ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΔΠρΑθ 4818/2018

 

Προσβολή προσωπικότητας. Απόφαση πειθαρχικού αποκαθιστά πλήρως. Υποβιβασμός. Δεδικασμένο ΣτΕ. Προπαρασκευαστική.

 

 

 

Αριθμός απόφασης 4818/2018

 

Γ.Α.Κ.: ./2010

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

ΤΜΗΜΑ 29ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

            συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Οκτωβρίου 2017, με δικαστές τους Γεώργιο Τσεκούρα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ευανθία Κουλουρίδου και Σωτηρία-Σπυριδούλα Κατσίκα (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα τη Φιλιππία Θωμοπούλου, δικαστική υπάλληλο,

 

            γ ι α να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 29.12.2010,

 

            τ ο υ ., κατοίκου Καλαμάτας, οδός ., οποίος παραστάθηκε μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Δημήτριο Τσούγκο, τον οποίο διόρισε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο,

 

            κ α τ ά  τ ο υ Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, και δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β΄ του Κ.Δ.Δ., της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Θεοδώρας Ευταξία.

 

            Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 

            Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

 

            Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:

 

 

            1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η οποία στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, μετά το σχετικό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος με το νόμιμα κατατεθέν από 31.10.2017 υπόμνημα, ο ενάγων, συνταξιούχος φοροτεχνικός υπάλληλος του εναγόμενου, ζητά, παραδεκτώς, μετά τη μετατροπή του αιτήματός του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής έως την εξόφληση, το ποσό των 400.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του Α.Κ., για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του (άρθρο 57 Α.Κ.) συνεπεία παράνομων, κατά τους ισχυρισμούς του, πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του εναγόμενου.

 

            2. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …».

Περαιτέρω, στο άρθρο 932 του Α.Κ. ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 του ίδιου Κώδικα σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, δεν αποκλείεται «Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες», στην περίπτωση, δε, αυτή το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, «να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού…», σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 59 του παραπάνω Κώδικα.

 

            3. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας των οργάνων του, κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, ανεξάρτητα από τη φύση της παρανομίας ως τυπικής ή ουσιαστικής, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας (βλ. ΣτΕ 895/2014, 2645/2014 κ.ά). Η εν λόγω ευθύνη συντρέχει όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα κατά την κείμενη εν γένει νομοθεσία, καθώς και τα κατά τα δεδομένα της οικείας επιστήμης, της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως προσιδιάζοντα στην συγκεκριμένη υπηρεσία ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις (ΣτΕ 160/2009). Η σχετική ευθύνη προς αποζημίωση προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις ως αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από την υπαιτιότητα των οργάνων που προκάλεσαν τη ζημία (βλ. ΣτΕ 1826/2014, 1970/2009). Περαιτέρω, τα δικαστήρια της ουσίας δύνανται, επιπλέον, να επιδικάσουν εις βάρος του και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, με την οποία παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η εξουσία, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη. Επίσης χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να επιδικασθεί και σε εκείνον του οποίου έχει προσβληθεί η προσωπικότητα, κατά το άρθρο 57 Α.Κ., από παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (βλ. ΣτΕ 1970/2009, 2536/2008).

 

            4. Επειδή, στο άρθρο 224 του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων (π.δ. 611/1977, Φ.Ε.Κ. 198 Α) οριζόταν ότι: «1. Εάν ο Υπουργός κρίνη ότι το αδίκημα είναι τιμωρητέον δια ποινής μείζονος της αρμοδιότητός του, παραπέμπει την υπόθεσιν ενώπιον του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου … », στο άρθρο 226 οριζόταν ότι: «1. Η προανάκρισις συνίσταται εις προκαταρκτικήν άτυπον συλλογήν και καταγραφήν πληροφοριών και στοιχείων περί του εικαζομένου πειθαρχικού αδικήματος και των συνθηκών, υπό τας οποίας ετελέσθη τούτο. 2. … 3. Εάν εκ των συγκεντρωθέντων στοιχείων κρίνη ο ενεργών την προανάκρισιν, ότι δεν συντρέχει περίπτωσις πειθαρχικής διώξεως, τερματίζει ταύτην δι’ ητιολογημένης εκθέσεως. Τούτο δεν κωλύει την υπ’ άλλου πειθαρχικώς προϊσταμένου ενέργειαν προανακρίσεως. Εάν εκ των συγκεντρωθέντων στοιχείων κρίνη ο ενεργών την προανάκρισιν, ότι προκύπτει πειθαρχικόν  αδίκημα τιμωρητέον δια των ποινών της  αρμοδιότητός του, καλεί τον υπάλληλον εις απολογίαν κατά το άρθρον 235 … Εάν τέλος κρίνη, ότι το αδίκημα χρήζει περαιτέρω ερεύνης, προβαίνει εις την ενέργειαν ανακρίσεως.», στο άρθρο 227 οριζόταν ότι: «1. Την ανάκρισιν διεξάγει: α) επί μονομελούς δικαιοδοσίας αυτός ο επιληφθείς πειθαρχικώς προϊστάμενος ή άλλος τις υπ’ αυτού οριζόμενος υπάλληλος, β) επί υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου ο υπό τούτου οριζόμενος υπάλληλος είτε μέλος αυτού είτε άλλος τις …  4. Κατά την διαδικασίαν ενώπιον του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου κρίνοντος εις πρώτον βαθμόν και επί εφέσει η ανάκρισις είναι υποχρεωτική, πλην εάν η τυχόν προηγηθείσα κρίνεται ως επαρκής ...», στο άρθρο 234 οριζόταν ότι: « 1. … Ο ενεργήσας ανάκρισιν κατ’ εντολήν πειθαρχικώς προϊστάμενου υποβάλει εις τούτον, μετά το πέρας της ανακρίσεως, τον φάκελλον αυτής  μετά του πορίσματός του. 2. Ο ενεργήσας ανάκρισιν κατ’ εντολήν υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου υποβάλλει εις τούτο, μετά το πέρας της ανακρίσεως, τον φάκελλον αυτής μετά του πορίσματός του. 3. Ο πρόεδρος του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου, μετά την υποβολήν του πορίσματος, δύναται να ορίση ως εισηγητήν της υποθέσεως εν εκ των μελών του συμβουλίου, εις τον οποίον διαβιβάζει τον  σχηματισθέντα φάκελλον. 4. Εισηγητήν, κατά την προηγουμένην παράγραφον, δύναται να ορίση ο πρόεδρος και άμα τη λήψει του κατά τα άρθρα 224 και 225 παραπεμπτηρίου εγγράφου. 5. Εάν ο πρόεδρος κρίνη ότι η υπόθεσις είναι ώριμος προς συζήτησιν, εισάγει ταύτην, ενώπιον του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου, ίνα τούτο αποφασίση είτε την κλήσιν εις απολογίαν του διωκομένου, είτε την άνευ ταύτης απαλλαγήν αυτού.», και στο άρθρο 242 οριζόταν ότι: «1. Πάσα πειθαρχική απόφασις εκδίδεται εγγράφως. 2. Εις την απόφασιν μνημονεύονται: α) … ». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι το υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο, που επιλαμβάνεται ορισμένης πειθαρχικής υπόθεσης, είτε κατόπιν παραπεμπτηρίου εγγράφου, είτε κατόπιν έφεσης οφείλει, καταρχάς να διατάξει τη διενέργεια ανάκρισης. Η ανάκριση αυτή αποσκοπεί στην πλήρη και λεπτομερή εξακρίβωση, βάσει ορισμένης τυπικής διαδικασίας, των πραγματικών περιστατικών που συνδέονται με την τέλεση ορισμένου πειθαρχικού αδικήματος, των συνθηκών κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα, του βαθμού ενοχής του εγκαλουμένου υπαλλήλου και των λοιπών αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών της συγκεκριμένης υπόθεσης. Επομένως, ως ανάκριση που πληροί τους παραπάνω όρους νοείται όχι οποιαδήποτε εξέταση που αφορά πειθαρχικό αδίκημα, αλλά εκείνη η οποία όχι μόνο διεξάγεται ενόρκως, αλλά και κατά τη σχετική διαδικασία που προδιαγράφουν οι οικείες διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα. Τέτοια ανάκριση μπορεί να γίνει είτε ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου κατά τους όρους του άρθρου 227  παρ. 1 στοιχ. β΄, είτε ενώπιον μονομελούς δικαιοδοσίας κατά την ενάσκηση της αρμοδιότητάς της και συγκεκριμένα μετά την έναρξη της πειθαρχικής δίωξης του υπαλλήλου με την κλήση του σε απολογία (άρθρο 219 παρ. 4) είτε, τέλος, από πειθαρχικώς προϊστάμενο πριν μεν από την έναρξη της πειθαρχικής δίωξης, αλλά σε συνέχεια διεξαχθείσας προανάκρισης, από την οποία προέκυψε η διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος που χρειάζεται κατά την κρίση του πειθαρχικώς προϊσταμένου περαιτέρω έρευνα στο στάδιο αυτό. Εξάλλου, η ειδική κρίση του πειθαρχικού συμβουλίου για την επάρκεια της ανάκρισης, που τυχόν προηγήθηκε, δεν απαιτείται να περιβάλλεται ορισμένη πανηγυρική διατύπωση στο σώμα της πειθαρχικής απόφασης ή σε άλλη αυτοτελή πράξη του πειθαρχικού συμβουλίου, αλλά αρκεί να προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης ότι το πειθαρχικό συμβούλιο κατέληξε ενσυνείδητα στο συμπέρασμα ότι το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από «ανάκριση» με την παραπάνω έννοια είναι επαρκές και  διαλευκαίνει απόλυτα το πραγματικό μέρος της υπόθεσης και ότι για τον λόγο αυτό δεν απαιτείται να διενεργηθεί νέα ανάκριση ενώπιόν του (ΣτΕ 1864/1985 Ολομ., 110/1993, 2744/1994, 4254/2001 κ.α.). Περαιτέρω, η κατά τα ανωτέρω κρίση περί επάρκειας της προηγηθείσας ανάκρισης, εάν δεν διατυπωθεί αμέσως ή εμμέσως από το ίδιο το πειθαρχικό συμβούλιο, μπορεί να διατυπωθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, η εξουσία του οποίου, όταν δικάζει επί προσφυγής, να κρίνει για την επάρκεια της προηγηθείσας ανάκρισης αποτελεί αρμοδιότητα ουσιαστικής αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, την οποία ουσιαστική αξιολόγηση το Σύνταγμα (άρθρο 103) και ο νόμος (άρθρο 43 π.δ. 18/1989) αναθέτουν σ’ αυτό (βλ. Σ.τ.Ε. 3665/95 επτ.).

 

            5. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. 97 Α΄) ορίζεται ότι: «1. Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις άλλων διοικητικών δικαστηρίων, κατά το μέρος που αυτές αποτελούν Δεδικασμένο, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι σχετικές διατάξεις … 4. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το Δεδικασμένο και αυτεπαγγέλτως, εφόσον τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας.».

 

            6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Στις 30.7.1992 υποβλήθηκε στη Δ.Ο.Υ. Παράλιου ’στρους αναφορά του ιδιώτη ., με την οποία ο τελευταίος κατήγγειλε ότι η εκ μέρους της Κτηματικής Υπηρεσίας της Νομαρχίας Αρκαδίας παραχώρηση σε τρίτο πρόσωπο της μερικής χρήσης αιγιαλού και παραλίας έμπροσθεν του κτήματός του ήταν παράνομη, ενώ παράλληλα διενεργούνταν  στον αιγιαλό παράνομες διακατοχικές πράξεις (ανέγερση κτίσματος, μεταφορά ρεύματος και ύδατος κλπ.). Ο ενάγων, ο οποίος υπηρετούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο ως προϊστάμενος στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ., με από 25.8.1992 έγγραφό του απάντησε στον καταγγέλλοντα, μεταξύ άλλων, ότι «.. Επειδή, πέραν των άλλων ελαττωμάτων, η απόφαση του Νομάρχη δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του π.δ. της 11/12.11.1929 «περί διοικήσεως Δημοσίων κτημάτων» … η Διοίκηση, με την συνδρομή βέβαια της απαντητικής καταγγελίας σας, θα πρέπει να ανακαλέσει την εκδοθείσα απόφαση του Νομάρχη Αρκαδίας ως παράνομη διοικητική πράξη, έτσι ώστε να επέλθει η αποκατάσταση της βληθείσας νομιμότητας …». Η εξέταση της νομιμότητας του ανωτέρω, από 25.8.1992, εγγράφου ανατέθηκε με εντολή της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Ελέγχων και του Υφυπουργού Οικονομικών στον επιθεωρητή της Ειδικής Επιθεώρησης Αθήνας, ., ο οποίος, μετά από σχετική έρευνα, κατέληξε στις ακόλουθες διαπιστώσεις: «…η μίσθωση του χώρου έχει διενεργηθεί νομότυπα, το φερόμενο ως κατασκευασθέν παράνομο κτίσμα είναι πράγματι κινητή καντίνα - τροχόσπιτο, η δε ιδιοκτησία του καταγγέλοντος ουδόλως θίγεται από την κατασκευή αυτή … ο . θέτει για πρώτη φορά θέμα διεκδίκησης του χώρου που μισθώνει το Δημόσιο, στην προσπάθειά του, δε, αυτή έρχεται αρωγός ο ενάγων, ο οποίος με το, από 25.8.1992, απαντητικό του έγγραφο του ουσιαστικά περέχει τίτλο κυριότητας σ’ αυτόν … το εν λόγω έγγραφο θα δημιουργήσει στο Δημόσιο σοβαρά προβλήματα στο μέλλον ενώπιον των τακτικών Δικαστηρίων και θα πρέπει να ανακληθεί. Ούτε δεοντολογικά ούτε από νομική άποψη είναι ορθό, διότι η αρμοδιότητα να απαντήσει σχετικά ανήκει στην Κτηματική Υπηρεσία Αρκαδίας, αφού οι σχετικοί φάκελοι είχαν ήδη παραδοθεί από το 1991 ή εν πάση περιπτώσει σε συνεννόηση με αυτή την Υπηρεσία. Από νομικής άποψης πάλι δεν είναι ορθή ενέργεια, γιατί δικαίωμα για λύση ιδιοκτησιακού θέματος δεν έχει ούτε ο προϊστάμενος Δ.Ο.Υ., ούτε ο Επιθεωρητής, ούτε ο Υπουργός αλλά η διαδικασία είναι προδιαγεγραμμένη από το Νόμο …» (βλ. την από 12.7.1993 έκθεση διοικητικής έρευνας του ανωτέρω επιθεωρητή). Στο μεταξύ ο ενάγων επιλήφθηκε νέας αίτησης, αυτή τη φορά του ιδιώτη, ., στον οποίον, είχε απαγορευθεί, με την 7/1992 απόφαση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου (η οποία εκδόθηκε επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του Ελληνικού Δημοσίου), η διενέργεια κάθε διακατοχικής πράξης σε έκταση 35 στρεμμάτων, κείμενη στην περιφέρεια Παράλιου ’στρους, με την αιτιολογία ότι αποτελούσε τμήμα του δημόσιου κτήματος ΒΚ .. Στην ως άνω αίτηση ο ενάγων απάντησε με το ./28.5.1993 έγγραφο ότι «η εν λόγω έκταση δεν αποτελεί τμήμα του Δημόσιου Κτήματος με αριθμό ΒΚ .» και περαιτέρω ότι «… το εσφαλμένο έγγραφο του Νομάρχη Αρκαδίας, με αριθμό πρωτοκόλλου ./16.9.1992, δημιούργησε πλάνη περί τη δικαστική σκέψη ..». Κατόπιν τούτου, με εντολή του Νομάρχη Αρκαδίας, διενεργήθηκε ένορκη διοικητική ανάκριση από τους επιθεωρητές της Διεύθυνσης Επιθεώρησης και Συντονισμού Δ.Ο.Υ. νομού Αρκαδίας, ., οι οποίοι, από όλη την έρευνα και την αξιολόγηση του ανακριτικού υλικού, μεταξύ του οποίου και η ένορκη κατάθεση του ενάγοντος, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο τελευταίος «άσκησε δημόσια κριτική σε πράξεις της προϊσταμένης του αρχής (Νομάρχη Αρκαδίας) με σκόπιμη χρήση αβάσιμων επιχειρημάτων, επιδεικνύοντας έλλειψη σεβασμού προς αυτή … δεν υπάκουσε σε διαταγές του Προϊσταμένου του … εμμέσως πλην σαφώς χορήγησε στον . τίτλο κυριότητας σε έκταση του Δημοσίου … δεν υπάκουσε στις σχετικές εγκύκλιες διαταγές του Υπουργού Οικονομικών περί μη χορήγησης βεβαίωσης ανυπαρξίας δικαιωμάτων του Δημοσίου σε ακίνητα … συνήψε στενές κοινωνικές σχέσεις με τον ., ουσιώδη συμφέροντα του οποίου εξαρτώνται από την άσκηση της ανατεθειμένης στον ενάγοντα υπηρεσίας …», και, ως εκ τούτου, υπέπεσε στα αντίστοιχα πειθαρχικά αδικήματα (βλ. τη σχετικά συνταχθείσα, από 27.9.1993, πορισματική έκθεση). Ακολούθως, με το ./6.10.1993 έγγραφο του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας και Δημοσίας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών ο ενάγων κλήθηκε να ανακαλέσει τα ανωτέρω έγγραφά του προς τους ... προς τον σκοπό της διασφάλισης των δικαιωμάτων του Δημοσίου, δεδομένου ότι «η έκδοση τέτοιων βεβαιώσεων δεν προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία». Ωστόσο, ο ενάγων αρνήθηκε να ανακαλέσει τα εν λόγω έγγραφα με την αιτιολογία ότι «τα παραπάνω έγγραφα δεν δύνανται να τύχουν ανάκλησης καθόσον ουδεμία σχέση έχουν με το Δημόσιο Κτήμα ΒΚ ., όπως λανθασμένα υποστηρίζεται από την Διεύθυνση ακόμα και σήμερα» (βλ. το από 2.3.1994 έγγραφό του του προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το οποίο κοινοποίησε και στη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών). Στη συνέχεια, ανατέθηκε στον επιθεωρητή της Ειδικής Επιθεώρησης Αθήνας, ., με εντολή της Διεύθυνσης Επιθεώρησης και Ελέγχων, η διενέργεια διοικητικής έρευνας και ο καταλογισμός, με ορθό νομικό χαρακτηρισμό, των τυχόν στοιχειοθετούμενων σε βάρος του ενάγοντος πειθαρχικών αδικημάτων. Ο ανωτέρω επιθεωρητής, μετά τη μελέτη και αξιολόγηση όλων των εγγράφων και του στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου, τα οποία έκρινε επαρκή, για το λόγο, δε αυτό, δεν μετέβη στις ένδικες εκτάσεις για αυτοψία, αποφάνθηκε ότι ο ενάγων «… με τα επίμαχα έγγραφά του προς τους ιδιώτες . (κουμπάρο του) και ., χορήγησε ουσιαστικά σε αυτούς τίτλους κυριότητας εκτάσεων του Δημοσίου και έθεσε με αυτό τον τρόπο σε άμεσο κίνδυνο τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου … άσκησε κριτική στην ./92 απόφαση του Νομάρχη Αρκαδίας, την οποία χαρακτήρισε αόριστη, παράνομη και λανθασμένη, επικαλούμενος αβάσιμα επιχειρήματα και ψευδή γεγονότα προς θεμελίωση των ισχυρισμών του … αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαταγή της προϊσταμένης του αρχής (για την ανάκληση των εγγράφων), επιδεικνύοντας χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή διαγωγή, διότι θα έπρεπε να εκτελέσει την διαταγή του Υπουργείου και να παραθέσει τις τυχόν αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις του …», και ότι, ως εκ τούτου, υπέπεσε στα ακόλουθα πειθαρχικά αδικήματα: α) της άρνησης εκτέλεσης διαταγής και άσκησης δημόσιας κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης του αρχής με σκόπιμη χρήση αβάσιμων επιχειρημάτων, β) της χρησιμοποίησης της υπαλληλικής ιδιότητας προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων και προσκείμενου σε αυτόν προσώπου, γ) της διενέργειας πράξεων ή παραλείψεων δυνάμενων να βλάψουν τα συμφέροντα του Δημοσίου, δ) της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς διαγωγής υπαλλήλου κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, ε) της σοβαρής απείθειας, και στ) της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό ή ειδικούς νόμους (βλ. το από 25.11.1994 πόρισμα του ανωτέρω επιθεωρητή). Κατόπιν αυτού, με το με αριθμό ./14.2.1999 έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού Δ.Ο.Υ. (υπογεγραμμένο από τον Υφυπουργό Οικονομικών), το οποίο κοινοποιήθηκε και στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ο ενάγων παραπέμφθηκε σε πειθαρχική δίκη, για τη διάπραξη των περιγραφόμενων στο εν λόγω παραπεμπτήριο έγγραφο πειθαρχικών αδικημάτων, τα οποία κατά τα αναφερόμενα στο έγγραφο αυτό, στοιχειοθετούνται σε βάρος του και ειδικότερα, για τη διάπραξη των πειθαρχικών αδικημάτων της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό ή άλλους ειδικούς νόμους (άρθρο 206 παρ. 1 εδ. κη΄ του Π.Δ. 611/77), της από δόλο τέλεσης πράξεων και παραλείψεων, οι οποίες έθεσαν ή μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Πολιτείας (άρθρο 206 παρ. 1 εδ. κζ΄ του Π.Δ. 611/77), της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς και ανάξιας υπαλλήλου διαγωγής εντός και εκτός Υπηρεσίας (άρθρο 207 παρ. 4 εδ. ε΄ του Π.Δ. 611/77), και της σοβαρής απείθειας (άρθρ. 207 παρ. 4 εδ. ι΄ του Π.Δ. 611/ 77). Ακολούθως, με το από 23.5.1995 πρακτικό του Β΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών κλήθηκε σε απολογία, υπέβαλε, δε, σχετικά το από 14.7.1995 απολογητικό υπόμνημα. Το εν λόγω Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίασή του στις 12.12.1995, αφού έκρινε πλήρη και επαρκή την προδικασία που τηρήθηκε καθώς και τη διεξαχθείσα ανάκριση, και μετά τη διερεύνηση, μελέτη και αξιολόγηση τον στοιχείων του φακέλου, και ειδικότερα της θεμελιωμένης, κατά την κρίση του, εισήγησης του ορισθέντος εισηγητή Παναγιώτη Δάνη, του παραπεμπτηρίου εγγράφου, της έγγραφης απολογίας του ενάγοντος και των προφορικών διευκρινίσεων αυτού κατά την ακρόαση ενώπιόν του, αποφάνθηκε ότι ο ενάγων ήταν αθώος της διάπραξης των πειθαρχικών αδικημάτων της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό ή άλλους ειδικούς νόμους (άρθρο 206 παρ. 1 εδ. κη΄ του Π.Δ. 611/77), της από δόλο τέλεσης πράξεων και παραλείψεων, οι οποίες έθεσαν ή μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Πολιτείας (άρθρο 206 παρ. 1 εδ. κζ΄ του Π.Δ. 611/77) και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς και ανάξιας υπαλλήλου διαγωγής εντός και εκτός Υπηρεσίας (άρθρο 207 παρ. 4 εδ. ε΄ του Π.Δ. 611/77), αλλά ότι, αντιθέτως, ήταν ένοχος της διάπραξης του πειθαρχικού αδικήματος της σοβαρής απείθειας (άρθρ. 207 παρ. 4 εδ. ι΄ του Π.Δ. 611/77), «διότι δεν υπάκουσε στο με αριθμό ./6.10.1993 έγγραφο της Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας, με το οποίο εντελλόταν να ανακαλέσει τα παραπάνω έγγραφα και απέστειλε το από 2.3.1994 έγγραφο στο Δικαστικό Γραφείο Ναυπλίου, στο οποίο ανέφερε με ύφος απαράδεκτο ότι δεν θα ανακαλούσε τα ανωτέρω έγγραφα επειδή οι επίμαχες εκτάσεις δεν αποτελούσαν δημόσια κτήματα, για το παράπτωμα δε αυτό του επέβαλε, κατά πλειοψηφία, την πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού». Παράλληλα ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος, κατηγορία για την οποία κρίθηκε αθώος με την 2564/1997 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου. Κατά του ανωτέρω πρακτικού του Β΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου ο ενάγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, αφού έλαβε υπόψη του και την ως άνω αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, εξέτασε κατ’ ουσίαν την υπόθεση και εξέδωσε την 724/2001 απόφαση, με την οποία έκρινε ότι «όλοι οι προβαλλόμενοι, με την προσφυγή, λόγοι περί έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και περί κακής εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, διότι το Δικαστήριο, κατά την έρευνα της προσφυγής εξετάζει εξ υπαρχής την υπόθεση και προβαίνει σε νέα εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων … ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται, ότι η από 27.9.1993 πορισματική έκθεση των επιθεωρητών . και . συνετάγη χωρίς να κληθεί ο ενάγων να εκθέσει τις απόψεις του, ανεξαρτήτως του ότι προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι η εν λόγω έκθεση ουδόλως ασχολήθηκε με την πράξη για την οποία τιμωρήθηκε τελικά ο ενάγων, είναι πάντως απορριπτέος προεχόντως ως αβάσιμος, δεδομένου ότι αυτός κλήθηκε και κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Επιθεωρητή . την 14.7.1993». Τέλος, έκρινε ότι «από την εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου προέκυψε ότι ο ενάγων υπέπεσε πράγματι στο πειθαρχικό αδίκημα της σοβαρής απείθειας (άρθρο 207 παρ. 4 εδ. ι΄ του Π.Δ. 611/1977), η δε επιβληθείσα ποινή ήταν προσήκουσα». Ακολούθως, ο ενάγων, κατόπιν της ως άνω ποινικής απόφασης και της απόφασης του ΣτΕ, υπέβαλε την ./27.4.2001 αίτηση, με την οποία ζήτησε την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας. Το Β΄ Υπηρεσιακό Συμβούλιο, με την ./25.1.2002 απόφασή του, απέρριψε την αίτηση αυτή. Ο ενάγων υπέβαλε «συμπληρωματική αίτηση» επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας (α.π. ./22.2.2002), επικαλούμενος και διαδικαστικές πλημμέλειες που, κατά τους ισχυρισμούς του, έλαβαν χώρα κατά τον χρόνο της πειθαρχικής του δίωξης. Το Β΄ Υπηρεσιακό Συμβούλιο, αφού άκουσε την εισήγηση της εισηγήτριας, ., σύμφωνα με την οποία «η πορισματική έκθεση του επιθεωρητή Φώτιου Κουρλαμάνη, βάσει της οποίας έγινε η παραπομπή του ενάγοντος σε πειθαρχική δίκη, πάσχει ως προς τα σημεία που επικαλείται ο ενάγων. Ο ανωτέρω επιθεωρητής δεν προέβη σε καμία ενέργεια- σχετικές ανακρίσεις, αυτοψίες, Ε.Δ.Ε.- ως όφειλε, αλλά θεώρησε αρκετό να στηριχθεί μόνο στις πορισματικές εκθέσεις των προηγούμενων επιθεωρητών για να βγάλει τα συμπεράσματά του. Η Υπηρεσία, στη συνέχεια, παρέπεμψε τον  ενάγοντα σε πειθαρχική δίκη με την πορισματική αυτή έκθεση, ενώ στην ουσία αυτή δεν ανέφερε τίποτα παραπάνω από τις προηγούμενες πορισματικές εκθέσεις, τις οποίες η ίδια η Υπηρεσία δεν δέχθηκε από την αρχή, ζητώντας περισσότερα στοιχεία με μία εκ νέου αξιολόγηση … οι απαντήσεις του ενάγοντος προς τους ιδιώτες . και . είναι σωστές … εξάλλου, ο ίδιος στηρίχθηκε σε έγγραφα τς αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών και για το λόγο αυτό δεν δέχθηκε να ανακαλέσει τα ένδικα έγγραφα προς τους ανωτέρω», με την ./23.10.2003 απόφασή του, έκανε δεκτή την ως άνω αίτηση και την ανέπεμψε στη Διοίκηση προς εξέταση των νέων στοιχείων που προσκόμισε ο ενάγων (τοπογραφικό διάγραμμα και τεχνική έκθεση) και τη διενέργεια των τυχόν απαιτούμενων ενεργειών. Κατόπιν αυτού, με εντολή της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Υπηρεσιών, ανατέθηκε στον επιθεωρητή της Ειδικής Επιθεώρησης Αθήνας, ., η επανεξέταση της πειθαρχικής υπόθεσης του ενάγοντος. Σύμφωνα με τη σχετικά συνταχθείσα, ./15.3.2005, πορισματική έκθεσή του «όταν ζητήθηκε από τον επιθεωρητή . να προσκομίσει ο ενάγων οποιοδήποτε στοιχείο σχετικά με τους ισχυρισμούς του, ο τελευταίος αρνήθηκε να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία … σύμφωνα με την προσκομισθείσα μετά την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας, από 27.11.1996 τεχνική έκθεση, ο ισχυρισμός του ενάγοντος αποδεικνύεται βάσιμος … όμως, ο ενάγων, ως Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., ακολούθησε εσφαλμένη υπηρεσιακή τακτική και δημοσιοϋπαλληλική δεοντολογία στον όλο χειρισμό του ζητήματος … διότι όφειλε υπακοή στις διαταγές των προϊσταμένων του και στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον θεωρούσε, κατ’ υποκειμενική κρίση, τη δοθείσα σ’ αυτόν προσταγή παράνομη είχε υποχρέωση να εκτελέσει τη διαταγή και να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του … αρνούμενος να συμμορφωθεί διέπραξε το πειθαρχικό αδίκημα της απείθειας … επειδή, όμως, εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι η άρνησή του να εφαρμόσει τις διαταγές δεν ήταν αβάσιμη, προτείνουμε την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης, ώστε το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο να αποφανθεί για την επιβολή ενδεχομένως ηπιότερης ποινής». Κατόπιν της ανωτέρω πορισματικής έκθεσης, η υπόθεση εισήχθη στο Β΄ Υπηρεσιακό Συμβούλιο, προκειμένου το τελευταίο να αποφανθεί για την επανάληψη ή μη της πειθαρχικής δίκης. Με την ./18.7.2007 απόφασή του, το Β΄ Υπηρεσιακό Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι «…δεν είναι δυνατή η καθοιονδήποτε τρόπο επανάληψη της πειθαρχικής δίκης του αιτούντος, λαμβανομένου υπόψη ότι το ΣτΕ έχει ήδη κρίνει την υπόθεση στην ουσία της, έχει απορρίψει τους ισχυρισμούς του αιτούντος και την προσφυγή του, επικυρώνοντας την από 12.12.1995 απόφαση του Β΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου, δεσμευομένης της Διοικήσεως από την ανωτέρω δικαστική κρίση…». Κατά της ως άνω απόφασης ο ενάγων υπέβαλε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο με την ./24.6.2008 απόφασή του, δέχθηκε τύποις την ένσταση και στη συνέχεια απέρριψε την από 22.2.2002 αίτηση του ενάγοντος περί επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας, με την αιτιολογία ότι «…ο ενιστάμενος υπέβαλε αίτηση επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας ήδη από το έτος 2001 … και το πειθαρχικό συμβούλιο, με την ./2002 απόφασή του, απέρριψε την αίτηση αυτή. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως … ο ενιστάμενος δεν υπέβαλε ένσταση ή αίτηση ακυρώσεως, με αποτέλεσμα αυτή να καταστεί αμετάκλητη… Ήδη η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου έχει ληφθεί υπόψη από το ΣτΕ, όταν αυτό δίκασε κατ’ ουσίαν … Σε κάθε περίπτωση, η αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου αφορά το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, για το οποίο ο αιτών είχε ήδη αθωωθεί και πειθαρχικά, και όχι της σοβαρής απείθειας, για το οποίο τα πραγματικά περιστατικά είναι διαφορετικά». Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης του Β΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου ο ενάγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, με την 2591/2013 απόφασή του, έκρινε ότι «η απόρριψη του αιτήματος του ενάγοντος για επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας είναι σε κάθε περίπτωση νόμιμη, ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών απορρίψεώς του που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο εξέτασε την ουσία της πειθαρχικής υπόθεσης κατά τον τελευταίο βαθμό της πειθαρχικής δικαιοδοσίας, έλαβε υπόψη του και εκτίμησε μεταξύ άλλων στοιχείων και αυτά που προέκυψαν από την ποινική δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου και, συνεπώς, εκπληρώθηκε ο σκοπός για τον οποίο θεσπίσθηκαν οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 114 παρ. 4 και 143 του ν. 3528/2007. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος ότι το κρίσιμο, εν προκειμένω, στοιχείο για την επανάληψη ή μη της πειθαρχικής διαδικασίας δεν ήταν η λήψη ή μη υπόψη της αμετάκλητης ποινικής απόφασης από το Συμβούλιο της Επικρατείας αλλά η λήψη ή μη υπόψη αυτής από το πειθαρχικό συμβούλιο που είχε κρίνει κατ’ ουσίαν την υπόθεση. Ενόψει δε των ανωτέρω, αλυσιτελώς προβάλλεται περαιτέρω από τον ενάγοντα α) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση φέρει πλημμελή αιτιολογία, δεχόμενη ότι τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία αυτός τιμωρήθηκε από το πειθαρχικό όργανο είναι διαφορετικά από τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία αθωώθηκε από το ποινικό δικαστήριο, και β) ότι χωρίς αιτιολογία δεν ελήφθη υπόψη από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο το νεότερο στοιχείο που ο ενάγων είχε επικαλεστεί και προσκομίσει ενώπιον του Β’ Υ.Σ. (ήτοι η από 27.11.1996 έκθεση αυτοψίας και τοπογραφικό διάγραμμα μηχανικών του Υπ. Οικονομικών)».

 

            7. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων υποστηρίζει ότι η διαδικασία παραπομπής του σε πειθαρχική δίκη, ενώπιον του Β΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο συνεδρίασε στις 12.12.1995, για τα περιγραφόμενα στο με αριθμό πρωτοκόλλου ΕΜΠ ./14.2.1995 παραπεμπτήριο έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού Δ.Ο.Υ. του Υπουργείου Οικονομικών, ήταν παράνομη. Και τούτο, διότι η παραπομπή του βασίσθηκε στα αναιτιολόγητα, αόριστα, πρόχειρα και αβάσιμα, κατά τους ισχυρισμούς του, πορίσματα των σχετικά συνταχθεισών πορισματικών εκθέσεων, με τις οποίες του αποδόθηκαν οι ανωτέρω κατηγορίες, και συγκεκριμένα της από 12.7.1993 πορισματικής έκθεσης του επιθεωρητή ., της ./27.9.1993 πορισματικής έκθεσης των επιθεωρητών, ., και της ./25.11.1994 πορισματικής έκθεσης του επιθεωρητή .. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι οι ως άνω επιθεωρητές ενήργησαν με επιπολαιότητα και προχειρότητα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, καθόσον δεν τον κάλεσαν να καταθέσει στο πλαίσιο της σχετικής έρευνας που διεξήγαγαν, δεν διέταξαν τεχνική πραγματογνωμοσύνη, ούτε ζήτησαν να λάβουν γνώση των εγγράφων που αφορούσαν την ένδικη έκταση και υπήρχαν στο φάκελο της Δ.Ο.Υ., ούτε, εξάλλου, κάλεσαν τον . να προσκομίσει στοιχεία όσον αφορά την εν λόγω έκταση. Περαιτέρω, του απέδωσαν με προχειρότητα και επιπολαιότητα τις ένδικες κατηγορίες, γεγονός το οποίο, άλλωστε, αποδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς του, από το ότι με το από 12.12.1995 πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου απαλλάχθηκε για τις τρεις από αυτές. Χωρίς να ελέγξουν και να διασταυρώσουν το περιεχόμενο των πληροφοριών στις οποίες στηρίχθηκαν, τον παρουσίασαν, μεταξύ άλλων, ως αρωγό ιδιωτικών συμφερόντων, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι ο ίδιος απένειμε ουσιαστικά τίτλο κυριότητας στον .. για την ένδικη έκταση, και κατηγορώντας τον ότι κινήθηκε με δόλο προκειμένου να ζημιώσει το Ελληνικό Δημόσιο, κατά παράβαση καθήκοντος. Συνεπεία, δε, της ./27.9.1993 πορισματικής έκθεσης των επιθεωρητών, ., ασκήθηκε, περαιτέρω, σε βάρος του ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος, κατηγορία από την οποία, τελικά, απαλλάχθηκε με την 2564/1997 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου. Ο τελευταίος, μάλιστα, κατά σειρά, επιθεωρητής, ., μετέφερε στην ./25.11.1994 πορισματική έκθεσή του, σχεδόν αυτούσια, τα συμπεράσματα των προηγούμενων επιθεωρητών, ., χωρίς να διακριβώσει την αλήθεια και τη βασιμότητα αυτών, γεγονός το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, ο ίδιος συνομολογεί στη μεταγενέστερη, ./15.3.2005, πορισματική έκθεσή του, με την οποία παραδέχεται ότι «οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ήταν βάσιμοι». Η επιπολαιότητα και η προχειρότητα, με την οποία άσκησε τα καθήκοντά του ο ανωτέρω επιθεωρητής καταδεικνύεται, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, από την υποβληθείσα, ενόψει της συνεδρίασης του Β΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου στις 23.10.2003 σχετικά με την αναπομπή της υπόθεσης στη διοίκηση, εισήγηση της εισηγήτριας, ., στην οποία αναφέρεται ότι «η πορισματική έκθεση του επιθεωρητή ., βάσει της οποίας έγινε η παραπομπή του ενάγοντος σε πειθαρχική δίκη, πάσχει ως προς τα σημεία που επικαλείται ο έναγων. Ο ανωτέρω επιθεωρητής δεν προέβη σε καμία ενέργεια- σχετικές ανακρίσεις, αυτοψίες, Ε.Δ.Ε.- ως όφειλε, αλλά θεώρησε αρκετό να στηριχθεί μόνο στις πορισματικές εκθέσεις των προηγούμενων επιθεωρητών για να βγάλει τα συμπεράσματά του. Η Υπηρεσία, στη συνέχεια, παρέπεμψε τον ενάγοντα σε πειθαρχική δίκη με την πορισματική αυτή έκθεση, η οποία στην ουσία δεν ανέφερε τίποτα παραπάνω από τις προηγούμενες πορισματικές εκθέσεις, τις οποίες η Υπηρεσία δεν δέχθηκε από την αρχή, ζητώντας περισσότερα στοιχεία με μία εκ νέου αξιολόγηση». ’λλωστε, όπως υποστηρίζει οι ανωτέρω επιθεωρητές ενήργησαν με πρόθεση να τον μειώσουν ηθικά, επαγγελματικά, οικογενειακά και κοινωνικά, γεγονός, το οποίο αποδεικνύεται, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, από το ότι απέκρυψαν την ./12.10.1993 απόφαση του Νομάρχη Αρκαδίας, με την οποία ο τελευταίος είχε αποφανθεί ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση πειθαρχικής δίωξης του ενάγοντος. Σε κάθε, δε, περίπτωση ευθύνονται, σύμφωνα με όσα ο ίδιος ισχυρίζεται, με βαρεία αμέλεια για την παραπομπή του σε πειθαρχική δίκη, καθότι ενήργησαν, κατά τα ανωτέρω, με επιπολαιότητα και προχειρότητα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι με το με αριθμό πρωτοκόλλου ΕΜΠ ./14.2.1995 παραπεμπτικό έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού Δ.Ο.Υ. του Υπουργείου Οικονομικών, με το οποίο παραπέμφθηκε στο Β΄ Υπηρεσιακό Συμβούλιο, και το οποίο κοινοποιήθηκε, μεταξύ άλλων υπηρεσιών, στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Τρίπολης, υπαγορεύθηκε μη νόμιμα από τη Διοίκηση προς το Συμβούλιο η καταδίκη του για τα ένδικα πειθαρχικά αδικήματα, δεδομένου ότι με το εν λόγω έγγραφο η Διοίκηση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «θεωρούμε ότι ο παραπεμπόμενος υπάλληλος (ο ενάγων) υπέπεσε στα πειθαρχικά αδικήματα για τα οποία παραπέμπεται». Ακολούθως, προβάλλει ότι μη νομίμως εισήχθη η υπόθεση ενώπιον του Β΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου, το οποίο έπρεπε να απόσχει από την εξέταση αυτής, καθώς ο Νομάρχης Αρκαδίας, με την ./12.10.1993 απόφασή του, είχε ήδη αποφανθεί ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση πειθαρχικής δίωξης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι μη νομίμως, πριν την συνεδρίαση του ως άνω υπηρεσιακού συμβουλίου, δεν διορίσθηκαν πειθαρχικός δικαστής και πραγματογνώμονας προκειμένου για τη διεξαγωγή ανακριτικών πράξεων και αυτοψίας στην ένδικη έκταση αντίστοιχα. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι το μέλος του ανωτέρω Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ., κατά την εισήγηση του στις 12.12.1995, του επέρριψε ψευδείς κατηγορίες, τις οποίες άντλησε από τις πορισματικές εκθέσεις των επιθεωρητών ., χωρίς προηγουμένως να ερευνήσει τη βασιμότητά τους. Τέλος, με το από 31.10.2017 υπόμνημα, ισχυρίζεται το πρώτον ότι πριν την έκδοση της απόφασης του ανωτέρω Συμβουλίου μη νομίμως μετατέθηκε δυσμενώς στη Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας το έτος 1991, και υποβιβάσθηκε από το βαθμό Π.Ε. Α΄ στο βαθμό Π.Ε. Β΄, με αντίστοιχη μείωση του μισθού του. Ωστόσο, ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται απαραδέκτως το πρώτον με το υπόμνημα, κατ’ ανεπίτρεπτη διεύρυνση της πραγματικής βάσης της κρινόμενης αγωγής και για το λόγο αυτό, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, πρέπει να απορριφθεί (βλ. Σ.τ.Ε. 983/2016, σκ. 9, Σ.τ.Ε. 898/2014 σκ. 9, Σ.τ.Ε. 2894 και 2895/2013 σκ. 5 και 7 κ.α.). Για τον ίδιο λόγο δεν λαμβάνονται υπόψη και οι προσκομισθείσες, προς υποστήριξη του ανωτέρω ισχυρισμού του, σχετικά ληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις.

 

            8. Επειδή, εξαιτίας της παράνομης, σύμφωνα με τα ανωτέρω, παραπομπής του σε πειθαρχική δίκη ενώπιον του Β΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο συνεδρίασε στις 12.12.1995, καθώς και εξαιτίας της επιβληθείσας σε βάρος του με την από 12.12.1995 απόφαση του ως άνω Συμβουλίου ποινής του υποβιβασμού, υποστηρίζει ότι υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας ζητάει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής έως την εξόφληση, το ποσό των 400.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του Α.Κ.. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι προσβλήθηκε η προσωπικότητά του, θίχτηκαν η τιμή και η υπόληψή του, συκοφαντήθηκε βάναυσα και διασύρθηκε ανεπανόρθωτα στον επαγγελματικό του χώρο και στον κοινωνικό του περίγυρο, περαιτέρω, δε, διαταράχθηκε η οικογενειακή του ζωή. Εξάλλου, το εναγόμενο με την έκθεση απόψεών του και το νόμιμα κατατεθέν υπόμνημα ζητάει την απόρριψη της αγωγής.

 

            9. Επειδή, από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στην τέταρτη σκέψη προκύπτει ότι η διαδικασία που προηγείται της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του Υπηρεσιακού - Πειθαρχικού Συμβουλίου, και περιλαμβάνει τη διενέργεια προανάκρισης και ανάκρισης, τη σύνταξη των σχετικών πορισματικών εκθέσεων, καθώς και του παραπεμπτηρίου εγγράφου, με το οποίο παραπέμπεται ο διωκόμενος υπάλληλος ενώπιον του ως άνω Συμβουλίου, είναι προπαρασκευαστική της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου, τα δε σχετικά έγγραφα στερούνται εκτελεστότητας και ενσωματώνονται στην απόφαση του Υπηρεσιακού - Πειθαρχικού Συμβουλίου (πρβλ ΣτΕ 893/1997). Όπως, δε, προέκυψε το Β΄ Υπηρεσιακό Συμβούλιο, ενώπιον του οποίου παραπέμφθηκε η πειθαρχική υπόθεση του ενάγοντος με το με αριθμό ΕΜΠ/./14.2.1999 έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού Δ.Ο.Υ. (υπογεγραμμένο από τον Υφυπουργό Οικονομικών), κατά τη συνεδρίασή του στις 12.12.1995, έκρινε πλήρη και επαρκή την προδικασία που τηρήθηκε, και συγκεκριμένα την έρευνα που διενεργήθηκε, με εντολή της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Ελέγχων και του Υφυπουργού Οικονομικών, από τον επιθεωρητή της Ειδικής Επιθεώρησης Αθήνας, ., η οποία ολοκληρώθηκε με τη σύνταξη της από 12.7.1993 πορισματικής έκθεσης, την ένορκη διοικητική ανάκριση που διενεργήθηκε, με εντολή του Νομάρχη Αρκαδίας, από τους επιθεωρητές της Διεύθυνσης Επιθεώρησης και Συντονισμού Δ.Ο.Υ. νομού Αρκαδίας, ., η οποία ολοκληρώθηκε με τη σύνταξη της από 27.9.1993, πορισματικής έκθεσης, και τη διοικητική έρευνα που διεξήχθη, με εντολή της Διεύθυνσης Επιθεώρησης και Ελέγχων, από τον επιθεωρητή της Ειδικής Επιθεώρησης Αθήνας, ., η οποία ολοκληρώθηκε με τη σύνταξη της από 25.11.1994 πορισματικής έκθεσης, και  προχώρησε στην ουσία της υπόθεσης. Ακολούθως, εξέδωσε την από 12.12.1995 απόφασή του, στην οποία ενσωματώθηκε, σύμφωνα όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η νομοτύπως, κατά την κρίση του, τηρηθείσα προδικασία καθώς και το με αριθμό ΕΜΠ/./14.2.1999 παραπεμπτήριο έγγραφο. Με την ως άνω απόφασή του το Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι ο ενάγων ήταν αθώος της διάπραξης τριών εκ των τεσσάρων πειθαρχικών αδικημάτων για τα οποία παραπέμφθηκε ενώπιόν του, και συγκεκριμένα των αδικημάτων της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό ή άλλους ειδικούς νόμους (άρθρο 206 παρ. 1 εδ. κη΄ του Π.Δ. 611/77), της από δόλο τέλεσης πράξεων και παραλείψεων, οι οποίες έθεσαν ή μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Πολιτείας (άρθρο 206 παρ. 1 εδ. κζ΄ του Π.Δ. 611/77) και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς και ανάξιας υπαλλήλου διαγωγής εντός και εκτός Υπηρεσίας (άρθρο 207 παρ. 4 εδ. ε΄ του Π.Δ. 611/77). Κατά συνέπεια, με την εν λόγω απόφαση, με την οποία ολοκληρώθηκε η διενεργηθείσα, σε βάρος του ενάγοντος, πειθαρχική διαδικασία για τα ένδικα πειθαρχικά αδικήματα, τα οποία του αποδόθηκαν με τις ως άνω πορισματικές εκθέσεις και το παραπεμπτήριο έγγραφο, η Διοίκηση αποκατέστησε πλήρως τον ενάγοντα όσον αφορά τις ανωτέρω τρεις κατηγορίες. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι, η όποια τυχόν προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος προκλήθηκε εξαιτίας του περιεχομένου των ένδικων πορισματικών εκθέσεων και του παραπεμπτηρίου εγγράφου αποκαταστάθηκε με την απαλλακτική, για τις εν λόγω κατηγορίες, απόφαση του Συμβουλίου, απορριπτομένων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ως αβάσιμων. Τέλος, ο ισχυρισμός του ότι προσβλήθηκε η προσωπικότητά του συνεπεία της επιβληθείσας σε βάρος του πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού για τη διάπραξη του πειθαρχικού αδικήματος της σοβαρής απείθειας (άρθρ. 207 παρ. 4 εδ. ι΄ του Π.Δ. 611/77), πρέπει να απορριφθεί, επίσης, ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η ανωτέρω ποινή, η οποία επιβλήθηκε με την από 12.12.1995 απόφαση του Β΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου, κρίθηκε ως προσήκουσα με την 724/2001 απόφαση του ΣτΕ, η οποία δεσμεύει τον παρόν Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει εν προκειμένω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση της έκδοσης παράνομης διοικητικής πράξης, η οποία αποτελεί αναγκαίο όρο για τη θεμελίωση της ευθύνης του Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, προς αποκατάσταση της τυχόν ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων συνεπεία του εν λόγω υποβιβασμού του.

 

            10. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως αβάσιμη, να απαλλαγεί όμως ο ενάγων, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου ν.π.δ.δ., κατ’ άρθρο 275 παρ, 1 εδ. ε΄ του Κ.Δ.Δ..

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

            -Απορρίπτει την αγωγή.

 

            -Απαλλάσσει τον ενάγοντα από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου.

 

            Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 8.3.2018 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του κατά τη δημόσια συνεδρίαση στις 23.3.2018.

 

 

 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

 

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ