ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΕφΠατρ 215/2018

 

Δημόσιες συμβάσεις προμήθειας - ΝΠΔΔ - Τόκος υπερημερίας - Ρύθμιση επιτοκίου -.

 

Οι συμβάσεις πωλήσεως που σύναψε εγκύρως δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (ΝΠΔΔ), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του ΠΔ 370/1995, υπάγονται ως εμπορικές συναλλαγές στο πεδίο εφαρμογής του ΠΔ 166/2003, που ίσχυε κατά το χρόνο καταρτίσεώς τους (2005-2006) και συνεπώς, επί του οφειλομένου από τις συμβάσεις αυτές τιμήματος για την έναρξη τοκογονίας και το ύψος του επιτοκίου των τόκων υπερημερίας έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις του εν λόγω ΠΔ, οι οποίες ως νεότερες, ειδικότερες και εδραζόμενες σε οδηγία της ΕΕ, υπερισχύουν της διατάξεως του άρθρου 7 του ΝΔ 496/1974. Δικαστική δαπάνη.

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 215/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Οικονόμου Πρόεδρο Εφετών, Δημήτριο Κουλαξίζη Εφέτη και Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 17η Μαΐου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ-ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΒΟΗΘΕΙΑ» που εδρεύει στο Ρίο Πατρών και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών Ανδρέα Νικολετάτου βάσει δηλώσεως και.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗ ΓΡΑΜΜΗ Α.Ε.», που εδρεύει στη Νέα Χαλκηδόνα-Αττικής ..., και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Ευάγγελου Παππά, βάσει δηλώσεως.

 

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα άσκησε κατά του εκκαλούντος-εναγομένου την με αριθμό κατάθεσης 5719/2010 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 381/2015 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 8.12.2016 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, την 12.12.2016 με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 328 της οποίας επικυρωμένο αντίγραφο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 15.12.2016 με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 138. Δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση, που είχε εγγραφεί στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 23, εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της και συζητήθηκε.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν με δήλωση, ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση έφεση, δηλαδή η από 8.12.2016 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, την 12.12.2016 με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 328 της οποίας επικυρωμένο αντίγραφο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 15.12.2016 με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 138, κατά της υπ' αριθ. 381/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία εκδόθηκε Α  κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει την από 27/12/2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5719/27.12.2010 αγωγή, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,5 13 παρ. 1 β. 514, 517, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της κατ' άρθρο 518 παρ. 1 σε συνδυασμό με 144 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς ακριβές αντίγραφο   της εκκαλουμένης επιδόθηκε στο εναγόμενο-εκκαλούν, «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ-ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΒΟΗΘΕΙΑ» την 10.11.2016. όπως προκύπτει από τη με αριθμό 10429/2016 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών ..., και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε με την κατάθεση της στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, την 12.12.2016 με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 328. Επομένως, η έφεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της [άρθρο 533 ΚΠολΔ], κατά την ίδια πιο πάνω διαδικασία.

 

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 27/12/2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5719/2010 αγωγή της, όπως το περιεχόμενο αυτής περιορίστηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε νομίμως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι δυνάμει της από 20.1.2005 έγκυρης σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του εναγομένου ΝΠΔΔ, το τελευταίο παρήγγειλε εγγράφως και εν συνεχεία προμηθεύτηκε από την ενάγουσα τα εμπορεύματα που αναφέρονται στην αγωγή αξίας 1.321,60 ευρώ, Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι δυνάμει 647 διαδοχικών ιδιωτικών συμβάσεων πώλησης που κατάρτισαν οι διάδικοι τα έτη 2005 και 2006, το εναγόμενο παρήγγειλε και η ενάγουσα του προμήθευσε εμπορεύματα συνολικής αξίας 1.973.129,72 ευρώ, εκδίδοντας τα νόμιμα παραστατικά. Ότι αν και το εναγόμενο παρέλαβε τα εμπορεύματα δεν κατέβαλε το τίμημα την συμφωνημένη ημέρα πληρωμής, ήτοι 90 ημέρες μετά την έκδοση εκάστου τιμολογίου, αλλά το μεν τίμημα της πρώτης σύμβασης, μετά την άσκηση της αγωγής, την 13.12.2013, ενώ το υπόλοιπο ποσό είχε καταβάλλει την 7.9.2010 με αποτέλεσμα οι τόκοι μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης να έχουν ανέλθει στο ποσό των 1.029,97 ευρώ για την πρώτη σύμβαση και στο ποσό των 548.265.55 ευρώ για τις λοιπές (παραιτήθηκε δε από ποσό 297.736.20 ευρώ που αποτέλεσε αντικείμενο εκχώρησης), ποσά το οποία ζήτησε να της καταβληθούν νομιμοτόκως από την επομένης της επίδοσης της αγωγής. Την επιδίκαση των ιδίων ποσών ζήτησε με τις επικουρικές βάσεις της αγωγής οι οποίες στηρίζονταν η μεν πρώτη στις διατάξεις περί αδικοπραξιών επειδή το εναγόμενο με τη συμπεριφορά του παραβίασε τη γενική υποχρέωση να σέβεται και να μην αδιαφορεί για τα έννομα συμφέροντα των άλλων, ενεργώντας κακόπιστα επί ζημία της, η δε δεύτερη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού εάν ήθελε κριθεί ότι οι συμβάσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω ήταν άκυρες. Η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως αόριστες την κύρια βάση της αγωγής για τις συμβάσεις ποσού άνω των 2.500 ευρώ, και την πρώτη επικουρική βάση που στηριζόταν στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, απέρριψε ως μη νόμιμη τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής που στηριζόταν στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, και έκανε, εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την κύρια βάση της για τις συμβάσεις ποσού κάτω των 2.500 ευρώ και επιδίκασε στην ενάγουσα τόκους συνολικού ποσού 17.936.74 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και επέβαλε σε βάρος του εναγόμενου τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας την οποία όρισε στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση του το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου.

 

Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974. που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (βλ. ΑΠ Ολ 3/2006, AΠ 1917/2007 Nomos), ορίζει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή ΝΠΔΔ είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει, δε. από την επίδοση σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα, με το ΠΔ 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5.6.2003 στην Ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000 "για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές", ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για οφειλές, που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 του ΠΔ 166/2003, το οποίο, αν και καταργήθηκε με το Ν. 4152/2013, εξακολουθεί να διέπει τις συμβάσεις, που καταρτίστηκαν πριν από την ισχύ του τελευταίου αυτού νόμου, ήτοι πριν τις 16.3.2013, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της υποπαραγράφου Ζ14 (άρθρα 12 παρ. 4 και 13 της νέας Οδηγίας 2011/7 ΕΚ) του ίδιου νόμου, ορίζονταν τα εξής: Αρθρο 2: «Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές, που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή». ʼρθρο 3: Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: 1. «Εμπορική συναλλαγή» είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής, α. «Δημόσια αρχή» είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (ΠΔ 370/1995, ΦΕΚ Α' 199), υπηρεσιών (ΠΔ 346/1998, ΦΕΚ Δ' 230) εξαιρουμένων τομέων (ΠΔ 57/2000, ΦΕΚ Α' 45) και Δημοσίων έργων (ΠΔ 334/2000, ΦΕΚ Α' 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, β.  «Επιχείρηση» είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο. 2. «Καθυστέρηση πληρωμής» είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. 3. «Επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές πράξεις της αναχρηματοδότησης» είναι το επιτόκιο, που ισχύει για τέτοιες πράξεις στις προσφορές με σταθερό επιτόκιο». Αρθρο 4: «Τόκος σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής. I. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για. πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της   αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας, γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμοι» για πληρωμή εγγράφου, δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον: α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση. 4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεούμενος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο, που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη  κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ("επιτόκιο αναφοράς") προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες ("περιθώριο"), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς, το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες. 5. Ο δανειστής, εκτός από τους τόκους, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπερήμερο οφειλέτη και εύλογη αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης της οφειλόμενης αμοιβής. Τα έξοδα αυτά υπόκεινται σε σχέση με την οφειλόμενη αμοιβή στις αρχές της διαφάνειας και της αναλογικότητας». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, το πεδίο εφαρμογής του ΠΔ 166/2003 οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ. 1 αυτού και εκτείνεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής και ως μόνες προϋποθέσεις τίθενται: α) η εγκυρότητα της συμβάσεως, β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής, ενώ δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση η σύναψη της συμβάσεως κατά τη διαδικασία και διατυπώσεις του ΠΔ 370/1995, που διέπει τις δημόσιες προμήθειες. Η παραπομπή με το άρθρο 3 παρ. 1α' του ίδιου διατάγματος στις διατάξεις του ΠΔ 370/1995 περί δημοσίων προμηθειών (ήδη ΠΔ 60/2007) έγινε για τον προσδιορισμό και μόνο της έννοιας της δημόσιας αρχής, ως αντισυμβαλλόμενης της δανείστριας επιχειρήσεως, δεδομένου ότι επιλέγεται το λεγόμενο λειτουργικό κριτήριο και προσδίδεται στη «δημόσια αρχή» έννοια ευρύτερη εκείνης, που ακολουθεί ο εθνικός νομοθέτης με βάση το οργανικό κριτήριο. Αν ο νομοθέτης ήθελε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του ΠΔ 166/2003 μόνο στις δημόσιες συμβάσεις προμήθειας, δηλαδή εκείνες, που υπάγονται στην υποχρεωτική ρύθμιση και εφαρμογή του ΠΔ 370/1995, θα το όριζε ρητά, πέραν του ότι μία τέτοια διαφορετική αντιμετώπιση δεν προβλέπεται στην Οδηγία 35/2000 και δεν δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό της. που είναι η αντιμετώπιση της καθυστερήσεως των πληρωμών κάθε εμπορικής συναλλαγής. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του ΠΔ 166/2003 εμπίπτουν και οι συμβάσεις προμήθειας, που καταρτίσθηκαν μεταξύ επιχειρήσεως και δημόσιας αρχής, απ' ευθείας, χωρίς δηλαδή τις διατυπώσεις και τη διαδικασία του ΠΔ 370/1995. οι οποίες διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Τέτοιες συμβάσεις είναι και εκείνες, που συναπτά δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (ΝΠΔΔ), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του ΠΔ 370/1995 (άρθρο 2), εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις προϋποθέσεις εγκυρότητας τους. Επί των συμβάσεων αυτών το ύψος του οφειλόμενου επιτοκίου ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 4 του ΠΔ 166/2003, η οποία, ως νεότερη, ειδικότερη και εδραζόμενη σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διάταξη, υπερισχύει της παραπάνω αναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 7 του ΝΔ 496/1974 (βλ. ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 430/2015, ΑΠ 323/2014 και ΑΠ 766/2014 Nomos).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν ισχυρίζεται ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου δέχθηκε, με την εκκαλουμένη απόφασή του, ότι η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη δικαιούται τόκους επί του τιμήματος των έγκυρων συμβάσεων πωλήσεων, εφαρμόζοντας τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του ΠΔ 166/2003, ενώ θα έπρεπε και για την ανωτέρω απαίτηση της ενάγουσας - εφεσίβλητης να εφαρμόσει το άρθρο 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974. το οποίο ορίζει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή ΝΠΔΔ είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει, δε, από την επίδοση σχετικής αγωγής, δεδομένου και του ότι, η διαφοροποίηση μεταξύ του επιτοκίου 6%, που ορίζει το ΝΔ 496/1974 και εκείνου που ορίζει το ΠΔ 166/2003 δεν είναι αντισυνταγματική, διότι υπερτερεί σε κάθε περίπτωση η έννοια του δημοσίου συμφέροντος. Πλην, όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στην μείζονα σκέψη της παρούσας, οι συμβάσεις πωλήσεως, που, κατά τα επικαλούμενα στην αγωγή, σύναψε εγκύρως το εναγόμενο - εκκαλούν, ως δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (ΝΠΔΔ), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του ΠΔ 370/1995 (άρθρο 2), υπάγονται, ως εμπορικές συναλλαγές, στο πεδίο εφαρμογής του ΠΔ 166/2003, που ίσχυε κατά το χρόνο καταρτίσεως τους (2005-2006) και συνεπώς, επί του οφειλομένου από τις συμβάσεις αυτές τιμήματος για την έναρξη τοκογονίας και το ύψος του επιτοκίου των τόκων υπερημερίας έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 δ και παρ. 4 του προεδρικού αυτού διατάγματος, διατάξεις, οι οποίες, ως νεότερες, ειδικότερες και εδραζόμενες σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), υπερισχύουν της παραπάνω αναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 7 του ΝΔ 496/1974. Επομένως, ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.

 

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε σε βάρος του τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης ποσού 900 ευρώ, την οποία έπρεπε να συμψηφίσει, άλλως να την επιβάλλει μειωμένη, επειδή αρχικά η ενάγουσα αξίωνε την καταβολή ποσού 846.990,80 ευρώ και της επιδικάστηκε εν τέλει το ποσό των 17.936.74 ευρώ. Ο λόγος αυτός, όμως, ο οποίος παραδεκτά προβάλλεται κατ' άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ, ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008), κρίνεται αβάσιμος κατ' ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε, διότι συνέτρεχε, εν προκειμένω, λόγος επιβολής μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος του εκκαλούντος ανάλογα με την έκταση της νίκης του πρώτου έναντι του τελευταίου κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 παρ.1, 180 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της ενάγουσας που νίκησε εν μέρει στο ποσό των 900 ευρώ. Περαιτέρω, αν και το εναγόμενο είναι ΝΠΔΔ, δεν συντρέχει λόγος καταψήφισης μειωμένης δικαστικής δαπάνης κατ’ άρθρο 22 του Ν.3963/1957. καθόσον η νομική υπηρεσία του εναγομένου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 1228/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, κατέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος και της πρώτης των εναγομένων και όρισε αυτά στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσης πρέπει να απορριφθούν και εν τέλει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της. Η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας θα επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρο 183 ΚΠολΔ) όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της απόφασης.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ' ουσία.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε την 27.9.2018 με την ίδια σύνθεση. Επειδή το μέλος της σύνθεσης Δημήτριος Κουλαξίζης μετετέθη η παρούσα δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3.12.2018 με την παρακάτω σύνθεση, αποτελούμενη από τους Γεώργιο Οικονόμου, Πρόεδρο Εφετών, Ηλία Σταυρόπουλο Εφέτη και Κωνσταντίνο Παπαντωνίου, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ