ΤρΔΠρΑθ 5527/2002

 

Αρχή προστασίας οικογένειας - Επίδομα πολύτεκνης μητέρας - Ανώτατο όριο ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 39 Ν. 2459/1997.

Ενόψει του ότι οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 63 του Ν. 1892/1990 παροχές αποτελούν, λόγω του καθολικού τους χαρακτήρος και της φύσεως τους ως χρηματικών παροχών, μέτρα με τα οποία, κατ' εξοχήν, πραγματώνεται η κατ' άρθρον 21 παρ. 2 του Συντάγματος ειδική κρατική φροντίδα υπέρ των πολυτέκνων οικογενειών, η θέσπιση, με το άρθρο 39 παρ. 1-3 του Ν. 2459/1997, ανωτάτου ορίου ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος ως προϋποθέσεως για την χορήγηση των ως άνω παροχών αντίκειται στην εν λόγω συνταγματική διάταξη, αφού με τις ρυθμίσεις αυτές, οι οποίες μάλιστα συνεπάγονται μείωση των σχετικών υπέρ των πολυτέκνων δημοσίων δαπανών, εξαιρούνται τελικώς από την εκδηλούμενη με την χορήγηση των παροχών τούτων ειδική κρατική φροντίδα, πολύτεκνες μητέρες, το ετήσιο εισόδημα των οποίων υπερβαίνει το θεσπιζόμενο ανώτατο όριο, χωρίς, άλλωστε, να συνεπάγεται ο αποκλεισμός αυτών από την χορήγηση του ένδικου επιδόματος καθ' εαυτό και την ενίσχυση των οικονομικώς ασθενεστέρων πολυτέκνων οικογενειών.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2002, με δικαστές τους Αλεξάνδρα Παπακωνσταντίνου, Πρόεδρο Πρωτοδικών ΔΔ, Δήμητρα Γαλάνη (εισηγήτρια), Ευστράτιο Βαρβαρίδη Πρωτοδίκες ΔΔ, και γραμματέα την Ξένια Σκούρα, δικαστική υπάλληλο,

   για να δικάσει την έφεση με χρονολογία 14.11.2001

   του "Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων Ο.Γ.Α.", που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Πατησίων αρ. 30), για τον οποίο παραστάθηκε με δήλωση η Δικαστική Αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Γεωργία Ζουγανέλη.

   κατά της Χ.Γ, κατοίκου Πεύκης Αττικής (οδός Κ.), η οποία δεν παραστάθηκε.

   Η κρίση του είναι η εξής:

   Επειδή, με την κρινόμενη έφεση του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων - Ο.Γ.Α. -", επιδιώκεται παραδεκτώς η εξαφάνιση της υπ' αρ. 2830/2001 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή αγωγή της εφεσίβλητης - Χ.Γ. - και υποχρεώθηκε νομιμοτόκως το ποσό των 1.440.000 δραχμών, το οποίο αντιστοιχεί στο επίδομα πολύτεκνης μητέρας που εδικαιούτο αυτή να λάβει απ' αυτό κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.2000, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του Ν. 1892/1990 με τον τίτλο "μέτρα για το δημογραφικό πρόβλημα" και που μη νομίμως δεν της καταβλήθηκε, κατ' εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 39 του Ν. 2459/1997.

   Επειδή, στο άρθρο πρώτο του Ν. 1910/1944 "περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως της νομοθεσία περί προστασίας πολυτέκνων" (φ. 229), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 860/79 (φ. 2), ορίζονται μεταξύ άλλων, τα εξής: "1. Πολύτεκνοι υπό την έννοιαν του παρόντος νόμου είναι οι γονείς οι έχοντες τέσσερα τουλάχιστον ζώντα τέκνα εκ νομίμου γάμου ή νομιμοποιηθέντα ή νομίμως αναγνωρισθέντα 2. Ως γνήσια τέκνα συνυπολογιζόμενα προς απονομήν της εκ του παρόντος νόμου προστασίας λογίζονται ως προς την μητέρα και τα εξώγαμα τέκνα αυτής. - 3. Ως προς τον χαρακτηρισμόν εκάστου γονέως ως πολυτέκνου συνυπολογίζονται και τα εκ προτέρου γάμου τέκνα του, εφ' όσον πληρούνται ως προς ταύτα οι νόμιμοι όροι. - 4. Εν περιπτώσει καθ' ήν εξ οιουδήποτε λόγου υπόχρεως προς διατροφήν των τέκνων είναι μόνη ή μήτηρ άνευ συζύγου, αύτη θεωρείται πολύτεκνος εφ' όσον αύτη είχε και τρία μόνον τέκνα εκ των υπαγομένων εις τινα των ανωτέρω κατηγοριών" Περαιτέρω, ο Ν. 1892/1990 (φ. 101), στο άρθρο 63 (υπό τον τίτλο "μέτρα για το δημογραφικό πρόβλημα") προέβλεψε μεταξύ άλλων, τα εξής: "1. Στη μητέρα που αποκτά τρίτο παιδί καταβάλλεται επί τριετία μηνιαίο επίδομα ύψους 34.000 δραχμών. 2. Στις μητέρες, που κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού έχουν ήδη αποκτήσει τρίτο παιδί, το επίδομα που ορίζουν οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου καταβάλλεται έως ότου συμπληρωθεί η τριετία από την ημερομηνία γέννησης του τρίτου παιδιού. 3. Στη μητέρα που θεωρείται πολύτεκνη κατά το ν. 1910/1944, όπως τροποποιήθηκε, καταβάλλεται μηνιαίο επίδομα ίσο προς ενάμισι ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως κάθε φορά ισχύει, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των άγαμων μέχρι ηλικίας 25 ετών παιδιών της, το οποίο όμως ουδέποτε δύναται να είναι κατώτερο του τετραπλασίου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται έως ότου παύσει να έχει άγαμα παιδιά ηλικίας μέχρι 25 ετών. 4. Στη μητέρα που δεν δικαιούται πλέον το επίδομα της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται ισόβια σύνταξη ίση προς το τετραπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη. 5. Τα επιδόματα των προηγούμενων παραγράφων καταβάλλονται στη μητέρα ανεξάρτητα από κάθε άλλο επίδομα, μισθό, σύνταξη, αμοιβή, αποζημίωση κ.λ.π.. Οι ανωτέρω, όμως, διατάξεις του άρθρου 63 του Ν. 1892/90 τροποποιήθηκαν ακολούθως με το άρθρο 39 του Ν. 2459/1997 (φ. 17), στο οποίο μεταξύ άλλων ορίζονται τα εξής: 1. Το επίδομα τρίτου παιδιού της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 αυξάνεται σε 40.000 δραχμές από 1.1.1997 και καταβάλλεται μέχρι και τη συμπλήρωση του έκτου (6ου) έτους της ηλικίας του, εφόσον το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα των δικαιούχων δεν υπερβαίνει το ποσό των επτά εκατομμυρίων (7.000.000) δραχμών. 2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 63 του ν. 1892/90 τροποποιείται ως εξής: "3. Στη μητέρα που θεωρείται πολύτεκνη κατά το ν. 1910/1944, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μέχρι σήμερα, καταβάλλεται μηνιαίο επίδομα ίσο προς δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές, για κάθε άγαμο τέκνο ηλικίας μέχρι και είκοσι τριών (23) ετών. Το συνολικό αυτό επίδομα δεν μπορεί να υπολείπεται μηνιαίως του ποσού των είκοσι τριών χιλιάδων (23.000) δραχμών. Το επίδομα καταβάλλεται στη μητέρα, εφόσον το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτώ εκατομμυρίων (8.000.000) δραχμών. Για κάθε παιδί πέραν του τετάρτου το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα προσαυξάνεται κατά πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές". 3. Το επίδομα σύνταξης της παρ. 4 του άρθρου 63 του ν. 1892/1990, όπως συμπληρώθηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2163/1993 ορίζεται στις είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) δραχμές μηνιαίως και καταβάλλεται στις δικαιούχες μητέρες, εφόσον το ετήσιο οικογενειακό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών. 4. Το ύψος των επιδομάτων, καθώς και των οικογενειακών εισοδημάτων, των προηγούμενων παραγράφων δύνανται να αναπροσαρμόζονται, με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με όμοιες αποφάσεις καθορίζονται τα απαραίτητα δικαιολογητικά και ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου..." Επηκολούθησε, κατ' επίκλησιν των προπαρατεθεισών διατάξεων τόσον του άρθρου 63 του Ν. 1892/1990 όσον και του άρθρου 39 του Ν. 2459/97 η Π3δ/οικ.1978/19.3.97 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, και Οικονομικών (φ. 241/28.3.97/τ. Β'), με το άρθρο 1 παρ. 1 της οποίας ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η χορήγηση των παροχών που προβλέπονται από τις παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 63 του Ν. 1892/97 τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα των δικαιούχων δεν υπερβαίνει, αντιστοίχως, τα ποσά των 7.000.000, 8.000.000 και 3.000.000 δραχμών (ποσά τα οποία, μεταγενεστέρως, με την 2/17961/0020/27.1.00 κοινή απόφαση των ιδίων Υπουργών φ. 291/10.3.00/τ.Β', και 3.500.000 δρχ.). Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 1 της αποφάσεως αυτής, ως εισόδημα, για την εφαρμογή των εν λόγω ρυθμίσεων, νοείται τόσο το φορολογούμενο πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα όσο και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικόν τρόπο. Περαιτέρω, τα άρθρα 3 και 4 της εν λόγω αποφάσεως απαιτούν, για την αναγνώριση του οικείου δικαιώματος και για την κατ' έτος συνέχιση καταβολής των ως άνω παροχών, την υποβολή θεωρημένου εκκαθαριστικού σημειώματος της δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος και, τέλος, με τα άρθρα 6 περ. γ' και 7 περ. α' της ως άνω κοινής Υπουργικής Αποφάσεως προβλέπεται αντιστοίχως, το μεν ότι οι παροχές αυτές "διακόπτονται από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους εκείνου που καταβάλλεται παροχή, εφ' όσον διαπιστώνεται υπέρβαση του προβλεπόμενου ορίου εισοδήματος", το δε ότι οι παροχές αναστέλλονται από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους εκείνου κατά το οποίο καταβάλλεται η παροχή, εφ' όσον μέχρι τέλους του έτους δεν έχουν υποβληθεί τα ανωτέρω δικαιολογητικά.

   Επειδή, το άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: " Πολύτεκνες οικογένειες ... δικαιούνται της ειδικής φροντίδας από το Κράτος". Με την διάταξη αυτή, η θέσπιση της οποίας αποσκοπεί την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της Χώρας (βλ. πρακτικά Βουλής επί του Συντάγματος, Συνεδρίαση ΟΘ'/26.4.75, σελ. 479, 486), παρέχεται μεν, κατ' αρχήν υπόδειξη προς τον κοινό νομοθέτη για την λήψη των καταλλήλων μέτρων φροντίδος υπέρ των πολυτέκνων οικογενειών, εξυπακούεται κανόνας, δεσμευτικός για τον κοινό νομοθέτη, συμφώνως προς τον οποίο δεν είναι συνταγματικώς ανεκτός ο περιορισμός ή η υποβάθμιση της παρεχόμενης τους πολυτέκνους ειδικής φροντίδος, άνευ αποχρώντος λόγου, στα πλαίσια της αυτής σχέσεως (βλ. ΣτΕ 2773, 2778, 2781/91). Εν όψει δε της αδιαστίκτου διατυπώσεως της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως αλλά και του προαναφερθέντως σκοπούς της, η εξυπηρέτηση του οποίου συνιστά και λόγου γενικοτέρου δημοσίου συμφέροντος (βλ. Σ.Ε. 2778/91), δεν είναι, επίσης, συνταγματικός ανεκτές, ρυθμίσεις με τις οποίες ορισμένες πολύτεκνες οικογένειες εξαιρούνται της ανωτέρω ειδικής κρατικής φροντίδος, αφού έτσι αναιρείται, ως προς αυτές, η αδιαστίκτως υπέρ των πολυτέκνων οικογενειών επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα ειδική φροντίδα του Κράτους. Η θέσπιση δε, ειδικώτερα, τέτοιων εξαιρέσεων με κριτήρια αναγόμενα στο εισόδημα των πολυτέκνων οικογενειών δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, εν όψει και του ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, θεσπίζοντας την υπέρ αυτών ειδική κρατική φροντίδα, δεν απέβλεψε στην ενίσχυση αυτών ως κατηγορίας οικονομικώς αδυνάτων ή αναξιοπαθούντων προσώπων.

   Επειδή, οι προβλεπόμενες από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 63 του Ν. 1892/90 παροχές αποτελούν, λόγω του καθολικού τους χαρακτήρος και της φύσεως τους ως χρηματικών παροχών, μέτρα με τα οποία, κατ' εξοχήν, πραγματώνεται η κατ' άρθρον 21 παρ. 2 του Συντάγματος ειδική κρατική φροντίδα υπέρ των πολυτέκνων οικογενειών. Ενόψει τούτου, και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, η θέσπιση, με το άρθρο 39 παρ. 1-3 του Ν. 2459/97, ανωτάτου ορίου ετήσιου οικογενειακού επιδόματος ως προϋποθέσεως για την χορήγηση των ως άνω παροχών αντίκειται στην εν λόγω συνταγματική διάταξη, αφού με τις ρυθμίσεις αυτές, οι οποίες μάλιστα συνεπάγονται μείωση των σχετικών υπέρ των πολυτέκνων δημοσίων δαπανών (βλ. την 17/10/23.1.97 έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνόδευσε την τροπολογία η οποία ψηφίστηκε ως άρθρο 38 του Ν. 2459/97), εξαιρούνται τελικώς από την εκδηλούμενη με την χορήγηση των παροχών τούτων ειδική κρατική φροντίδα πολύτεκνες μητέρες, το ετήσιο εισόδημα των οποίων υπερβαίνει το θεσπιζόμενο ανώτατο όριο (ΣτΕ 1095/2001 ΕΔΚΑ 2001 σελ. 346).

   Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Το επίδομα πολύτεκνης μητέρας, το οποίο χορηγείτο στην εφεσίβλητη (μητέρα τεσσάρων ανήλικων τέκνων) από τον εκκαλούντα οργανισμό, διακόπηκε, με απόφαση των αρμοδίων οργάνων αυτού, από 1.1.1998 και εφεξής, με την αιτιολογία ότι το οικογενειακό επίδομα της, οικονομικού έτους 1997, ήταν μεγαλύτερο του ορίου των 8.000.000 δραχμών, το οποίο τίθεται από το άρθρο 39 παρ. 2 του ν. 2459/1997. Κατόπιν τούτου, η εφεσίβλητη, με την με ημερομηνία 19.12.2000 αγωγή της, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εκκαλών οργανισμός να της καταβάλλει νομιμοτόκως το ποσό των 1.440.000 δραχμών, το οποίο αντιστοιχεί στο επίδομα πολύτεκνης μητέρας που δικαιούτο αυτή να λάβει κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 1892/1990, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.2000, και το οποίο μη νόμιμα δεν της χορηγήθηκε απ' αυτόν κατ' εφαρμογή της ανίσχυρης ως αντικειμένης στο άρθρο 21 του Συντάγματος διάταξης της παρ.2 του άρθρου 39 του ν. 2459/1997. Η αγωγή της αυτής έγινε δεκτή με την, ήδη, εκκαλούμενη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου σε μονομελή σύνθεση (τμήμα 5ο). Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 39 του Ν. 2459/1997, με την οποία θεσπίστηκε ως προϋπόθεση για τη χορήγηση του ένδικου μηνιαίου επιδόματος στις πολύτεκνες μητέρες το ως άνω ανώτατο όριο ετησίου οικογενειακού εισοδήματος, είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 του και μη εφαρμοστέα, και κατά συνέπεια, μη νόμιμα ο εκκαλών οργανισμός κατ' εφαρμογή της διάταξης αυτής διέκοψε την καταβολή του επιδόματος αυτού στην εφεσίβλητη από 1.1.1998 και εφεξής. Περαιτέρω, με την εκκαλούμενη απόφαση υποχρεώθηκε ο εκκαλών οργανισμός να της καταβάλλει νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 1.440.000 δραχμών, το οποίο αντιστοιχεί στο εν λόγω επίδομα πολύτεκνης μητέρας που δεν της καταβλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.2000. Ηδη, με την κρινόμενη έφεση, ο εκκαλών οργανισμός αμφισβητεί την ορθότητα της εν λόγω αποφάσεως και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, την εξαφάνισή της. Ειδικότερα, προβάλλει, ότι οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 21 του Συντάγματος, με τις οποίες προβλέπεται αφενός η προστασία του θεσμού της οικογένειας από το Κράτος, αφετέρου δε το δικαίωμα των πολυτέκνων οικογενειών, να τυγχάνουν του δικαιώματος να απολαμβάνουν της ειδικής μέριμνας του Κράτους, δεν κωλύουν τον κοινό νομοθέτη να ορίσει την έκταση αυτής της προστασίας, καθώς και τους ειδικότερους όρους, υπό τους οποίους θα παρέχεται αυτή, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται έτσι και η θέσπιση διάταξης, η οποία να προβλέπει περιορισμούς εισοδηματικής φύσεως, όπως αυτής της παρ. 3 του άρθρου 39 του Ν. 2459/97, για την καταβολή ή την συνέχιση της καταβολής του ένδικου επιδόματος πολύτεκνης μητέρας. Περαιτέρω δε, προβάλλει, ότι η ομοιόμορφη αντιμετώπιση πολυτέκνων οικογενειών, ανεξαρτήτως του βιοτικού επιπέδου τους, είναι ασύμβατη προς το Σύνταγμα, αφού κατ' αυτόν τον τρόπο γίνεται ίδια αντιμετώπιση ανόμοιων καταστάσεων.

   Επειδή, με αυτά τα δεδομένα, και ενόψει των όσον εκτέθηκαν ερμηνευτικώς στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με τα οποία ενόψει του ότι, οι προβλεπόμενες από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 63 του Ν. 1892/90 παροχές αποτελούν, λόγω τους καθολικού τους χαρακτήρος και της φύσεως τους ως χρηματικών παροχών, μέτρα με τα οποία, κατ' εξοχήν, πραγματώνεται η κατ' άρθρον 21 παρ. 2 του Συντάγματος ειδική κρατική φροντίδα υπέρ των πολυτέκνων οικογενειών, η θέσπιση, με το άρθρο 39 παρ. 1-3 του Ν. 2459/97, ανωτάτου ορίου ετησίου οικογενειακού εισοδήματος ως προϋποθέσεως για την χορήγηση των ως άνω παροχών αντίκειται στην εν λόγω συνταγματική διάταξη, αφού με τις ρυθμίσεις αυτές, οι οποίες μάλιστα συνεπάγονται μείωση των σχετικών υπέρ των πολυτέκνων δημοσίων δαπανών, εξαιρούνται τελικώς από την εκδηλούμενη με την χορήγηση των παροχών τούτων ειδική κρατική φροντίδα πολύτεκνες μητέρες, το ετήσιο εισόδημα των οποίων υπερβαίνει το θεσπιζόμενο ανώτατο όριο, χωρίς, άλλωστε, να συνεπάγεται ο αποκλεισμός αυτών από την χορήγηση του ένδικου επιδόματος, καθ' εαυτόν και την ενίσχυση των οικονομικώς ασθενεστέρων πολυτέκνων οικογενειών, το Δικαστήριο κρίνει, ότι η ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 39 του Ν. 2459/97 είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα και συνεπώς μη νομίμως ο εκκαλών οργανισμός διέκοψε την καταβολή στην εφεσίβλητη του ένδικου επιδόματος πολύτεκνης μητέρας, από 1.1.1998 και εφεξής, κατ' εφαρμογή της ανίσχυρης αυτής διάταξης, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη έφεση, με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη.

   ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

   Απορρίπτει την έφεση.

   Η διάσκεψη του Δικαστηρίου, έγινε στην Αθήνα στις 15.6.2002 και η απόφασή του δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του κατά την δημόσια συνεδρίαση της 25.6.2002.