ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΔΠρΑθ 1416/2018

 

Βεβαίωση επελθούσας αυτοδίκαιης άρσης απαλλοτρίωσης.

 

ΤρΔΠρΑθ 1416/2018

 

Βεβαίωση επελθούσας αυτοδίκαιης άρσης απαλλοτρίωσης.

 

 

Αριθμός απόφασης 1416/2018

 

Γ.Α.Κ.: ./2013

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

ΤΜΗΜΑ 29ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

            συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2017, με δικαστές τους Γεώργιο Τσεκούρα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ευανθία Κουλουρίδου και Σωτηρία-Σπυριδούλα Κατσίκα (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Χριστίνα Μπακούλα, δικαστική υπάλληλο,

 

            γ ι α να δικάσει την προσφυγή με ημερομηνία κατάθεσης 7.10.2013,

 

            τ η ς  ., κατοίκου Περιστερίου, οδός ., η οποία δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β΄ του Κ.Δ.Δ., της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Αναστασίας Φράγκου,

 

        κ α τ ά των 1. Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, και δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β΄ του Κ.Δ.Δ., του Δικαστικού Πληρεξούσιου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Ζώη Κάσαρη, 2. νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Δήμος Περιστερίου», το οποίο εκπροσωπείται από το Δήμαρχο Περιστερίου και δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β΄ του Κ.Δ.Δ., του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Κωνσταντίνου Σιουρούνη, και 3. ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Περιφέρεια Αττικής», το οποίο εκπροσωπείται από την Περιφερειάρχη Αττικής και δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β΄ του Κ.Δ.Δ., της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ανθίππης Ρίπου.

 

Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

 

Η  κ ρ ί σ η  τ ο υ Δ ι κ α σ τ η ρ ί ο υ  ε ί ν α ι  η  ε ξ ή ς :

 

 

1.         Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας κατα-βλήθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 100,00 ευρώ (σχετ. τα ΣΕΙΡΑΣ Α΄ 3666411 και 3666412 ειδικά έντυπα παραβόλου), η προσφεύγουσα ζητά α. να ακυρωθεί η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει πράξη, με την οποία να βεβαιώνεται η επελθούσα αυτοδίκαιη άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης που επιβλήθηκε σε ακίνητό της, λόγω μη καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης μέσα σε ενάμισι έτος από τον καθορισμό, με την 751/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης για την ένδικη απαλλοτρίωση, και β. να βεβαιωθεί ότι η ανωτέρω ρυμοτομική απαλλοτρίωση έχει αρθεί αυτοδικαίως για τον παραπάνω λόγο. Η εν λόγω απαλλοτρίωση επιβλήθηκε, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, με το από 14.12.1970 Βασιλικό Διάταγμα (Φ.Ε.Κ. Δ΄ 311/31.12.1970) «Περί τροποποιήσεως και επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Περιστερίου και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτού», όπως εμφαίνεται στο επισυναφθέν σε αυτό από 14.12.1970 Διάταγμα Ρυμοτομίας, και συνίσταται στην προσκύρωση, λόγω ρυμοτομίας υπέρ του Δήμου Περιστερίου, τμήματος του ως άνω ακινήτου (έκτασης 57,18 τ.μ.), το οποίο βρίσκεται στο Δήμο Περιστερίου, στο Ο.Τ. ., στη διασταύρωση των οδών . (επί της οποίας φέρει τον αριθμό .).

 

2.         Επειδή, καταρχάς, η προσφεύγουσα με έννομο συμφέρον επιδιώκει την ακύρωση της ως άνω παράλειψης της Διοίκησης και την ακόλουθη αναγνώριση της επελθούσας αυτοδίκαιης άρσης της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, δεδομένου ότι, από τα στοιχεία του φακέλου και τα προσκομιζόμενα από την ίδια έγγραφα (βλ. το με αριθμό ./1981 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Περιστερίου, ., με το οποίο η προσφεύγουσα απέκτησε το ένδικο ακίνητο λόγω δωρεάς και το με αριθμό ./1981 πιστοποιητικό μεταγραφής του εν λόγω συμβολαίου στο Υποθηκοφυλακείο Περιστερίου), φέρεται ιδιοκτήτρια του ακινήτου επί του οποίου έχει επιβληθεί η εν λόγω απαλλοτρίωση, γεγονός, άλλωστε, το οποίο δεν αμφισβητείται από τους καθ’ ων (πρβλ. ΣτΕ 1882/2015, 1994/2013, 2924/2012 κ.α.).

 

 

3.   Επειδή, στο άρθρο 17 του Συντάγματος [όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων - Φ.Ε.Κ. Α΄ 84/17.4.2001 και διόρθωση σφάλματος στο Φ.Ε.Κ. Α΄ 147/04.07.2001 - και έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση εκ του χρόνου δημοσίευσης (29.3.2002) της 751/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, με την οποία καθορίστηκε προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης για την ένδικη απαλλοτρίωση (πρβλ. ΣτΕ 4452/2010)], ορίζεται ότι: « 1. ... 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο … 3. ... 4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου, που μπορεί να υποχρεωθεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να παράσχει για την είσπραξη της ανάλογη εγγύηση, σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος … Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη … Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως …». Περαιτέρω, στο άρθρο 7 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (Κ.Α.Α.Α.) (ν. 2882/2001, Φ.Ε.Κ. Α΄ 17/6.2.2001), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 31 εδαφ. α΄ και β΄ του ν. 3130/2003 (Φ.Ε.Κ. Α΄76/28.3.2003), ορίζεται ότι: «1. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον δικαστι-κώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης που προσδιορίστηκε προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόμο ή με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση, η δικαστική δαπάνη, η οποία επιδικάζεται κατά το άρθρο 18 παράγραφος 4, καθώς και η αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά το επόμενο άρθρο 8. ...Εάν υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης είναι οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης Α΄ ή Β΄ βαθμού, η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται και με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ότι, κατ’ εντολή και για λογαριασμό του υπόχρεου, παρακατέθεσε το ίδιο την αποζημίωση, την επιδικασθείσα κατά το άρθρο 18 παράγραφος 4 δικαστική δαπάνη, καθώς και την αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων κατά τους όρους και τα αποτελέσματα που ορίζονται στο επόμενο άρθρο 8. …», στο άρθρο 11 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφασή της να την ανακαλέσει, ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεσθεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως […] 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. [...] 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη»», και στο άρθρο 29 του ανωτέρω Κ.Α.Α.Α. ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. 3…4. Επί απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν πριν από την 1η Φεβρουαρίου 1971 εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις από τις οποίες διέπονταν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος. … 5. Απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που κηρύχθηκαν οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα διέπονται, κατά την έκταση που ορίζεται από την παράγραφο 2, από τις διατάξεις του Κώδικα τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές. 6. … 7. … 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις του.», σύμφωνα δε με το άρθρο δεύτερο του ως άνω ν. 2882/2001, η ισχύς αυτού αρχίζει μετά πάροδο τριών μηνών από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, δηλαδή από 7.5.2001.

 

4.     Επειδή, καταρχάς, κατά τα παγίως κριθέντα, η απαλλοτρίωση ακινήτου λόγω ρυμοτομίας με πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών (ΣτΕ 603, 604/2008 Ολομ., 3986/2008, 4452/2010, 5464/2012, 1673/2014, 979/2015 κ.α.). Κατόπιν τούτου, ο θεσπιζόμενος με τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. κανόνας της αυτοδίκαιης άρσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση μη συντέλεσής τους εντός ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημίωσης ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων. Εν αντιθέσει με την άρση αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, για τις οποίες δεν έχει καθορισθεί επί ορισμένο χρονικό διάστημα μετά την κήρυξή τους τιμή μονάδας αποζημίωσης με δικαστική απόφαση, η άρση αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης που καθορίσθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, επέρχεται αυτοδικαίως, κατά τον κανόνα του ως άνω άρθρου 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. Ο αυτοδίκαιος χαρακτήρας της άρσης των εν λόγω ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων εξηγείται, στην περίπτωση αυτή, από το γεγονός ότι η άρση τους δεν συναρτάται, κατά το νόμο, με ουσιαστική εκτίμηση των συνθηκών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, οι οποίες θα καθιστούσαν εύλογο ή μη το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την κήρυξή τους μέχρι την υποβολή του αιτήματος για την άρση τους, αλλά προβλέπεται από το Σύνταγμα (άρθρο 17 παρ. 4, τέταρτο εδάφιο) και το νόμο ως αυτόθροη συνέπεια της παράλειψης καταβολής της ορισθείσας αποζημίωσης εντός τακτής προθεσμίας από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης καθορισμού τιμής μονάδας. Για το λόγο, άλλωστε, αυτό η σχετική διοικητική πράξη, η οποία πρέπει να εκδίδεται ομοίως εντός τακτής προθεσμίας από την άπρακτη πάροδο ενάμισι έτους από τη δημοσίευση της ως άνω δικαστικής απόφασης, έχει «βεβαιωτικό», κατά τη διατύπωση του νόμου, χαρακτήρα, περιορίζεται, δηλαδή, στη διαπίστωση της παρόδου της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, η οποία επιφέρει αυτοδικαίως την έννομη συνέπεια της άρσης της απαλλοτρίωσης, χωρίς να καταλείπεται πεδίο συνεκτίμησης άλλων στοιχείων. Όπως έχει κριθεί (πρβλ. ΣτΕ 7μ. 2600/2016), η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει την εν λόγω βεβαιωτική πράξη συνιστά παράβαση της τασσόμενης από τις ως άνω διατάξεις νόμιμης υποχρέωσής της. Ο δε ενδιαφερόμενος δικαιούται, στην περίπτωση αυτή, να επιδιώξει την προβλεπόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις δικαστική προστασία, δηλαδή την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει την ως άνω βεβαιωτική πράξη και, περαιτέρω, τη βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης. Εφόσον το αίτημα να βεβαιωθεί η αυτοδικαίως επελθούσα άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης υποβάλλεται μετά την 1η.1.2002 ή η απόρριψή του συντελείται μετά την ημερομηνία αυτή (πρβλ. ΣτΕ 3165/2015 επταμ., 1813/2005, 1420/2003), αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση του προβλεπόμενου ένδικου βοηθήματος είναι το δικαστήριο του άρθρου 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., δηλαδή το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωθέν ακίνητο, ακόμη και αν η ρυμοτομική απαλλοτρίωση, για την οποία πρόκειται, είχε κηρυχθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Κώδικα αυτού (πρβλ. ΣτΕ 4281/2012, 2642/2010, 603/2008 Ολομ. κ.ά.), τούτο δε ισχύει είτε το σχετικό αίτημα υποβληθεί στη Διοίκηση είτε απευθείας ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 2600/2016 επταμελής, ΣτΕ 4452/2010, πρβλ ΣτΕ 1776/2006 επταμ.), χωρίς, μάλιστα, στην τελευταία περίπτωση η άσκηση της αίτησης να υπόκειται στην προθεσμία του άρθρου 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α΄ 97).

 

5.        Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η ένδικη ρυμοτομική απαλλοτρίωση διέπεται από τις διατάξεις του Κ.Α.Α.Α., καθώς αφενός η προσβαλλόμενη παράλειψη συντελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του (και ειδικότερα μετά την 29η.9.2003, οπότε συμπληρώθηκε ενάμισι έτος από τον καθορισμό, με την 751/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης) αφετέρου πρόκειται για απαλλοτρίωση προς εφαρμογή σχεδίου πόλης, η οποία κηρύχθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του εν λόγω Κώδικα. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η κρινόμενη προσφυγή, με την οποία ζητείται η ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει πράξη, με την οποία να βεβαιώνεται η επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, λόγω μη καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της σχετικής δικαστικής απόφασης καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης, ασκείται παραδεκτώς απευθείας στο παρόν Δικαστήριο, χωρίς να έχει προηγηθεί σχετικό αίτημα, με την ίδια νομική βάση, στη Διοίκηση.

 

6.    Επειδή, η έγκριση ή τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας και η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα, πάσης φύσης όρων δόμησης και χρήσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, άλλα ούτε και θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές θεσπίζονται μόνο με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας, εξάλλου, αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα, όσο και τις ατομικές πράξεις, διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει άρρηκτα αυτές τις κατηγορίες πράξεων. Οι αρμοδιότητες, όμως, εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί ομοίως να επιχειρείται με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρύτερου σχεδιασμού, που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια, κατά το Σύνταγμα και τον νόμο, όργανα (βλ. ΣτΕ 3956, 3377/2015, 3114/2014, 2826/2013, 3661/2005 Ολομ.). Εξάλλου, για την εφαρμογή του παραπάνω κανόνα, η τροποποίηση σχεδίου πόλης ή η αναθεώρηση πολεοδομικής μελέτης είναι, κατ’ αρχήν, όλως εντοπισμένη όταν με αυτήν επέρχεται μικρής έκτασης μεταβολή και θίγεται ένα οικόπεδο ή μικρός αριθμός γειτονικών οικοπέδων, έστω και εάν αυτά ευρίσκονται σε διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα. Και οι τελευταίες, όμως, αυτές όλως εντετοπισμένες τροποποιήσεις πολεοδομικών σχεδίων παύουν να διατηρούν τον ως άνω ειδικότερο χαρακτήρα όταν αφορούν προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, λόγω της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα σημασίας των ως άνω περιοχών, οπότε οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να διενεργούνται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος (βλ. ΣτΕ  1412/2016, 3661/2005 Ολ.).

 

7.     Επειδή, στο άρθρο 29 του ν. 2831/2000 «Τροποποίηση των διατάξεων του ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός και άλλες πολεοδομικές διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 140), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο [μετά τη συμπλήρωση ενάμισι έτους από τον καθορισμό, με την 751/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας (η οποία δημοσιεύθηκε στις 29.3.2002), προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης για την ένδικη απαλλοτρίωση], μετά την αντικατάσταση του με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3044/2002 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 197), ορίζεται ότι: «1. Με απόφαση του οικείου νομάρχη και με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 γίνονται οι ακόλουθες πολεοδομικές ρυθμίσεις: α). . .β) Η τροποποίηση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και οικισμών και ο καθορισμός και η τροποποίηση όρων και περιορισμών δόμησης σε αυτά. …», και στο άρθρο 186 παρ. ΙΙ περ. Στ΄ του ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης - Πρόγραμμα Καλλικράτης» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 87), ορίζεται ότι στις αρμοδιότητες της Περιφέρειας ανήκει: «39. Η έγκριση σημειακών-εντοπισμένων τροποποιήσεων των εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων και των χρήσεων και όρων δόμησης αυτών …», ενώ στο άρθρο 280 παρ. 11 περ. 19  του ίδιου νόμου ο Γενικός Γραμματέας (Γ.Γ.) της Αποκεντρωμένης Διοίκησης είναι αρμόδιος για την «Έγκριση σημειακών-εντοπισμένων τροποποιήσεων των εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων και των χρήσεων και όρων δόμησης αυτών, σε Ο.Τ. επί του Βασικού Οδικού Δικτύου του νομού Αττικής …», όπως αυτό (όσον αφορά το νομό Αττικής) καθορίστηκε με την με αριθμό 62556/5073/1990 (Φ.Ε.Κ. Δ΄ 701) απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 186 και 280 του ν. 3852/2010 διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 31 παρ.1 του ν.4067/2012 - Φ.Ε.Κ. Α΄ 79). Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 282  του ανωτέρω νόμου (ν. 3852/2010) «1 .α. Για τις Αρμοδιότητες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, που περιέρχονται στις περιφέρειες του παρόντος νόμου και …, και για τις οποίες οι διατάξεις νόμων και κανονιστικών πράξεων, που τις οριοθετούν, προβλέπουν, ως αρμόδια όργανα άσκησης τους το Νομάρχη, το Νομαρχιακό Συμβούλιο και τη Νομαρχιακή Επιτροπή, από την έναρξη άσκησης των σχετικών αρμοδιοτήτων, για μεν τις περιφέρειες νοούνται, ως αρμόδια όργανα άσκησης τους, ο περιφερειάρχης, το περιφερειακό συμβού-λιο και η οικεία οικονομική επιτροπή της περιφέρειας …».

 

8.     Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, η αρμοδιότητα για την έκδοση πράξης, με την οποία να βεβαιώνεται η επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, λόγω μη καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης μέσα σε ενάμισι έτος από τον καθορισμό, με την 751/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης ανήκε, κατά τον κρίσιμο χρόνο [της συμπλήρωσης ενός και ημίσεος έτους από τον καθορισμό, με την ανωτέρω απόφαση (η οποία δημοσιεύθηκε στις 29.3.2002), προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης για την ένδικη απαλλοτρίωση],- και εξακολουθεί να ανήκει, -στην Περιφέρεια Αττικής δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η σχετική ρύθμιση αφορά σε όλως εντοπισμένη τροποποίηση στο Ο.Τ. . του Δήμου Περιστερίου στη διασταύρωση των οδών Κερασούντος και Εσπερίδων (επί της οποίας φέρει τον αριθμό .), οι οποίες δεν έχουν πλευρά στο βασικό οδικό δίκτυο, ενώ άλλωστε δεν προκύπτει, αλλά ούτε και προβάλλεται, ότι πρόκειται για προστατευόμενη περιοχή του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, η οποία να αποκλείει, εν προκειμένω, την αρμοδιότητα της Περιφέρειας Αττικής. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι στην παρούσα δίκη νομιμοποιείται παθητικά η Περιφέρεια Αττικής, καθώς προσβάλλεται παράλειψη των οργάνων της να εκδώσουν την ανωτέρω πράξη βεβαίωσης της επελθούσας αυτοδίκαιης άρσης της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Περαιτέρω, στην παρούσα δίκη νομιμοποιούνται παθητικά και το Ελληνικό Δημόσιο και ο Δήμος Περιστερίου, ως ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση, σύμφωνα με τη διάταξη του προτελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 11 του Κ.Α.Α.Α,, κατ' απόρριψη του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του Ελληνικού Δημοσίου ως αβάσιμου. Κατά τα λοιπά, η κρινόμενη προσφυγή ασκείται εν γένει παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, στην ουσία.

 

9.    Επειδή, στο άρθρο 28 του ν. 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξης και σχετικές ρυθμίσεις» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 33) ορίζεται ότι: «Ιδιωτικοί  δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματιστεί με οποιοδήποτε τρόπο έστω και κατά παράβαση των κείμενων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι που ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως προσκυρώνονται κατά τις κείμενες  διατάξεις.». Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, αποκτούν την ιδιότητα του κοινόχρηστου χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση ιδιωτικά ακίνητα, εφόσον αυτά προβλέπονται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι και έχουν τεθεί σε κοινή χρήση, με την προϋπόθεση ότι η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη (ρητής ή συναγόμενης εμμέσως από ενέργειές του) ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα με την ανοχή του ιδιοκτήτη. Για τη μετάθεση, συνεπώς, της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διάθεσης του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να υπάρχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη Διοίκηση και κρίνεται οριστικώς από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια (πρβλ. ΣτΕ 744/1987 Ολομ., 2924/2012, 497/2013/6.2.13, 4629/2013/24.12.13, 392/2014, ΑΠ 1194/2011, 307/2012, 1452/2016 κ.ά.). Δεν αποτελεί, ωστόσο, προϋπόθεση για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης να επάγεται οποιαδήποτε ωφέλεια για τον ιδιοκτήτη η ανωτέρω μετάθεση της κυριότητας του ακινήτου υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης.

 

10.   Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με το από 14.12.1970 Βασιλικό Διάταγμα (Φ.Ε.Κ. Δ΄ 311/31.12.1970) «Περί τροποποιήσεως και επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Περιστερίου και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτού» επιβλήθηκε, λόγω ρυμοτομίας, αναγκαστική απαλλοτρίωση σε τμήμα του ευρισκόμενου στο Δήμο Περιστερίου, στο Ο.Τ. 1426, στη διασταύρωση των οδών Κερασούντος και Εσπερίδων (επί της οποίας φέρει τον αριθμό 2), ακινήτου της προσφεύγουσας, έκτασης 57,18 τ.μ. (βλ. σχετικά το από 14.12.1970, επισυναφθέν στο ανωτέρω Β.Δ., Διάταγμα Ρυμοτομίας). Για την εν λόγω ρυμοτομική απαλλοτρίωση συντάχθηκε από την πολεοδομική υπηρεσία του Δήμου Περιστερίου η με 3/1998 πράξη αναλογισμού και προσκύρωσης (των κειμένων στην οδό Κερασούντος, στο Ο.Τ. . του Δήμου Περιστερίου), η οποία κυρώθηκε με απόφαση του Νομάρχη Αθήνας (βλ. το από 29.7.1998 έγγραφο του Διευθυντή της Υπηρεσίας Πολεοδομίας του Δήμου Περιστερίου). Με την πράξη αυτή αναγνωρίσθηκε ο Δήμος Περιστερίου ως υπόχρεος για την αποζημίωση της ανωτέρω απαλλοτριωθείσας έκτασης. Στη συνέχεια, ο ως άνω Δήμος, με την από 7.8.2001 αίτησή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας ζήτησε τον προσδιορισμό προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης για την ένδικη απαλλοτρίωση. Το Δικαστήριο αυτό, με την 751/2002 απόφασή του, η οποία εκδόθηκε επί της ανωτέρω αίτησης και δημοσιεύθηκε στις 29.3.2002, καθόρισε την προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης για την εν λόγω απαλλοτρίωση στο ποσό των 299,00 ευρώ ανά τ.μ. με υπόχρεο το Δήμο Περιστερίου. Ωστόσο, η εν λόγω αποζημίωση δεν καταβλήθηκε εντός ενός και ημίσεος έτους από τον καθορισμό αυτής με την ανωτέρω απόφαση (βλ. σχετικά το με αριθμό 448 απόσπασμα πράξης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Περιστερίου από την 12/11.5.2004 Συνεδρίαση με αντικείμενο την έγκριση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου στο τμήμα της οδού Κερασούντος από Εσπερίδων έως Μυστριώτη με άρση της απαλλοτρίωσης και της 3.1998 Πράξης Προσκύρωσης και Αναλογισμού). Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή και το νόμιμα κατατεθέν υπόμνημα, η προσφεύγουσα, επικαλούμενη το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, ζητά να ακυρωθεί η παράλειψη του καθ’ ου ν.π.δ.δ. να εκδώσει πράξη, με την οποία να βεβαιώνεται η επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της ένδικης απαλλοτρίωσης, λόγω μη καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης εντός ενός και ημίσεος έτους από τον καθορισμό, με την ως άνω απόφαση, της προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης, και περαιτέρω, να αναγνωρισθεί ότι η ανωτέρω ρυμοτομική απαλλοτρίωση έχει αρθεί αυτοδικαίως για τον ίδιο λόγο.

 

11.   Επειδή, από τις 29.3.2002, οπότε δημοσιεύθηκε η 751/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, με την οποία καθορίστηκε η προσωρινή τιμή μονάδας της οφειλόμενης αποζημίωσης για την ένδικη ρυμοτομική απαλλοτρίωση, παρήλθε χρονικό διάστημα ενός και ημίσεος έτους, το οποίο έληξε στις 29.9.2003, χωρίς ο υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης  Δήμος Περιστερίου να την καταβάλει στην προσφεύγουσα ή να προβεί σε παρακατάθεσή της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και να δημοσιεύσει στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης το οικείο ειδοποιητήριο παρακατάθεσης, δηλαδή παρήλθε η ανωτέρω συνταγματικά οριζόμενη προθεσμία χωρίς να συντελεστεί η απαλλοτρίωση. Επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ.3 του Κ.Α.Α.Α., η οποία, λόγω της συντέλεσης της κρίσιμης εν προκειμένω παράλειψης μετά τις 7.5.2001- οπότε τέθηκε σε ισχύ ο Κώδικας αυτός-, είναι εφαρμοστέα στην προκείμενη περίπτωση, η εν λόγω απαλλοτρίωση έχει αυτοδικαίως αρθεί από τις 29.3.2002. ’λλωστε, ο ισχυρισμός του καθ’ ου Δήμου ότι η τυχόν άρση της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, η οποία αφορά τη δημιουργία εγκεκριμένης οδού, συνεπάγεται περιβαλλοντική υποβάθμιση και θα αποβεί καταστροφική για την πολεοδομική συγκρότηση της περιοχής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο, καταρχάς, διότι δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ότι η εν λόγω εγκεκριμένη οδός έχει παραδοθεί στην κοινή χρήση, συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 28 του ν. 1337/1983, καθόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται με αυτό έτσι όπως παρατέθηκαν στην ένατη σκέψη. Περαιτέρω, από τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 17 και 24 συνάγεται ότι η αναγκαστική αφαίρεση ορισμένης ιδιοκτησίας από τον ιδιοκτήτη της επιτρέπεται από το Σύνταγμα για την ικανοποίηση δημόσιας ωφέλειας, όπως είναι, κατεξοχήν, η δημιουργία βιώσιμων πόλεων με τους αναγκαίους κοινόχρηστους χώρους και πράσινο, τηρουμένων, όμως, των συνταγματικών εγγυήσεων της ιδιοκτησίας, αφού, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα καλείτο ο ιδιοκτήτης της αναγκαίας για τη δημιουργία των χώρων αυτών έκτασης να επωμισθεί, μόνος αυτός, το βάρος της δημιουργίας τους κατά παράβαση όχι μόνο των συνταγματικών διατάξεων περί προστασίας της ιδιοκτησίας, αλλά και της συνταγματικής αρχής της ισότητας (πρβλ. ΣτΕ 4841/2012, 3933/2009). Κατόπιν τούτων, και δεδομένου ότι μέχρι την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής (7.10.2013) είχε παρέλθει η προθεσμία των τεσσάρων (4) μηνών από τις 29.9.2003, οπότε ήρθη αυτοδικαίως, κατά τα ανωτέρω, η ένδικη απαλλοτρίωση, χωρίς η Διοίκηση να εκδώσει εντός της εν λόγω τετράμηνης προθεσμίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11 παρ.3 του Κ.Α.Α.Α., βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η ως άνω συντελεσθείσα παράλειψη, και να βεβαιωθεί, περαιτέρω, με την παρούσα απόφαση, η επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης (πρβλ ΣτΕ 1370/2015). Τέλος, πρέπει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ., το παράβολο που καταβλήθηκε για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, να απαλλαγούν, όμως, οι καθ’ ων, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του ίδιου Κώδικα.

                                   

                                                ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

-Δέχεται την προσφυγή.

 

-Ακυρώνει την παράλειψη της Περιφέρειας Αττικής να εκδώσει πράξη, με την οποία να βεβαιώνεται η επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης που επιβλήθηκε, με το από 14.12.1970 Βασιλικό Διάταγμα (Φ.Ε.Κ. Δ΄ 311/31.12.1970) και το από 14.12.1970, επισυναφθέν στο εν λόγω Β.Δ., Διάταγμα Ρυμοτομίας (και της εκδοθείσας, σε εκτέλεση του ανωτέρω Β.Δ., 3/1998 πράξης αναλογισμού και προσκύρωσης της Υπηρεσίας Πολεοδομίας του Δήμου Περιστερίου), στο αναφερόμενο στο ιστορικό ακίνητο της προσφεύγουσας.

 

-Αναγνωρίζει ότι η ανωτέρω ρυμοτομική απαλλοτρίωση έχει αρθεί αυτοδικαίως.

 

-Διατάσσει την απόδοση στην προσφεύγουσα του καταβληθέντος παραβόλου.

 

-Απαλλάσσει τους καθ’ ων από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

 

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 18.1.2018 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του κατά τη δημόσια συνεδρίαση στις 30.1.2018.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ             ΣΩΤΗΡΙΑ-ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ ΚΑΤΣΙΚΑ                     

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΠΑΚΟΥΛΑ