ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΕφΠατρών 16/2020

 

Αναίρεση απόφασης - Επαναφορά των διαδίκων στην πριν από την αναιρεθείσα δίκη κατάσταση - Ταυτόχρονη τακτοποίηση πολλών παρακείμενων οικοπέδων - Παραχωρητήρια -.

 

Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε και οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν επεκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση και δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση όχι και από τις διαπιστώσεις της αποφάσεως που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Δύναται να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις. Παραχώρηση τακτοποιηθέντων οικοπέδων σε δικαιούχους σε εξαιρετικές περιπτώσεις επείγουσας εφαρμογής του σχεδίου. Χρονικό σημείο μεταθέσεως της κυριότητας δεν είναι αυτό της κυρώσεως της πράξεως αναδασμού και των σχετικών κτηματολογικών πινάκων και διαγραμμάτων, στα οποία μνημονεύεται ο δικαιούχος, αλλά εκείνο της μεταγραφής του παραχωρητηρίου. Απλή χρήση του παραχωρούμενου οικοπέδου.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου,  εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

 

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης 16/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Οικονόμου, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Κατσικερό, Εφέτη και Αγγελική Καγιούλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και την Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 19/9/2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της καλούσας - εφεσίβλητης: ..., κατοίκου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά δηλώσεως, κατ' άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Γεράσιμου Θεοδωράτου, που προκατέθεσε προτάσεις.

 

Των καθ' ων η κλήση - εκκαλούντων: 1) ..., κατοίκου Αθηνών και ήδη Ληξουρίου Κεφαλληνίας, 2) ..., κατοίκου Γαλατσίου Αττικής και ήδη Ληξουρίου Κεφαλληνίας, 3) ..., κατοίκου Αθηνών, 4) ..., κατοίκου Αθηνών, 5) ..., κατοίκου Αθηνών, οι οποίες παραστάθηκαν στο Δικαστήριο διά δηλώσεως, κατ' άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, Ουρανίας Πολύζου - Νταϊλιάνα, που προκατέθεσε προτάσεις.

 

Η καλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας την από 28/7/2008 (αρ. κατάθεσης ./2008) αγωγή εναντίον της τρίτης καθής η κλήση, ... και ..., ενώ ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, οι τέταρτη και πέμπτη των καθών άσκησαν, την από 21/12/2009 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2010) κυρία παρέμβαση εναντίον της καλούσας-ενάγουσας και της τρίτης καθής-εναγομένης της κύριας αγωγής και οι πρώτη και δεύτερη των καθών άσκησαν την από 11/3/2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2010) κύρια παρέμβαση εναντίον της καλούσας-ενάγουσας και της τρίτης καθής-εναγομένης της κύριας αγωγής. Η ανωτέρω αγωγή και οι κύριες παρεμβάσεις συζητήθηκαν κατά τη δικάσιμο της 10/5/2011 και επ' αυτών εξεδόθη η υπ' αριθμ. 134/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, η οποία κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της από 11/3/2010 κύριας παρέμβασης ως προς τον ..., απέρριψε τις κύριες παρεμβάσεις και έκανε δεκτή την ως άνω αγωγή, ως προς την πρώτη εναγομένη ....

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η τρίτη καθής η κλήση πρώτη εναγομένη, με την από 2/1/2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2012) έφεση της, β) οι λοιπές καθών η κλήση, κυρίως παρεμβάσες, με την από 2/1/2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2012) έφεση τους. Το παρόν Δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. 95/2016 οριστική απόφαση του: Α) Κήρυξε απαράδεκτες: α) Την από 2/1/2012 έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά των κυρίως παρεμβασών στην από 28/7/2008 αγωγή και β) την από 2/1/2011 έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά των εναγομένων της κυρίας αγωγής και Β) Δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν τις εφέσεις ως προς την εφεσίβλητη-ενάγουσα-καθ' ης οι κύριες παρεμβάσεις.

 

Κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, άσκησαν, ενώπιον του Αρείου Πάγου, α) η τρίτη καθής η κλήση πρώτη εναγομένη, την από 12/12/2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2016) αίτηση αναίρεσης, β) οι λοιπές καθών η κλήση κυρίως παρεμβάσες την από 12/12/2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2016) αίτηση αναίρεσης.

 

Με την υπ. αρ. 691/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου (Γ' Πολιτικό Τμήμα) αναιρέθηκε κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της η υπ' αριθμ. 95/2016 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε σ' αυτό η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση.

 

Ήδη η καλούσα-ενάγουσα-εφεσίβλητη επαναφέρει προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τις ανωτέρω εφέσεις, με την από 18/9/2018 (αρ. κατάθεσης ./2018) κλήση της, που προσδιορίστηκε για την παρούσα δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Κατά δε τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται με κλήση. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την αναίρεση της αποφάσεως οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αιτήσεως αναιρέσεως, ήτοι κατά τα πληγέντα κεφάλαια της (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναιρέσεως που έγινε δεκτός και όχι ως προς άλλα, εκτός αν τα τελευταία συνδέονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα, οπότε και αυτά συναναιρούνται (ΑΠ 808/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 479/2009 ΤΝΠ Nomos, ΑΠ 707/2008 ΝοΒ 56.2190, ΑΠ 1717/2002 ΕλλΔνη 44.1563).

 

 Έτσι, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι του δευτέρου βαθμού και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, ήτοι για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων, τότε αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ' αυτής έφεση που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο (ΑΠ 129/2004 Δ 2004.804, ΑΠ 88/1996 ΕλλΔνη 1996.1554, ΕφΑΘ 6795/2006 ΕλλΔνη 2006.1686), το οποίο, εφόσον- η αναιρετική αποοαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, ερευνά και πάλι, ως Δικαστήριο της παραπομπής, την συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης και το παραδεκτό της εφέσεως (ΟλΑΠ 4/1996 ΕλλΔνη 1996.1041, ΑΠ 1276 1992 ΕλλΔνη 1994.1554, ΕφΝαυπλ 66/2008 ΤΝΠ Nomos, Κεραμεας/Κονδύλης/Νίκας:Ερμηνεία ΚΠολΔ άρθρο 581 αριθμ. 6, σελ. 1082, Νίκος: ΠολΔ, Τόμο; Μ έκδοση 2007 παρ. 121. αριθμ. 34 σελ. 564). Στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, τα όρια δε αυτά δεν προσδιορίζονται μόνον από το διατακτικό της αναιρετικής αποφάσεως, αλλά, κυρίως, από το αιτιολογικό της (ΑΠ 570/2005,ΑΠ 129 2004 ΤΝΠ-ΔΣΑ). Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε και οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Η επάνοδος των διαδίκων στην κατάσταση πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, περιορίζεται, κατ' αρχήν, μεταξύ εκείνων των διαδίκων που μετείχαν στην αναιρετική δίκη, ως προς τους οποίους αναιρέθηκε η απόφαση, και μεταξύ των οποίων διεξάγεται κατά παραπομπή η νέα δίκη ενώπιον του Εφετείου, κατ. συνεπώς, δεν θίγεται η ισχύς της αποφάσεως για εκείνους του διαδίκους που δεν μετείχαν στην αναιρετική δίκη, ως προς τους οποίους δεν αναιρέθηκε, εκτός αν πρόκειται για αδιαίρετα δίκαια. Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της. δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27 2007 ΕλλΔνη 48.1012, ΑΠ 1145/2005 ΤΝΠ Nomos, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005.1402, ΑΠ1308 2004 ΤΝΠ Nomos, ΑΠ 380 1999 ΝοΒ 2000.949), ή, ακόμη, όταν ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως πλήττει - κατά νομική ακολουθία - το κύρος της όλης αποφάσεως, κατά το διατακτικό της αναιρετικής, σε συνδυασμό όμως και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 Δ 35. 804). Αν αντιθέτως, η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της αποφάσεως, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 524 2010. ΑΠ 721/2009, ΑΠ 404/2007, ΑΠ 443 2006, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 975 2000 ΤΝΠ Nomos, ΑΠ 659/1988 ΕλλΔνη 30.310).

 

Έτσι, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι του δευτέρου βαθμού και αναιρέθηκε εν μέρει, κατά το αυτό αναιρεθέν κεφάλαιο χωρεί η επανεξέταση της εφέσεως από το Δικαστήριο της παραπομπής. Κατά την επανεκδίκαση, δηλαδή, της εφέσεως οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το Δικαστήριο της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναίρεση δεδικασμένου από την μερικώς οριστική και αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτέρου βαθμού και συνεπώς δεν ερευνώνται εκ νέου ούτε θίγονται τα κεφάλαια της διαφοράς, τα οποία αντιστοιχούν στις μη αναιρεθείσες διατάξεις, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1447/2002, ΑΠ 975/2000 ΤΝΠ Nomos). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1, 580 παρ. 3 και 581 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 580 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία «οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν», προκύπτει ότι το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση και δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35.1171), όχι όμως και από τις διαπιστώσεις της αποφάσεως που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Ερευνώντας όμως τις διαταχθείσες αποδείξεις δύναται, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, να τις εκτιμήσει και διαφορετικά από ότι η αναιρεθείσα απόφαση και δεν δεσμεύεται ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 1614/2008 ΤΝΠ-ΔΣΑ, ΑΠ 129/2004 Δ 35.804, ΑΠ 79/1988 ΤΝΠ-Nomos), αφού η υποχρέωση του Δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση περιορίζεται μόνο στο νομικό ζήτημα που έλυσε ο ʼρειος Πάγος με τον λόγο της αναιρέσεως που έκανε δεκτό, ενώ, αντιθέτως, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται σε σχέση με την ουσία της διαφοράς, η περί της οποίας κρίση, άλλωστε είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 906/ 2009, ΑΠ 137/2004 ΤΝΠ Nomos). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (Εφετείου) δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο διότι με την αναίρεση της αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της εφέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41.51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα την απορρίψει επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ Γ.145). Κατά την έννοια, τέλος, της διατάξεως του άρθρου 579 του ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της αποφάσεως καταργείται κατά την αυτή έκταση και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση. Ως εκ τούτου οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ' αυτήν, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη γίνεται νόμιμη επίκληση τους κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ. Κατά τα λοιπά, οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά την συζήτηση στην οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση (ΑΠ 852/1987 ΝοΒ 36.1576).

 

Η καλούσα-ενάγουσα, ..., με την από 28/7/2008 (αρ. κατάθεσης ./2008) αγωγή της, απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, στρεφόμενη εναντίον της τρίτης καθής η κλήση ... και του ..., ζήτησε να αναγνωρισθεί αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος του περιγραφομένου στην αγωγή ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στη θέση «Σ», εντός της πόλεως Ληξουρίου Κεφαλονιάς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, α) οι τέταρτη και πέμπτη των καθών η κλήση άσκησαν, την από 21/12/2009 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2010) κυρία παρέμβαση εναντίον της καλούσας-ενάγουσας και των εναγομένων (μεταξύ των οποίων η τρίτη καθής η κλήση) της κύριας αγωγής, με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστούν συγκύριες, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου κάθε μία, του με αριθμού .α ακινήτου, το οποίο προέκυψε μετά από κατάτμηση του αρχικού, επίδικου, ακινήτου, που έλαβε χώρα με δημόσια διαθήκη, κατά τα εκτεθέντα στο δικόγραφο της παρέμβασης και να απορριφθεί η ανωτέρω αγωγή, κατά το μέρος που αφορούσε στο υπ' αριθμ. .α ακίνητο και β) οι πρώτη και δεύτερη των καθ’ών άσκησαν την από 11/3/2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2010) κύρια παρέμβαση εναντίον της καλούσας-ενάγουσας και της τρίτης καθής-εναγομένης της κύριας αγωγής, με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστούν συγκύριες, κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου κάθε μία, του με αριθμού .β ακινήτου, το οποίο προέκυψε μετά από κατάτμηση του αρχικού, επίδικου, ακινήτου, που έλαβε χώρα με δημόσια διαθήκη, κατά τα εκτεθέντα στο δικόγραφο της παρέμβασης και να απορριφθεί η ανωτέρω αγωγή, κατά το μέρος που αφορούσε στο υπ' αριθμ. .β ακίνητο. Η ανωτέρω αγωγή και οι κύριες παρεμβάσεις συζητήθηκαν κατά τη δικάσιμο της 10/5/2011 και επ' αυτών εξεδόθη η υπ' αριθμ. 134/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, η οποία κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, ..., κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της από 11/3/2010 κύριας παρέμβασης ως προς τον ..., απέρριψε τις κύριες παρεμβάσεις και έκανε δεκτή την ως άνω αγωγή, ως προς την πρώτη εναγομένη .... Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η τρίτη καθής η κλήση (πρώτη εναγομένη), με την από 2/1/2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2012) έφεση της, με την οποία ζητούσε να εξαφανιστεί η προαναφερόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας και να απορριφθεί η από 28/7/2008 αγωγή, β) οι λοιπές καθών η κλήση (κυρίως παρεμβάσες) με την από 2/1/2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2012) έφεση τους, με την οποία ζητούσαν να εξαφανιστεί η προαναφερόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, να απορριφθεί η από 28/7/2008 αγωγή και να γίνουν δεκτές οι ασκηθείσες από αυτές κύριες παρεμβάσεις. Το παρόν Δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. 95/2016 οριστική απόφαση του, α) κήρυξε απαράδεκτη την υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. ./2012 έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά των κυρίως παρεμβασών στην από 28/7/2008 αγωγή και την υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. ./2012 έφεση, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των εναγομένων της κυρίας αγωγής, συνεκδίκασε τις ανωτέρω εφέσεις, δέχθηκε εν μέρει τυπικά αυτές και τις απέρριψε κατ' ουσίαν κατά το μέρος που στέφονταν κατά της εφεσίβλητης-ενάγουσας-καθ'ης οι κύριες παρεμβάσεις. Κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, άσκησαν, ενώπιον του Αρείου Πάγου, α) η τρίτη καθής η κλήση-εκκαλούσα, την από 12/12/2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2016) αίτηση αναίρεσης, β) οι λοιπές καθών η κλήση-εκκαλούσες την από 12/12/2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2016) αίτηση αναίρεσης. Με την υπ' αριθμ. 691/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου (Γ' Πολιτικό Τμήμα) αναιρέθηκε, η υπ' αριθμ. 95/2016 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο (συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνον που εξέδωσαν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), προς περαιτέρω εκδίκαση κατά το μέρος για το οποίο χώρησε η αναίρεση της απόφασης (που δεν αναιρέθηκε κατά το μέρος που κήρυξε απαράδεκτες τις ένδικες εφέσεις), ήτοι για τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 11 γ Κ.Πολ.Δ., που συνίσταται εν προκειμένω στο ότι, από το Εφετείο δεν λήφθηκαν υπόψη, ούτε συνεκτιμήθηκαν, α) το υπ' αριθμ. ./22-1-1960 συμβόλαιο διανομής αγροτικού τμήματος του συμβολαιογράφου Ληξουρίου ..., το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ του ..., ενεργήσαντος ως πληρεξουσίου της ..., του άμεσου δικαιοπαρόχου των αναιρεσειουσών ... και της μητέρα της αναιρεσίβλητης, ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ληξουρίου, στον τόμο . και με αριθμό ., β) η υπ' αριθμ. ./17-10-1979 εισηγητική έκθεση του εισηγητή Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας επί της από 1/10/1978 και υπ' αριθμ. πρωτ. ./7-10-1978 αγωγής διανομής που άσκησε η ... κατά του ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αργοστολίου και γ) η υπ' αριθμ. ./17-10-1979 εισηγητική έκθεση του εισηγητή Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας επί της από 1/10/1978 και υπ' αριθμ. πρωτ. ./7-10-1978 αγωγής διανομής που άσκησε η ... κατά της ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αργοστολίου.

 

Ήδη η καλούσα-εφεσίβλητη-πρώτη εναγομένη επαναφέρει προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 18/9/2018 (αρ. κατάθεσης ./2018) κλήση της, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, κατ' άρθρα 580 παρ. 3 εδ. β' και 581 παρ. 1 - 2 Κ.Πολ.Δ., την από 2/1/2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2012) έφεση και την από 2/1/2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2012) έφεση, οι οποίες εισάγονται νομίμως προς συζήτηση και πρέπει να συνεκδικασθούν. αφενός λόγω της μεταξύ τους φανερής σχέσης και συνάφειας, αφετέρου επειδή υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Ως εκ τούτου, οι νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσες εφέσεις των εκκαλουσών (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516, 518 ΚΠολΔ). πρέπει να γίνουν δεκτές κατά τους τύπους και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, καθώς και η υπόθεση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την άνω αναιρετική απόφαση, τα οποία ορίζονται από τα αντίστοιχα παράπονα της εφέσεως αυτής.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 49-51 του Ν.Δ. της 17-7/16.8.1923 «περί σχεδίων πόλεων κ.λπ., όπως αντικαταστάθηκαν και κυρίως εξολοκλήρου το τελευταίο άρθρο (51) με το Ν.Δ.2934/1954 «περί τροποποιήσεως των περί σχεδίων πόλεων κ.λπ. διατάξεων και ειδικών τινών διατάξεων σχετικών με την ανοικοδόμηση των σεισμόπληκτων Ιονίων Νήσων» συνάγεται ότι, όταν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ταυτόχρονης τακτοποιήσεως πολλών παρακείμενων οικοπέδων, συνιστάται με απόφαση της Αρχής «Κτηματική Ομάδα», η οποία προβαίνει σε παραχώρηση των τακτοποιηθέντων οικοπέδων στους δικαιούχους. Σε εξαιρετικές δε περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιβάλλεται επείγουσα εφαρμογή του σχεδίου, ολόκληρη η καταλαμβανόμενη από την ομάδα έκταση θεωρείται απαλλοτριούμενη σαν ενιαίο σύνολο υπέρ των ιδιοκτητών ακινήτων που έχουν περιληφθεί στην ομάδα για διανομή μεταξύ αυτών οικοδομήσιμων χώρων που έχουν οριστεί στην έκταση αυτή για την εφαρμογή του σχεδίου. Μετά την έκδοση και τη δημοσίευση της υπουργικής αποφάσεως περί συστάσεως «Κτηματικής ομάδας» δημιουργείται νομική κατάσταση που επηρεάζει τα πρώην περιουσιακά δικαιώματα των ιδιοκτητών και κατ' ακολουθίαν και τη νομή αυτών στις περιλαμβανόμενες στην ομάδα αυτή περιουσίες. Στην νέα αυτή κατάσταση, ανεξάρτητα από τη βούληση του ιδιοκτήτη, όλα τα τακτοποιητέα και προσκυρωτέα κτήματα που αποτελούν την κτηματική ομάδα που συστάθηκε με την υπουργική απόφαση θεωρούνται απαλλοτριούμενα σαν ενιαίο σύνολο υπέρ των παραπάνω ιδιοκτητών και κάθε έννομη σχέση που προϋπάρχει σ’ αυτά αποσβήνεται σύμφωνα με το νόμο, η δε κυριότητα που προσπορίζεται στο σύνολο των ιδιοκτητών και του νομικού προσώπου της Κτηματικής Ομάδας και μέσω αυτής σε καθέναν από τους δικαιούχους, μετά τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου, φέρει το χαρακτήρα της πρωτότυπης και είναι ανεξάρτητη κάθε κυριότητα δικαιοπαρόχου και αν ακόμη δόθηκε στο δικαιούχο το δικό του κτήμα, καταργούμενης της προ της απαλλοτριώσεως σχέσεως νομής του προς το πράγμα. Οι εκδιδόμενοι από την Κτηματική Ομάδα υπέρ των προς ους παραχωρούνται τα νέα ακίνητα τίτλοι ιδιοκτησίας (παραχωρητήρια) μεταγράφονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων, της Κτηματικής Ομάδας ή της αρμόδιας επί της εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας (άρθρο 51 παρ.8). Επομένως, από και με τη μεταγραφή του τίτλου ιδιοκτησίας που εκδόθηκε (παραχωρητηρίου) προσπορίζεται στο δικαιούχο κυριότητα, η κτήση της οποίας είναι πρωτότυπη και ισχύει έναντι κάθε άλλου που αξιώνει κυριότητα στο ακίνητο που απαλλοτριώθηκε και το ακίνητο που παραχωρήθηκε, μέχρι τη μεταγραφή του τίτλου ιδιοκτησίας (παραχωρητηρίου) ανήκει κατά κυριότητα στην Κτηματική Ομάδα που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που υποκαθιστά τους ιδιοκτήτες των ακινήτων που περιλήφθηκαν σ' αυτήν, υποχρεωτικά μάλιστα, όταν τούτο έχει επιβληθεί με την απόφαση του Υπουργού και δεν είναι μέχρι τότε, δηλαδή μέχρι τη μεταγραφή του τίτλου δεκτικό νομής και χρησικτησίας από μέρους άλλου και μάλιστα τέως κυρίου, διότι διαφορετικά θα μπορούσε να ματαιωθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός με την καθιερούμενη από τις παραπάνω διατάξεις ρύθμιση, που είναι η από και με τη μεταγραφή του τίτλου κτήση από το δικαιούχο κατά πρωτότυπο τρόπο της κυριότητας στο ακίνητο που παραχωρήθηκε σ’ αυτόν κατ' ανάλογη εφαρμογή και του άρθρου 4 του ΑΝ 1539/1936 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και με το άρθρο 21 του ΝΔ, 22 Απριλίου/16 Μαΐου 1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής αμύνης κ.λπ.» (ΟλΑΠ 7/2003 ΝοΒ 51, 1405, ΕφΠατρ 6/2009 ΑχαΝομ 2010. 656, ΕφΠατρ 180/2007 ΑχαΝομ 2008.665, Εφ Πατρ 1124/2003 ΑχαΝομ 2004.145, ΑχαΝομ 2004.605). Συνεπούς, χρονικό σημείο μεταθέσεως της κυριότητος δεν είναι αυτό της κυρώσεως της πράξεως αναδασμού και των σχετικών κτηματολογικών πινάκων και διαγραμμάτων, στα οποία μνημονεύεται ο δικαιούχος, αλλά εκείνο της μεταγραφής του παραχωρητηρίου. Τούτο συνάγεται και από την παρατεθείσα διάταξη του άρθρου 51 §4 του άνω Ν.Δ/τος σύμφωνα με την οποία "Οι προς ους η διανομή των οικοπέδων από της εκδόσεως της αποφάσεως του Υπουργού, έστω και προ της μεταγραφής των κατά την παράγραφο 8 τίτλων, επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουν τα παραχωρούμενα οικόπεδα...". Με την διάταξη αυτή επετράπη, κατ εξαίρεση, η απλή χρήση του παραχωρουμένου οικοπέδου και μόνο από τον προς ον η παραχώρηση κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την δημοσίευση της άνω Υπουργικής Εγκριτικής Αποφάσεως μέχρι την μεταγραφή του οριστικού (παραχωρητηρίου), αποκλειόμενης της νομής ή και κατοχής του εν λόγω οικοπέδου κατά το ίδιο χρονικό διάστημα από οποιονδήποτε τρίτο, μη δικαιούχο (ΕφΠατρ 271/2002 ΑχαΝομ 2003.155).

 

Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, τη με αριθμό ./2009 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αργοστολίου ... που ελήφθη με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εναγομένης, τις με αριθμό ./2010, ./2010 και ./2010 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αργοστολίου ..., οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομοτύπως, είτε 0)ς αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται: α) το υπ' αριθμ. ./22-1-1960 συμβόλαιο διανομής αγροτικού τμήματος του συμβολαιογράφου Ληξουρίου ..., β) η υπ' αριθμ. 1/17-10-1979 εισηγητική έκθεση του εισηγητή Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας επί της από 1/10/1978 και υπ' αριθμ. πρωτ. ./7-10-1978 αγωγής διανομής, απευθυνόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αργοστολίου, γ) η υπ' αριθμ. 2/17-10-1979 εισηγητική έκθεση του εισηγητή Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας επί της από 1/10/1978 και υπ' αριθμ. πρωτ. ./7-10-1978 αγωγής διανομής, απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αργοστολίου, δ) η από 1/10/1978 και με υπ' αριθμ. πρωτ../17-ΙΟΙ 978 αγωγή, απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αργοστολίου Κεφαλληνίας, ε) οι από 30/11/1978 προτάσεις της ..., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, επί της από 1/10/1978 και με υπ' αριθμ. πρωτ. ./17-10-1978 αγωγής, απευθυνόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αργοστολίου Κεφαλληνίας, στ) οι από 8/10/1980 προτάσεις της ..., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, επί της από 1/10/1978 και με υπ' αριθμ. πρωτ. ./17-10-1978 αγωγής, απευθυνόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αργοστολίου Κεφαλληνίας, ζ) η υπ' αριθμ. 96/1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, τα οποία νομίμως και παραδεκτώς προσκομίζονται από τις εκκαλούσες, το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (αφού ενώπιον του  Εφετείου επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τα άρθρα 524 § 1 εδ. α και 529 ΚΠολΔ, ΑΠ 204/2017, ΑΠ 1114/2011 ΑΠ 319/2009, ΑΠ 964/2007, ΑΠ 678/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Nomos) και λαμβάνονται υπόψη, καθώς η μη προσκομιδή τους στην πρωτόδικη δίκη δεν οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή σε βαριά αμέλεια (μη απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας για την κρίση αυτή, ΑΠ 175/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Nomos), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

Το επίδικο ακίνητο (οικόπεδο) έχει εμβαδό 890,66 τ.μ. εντός του οποίου βρίσκεται ημιτελής οικία επιφάνειας 60 τ.μ. και βρίσκεται στη θέση «Σ» εντός της πόλης του Ληξουρίου και εμφαίνεται στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Ληξουρίου Κεφαλονιάς με τον κωδικό εθνικού κτηματολογίου [ΚΑΕΚ] ... και συνορεύει γύρωθεν, βόρεια εν μέρει με ιδιοκτησία ., εν μέρει με ιδιοκτησία ., εν μέρει με ιδιοκτησία . και εν μέρει με παρακείμενη πλατεία, ανατολικά με την οδό ., νότια κατά ένα μέρος με ιδιοκτησία ... και κατά άλλο μέρος με ιδιοκτησία άγνωστου προσώπου και τέλος δυτικά με πεζοδρόμιο, πέραν δε αυτού με την οδό …. Επί του ακινήτου αυτού υφίστατο πριν το έτος 1954 αγροληπτική σχέση, διεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 1627-1650 του Ιονίου Αστικού Κώδικα, με αγροδότες τους ... και αγρολήπτη αντίστοιχα τον ..., πατέρα της ενάγουσας. Ο ... απεβίωσε το έτος 1949 χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας πλησιέστερο συγγενή και μόνο εξ αδιαθέτου κληρονόμο του τον αδερφό του .... Στη συνέχεια το έτος 1953 και συγκεκριμένα το μήνα Αύγουστο απεβίωσε ο παραπάνω αγρολήπτης ..., καταλείποντας πλησιέστερους συγγενείς και μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγο του ... και τα τέσσερα νόμιμα τέκνα του, μεταξύ των οποίων και την ενάγουσα. Κατόπιν, δυνάμει του άρθρου 2§1 του Ν. 3096/1954, διαλύθηκε η προαναφερόμενη στο επίδικο ακίνητο αγροληψία και η δικαιοπάροχος της ενάγουσας αφενός, και ο ... αφετέρου, κατέστησαν συγκύριοι κατ' ισομοιρία του επιδίκου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στην 3η παράγραφο του ως άνω άρθρου 2 του ως άνω νόμου. Ακολούθως, το ίδιο άνω έτος εκδόθηκε η απόφαση με αριθμό Δ. 8018/07.08.1954 του Υφυπουργού Α.Σ.Ν. περί συστάσεως κτηματικής ομάδας στην πόλη του Αηξουρίου Κεφαλληνίας (Φ.Ε.Κ. 173 Β) βάσει των διατάξεων του ν.δ. 2934/1954 «περί τροποποιήσεως των περί σχεδίου πόλεων κ.λπ. διατάξεων και ειδικών τινών διατάξεων σχετικών με την ανοικοδόμηση των Σεισμοπλήκτων Ιονίων Νήσων». Επακολούθησε η συνταχθείσα την 30/9/1954 πράξη αναδασμού, αριθμός ., των οικοπέδων της πόλης του Ληξουρίου, που κυρώθηκε με την υπ' αριθμό Ε3969 «περί κυρώσεως της υπ' αριθμό ./1954 πράξεως αναδασμού οικοπέδων πόλεως Ληξουρίου» απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Οικισμού του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, δυνάμει της οποίας προέκυψε νέο οικόπεδο εντός της πόλεως του Ληξουρίου, που έφερε τον αριθμό 36 και το οποίο ταυτιζόταν με το ακίνητο, του οποίου συγκύριοι κατά τα προαναφερθέντα ήταν οι ως άνω ... και το οποίο παραχωρήθηκε στους τελευταίους, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους, ενώ αργότερα και συγκεκριμένα στις 28/2/1974 εκδόθηκε το σχετικό παραχωρητήριο από την Υπηρεσία Οικισμού του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων. Στις 24/2/1956 απεβίωσε ο ..., άγαμος και δίχως κατιόντες και δυνάμει της από 2/1/1948 ιδιόγραφης διαθήκης του, που δημοσιεύτηκε με το υπ' αριθμ. ./1956 πρακτικό του Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ. ./1956 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου εγκατέστησε κληρονόμο του σε ολόκληρη την περιουσία του στο Ληξούρι Κεφαλονιάς τον αδερφό του ..., ο οποίος ενώ ζούσε κατά το χρόνο σύνταξης της εν λόγω διαθήκης, είχε αποβιώσει πριν το χρόνο της επαγωγής, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, την δε περιουσία του, που βρισκόταν στην Αθήνα, ο διαθέτης κατέλειπε στη .... Παρόλο που από το θάνατο του αδερφού του (το έτος 1949) μέχρι το χρόνο του δικού του θανάτου, το έτος 1956, μεσολάβησε χρονικό διάστημα έξι (6) και πλέον χρόνων, ο ως άνω κληρονομούμενος δεν προέβη σε αλλαγή της πιο πάνω διάταξης της διαθήκης του, με την οποία εγκαθιστούσε κληρονόμο τον αδερφό του, καθόσον όπως αποδεικνύεται για την τύχη της περιουσίας του στο Ληξούρι είχε ήδη αυτός μεριμνήσει. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο ποσοστό επί του επίδικου ακινήτου, κατά το οποίο αυτός ήταν συγκύριος, είχε δωρίσει τούτο ατύπως στη ..., προς υλική αλλά και ηθική στήριξη της, ενόψει του ότι, εξαιτίας του θανάσιμου τραυματισμού του συζύγου της κατά τους σεισμούς του μηνός Αυγούστου του έτους 1953, αυτή είχε μείνει μόνη με τέσσερα τέκνα. Η τελευταία, αφού παρέλαβε στη νομή της ολόκληρο το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ' αυτού διακατοχικές πράξεις με διάνοια αποκλειστικής κυρίας.

 

Ειδικότερα, η ... αμέσως μετά τους σεισμούς του μηνός Αυγούστου του έτους 1953 ανήγειρε εντός του επιδίκου παράγκα, επιπλέον δε έδωσε την άδεια και στους ... να ανεγείρουν στον ίδιο χώρο κι αυτοί παράγκες, προκειμένου να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες, που ανέκυψαν εξαιτίας του σεισμού. Οι πιο πάνω ... παρέμειναν μέσα στο επίδικο για χρονικό διάστημα 5-6 χρόνων με την ανοχή της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, έως ότου δηλαδή τούτο δόθηκε από την ως άνω ... για ανοικοδόμηση, οπότε και ανεγέρθηκε το οικοδόμημα, που κείται ακόμα ημιτελές (γιαπί) στο εσωτερικό του. Περαιτέρω, η ... φύτεψε στο επίδικο οπωροφόρα δέντρα, κληματαριές και άλλα καλλωπιστικά φυτά και όταν στις 28/2/1974 εκδόθηκε το παραχωρητήριο με αριθμό . της Κτηματικής Ομάδας Ληξουρίου, για το επίδικο ακίνητο, η ... παρέλαβε αυτό και το μετέγραψε νόμιμα, στις 7/3/1974, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου του Δήμου Παλικής, στον τόμο . με αύξοντα αριθμό . (όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 14/9/2009 πιστοποιητικό της μεταγραφοφύλακος του ως άνω Υποθηκοφυλακείου). Η τελευταία αυτή ενέργεια της, όπως άλλωστε και οι προαναφερθείσες υλικές πράξεις, τις οποίες ασκούσε στο επίδικο αμέσως μετά τους σεισμούς του έτους 1953, αποδεικνύουν ότι η δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ..., είχε αυτό στην αποκλειστική κατοχή της τουλάχιστον από το ανωτέρω χρονικό σημείο. Με την παραλαβή δε και κατόπιν μεταγραφή του ως άνω παραχωρητηρίου απέκτησε, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, τη συγκυριότητα στο επίδικο κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ήτοι κατά το μέρος που η ίδια αναφερόταν στο παραχωρητήριο, ενώ έκτοτε άρχισε να νέμεται το επίδικο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, όσον αφορά στο εμπράγματο δικαίωμα του έτερου αναγραφόμενου στο παραχωρητήριο προσώπου, ήτοι του …, ο οποίος είχε πεθάνει 18 περίπου χρόνια πριν την έκδοση του παραχωρητηρίου αυτού. ʼλλωστε και το χρονικό διάστημα μετά το έτος 1974 νομέας του επιδίκου αποδεικνύεται ότι ήταν η ..., σύμφωνα και με την υπ' αριθμ. 893/1982 απόφαση του Εφετείου Πατρών. Ειδικότερα, η ..., την οποία - όπως ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως - ο ως άνω ... είχε εγκαταστήσει κληρονόμο του, μόνο στην περιουσία που κατέλειπε στην Αθήνα, άσκησε τις από 1/10/1978 δύο αγωγές της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, στρεφόμενες σε βάρος της ... (με αριθμ. εκθ. καταθ. ./1978) καθώς και του ..., φερόμενου ως δικαιοπαρόχου της εναγομένης, αλλά και όλων των κυρίως παρεμβαινουσών. ζητώντας, με την πρώτη ως άνω αγωγή, τη δικαστική διανομή του ακινήτου της κτηματικής ομάδας Ληξουρίου με αριθμό ., δηλαδή του επιδίκου, ενώ με τη δεύτερη ως άνω αγωγή, τη δικαστική διανομή του όμορου ακινήτου με αριθμό ., το οποίο ανήκε στον ..., διατεινόμενη ότι η ίδια τυγχάνει συγκύρια σε αμφότερα τα ακίνητα αυτά κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου. Επί της αγωγής, στρεφόμενης κατά της ... (δικαιοπαρόχου της ενάγουσας) εξεδόθησαν η υπ' αριθμ. 5/1979  προδικαστική  απόφαση  του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας και η υπ' αριθμ. 96/1980 οριστική απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, ενώ επί της δεύτερης ως άνω αγωγής, στρεφόμενης κατά του ..., εξεδόθησαν η υπ' αριθμ. 4/1979 προδικαστική απόφαση και η υπ' αριθμ. 95/1980 οριστική απόφαση του ιδίου ως άνω δικαστηρίου, οι οποίες (οριστικές αποφάσεις) έκαναν δεκτές αμφότερες τις αγωγές, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της υπ' αριθμ. 893/1982 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς όμως να αποδεικνύεται ότι οι ως άνω οριστικές αποφάσεις έχουν τελεσιδικήσει. Στις παραπάνω δίκες εκείνες, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, η εναγόμενη ... ισχυρίσθηκε ότι είναι αποκλειστική κυρία του ήδη επιδίκου ακινήτου, αντίστοιχα δε, στη δίκη που ανοίχτηκε εναντίον του, με την έτερη αγωγή της ..., ο ... ισχυρίσθηκε ότι είναι αποκλειστικός κύριος του όμορου ακινήτου με αριθμό 21 και όχι του επιδίκου, επί του οποίου ουδεμία αξίωση προέβαλε. Οι εκκαλούσες, όπως ήδη προεκτέθηκε. παραδεκτώς προσκομίζουν, ενώπιον του Εφετείου τις υπ' αριθμ. ./1979 και ./1979 εισηγητικές εκθέσεις, που περιλαμβάνουν τις μαρτυρικές αποδείξεις που διεξήχθησαν δυνάμει των υπ' αριθμ. 4/1979 και 5/1979 προδικαστικών αποφάσεων του ως άνω Δικαστηρίου, προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, εκ των οποίων όμως η ως άνω υπ' αριθμ. ./1979 εισηγητική έκθεση αφορά στην αγωγή, στην οποία ήταν εναγόμενος ο ... (δικαιοπάροχος των εκκαλουσών) και αφορά στο υπ' αριθμ. . ακίνητο και συνεπώς, οι περιεχόμενες σε αυτήν μαρτυρικές καταθέσεις δεν αφορούν στο επίδικο ακίνητο. Αντίθετα, η ως άνω υπ' αριθμ. ./1979 εισηγητική έκθεση αφορά στην αγωγή, στην οποία ήταν εναγόμενη η ... και αφορά στο επίδικο υπ' αριθμ. . ακίνητο, στην οποία έκθεση έχουν καταγραφεί οι διαταχθείσες με την ως άνω προδικαστική απόφαση μαρτυρικές καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, μεταξύ των οποίων, αυτή του ..., γείτονα των τότε διαδίκων, ο οποίος χαρακτηριστικά καταθέτει ότι γνωρίζει την εναγομένη (...) ως ιδιοκτήτρια αυτού (ήτοι του υπ' αριθμ. . ακινήτου). Τα κατατεθέντα υπό τους λοιπούς (2) μάρτυρες, ήτοι η κατάθεση του ..., σύμφωνα με την οποία, το επίδικο κατέχει ο ... και του ..., σύμφωνα με την οποία, το γιαπί έχει χτίσει ο ..., ουδόλως αναιρούν τα ανωτέρω εκτεθέντα, αφενός λόγω της σαφούς κατάθεσης του τρίτου μάρτυρα στην ως εισηγητική έκθεση, ο οποίος αναφέρει ότι γνωρίζει την εναγομένη (...) ως ιδιοκτήτρια του επίδικου, αφετέρου, λόγω του ότι η υπ' αριθμ. 893/1982 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, εκδοθείσα επί της αγωγής εναντίον της ..., δέχθηκε ότι η τελευταία (δικαιοπάροχος της ενάγουσας) είναι συγκύρια στο επίδικο ακίνητο και ουδόλως εδέχθη συγκυριότητα του δικαιοπαρόχου των εκκαλουσών στο επίδικο, καθώς δεν προεβλήθη σχετικός ισχυρισμός. Ακολούθως, οι εκκαλούσες. προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, προσκομίζουν το υπ' αριθμ. ./1960 συμβόλαιο διανομής του συμβολαιογράφου Ληξουρίου ..., ισχυριζόμενες ότι δι' αυτού έγινε διανομή δύο αγροτεμαχίων, εκ των οποίων το ένα εξ αυτών συνεφωνήθη να λάβουν κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο ... και η ..., το οποίο (αγροτεμάχιο) αργότερα κατετμήθη στα υπ' αριθμ. ... οικόπεδα και συμφωνήθηκε προφορικά όπως ο ... λάβει το επίδικο, υπ' αριθμ. ., οικόπεδο και η ... τα υπ' αριθμ. ... οικόπεδα. Όμως πέραν του ότι δεν προκύπτει η ταυτότητα του ενός εκ των διανεμηθέντων με το ανωτέρω συμβόλαιο διανομής αγροτεμαχίου με το επίδικο, η ισχυριζόμενη από τις εκκαλούσες συμφωνία των ανωτέρω (...) περί διανομής των τριών ακινήτων που προέκυψαν, κατά τους ισχυρισμούς τους, από το αρχικό ακίνητο, ούτως ώστε το επίδικο να καταλήξει στο δικαιοπάροχο των εκκαλουσών, επίσης δεν αποδείχθηκε, αφενός, λόγω όσων ήδη έχουν αποδειχθεί και εκτεθεί ανωτέρω, αφετέρου, λόγω του ότι στις ανοιγείσες δίκες από τη ..., το έτος 1978, ο ... εμφανίσθηκε ως ιδιοκτήτης του υπ' αριθμ. . ακινήτου και όχι του υπ' αριθμ. . ακινήτου, για το οποίο ουδεμία αξίωση προέβαλε. Ακολούθως, κατά το χρονικό διάστημα μετά τα ως άνω έτη 1978-1982 νομέας ολόκληρου του επιδίκου ακινήτου εξακολουθούσε να είναι μόνη η ... η οποία το έτος 1985, επιθυμώντας να διανείμει την περιουσία της μεταξύ των τεσσάρων παιδιών της, παρέδωσε με τη βούληση της τη νομή του επιδίκου στην ενάγουσα αιτία σύμβασης δωρεάς, η οποία καταρτίστηκε ατύπως. Η τελευταία δε παρέλαβε στη νομή της ολόκληρο το επίδικο ομοίως με τη βούληση της και έκτοτε το κατέχει αυτό σε ολόκληρη του την έκταση με διάνοια αποκλειστικής κυρίας. Τα παραπάνω αποδεικνύονται και από το υπ' αριθμ. ./18-9-1992 συμβόλαιο γονικής παροχής αστικού ακινήτου της συμβολαιογράφου Αργοστολίου .... δυνάμει του οποίου ο ... μεταβιβάζει αιτία γονικής παροχής την ψιλή κυριότητα του όμορου ακινήτου με αριθμό . στο γιο του ..., ενώ στη γενόμενη περιγραφή του ακινήτου, το οποίο αφορά η γονική παροχή, αναφέρεται ότι τούτο συνορεύει με το οικόπεδο με αριθμό . του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου (επίδικο), ως δε συγκυρία αυτού ο ίδιος ο παρέχων ... (ο οποίος κατά τους αποδεικνυόμενους ως αναληθείς ισχυρισμούς της εναγόμενης και των κυρίως παρεμβαινουσών το νεμόταν από το έτος 1953 μέχρι το έτος 2006 ως αποκλειστικός κύριος), αναφέρει τους κληρονόμους της ..., μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται αναντίρρητα και η νυν ενάγουσα (βλ. σχετικά στο 2° φύλλο τελευταίος στίχος της 1ης σελίδας και 1ος στίχος της επομένης του πιο πάνω συμβολαίου). Για τον εαυτό του, ο ίδιος, ανέφερε διηγηματικά στο πιο πάνω συμβόλαιο ότι είναι συγκύριος του νυν επίδικου, επιχειρώντας τοιουτοτρόπως να οικειοποιηθεί το μερίδιο του ..., εξήγηση την οποία δίδει ο ίδιος ο αποδεχόμενος υιός του, ... στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα ένορκη βεβαίωση αριθμός ./21-9-2009, που έχει δοθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Αργοστολίου ..., στα πλαίσια δε της προσπάθειας αυτής του δικαιοπαρόχου των εκκαλουσών να καταλάβει το μερίδιο του ..., πρέπει να εκτιμηθούν και οι ενέργειες του περί νομιμοποίησης του ισογείου κτίσματος που βρίσκεται εντός του επίδικου, όπως και η σύνταξη τοπογραφικών σχεδιαγραμμάτων και η εγγραφή του επίδικου στο Εθνικό Κτηματολόγιο, με μέριμνα αυτού (...). Ειδικότερα,  στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση ο ανωτέρω, υιός του .... καταθέτει ότι ο πατέρας του ουδεμία πράξη νομής έκανε στο επίδικο, το οποίο, όπως χαρακτηριστικά καταθέτει «διαφέντευε η θεία μου, ...», ενώ επιπλέον καταθέτει ότι ασκούσε και αυτός πράξεις νομής στο επίδικο για λογαριασμό της θείας του, δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης. Ακολούθως, όμως, ο ίδιος ως άνω μάρτυρας, με τη με αριθμό .../25-2-2010 νεώτερη ένορκη βεβαίωση του, που δόθηκε στη συμβολαιογράφο Αργοστολίου ..., η οποία προσκομίζεται από τις εκκαλούσες (εναγομένη και κυρίως παρεμβαίνουσες), επιχείρησε να ανασκευάσει τα όσα   κατέθεσε προηγουμένως εξεταζόμενος με επιμέλεια της ενάγουσας, καταθέτοντας μεταξύ άλλων, ότι το επίδικο τελικά νεμόταν ο πατέρας του. Η εν λόγω, όμως, μεταγενέστερη ένορκη βεβαίωση, κρίνεται ήκιστα πειστική, καθώς ο λόγος της μεταστροφής του αυτής («...κατόπιν ώριμης σκέψης...») κρίνεται ως προσχηματικός, στερούμενος αληθοφάνειας, ενώ ουδεμία λογική εξήγηση δίνει αυτός για ποιό λόγο στο προαναφερόμενο συμβόλαιο γονικής παροχής, τόσο ο ίδιος ως συμβαλλόμενος, όσο και ο πατέρας του, παρέχων, ανέφεραν διηγηματικά στο συμβόλαιο ότι το επίδικο ανήκε κατά συγκυριότητα στους κληρονόμους της ενάγουσας-εφεσίβλητης. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την προσκομιζόμενη από την εναγομένη υπ' αριθμ. 588/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία αφορά άλλο ακίνητο και συγκεκριμένα εκείνο για το οποίο εκδόθηκε το παραχωρητήριο με αριθμό . της Κτηματικής Ομάδας Ληξουρίου, ενώ για το επίδικο ακίνητο έχει εκδοθεί, όπως ήδη προαναφέρθηκε, το υπ' αριθμ. . σχετικό παραχωρητήριο. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται επίσης ότι η ενάγουσα, αφότου παρέλαβε στη νομή της το επίδικο ακίνητο το έτος 1985, ασκεί αδιαλείπτως επ' αυτού διακατοχικές πράξεις, εκδηλώνοντας τη διάνοια της να νέμεται τούτο ως αποκλειστική κυρία. Συγκεκριμένα, αυτή επιμελείται των ορίων του, το καθαρίζει, περιποιείται τα εντός αυτού οπωροφόρα δέντρα, τις κληματαριές και τα καλλωπιστικό φυτά, είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω τρίτων, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, που κατ' εντολή της ενεργούν διακατοχικές πράξεις επ' αυτού. Επομένως, εφόσον η ενάγουσα νέμεται το επίδικο αδιαλείπτως για χρονικό διάστημα πάνω από 30 χρόνια (άρθρο 1045 ΑΚ), επιπλέον δε νέμεται τούτο και με τα προσόντα του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, όπως αυτά αναλυτικά αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη για το ίδιο χρονικό διάστημα, ενόψει του ότι το Ληξούρι Κεφαλληνίας είναι οικισμός προϋπάρχων του έτους 1923 και το επίδικο υπολείπεται των 2.000 τετραγωνικών μέτρων, έχει καταστεί αποκλειστική κυρία αυτού. Αποδεικνύεται επίσης ότι η εναγομένη, χωρίς να έχει οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα στο επίδικο ακίνητο, διατείνεται αναληθώς ότι ένα τμήμα του της ανήκει κατά συγκυριότητα και συγκεκριμένα κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό σύγχυση και αμφιβολία. Ακολούθως, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι τόσο η ίδια, όσο και ο δικαιοπάροχος της νέμονταν το επίδικο για χρονικό διάστημα πλέον των 60 ετών, με συνέπεια η αξίωση της ενάγουσας να έχει υποπέσει στην εικοσαετή παραγραφή, είναι απορριπτέος, πέραν της αοριστίας του, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ως ουσιαστικά αβάσιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, δεδομένου ότι η αναγνωριστική αγωγή κυριότητας δεν υπόκειται μεν σε παραγραφή, εάν όμως παραγραφεί η αξίωση που ασκείται με την αντίστοιχη διεκδικητική αγωγή, εκλείπει το έννομο συμφέρον του ενάγοντος για την αναγνώριση της κυριότητας και η αναγνωριστική αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 784/86 ΕΕΔ 46.387, ΑΠ 275/83 ΝοΒ 31.1566, ΑΠ 1535/79 ΝοΒ 28.1086, ΑΠ 1015/77 ΝοΒ 26.914, Β. Βαθρακοκοίλη ΕρΝομΚΠολΔ), περίσταση που δε συντρέχει εν προκειμένω, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω. Επίσης, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, είναι απορριπτέος ως αόριστος, ως άλλωστε, έκρινε ο Αρειος Πάγος, με την υπ' αριθμ. 691/2018 απόφαση του. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας -νυν εφεσίβλητης, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, οι δε αντίθετοι λόγοι έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούσες. υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ακολούθως δε, οι κρινόμενες εφέσεις κατά το μέρος που στρέφονται κατά της ενάγουσας πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους κατ' ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εκκαλούσες να καταβάλουν τα δικαστικά έξοδα, που προκάλεσε έκαστη έφεση, στην εφεσίβλητη, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος αυτής με τις προτάσεις της (άρθρα 176, 180 παρ. 2 και 183 Κ.Πολ.Δ.), όποος ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Συνεκδικάζει τις παρακάτω εφέσεις κατά το μέρος που στρέφονται κατά της εφεσίβλητης-ενάγουσας-καθ' ης οι κύριες παρεμβάσεις.

 

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ' ουσίαν τις από 2/1/2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2012) και από 2/1/2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2012) εφέσεις ως προς την ανωτέρω εφεσίβλητη.

 

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών κάθε συνεκδικαζόμενης έφεσης, τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2019 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις ......., στην Πάτρα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ