/2017 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση των ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ' αριθμ. 590/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε ερήμην τους, κατά την τακτική διαδικασία, επί της υπ' αριθμ. έκθ. κατάθεσης ./12-11-2013 αγωγής της ήδη εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ), ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, καθόσον αυτή επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 17-11-2015 (βλ. τις υπ' αριθμ. ...17-11-2015 και ...17-11-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πατρών, ...) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15-12-2015, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 455/15-12-2015 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πατρών, επί του επικυρωμένου αντιγράφου της έφεσης. Πρέπει, επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της, κατατέθηκε από τους εκκαλούντες, με τις προτάσεις αυτών που κατατέθηκαν στις 27-4-2017, ήτοι πριν τη συζήτηση της έφεσης κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (15-11-2018), το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, με αποτέλεσμα η μεταγενέστερη αυτή κατάθεση, εφόσον έγινε πριν τη συζήτηση της έφεσης, να μη συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτής (βλ. ΑΠ 341/2015 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτή, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους εκκαλούντες (495 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να ερευνηθεί η αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

 

Με την από 8-11-2013 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./12-11-2013 αγωγή, που άσκησε η ενάγουσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εξέθετε ότι η δικαιοπάροχος αυτής, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα EFG Eurobank Α.Ε.», καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη εν συνεχεία η ενάγουσα λόγω συγχώνευσης των ανώνυμων τραπεζικών εταιριών «Τράπεζα EFG Eurobank Α.Ε.» και «Τράπεζα Εργασίας Α.Ε.», με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη, η οποία ακολούθως μετονομάσθηκε σε «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρία», δυνάμει της υπ' αριθμ. ./23-5-2000 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που κατήρτισε στην Πάτρα με την πρώτη των εναγομένων, και των πρόσθετων πράξεων αυτής που επακολούθησαν, χορήγησε στην τελευταία, πίστωση μέχρι του ποσού του 1.200.000 ευρώ, διεπόμενη από τους όρους που ειδικότερα αναφέρονται στη σύμβαση και εκτίθενται αναλυτικώς στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνήθηκε ότι η πίστωση χορηγείται εντόκως, ότι οι τόκοι θα καταβάλλονται στο τέλος κάθε ημερολογιακού εξαμήνου, πλέον εισφοράς του Ν. 128/1975, καθώς και ότι, σε περίπτωση οριστικού κλεισίματος της πίστωσης, στο οποίο δικαιούται η πιστώτρια να προβεί οποτεδήποτε και χωρίς καμία ειδοποίηση της πιστούχου, το κατάλοιπο θα καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, η δε πιστούχος θα οφείλει, από την επομένη του κλεισίματος, τόκους υπερημερίας, οι οποίοι θα ανατοκίζονται ανά εξάμηνο. Εξέθετε, περαιτέρω, ότι ο δεύτερος των εναγομένων εγγυήθηκε εγγράφως προς την πιστώτρια, υπέρ της πιστούχου, την τήρηση όλων των όρων της ανωτέρω σύμβασης και ιδιαίτερα την καταβολή του χρεωστικού καταλοίπου κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, και μέχρι του συνολικού ποσού της πίστωσης, ευθυνόμενος  αλληλεγγύως  και  εις  ολόκληρον  με  την  πιστούχο, παραιτηθείς από τις προβλεπόμενες εκ των άρθρων 853 επ. ΑΚ, ενστάσεις. Περαιτέρω, εξέθετε ότι στις 4-11-2013 προέβη στο οριστικό κλείσιμο της πίστωσης και των λογαριασμών που τηρούνταν στο πλαίσιο αυτής, οι οποίοι και εμφάνιζαν, κατά την ημέρα του κλεισίματος, κατάλοιπο σε βάρος της πιστούχου, ύψους 369.993,82 ευρώ, ακολούθως δε επέδωσε στους ήδη εναγομένους, την από 5-11-2013 εξώδικη δήλωση, με την οποία τους γνωστοποίησε το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών και τους κάλεσε να της καταβάλουν το ως άνω χρεωστικό υπόλοιπο. Εν συνεχεία, εξέθετε ότι σε βάρος των εναγομένων διατηρεί και έτερη χρηματική απαίτηση, απορρέουσα από την υπ' αριθμ. ./4-5-2010 σύμβαση δανείου που συνήψε στην Πάτρα με την πρώτη εναγομένη, δυνάμει της οποίας χορήγησε σε αυτήν δάνειο, ύψους 232.960 ευρώ, υπό τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται στη σύμβαση και εκτίθενται αναλυτικώς στο αγωγικό δικόγραφο και στην οποία (σύμβαση) συνεβλήθη και ο δεύτερος των εναγομένων, ο οποίος εγγυήθηκε εγγράφως προς τη δανείστρια τράπεζα και υπέρ της δανειολήπτριας, την τήρηση όλων των όρων της ανωτέρω σύμβασης και ιδιαίτερα την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του δανείου, κατά κεφάλαιο, κάθε είδους τόκους και  έξοδα,  ευθυνόμενος  αλληλεγγύως  και  εις  ολόκληρον  με τη δανειολήπτρια, παραιτηθείς από τις προβλεπόμενες εκ των άρθρων 853 επ. ΑΚ ενστάσεις. Εξέθετε δε ότι λόγω μη τήρησης εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, των υποχρεώσεων της που απέρρεαν από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση, κατήγγειλε αυτήν, ως είχε δικαίωμα βάσει σχετικού όρου της σύμβασης, στις 5-11-2013, με εξώδικη δήλωση που επέδωσε στους ως άνω αντισυμβαλλομένους της,  καλώντας τους να της καταβάλουν το, κατά την ως άνω ημερομηνία, ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου, ύψους 153.141,11 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από την επομένη της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και εισφοράς του Ν. 128/1975, και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, βάσει σχετικών όρων της σύμβασης, που εκτίθενται αναλυτικά στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό και εκθέτοντας ότι οι εναγόμενοι αρνούνται, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, να της καταβάλουν τα ανωτέρω ποσά, που απορρέουν από τις προαναφερθείσες συμβάσεις, ζήτησε με την κρινόμενη αγωγή να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 523.134,93 ευρώ και συγκεκριμένα: α) το ποσό των 369.993,82 ευρώ, που πηγάζει από την υπ' αριθμ. .../23-5-2000 σύμβαση παροχής πίστωσης με  ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και β) το ποσό των 153.141,11 ευρώ, που πηγάζει από την υπ' αριθμ. .../4-5-2010 σύμβαση δανείου, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από 6.11.2013, ήτοι από την επομένη του οριστικού κλεισίματος της σύμβασης πίστωσης και ομοίως επομένη της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εισφοράς του Ν. 128/1975, μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς παρατίθεται αναλυτικά στο αγωγικό δικόγραφο η κίνηση των τηρηθέντων προς εξυπηρέτηση των ως άνω συμβάσεων, λογαριασμών, από την επικαλούμενη αναγνώριση του καταλοίπου εκάστου, εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, έως το κλείσιμο αυτών (όσον αφορά τη σύμβαση πίστωσης), και από το άνοιγμα έως την καταγγελία (όσον αφορά τη δανειακή σύμβαση), ενώ δεν απαιτούνταν, για την πληρότητα αυτής,  να  παρατίθενται  τα  κονδύλια του  αντίστοιχου λογαριασμού για το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται η δήλωση αναγνώρισης (βλ. ΑΠ 925/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), ούτε και η αναφορά του επιτοκίου υπερημερίας, αφού το ποσοστό του τόκου αυτού ορίζεται εκάστοτε από τον νόμο (πρβλ ΕφΛαρ 331/2013 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου σχετικών ισχυρισμών των εναγομένων, που προβάλλονται με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσης και με τον έκτο λόγο της έφεσης, αντίστοιχα. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 340, 341, 345, 481 εττ., 806, 807, 808, 847, 848, 849, 851, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64 - 67 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ' αριθμ. ./19-3-2015 διπλότυπο είσπραξης της Γ' Δ.Ο.Υ. Πατρών).

 

Από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα EFG Eurobank Α.Ε.», καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη εν συνεχεία η ενάγουσα λόγω συγχώνευσης των ανώνυμων τραπεζικών εταιριών «Τράπεζα EFG Eurobank Α.Ε.» και «Τράπεζα Εργασίας Α.Ε.», με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη, η οποία ακολούθως μετονομάσθηκε σε «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρία», δυνάμει της υπ' αριθμ. ./23-5-2000 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που κατήρτισε στην Πάτρα  με την πρώτη των εναγομένων, χορήγησε σε αυτή πίστωση μέχρι του ποσού των 200.000.000 δραχμών ή 586.940,57 ευρώ. Εν συνεχεία, με τις υπ' αριθμ. ... πρόσθετες πράξεις, το ποσό της πίστωσης αυξήθηκε κατά το ποσό των 293.559,43 ευρώ, 119.500 ευρώ, 50.000 ευρώ και 150.000 ευρώ, αντίστοιχα, και έτσι το συνολικό ποσό της πίστωσης ανήλθε στο ποσό του 1.200.000 ευρώ. Μεταξύ των μερών συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων, ότι η πίστωση χορηγείται εντόκως (βλ. όρο 2.1α), ότι οι τόκοι θα καταβάλλονται στο τέλος κάθε ημερολογιακού τριμήνου, ήτοι την 1η Απριλίου, την 1η Ιουλίου, την 1η Οκτωβρίου και την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους (βλ. όρο 2.2.α), ότι η πιστούχος υποχρεούται κατά τις ημερομηνίες που είναι καταβλητέος ο τόκος, να καταβάλει στην πιστώτρια τράπεζα και την εισφορά του Ν. 128/1975 (βλ. όρο 2.3), ότι, σε περίπτωση οριστικού κλεισίματος της πίστωσης, στο οποίο δικαιούται η πιστώτρια να προβεί οποτεδήποτε και χωρίς καμία ειδοποίηση της πιστούχου (βλ. όρο 7.3), το κατάλοιπο θα καθίσταται αμέσως απαιτητό, η δε πιστούχος θα οφείλει, χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση της, τόκους υπερημερίας (βλ. 8° όρο). Τέλος, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι η οφειλή της πιστούχου προς την πιστώτρια θα αποδεικνύεται πλήρως από το απόσπασμα που θα εξάγεται από τα εμπορικά βιβλία της τελευταίας, και το οποίο θα εμφανίζει την κίνηση του λογαριασμού ή των λογαριασμών που θα τηρηθούν προς εξυπηρέτηση της σύμβασης από το άνοιγμα τους ή από οποιαδήποτε αναγνώριση της πιστούχου (βλ. 9° όρο της σύμβασης). Η ως άνω περιλαμβανόμενη στη σύμβαση, ειδική συμφωνία ότι η οφειλή της πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη, διότι δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και δεν επηρεάζει το βάρος αποδείξεως, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 84/2014, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 902/2006, ΕφΑΘ 3670/2012, ΕφΥεσ 1027/2010, ΕφΠειρ 469/2009 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο δεύτερος των εναγομένων εγγυήθηκε εγγράφως προς την πιστώτρια, υπέρ της πιστούχου, την τήρηση όλων των όρων της ανωτέρω σύμβασης και ιδιαίτερα την καταβολή του χρεωστικού καταλοίπου κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, και μέχρι του συνολικού ποσού της πίστωσης, ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πιστούχο, παραιτηθείς από τις προβλεπόμενες εκ των άρθρων 853 επ. ΑΚ, ενστάσεις. Ειδικότερα, συνεβλήθη ως εγγυητής τόσο στην αρχική σύμβαση, όσο και σε όλες τις επακολουθήσασες πρόσθετες πράξεις αυτής, όπως αποδεικνύεται από όλες τις ως άνω συμβάσεις (υπ' αριθμ. ...), που προσκομίζει η ενάγουσα σε ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα, τη γνησιότητα της υπογραφής του επί των οποίων δεν αμφισβήτησε ο ανωτέρω εναγόμενος. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ότι δεν ενέχεται ο ίδιος για την καταβολή του καταλοίπου διότι δεν συνεβλήθη ούτε στην αρχική σύμβαση ούτε στις υπ' αριθμ. ... συμβάσεις αύξησης της πίστωσης, που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι στις 23-2-2009 η ενάγουσα τιτλοποίησε, μεταξύ άλλων, τις απαιτήσεις της και από την ανωτέρω σύμβαση πίστωσης, τις οποίες και μεταβίβασε στην εδρεύουσα στο Ηνωμένο Βασίλειο, εταιρία με την επωνυμία «... LIMITED)). Η σχετική σύμβαση μεταβίβασης καταχωρήθηκε νομίμως, στις 23-2-2009, στο ειδικό βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο . και αριθμό .. Εν συνεχεία, η προαναφερθείσα εταιρία «... LIMITED)) αναμεταβίβασε στην ενάγουσα, μεταξύ άλλων, και την ως άνω απαίτηση από την ένδικη σύμβαση πίστωσης. Η σχετική σύμβαση αναμεταβίβασης καταχωρήθηκε νομίμως, στις 28-6-2010, στο ειδικό βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο . και αριθμό ., όπως αποδεικνύεται από το υπ' αριθμ. πρωτ. ./28-6-2010 απόσπασμα δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003, στο συνημμένο παράρτημα του οποίου, σελίδες 78 -79, περιλαμβάνεται η ένδικη σύμβαση. Με την καταχώρηση της ως άνω σύμβασης στο ειδικό βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, συντελέσθηκε η απαιτούμενη εκ του νόμου αναγγελία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003. Συνεπώς, η ενάγουσα τράπεζα κατέστη εκ νέου δικαιούχος της απαίτησης που απορρέει από την ένδικη σύμβαση πίστωσης λόγω της αναμεταβίβασης αυτής, απορριπτόμενου ως ουσία αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων, που προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πιστούχος - πρώτη εναγομένη έκανε χρήση της πίστωσης, προς εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκαν οι υπ' αριθμ. ... λογαριασμοί, το χρεωστικό υπόλοιπο των οποίων, ανερχόμενο την 1η-7-2013 στο ποσό των 4.323,37 ευρώ, 162.290,29 ευρώ και 185.709 ευρώ, αντίστοιχα, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα η πιστούχος με τις από 1-7-2013 τρεις (3) επιστολές της προς την πιστώτρια, αναγνώριση η οποία δεσμεύει και τον δεύτερο εναγόμενο, ως εγγυητή, βάσει του υπ' αριθμ. 16.3 όρου της σύμβασης. Ακολούθως, η πιστώτρια, κάνοντας χρήση σχετικού δικαιώματος που της παρείχε η σύμβαση βάσει του όρου 4.1 αυτής, μετέφερε στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό τα ποσά των 8.662,82 και 279,26 ευρώ, που αποτελούσαν το χρεωστικό υπόλοιπο του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού, και το ποσό των 187.266,63 ευρώ, που αποτελούσε το χρεωστικό υπόλοιπο του υπ' αριθμ.... λογαριασμού. Μετά τις ως άνω μεταφορές, ο υπ' αριθμ. ... λογαριασμός εμφάνισε χρεωστικό, εις βάρος της πιστούχου, υπόλοιπο, ύψους 364.631,33 ευρώ, ενώ οι άλλοι δύο λογαριασμοί εμφάνισαν μηδενικό υπόλοιπο. Εν συνεχεία, ο υπ' αριθμ. ... λογαριασμός κινήθηκε περαιτέρω και στις 4-11-2013 εμφάνισε χρεωστικό, εις βάρος της πιστούχου, υπόλοιπο, ύψους 369.993,82 ευρώ. Την ίδια ως άνω ημέρα, ήτοι στις 4-11-2013, η ενάγουσα προέβη, ως είχε δικαίωμα από τη σύμβαση, σε οριστικό κλείσιμο της σύμβασης και των λογαριασμών που τηρούνταν στο πλαίσιο αυτής, εκ των οποίων ο υπ' αριθμ. ... λογαριασμός εμφάνιζε κατάλοιπο 369.993,82 ευρώ, ενώ οι άλλοι δύο λογαριασμοί εμφάνιζαν μηδενικό υπόλοιπο. Στη συνέχεια, το λογιστικό κατάλοιπο, ύψους 369.993,82 ευρώ, μεταφέρθηκε στον υπ' αριθμ. ...λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Η κίνηση των προαναφερθέντων λογαριασμών, από την 1η-7-2013, ημερομηνία αναγνώρισης του χρεωστικού υπολοίπου αυτών εκ μέρους της πιστούχου, έως το οριστικό κλείσιμο τους, καθώς και το κατάλοιπο, αποδεικνύονται πλήρως, βάσει της προαναφερθείσας δικονομικής σύμβασης (9ος όρος της σύμβασης), από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους της ενάγουσας, αποσπάσματα που έχουν εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αυτής, επί των οποίων υπάρχει σχετική βεβαίωση των αρμοδίων υπαλλήλων της τελευταίας για τη γνησιότητα της εκτύπωσης, και στα οποία παρατίθεται αναλυτικά η κίνηση εκάστου εκ των τηρηθέντων λογαριασμών, από την 1η-7-2013 έως το οριστικό κλείσιμο τους. Εφόσον δε εν προκειμένω, τα εμπορικά βιβλία της πιστώτριας τράπεζας τηρούνται μηχανογραφικώς, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τους υπαλλήλους της τράπεζας που ενήργησαν την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η ενάγουσα τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, δεν απαιτούνταν εν προκειμένω βεβαίωση της ακρίβειας αυτών από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφων (βλ. ΑΠ 84/2014, ΑΠ 1501/2008, ΑΠ 1094/2006 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εφόσον, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, υπήρξε αναγνώριση εκ μέρους της πιστούχου, του προσωρινού υπολοίπου εκάστου λογαριασμού, δεν απαιτούνταν η προσκομιδή των αποσπασμάτων που απεικονίζουν την κίνηση του αντίστοιχου λογαριασμού για το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται η πιο πάνω δήλωση αναγνώρισης. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου σχετικοί ισχυρισμοί των εναγομένων, που προβάλλονται με τον τρίτο λόγο και το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσης, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά το κλείσιμο της σύμβασης και όλων των ως άνω λογαριασμών, η ενάγουσα επέδωσε στους ήδη αντιδίκους της, την από 5-11-2013 εξώδικη δήλωση, με την οποία τους γνωστοποίησε το οριστικό κλείσιμο της σύμβασης και των λογαριασμών που τηρούνταν προς εξυπηρέτηση της, και τους κάλεσε να της καταβάλουν το ως άνω χρεωστικό υπόλοιπο των 369.993,82 ευρώ (βλ τις υπ’ αριθμ. ../.6-11-2013 και ..../6-11-2013 εκθέσεις επίδοσης του  δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών, ...). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της υπ' αριθμ. ./4-5-2010 σύμβασης δανείου, που καταρτίσθηκε στην Πάτρα μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα χορήγησε στην αντισυμβαλλομένη της έντοκο δάνειο, ύψους 232.960 ευρώ. Στην εν λόγω σύμβαση συνεβλήθη και ο δεύτερος των εναγομένων, ο οποίος εγγυήθηκε εγγράφως προς την δανείστρια τράπεζα και υπέρ της δανειολήπτριας, την τήρηση όλων των όρων της ανωτέρω σύμβασης και ιδιαίτερα την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του δανείου, κατά κεφάλαιο, κάθε είδους τόκους και έξοδα, ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τη δανειολήπτρια, παραιτηθείς από τις προβλεπόμενες εκ των άρθρων 853 επ. ΑΚ, ενστάσεις. Μεταξύ των μερών συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων, ότι η πίστωση χορηγείται εντόκως (βλ. όρο 3.01), ότι η δανειολήπτρια υποχρεούται κατά τις ημερομηνίες που είναι καταβλητέος ο τόκος, να καταβάλει στη δανείστρια τράπεζα και την εισφορά του Ν. 128/1975 (βλ. όρο 3.04), ότι η απόδοση του δανείου θα γίνει σε δεκαέξι ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις, ποσού 14.560 ευρώ εκάστης, της πρώτης δόσης καταβλητέας σε τρεις μήνες μετά την εκταμίευση του δανείου (βλ. όρο 4.01), ότι σε περίπτωση μη εξόφλησης οποιασδήποτε οφειλής της από τη σύμβαση, η δανειολήπτρια καθίσταται υπερήμερη με μόνη την παρέλευση της ημέρας, κατά την οποία η οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη (βλ. όρο 6.01), καθώς και ότι η δανείστρια τράπεζα έχει δικαίωμα να καταγγείλει εγγράφως τη σύμβαση οποτεδήποτε και χωρίς καμία προειδοποίηση, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, εάν δεν τηρηθεί από τη δανειολήπτρια οποιαδήποτε υποχρέωση της που απορρέει από τη σύμβαση ή αν καθυστερήσει την εξόφληση οποιασδήποτε ληξιπρόθεσμης απαίτησης (βλ. όρο 5.01). Τέλος, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι η δανείστρια θα τηρεί λογαριασμό στα βιβλία της, στον οποίο θα καταχωρίζονται, στη μεν στήλη χρέωσης, οι εκταμιεύσεις του δανείου και οι πάσης φύσεως τόκοι και φόροι, στη δε στήλη πίστωσης, οι καταβολές της δανειολήπτριας, απόσπασμα δε που θα εξάγεται από τα βιβλία της τράπεζας, και στο οποίο θα εμφανίζεται ο κατά τα ανωτέρω λογιστικός λογαριασμός και το υπόλοιπο, θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησης της έναντι της δανειολήπτριας (βλ. όρο 10.02). Η ως άνω συμφωνία είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω. Στις 5-5-2010 η πρώτη εναγομένη εκταμίευσε ολόκληρο το ποσό των 232.960 ευρώ, το οποίο χρεώθηκε αυθημερόν στον υπ' αριθμ. … λογαριασμό, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου, όπως ακολούθως διαμορφώθηκε στις 7-11-2011, ύψους 156.160 ευρώ, μεταφέρθηκε την ίδια ως άνω ημέρα στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, με αποτέλεσμα ο πρώτος εκ των ανωτέρω λογαριασμών να εμφανίζει μηδενικό υπόλοιπο, ενώ ο δεύτερος να εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο, ύψους 156.160 ευρώ. Εν συνεχεία, στις 12-1-2012 τροποποιήθηκε η ως άνω σύμβαση δανείου, ως προς τον τρόπο εξόφλησης του ανεξόφλητου κεφαλαίου, ύψους 156.160 ευρώ, και συμφωνήθηκε να αποδοθεί αυτό σε δεκαοκτώ δόσεις, ποσού εκάστης εκ των πρώτων δεκαεπτά 8.675 ευρώ και της τελευταίας, δέκατης όγδοης, 8.685 ευρώ, της πρώτης καταβλητέας στις 5-2-2012 και της τελευταίας στις 5-5-2016. Στην ως άνω τροποποιητική σύμβαση, στην οποία συνεβλήθη και ο δεύτερος εναγόμενος, ως εγγυητής, αμφότεροι οι εναγόμενοι δήλωσαν ότι αναγνωρίζουν πως το ανεξόφλητο κεφάλαιο του δανείου, κατά την ως άνω ημερομηνία, ανέρχεται στο ποσό των 156.160 ευρώ. Στη συνέχεια και επειδή έως και την 5η-11-2013 η πρώτη εναγομένη δεν είχε καταβάλει μέρος της δόσης της 5ης-5-2012, ύψους 8.383,37 ευρώ, τη δόση της 5ης-8-2012, τη δόση της 5ης-11-2012, τη δόση της 5ης-2-2013, τη δόση της 5ης-5-2013, τη δόση της 5ης-8-2013, τη δόση της 5ης-11-2013, καθώς και τους συμβατικούς τόκους της 5ης-8-2013 και της 5ης-11-2013, η ενάγουσα προέβη, ως είχε δικαίωμα από τη σύμβαση, βάσει του προαναφερθέντος όρου 5.01, σε καταγγελία της δανειακής σύμβασης, με την από 5-11-2013 εξώδικη δήλωση της, που επέδωσε στους ήδη αντιδίκους της, καλώντας συγχρόνως αυτούς να της καταβάλουν το συνολικό οφειλόμενο ποσό των 153.141,11 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από την επόμενη ημέρα της καταγγελίας, ήτοι από 6-11-2013 και μέχρις εξοφλήσεως, με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, πλέον των εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων (βλ τις υπ' αριθμ. ...6-11-2013 και ...6-11-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών, ...), ενώ την ίδια ημέρα της καταγγελίας προέβη σε μεταφορά του ως άνω ποσόντων 153.141,11 ευρώ, στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό καθυστέρησης, που ανοίχθηκε αυθημερόν επ' ονόματι της πρώτης εναγομένης.

 

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που το εκπροσωπεί. Κατά το άρθρο 18 παρ. 1 και 2 του ν. 2190/1920, η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως από το διοικητικό της συμβούλιο, που ενεργεί συλλογικώς, μπορεί δε το καταστατικό να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρία εν γένει ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Από τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτει σαφώς ότι με αυτές ρυθμίζεται θέμα που προβλέπεται και από τα προαναφερθέντα άρθρα 65, 67, 68 και 70 ΑΚ και αφορά την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, με τον καθορισμό του οργάνου, το οποίο εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις του με άλλα πρόσωπα, εκπροσωπεί αυτό ενώπιον δικαστηρίου και αποφασίζει περί της διοικήσεως και της διαχειρίσεως της περιουσίας του προς πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο δε όργανο, ορίζεται το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο είναι αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 2190/1920, να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά τη διοίκηση της εταιρίας ή τη διαχείριση της περιουσίας της. Το δικαίωμα αυτό της οργανικής εκπροσώπησης της εταιρίας, εφόσον επιτρέπει το καταστατικό της, μπορεί, κατά την ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 18, να ανατεθεί από το διοικητικό συμβούλιο και σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή σε άλλα πρόσωπα, τα οποία έτσι δικαιούνται να ασκήσουν τις ως άνω εξουσίες που ανήκουν στο διοικητικό συμβούλιο, είτε εν όλω είτε εν μέρει, ανάλογα με την έκταση της επιτραπείσας υποκαταστάσεως. Στην περίπτωση αυτή, το μέλος του συμβουλίου ή ο τρίτος, στον οποίο μεταβιβάστηκε η εξουσία του Δ.Σ., είναι υποκατάστατο αυτού, ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρίας και εκφράζει πρωτογενώς τη βούληση της, αντλώντας την εξουσία του από τον νόμο και το καταστατικό (ΑΠ 1827/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 456/2005 ΕλλΔνη 2005.1477, ΑΠ 1433/2002 ΕλλΔνη 2003.175, ΑΠ 1215/2000 ΕλλΔνη 2002.138, ΕφΑΘ 3544/2006 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως καταστατικό της ενάγουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, προκύπτει ότι στο 10° άρθρο αυτού προβλέπονται τα ακόλουθα: «Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει την άσκηση του συνόλου ή μέρους των εξουσιών του διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρίας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή μη, υπαλλήλους της τράπεζας ή τρίτους, καθορίζοντας και την έκταση των ανατιθέμενων εξουσιών. Τα πρόσωπα, στα οποία ανατίθενται οι ανωτέρω εξουσίες, δεσμεύουν την τράπεζα, ως όργανα αυτής, σε όλη την έκταση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν». Περαιτέρω, από το προσκομιζόμενο μετ'   επικλήσεως υπ' αριθμ. ./28-6-2013 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., αποδεικνύεται ότι δυνάμει αυτού, ο τότε διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, ..., με βάση το προαναφερόμενο καταστατικό και την από 27-6-2013 απόφαση του Δ.Σ. της ενάγουσας, διόρισε πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και αντικλήτους αυτής, τους υπαλλήλους της που αναφέρονται ονομαστικά σε αυτό (ως ομάδα υπογραφής Α' επιπέδου), στους οποίους παρέσχε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να προβαίνουν επ' ονόματι και για λογαριασμό της ενάγουσας στις ειδικότερα περιγραφόμενες ενέργειες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η καταγγελία των δανειακών συμβάσεων. Στη συνέχεια, δυνάμει του ιδίου ως άνω πληρεξουσίου, ο ..., διόρισε πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και αντικλήτους της ενάγουσας, τους υπαλλήλους της που αναφέρονται ονομαστικά σε αυτό (ως ομάδα υπογραφής Β' επιπέδου), στους οποίους παρέσχε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να προβαίνουν επ' ονόματι και για λογαριασμό της ενάγουσας, ενεργώντας κάθε ένας από αυτούς με έναν από τους υπαλλήλους της ομάδας υπογραφής Α' επιπέδου από κοινού, στις ειδικότερα περιγραφόμενες   ενέργειες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η καταγγελία των δανειακών συμβάσεων. Στους υπαλλήλους της ομάδας υπογραφής Α' επιπέδου, συμπεριλαμβάνεται ο ..., ενώ στους υπαλλήλους της ομάδας υπογραφής Β' επιπέδου, συμπεριλαμβάνεται η .... Οι εν λόγω υπάλληλοι, ..., προέβησαν εν προκειμένω, ενεργώντας από  κοινού, στην καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης. Επομένως  και  σύμφωνα  με όσα  αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, οι ανωτέρω υπάλληλοι ενήργησαν ως όργανα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της ενάγουσας εταιρίας. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος με τον πέμπτο λόγο της έφεσης, ισχυρισμός των εναγομένων ότι η καταγγελία της ένδικης σύμβασης δανείου είναι άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα διότι οι υπάλληλοι που προέβησαν σε αυτήν δεν είχαν εξουσιοδοτηθεί ειδικά προς τούτο, πρέπει να  απορριφθεί ως ουσία  αβάσιμος. Περαιτέρω, η κίνηση των προαναφερθέντων λογαριασμών, που τηρήθηκαν προς εξυπηρέτηση της δανειακής σύμβασης, καθώς και το οφειλόμενο, κατά την ημέρα της καταγγελίας, ποσό, αποδεικνύονται πλήρως, βάσει της προαναφερθείσας δικονομικής σύμβασης (όρος 10.02 της σύμβασης δανείου), από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους της ενάγουσας, αποσπάσματα που έχουν εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αυτής, επί των οποίων υπάρχει σχετική βεβαίωση των αρμοδίων υπαλλήλων της τελευταίας για τη γνησιότητα της εκτύπωσης, και στα οποία παρατίθεται αναλυτικά η κίνηση εκάστου εκ των τηρηθέντων λογαριασμών, από το άνοιγμα αυτού έως την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο έβδομος λόγος της έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη ως προς τη διάταξη της περί επιβολής των δικαστικών εξόδων στους εναγόμενους, έχει πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου, καθώς με την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, εξαφανίζεται και η σχετική διάταξη για τα δικαστικά έξοδα. Με βάση όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα διατηρεί σε βάρος των εναγομένων: α) απαίτηση 369.993,82 ευρώ, που πηγάζει από την υπ' αριθμ. ./23-5-2000 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και β) απαίτηση 153.141,11 ευρώ, που πηγάζει από την υπ' αριθμ. ./4-5-2010 σύμβαση δανείου, και συνολικά απαίτηση ύψους 523.134,93 ευρώ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 523.134,93 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από 6.11.2013, ήτοι από την επομένη του οριστικού κλεισίματος της σύμβασης πίστωσης και ομοίως επομένη της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εισφοράς του Ν. 128/1975, και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης - ενάγουσας, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων -εναγομένων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63, 68 και 69 του Ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

 

Εξαφανίζει την υπ' αριθμ. 590/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών.

 

Κρατεί την υπόθεση.

 

Δικάζει την από 8-11-2013 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./12-11-2013 αγωγή.

 

Δέχεται την αγωγή.

 

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των πεντακοσίων είκοσι τριών χιλιάδων εκατόν τριάντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (523.134,93), πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από 6-11-2013, με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εισφοράς του Ν. 128/1975, και μέχρι την εξόφληση.

 

Καταδικάζει τους εκκαλούντες - εναγόμενους στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης - ενάγουσας, τα οποία ορίζει, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, στο ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ.

 

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες, του παραβόλου άσκησης έφεσης, που καταβλήθηκε με το υπ' αριθμ. ... e-παράβολο.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Πάτρα στις 18 Απριλίου 2019 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις .......... απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ