ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΣυμβΕφΘεσ 899/2018

 

Έφεση κατά βουλεύματος - Απάτη από κοινού κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια -.

 

Απάτη με παρασιώπηση και εκκρεμοδικία. Λόγοι έφεσης κατά βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα. Κακουργηματική απάτη από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος ή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ. Πώληση κατοικιών. Οι πωλητές δεν ανακοίνωσαν στους αγοραστές τα πραγματικά και νομικά ελαττώματα των πωλούμενων ακινήτων, εν γνώσει τους παρέλειψαν να ανακοινώσουν ότι οι επίδικες κατοικίες ήταν επιβαρυμένες με προσημειώσεις υποθήκης, καθώς και ότι το ισόγειο κάθε κατοικίας είχε αυθαίρετα αλλάξει χρήση. Η εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δεν συμπεριλαμβάνεται στους επιτρεπόμενους κατά νόμο λόγους έφεσης.

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 899/2018

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δημητρία Περιστερίδου - Κωνσταντίνου ή Φραγκοράπτου, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Πανούση και Ευγενία Ντολοπούλου - Εισηγήτρια, Εφέτες. ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ: Ευάγγελος Μαδεμλής. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Μιχαήλ Θεολόγου

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ στο ειδικό δωμάτιο των διασκέψεων ….

……

Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Εισαγγελέας Εφετών Ηλίας Νικ. Σεφερίδης….: 

 

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2, 4, 138 παρ. 2, 270 παρ. 1, 308 παρ. 1, 4, 309 παρ. 1 περ ε, 313, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 α, 318 και 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ όπως η διάταξη του άρθρου 316 αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 22 του νόμου 3160/2003, τις αριθ. …/4/10/2018 ΚΑΙ …/4/10/2018 εφέσεις των … και της … και της … κατοίκων Κάτω Τούμπας Θεσσαλονίκης οδός …  και τώρα Δημοτικού διαμερίσματος Ποτίδαιας Χαλκιδικής περιοχή Αμπελάκια του Δήμου Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής, που ασκήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Σωτηριάδη του Γεωργίου σύμφωνα με τις από 1/10/2018 εξουσιοδοτήσεις εμπρόθεσμα και νομότυπα ενώπιον του Γραμματέως του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πολυγύρου Χαλκιδικής (άρθρο 474 του ΚΠΔ) κατά του αριθ. 133/2018 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής για την πράξη της απάτης κατ' επάγγελμα τελεσθείσα από κοινού με πρόκληση ζημίας υπερβαίνουσας τα 30 000 ευρώ και κατά συνήθεια (άρθρα 386 παρ. 1, 3 α και 13 παρ. 1 περ. στ σε συνδ με άρθρο 45 του ΠΚ.

 

Η ποινική δίωξη κινήθηκε μετά την από 19/9/2014 εγκλήσεις των … και της … και της …  κατοίκων Μόσχας Ρωσίας και προσωρινά περιοχής Αγίων Θεοδώρων Λουτρακίου Κορίνθου. Οι εκκαλούντες διά των ανωτέρω εφέσεων τους ισχυρίζονται πως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εσφαλμένα κρίνοντας προέβη σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικού ποινικού νόμου και έτσι παρέπεμψε αυτούς ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης για να δικαστούν για την ανωτέρω κακουργηματική πράξη.

 

Οι κατηγορούμενοι παρότι κλήθηκαν νομότυπα από τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής για να απολογηθούν, δεν βρέθηκαν στην δηλωθείσα κατά την προκαταρκτική εξέταση διεύθυνση στην περιοχή Κ. Τούμπας Θεσσαλονίκης και στην οδό … και για τον λόγο αυτό εκδόθηκαν σε βάρος τους τα αριθ. … και …/2017 εντάλματα συλλήψεως, τα οποία δεν έχουν εκτελεστεί μέχρι σήμερα και εκκρεμεί η εκτέλεση αυτών.

 

Κατόπιν αυτών εκθέτω τα παρακάτω:

 

Από την διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠΔ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του νόμου 3904/2010 έφεση κατά βουλεύματος ασκείται μόνο για κακούργημα και στις περιπτώσεις που ρητά και περιοριστικά αναφέρονται σ` αυτήν α) για λόγους απόλυτης ακυρότητας και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.

 

Στην περίπτωση που ασκηθεί το ένδικο μέσο της εφέσεως στηριζόμενο σε άλλους πλην των ανωτέρω λόγους (εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών) αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις των άρθρων 462,463 και 478 του ΚΠΔ συνάγεται πως το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παρέχεται στον κατηγορούμενο μόνον όταν αυτός παραπέμπεται για κακούργημα και στις περιοριστικά στον νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει πως οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Προς τούτο εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει μεταξύ άλλων και όταν το δικαστικό συμβούλιο προσδίδει σε ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ποινικού νόμου υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο υπήγαγε εσφαλμένα στον νόμο τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ως αληθινά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη (Ολ.ΑΠ 2/2002 Ποιν. Χρον 2002 σελ 689, ΑΠ 510/2002 Ποιν. Χρον 2003 σελ 24, ΑΠ 1/2010, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 4/2010, ΑΠ 9/2010, ΑΠ 81/2010 ΑΠ 24/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν αποδίδει έννοια διαφορετική σε ουσιαστική ποινική διάταξη από εκείνη, που πράγματι έχει. Η άγνοια του αδίκου ή η εσφαλμένη εκτίμηση της συμβατικής συμπεριφοράς κατά τις διαπραγματεύσεις δεν συνιστούν εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού ποινικού νόμου (ΑΠ 1231/2011, ΑΠ 267/2013, ΑΠ 225/2015, ΑΠ 116/2017, ΑΠ 147/2017, ΑΠ 94/2017, ΑΠ 96/2017, ΑΠ 69/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

Κατά την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι  «Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών» Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί και η επέλευση του περιουσιακού οφέλους, β) με γνώση του δράστη παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων (υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα) από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Οι ψευδείς παραστάσεις ή η απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων του δράστη με την πλάνη του παθόντα πρέπει να τελούν σε σχέση αμεσότητας και αναγκαιότητας. Αμεσότητα υφίσταται όταν μεταξύ των ψευδών παραστάσεων και της πλάνης του παθόντα δεν παρεμβάλλεται και δεν μεσολαβεί άλλος αιτιώδης παράγοντας. Αναγκαιότητα υφίσταται όταν  η πλάνη υπήρξε το αποτέλεσμα των ψευδών παραστάσεων του δράστη. Οι ψευδείς παραστάσεις ή απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων πρέπει να ήταν η μόνη αιτία που οδήγησαν στην παραπλάνηση του παθόντα (βλ. ΑΠ 985/2000 Πράξη λόγ. του ΠΔ 2000 και παρατηρήσεις καθηγητή Γ. Σιλίκου σελ 323 επ. ΑΠ 66/2007, ΑΠ 411/2007, ΑΠ 72/2007, ΑΠ 747/2008, ΑΠ 761/2012, ΑΠ 171/2012 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Η παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων συνίσταται στην παράλειψη  του δράστη να προβεί στην ανακοίνωση ή γνωστοποίηση γεγονότων οφειλόμενη σε νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση, η οποία ως παραγωγός αιτία οδηγεί στην παραπλάνηση του παθόντος και σε επιζήμια γι` αυτόν συμπεριφορά του δράστη. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 159, 166, 180, 197, 288, και 330 του ΑΚ συνάγεται, πως η καλή πίστη στις συναλλαγές των συναλλασσομένων κατά την παροχή επιβάλλει την αναφορά, δήλωση ή γνωστοποίηση των αληθινών γεγονότων. Η παράλειψη αυτή ή παρασιώπηση της αναφοράς των αληθινών γεγονότων συντρεχόντων και των λοιπών στοιχείων του νόμου θεμελιώνουν το έγκλημα της απάτης. Τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται στην περίπτωση που ο λήπτης της παροχής εξ ιδίας αντιλήψεως γνωρίζει την αληθινή κατάσταση. Στην απόφαση ή το βούλευμα πρέπει να αναφέρεται ποια εκ των τριών μορφών τέλεσης της απάτης συντρέχει δηλ. της ψευδούς παραστάσεως, της αποκρύψεως ή της παρασιωπήσεως, εκτός και αν συντρέχουν περισσότερες μορφές  αυτού (ΑΠ 614/2013, ΑΠ 1214/2014, ΑΠ 242/2015, ΑΠ 79/2016, ΑΠ 310/2016, ΑΠ 681/2016, ΑΠ 1195/2016, ΑΠ 1090/2017, ΑΠ 1575/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Το έγκλημα της απάτης τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου (386 ΠΚ) α) αν αυτή τελείται κατ΄ επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία της υπερβαίνει το ποσό των 15 000 ευρώ (Σήμερα μετά την γενομένη αναπροσαρμογή του ποσού από τα 15 000 ευρώ στα 30 000 ευρώ επήλθε με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 περ. δ του νόμου 4055/2012). Ο Νομοθέτης στην παράγραφο 3 περ. α του άρθρου 386 του ΠΚ θεωρεί γνωστή την έννοια του κατ΄ επάγγελμα, η έννοια του οποίου όμως προσδιορίζεται από την διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ του ΠΚ όπως έχει προστεθεί με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 2408/96 και η οποία ορίζει ότι: «Κατ΄ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει πως για την στοιχειοθέτηση κάποιου εγκλήματος ως τελεσθέντος κατ΄ επάγγελμα απαιτείται επανειλημμένη τέλεση αυτού με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος για βιοπορισμό και από την διαμορφωθείσα υποδομή από τον δράστη με πρόθεση της επανειλημμένης τέλεσης αυτού. Υποδομή υπάρχει όταν έχει δημιουργηθεί κατάσταση που οδηγεί στην επανειλημμένη τέλεση του σκοπουμένου εγκλήματος. Στην περίπτωση της απάτης θα πρέπει ο δράστης να έχει δημιουργήσει συνθήκες τέτοιες ώστε να μπορεί να επαναλάβει ο δράστης την τέλεση αυτής (της πράξης) για την απόκτηση εισοδημάτων προς βιοπορισμό. Εκτός των ανωτέρω στοιχείων για την συγκρότηση του κατ` επάγγελμα εγκλήματος της απάτης απαιτείται και το ύψος της προκαλουμένης ζημίας ή του προσδοκουμένου οφέλους να υπερβαίνει το ποσό των 30 000 ευρώ. Για την πλήρωση του ανωτέρω εγκλήματος τελεσθέντος κατά συνήθεια απαιτείται επανειλημμένη τέλεση αυτού και η δημιουργία σταθερής ροπής προς τέλεση του εγκλήματος της απάτης, που συνιστά στοιχείο της προσωπικότητας αυτού. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να προσδιορίζεται αν συντρέχει η επιβαρυντική περίσταση του κατ` επάγγελμα ή της κατά συνήθεια τελέσεως αυτού (βλ. ΑΠ 806/94 ΝΟΒ 43 σελ. 438, ΑΠ 825/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 74, ΑΠ 829/2001 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2001 σελ 231, ΑΠ 104/98, ΑΠ 132/98, ΑΠ 20/98 Ποιν. Δικ. 1. σελ. 265, 378, 385 αντίστοιχα ΑΠ 347/2003, ΑΠ 184/2002, ΑΠ 183/2001, ΑΠ 17/2004, ΑΠ 335/2012, ΑΠ 569/2012, ΑΠ 417/2012, ΑΠ 53/2017, ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 651/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 36 και 43 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μετά την υποβολή της έγκλησης ή της μήνυσης ή αναφοράς Αρχής εάν θεωρήσει πως η κατηγορία είναι υποστατή κινεί την ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου και ή παραγγέλλει την διενέργεια προανάκρισης ή κυρίας ανάκρισης ή παραπέμπει τον κατηγορούμενο  με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου. Για την ίδια πράξη σε βάρος του ίδιου προσώπου δεν είναι επιτρεπτή η κίνηση δεύτερης ποινικής δίωξης. Στην περίπτωση όμως που παρά ταύτα κινηθεί δεύτερη ποινική δίωξη, το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο υποχρεούνται να κηρύξουν την δεύτερη ποινική δίωξη ως απαράδεκτη κατ΄ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ, η οποία στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται αναλογικά, αφού δεν ρυθμίζεται με ειδική διάταξη νόμου η εκκρεμοδικία. Στην προκείμενη περίπτωση δηλαδή ισχύει ότι και στο δεδικασμένο, το οποίο εφαρμόζεται όταν η προγενέστερη ποινική δίωξη (ποινική υπόθεση) έχει καταστεί αμετάκλητη. Εκκρεμοδικία υφίσταται όταν σε βάρος του αυτού προσώπου (κατηγορουμένου) για την ίδια πράξη ανεξάρτητα αν έχει προσδοθεί διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός έχουν κινηθεί δύο ποινικές διώξεις, τότε η δεύτερη ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και στην περίπτωση που για μία υπόθεση έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για την ίδια υπόθεση έχει υποβληθεί και δεύτερη έγκληση ή μήνυση. Στην περίπτωση αυτή η δεύτερη έγκληση ή μήνυση απορρίπτεται ως αβάσιμη λόγω υφισταμένης εκκρεμοδικίας. (βλ. σχετ. ΑΠ 898/96 Ποιν. Χρον ΜΖ σελ. 399, ΑΠ 265/97 ΝΟΒ 45 σελ 1162,  ΑΠ 1737/2000 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2000 σελ 471, ΑΠ 975/2001 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2001 σελ. 325, ΑΠ 783/2001 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου  2001 σελ. 135, ΑΠ 297/2018, ΑΠ 37/2017, ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 581/2016 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α.)

 

Στην προκείμενη περίπτωση από το προσβαλλόμενο Βούλευμα, τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα εφετήρια των κατηγορουμένων σε συνδυασμό με όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

Οι …  και η θυγατέρα της … υπήκοοι Ρωσίας και κάτοικοι Μόσχας και προσωρινά Αγίων Θεοδώρων Λουτρακίου Κορίνθου στα μέσα Ιουλίου του έτους 2008 διά μέσω του ομοεθνούς τους … αποφάσισαν αρχικά να μισθώσουν δύο μεζονέτες, που βρίσκονται στην περιοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος Ποτίδαιας στην ειδικότερα προσδιορισμένη περιοχή με την τοπωνυμία Αμπελάκια του Δήμου Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής. Ιδιοκτήτες των μεζονετών ήσαν οι κατηγορούμενοι… και η …, οι οποίοι προέβησαν στην αγορά αγροκτήματος συνολικής εκτάσεως 4000 τ.μ με σκοπό να ανεγείρουν τέσσερεις μεζονέτες. Η αγορά του αγροκτήματος εκτός κατοικημένης περιοχής συντελέστηκε με το αριθ. .../2005 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης. Για τον λόγο αυτό εκδόθηκε η με αριθ. .../2006 οικοδομική άδεια προς ανέγερση των τεσσάρων αυτοτελών κατοικιών. Οι ανωτέρω μίσθωσαν τις με αριθ. … και … μεζονέτες, που ανταποκρινόταν στις αξιώσεις τους. Μετά την εγκατάσταση τους στα μίσθια, οι ανωτέρω εκδήλωσαν την πρόθεση να αγοράσουν τις μεζονέτες και να προσέρχονται στην Ελλάδα για τις θερινές τους διακοπές. Για τον λόγο αυτό στις 11/9/2008 καταρτίστηκαν μεταξύ των ιδιοκτητών των μεζονετών και ιδιωτικά συμφωνητικά (παρά τον νόμο) (άρθρο 166, 180 του ΑΚ) και καταβλήθηκε το χρηματικό ποσό ως προκαταβολή των 60.000 ευρώ (40 000 για λογαριασμό της πρώτης και των 20.000 για λογαριασμό της δεύτερης. Οι εγκαλούσες παρέδωσαν στην πληρεξούσια δικηγόρο τους Βασιλική Παπαχρήστου τον φάκελο με όλα τα σχετικά δικαιολογητικά για την υποβολή αυτού στο Υπουργείο Εθνικής ’μυνας για την έκδοση της απαιτούμενης άδειας άρσης της απαγόρευσης διενέργειας δικαιοπραξίας κατ' άρθρο 25 παρ. 1 του νόμου 1892/1990. Τον Απρίλιο του έτους 2009 οι εγκαλούσες… και …υπαναχώρησαν ισχυριζόμενες πως έχουν εξαπατηθεί από τους κατηγορουμένους, γιατί διαπίστωσαν πως οι συγκεκριμένες μεζονέτες ήσαν επιβαρυμένες η με αριθ. … μεζονέτα με τρεις προσημειώσεις και η με αριθ. … μεζονέτα με μία προσημείωση. Οι προσημειώσεις είχαν καταρτιστεί προς εξασφάλιση ληφθέντων δανείων της EUROBANK ποσού 250.000 και 195.000 ευρώ αντίστοιχα για τις με αριθ. … και … μεζονέτες. Ενώ κατά το καταρτισθέν ανωτέρω αναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό η προσημείωση στην αριθ. … μεζονέτα ήταν μόνο μία και εκτός αυτού οι κατηγορούμενοι είχαν δηλώσει στις αγοράστριες πως ο χώρος του ισογείου των μεζονετών ήταν προορισμένος ως χώρος στάθμευσης. Ενώ οι κατηγορούμενοι μετέβαλαν την χρήση αυτών σε χώρο διαμερίσματος, τροποποίησαν δηλαδή την χρήση από χώρο στάθμευσης σε χώρο κατοικίας. Μετά την υπαναχώρηση των αγοραστριών από την πώληση προς αυτές των ανωτέρω μεζονετών, αυτές ζήτησαν την επιστροφή των καταβληθέντων χρημάτων, που δόθηκαν ως προκαταβολή για την αγορά αυτών (μεζονετών). Οι άδειες άρσης της απαγόρευσης διενέργειας αγοραπωλησίας για πωλήτες τρίτων χωρών χορηγήθηκαν στις 15/9/2009 με τις αριθ. 114/1/353/127832 και 114/1/350/127835 Αποφάσεις του Υπουργείου Εθνικής Αμυνας. Η χορήγηση δηλ. των ανωτέρω αδειών συντελέστηκε μετά την λύση της σχέσης μεταξύ πωλητών και αγοραστών των μεζονετών. Κατόπιν αυτού ξεκίνησε δικαστικός αγώνας με αγωγές και ανταγωγές μεταξύ τους. Οι αγοράστριες να αξιώνουν την επιστροφή των καταβληθέντων και οι πωλητές να αξιώνουν την αξία των μισθωμάτων για τον χρόνο της χρήσης των μεζονετών και για τα διαφυγόντα κέρδη λόγω της μη εκμετάλλευσης αυτών. Για τον λόγο αυτό οι παθούσες προέβησαν στην έκδοση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων για συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας των πωλητών (κατηγορουμένων) (βλ. την αριθ. 32616/2009 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πολυγύρου Χαλκιδικής διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) και στην άσκηση τακτικής αγωγής για την επιστροφή των καταβληθέντων χρημάτων κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρο 904 του ΑΚ) και λόγω της ακυρότητας των καταρτισθέντων ιδιωτικών συμφωνητικών (βλ. την αριθ. 22028/2011 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής και την αριθ. 483/2015 Απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης). Στα εφετήρια τους οι εκκαλούντες (κατηγορούμενοι) ισχυρίζονται, πως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής λόγω εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικού ποινικού νόμου προέβη στην παραπομπή αυτών ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, για να δικαστούν για την πράξη της απάτης τελεσθείσας από κοινού και κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Περαιτέρω αναφέρεται πως ενώ οι κατηγορούμενοι ως πωλητές είχαν την νομική υποχρέωση να δηλώσουν προς τους αγοραστές την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος της ύπαρξης τριών προσημειώσεων για την με αριθ. … μεζονέτα της ... Αυτοί δήλωσαν πως η προσημείωση ήταν μόνο μία. Τούτο γίνεται αποδεκτό και από τους ιδίους τους κατηγορουμένους αποδίδοντας την ενέργεια τους αυτή σε εσφαλμένη εκτίμηση της υποχρεώσεως τους κατά τις διαπραγματεύσεις και στην έλλειψη νομικών γνώσεων. Περαιτέρω, οι κατηγορούμενοι δήλωσαν προς τους αγοραστές πως ο ισόγειος χώρος ήταν διαμορφωμένος ως χώρος στάθμευσης, ενώ στην πραγματικότητα αυτός είχε διαμορφωθεί σε κατοικήσιμο χώρο. Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται πως σε όλη την περιοχή όλοι οι αρχικά χαρακτηρισμένοι χώροι στάθμευσης τροποποιούνται σε χώρους κατοικίας και προς τούτο στις αρχές του έτους 2011 υπέβαλαν σχετικά δικαιολογητικά προς νομιμοποίηση αυτών. Το γεγονός τούτο βέβαια δεν αναιρεί την υπάρχουσα εξ αρχής υποχρέωση αυτών προς δήλωση της αληθείας σύμφωνα με την αρχική άδεια της πολεοδομίας. Η υποβολή άλλωστε των δικαιολογητικών προς νομιμοποίηση του χαρακτηρισθέντος ως αυθαιρέτου κτίσματος συντελέστηκε μετά την λύση της υπάρχουσας μεταξύ τους σχέσης.

 

Περαιτέρω οι εκκαλούντες ισχυρίζονται πως συντρέχει λόγος κακής ερμηνείας ουσιαστικού ποινικού νόμου και για τον λόγο αυτό παραπέμφθηκαν οι εκκαλούντες να δικαστούν από το Τριμελές Εφετείο κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και ειδικότερα πως συντρέχει λόγος εκκρεμοδικίας για την έγκληση που υποβλήθηκε στις 19/9/2014 και για την υπόθεση που παραπέμπονται δεν έχουν απολογηθεί. Ενώ έπρεπε για την υπόθεση για την οποία παραπέμπονται και στηρίζεται στην από 23/3/2015 έγκληση αυτών να κληθούν προς απολογία. Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία της δικογραφίας η αναφορά ως χρόνος υποβολής εγκλήσεως στις 23/3/2015 συντελέστηκε από παραδρομή, αφού η παρούσα υπόθεση έχει σχηματιστεί με την από 19/9/2014 έγκληση των αυτών εγκαλούντων .... Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για τον λόγο υφιστάμενης εκκρεμοδικίας εξέδωσε στις 17/11/2015 διάταξη του με την οποία είχε αποφανθεί να κηρυχθεί ως αβάσιμη η από 23/3/2015 έγκληση λόγω εκκρεμοδικίας σε βάρος των εγκαλουμένων .... Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και ο οικείος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, ενώ στηρίχθηκαν για την παραπομπή των κατηγορουμένων στην από 19/9/2014 έγκληση των ανωτέρω, εκ παραδρομής αναφέρουν ως χρόνο υποβολής εγκλήσεως την 23/3/2015, η οποία όμως απορρίφθηκε κατ’ άρθρο 47 του ΚΠΔ. Συνεπώς στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει λόγος εκκρεμοδικίας, αφού αυτή κρίθηκε με την από 17/11/2015 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και η παρούσα παραπομπή αφορά την προγενέστερη αυτής έγκληση, που υποβλήθηκε στις 19/9/2014.

 

Οι εκκαλούντες παραβιάζοντας τους όρους της χορηγηθείσας πολεοδομικής άδειας μετέτρεψαν τον χώρο του ισογείου και αντί της κατασκευής αυτού ως χώρο στάθμευσης, κατασκεύασαν αυτόν ως χώρο κατοικήσιμο δηλ. κατασκευάζοντας α διαμέρισμα. Ως αιτιολογία για την παραβίαση αυτή αναφέρουν, πως στην περιοχή της Χαλκιδικής όλοι τροποποιούν τους χώρους του ισογείου των κτισμάτων τους σε διαμερίσματα, αφού στην συνέχεια παρά την παραβίαση των όρων δόμησης, το Κράτος εκδίδει νόμους ή σχετικά διατάγματα και νομιμοποιεί έτσι τα αυθαίρετα κτίσματα. Για τον λόγο αυτό οι εκκαλούντες έχουν προβεί στις αρχές του έτους 2011 σε πράξεις νομιμοποίησης των αυθαιρέτων στις τέσσερις μεζονέτες μεταξύ των οποίων και στις με αριθ. … και … μεζονέτες, που επρόκειτο να αγοραστούν από τις εγκαλούσες .... Ενέργεια που συντελέστηκε μετά παρέλευση δύο περίπου ετών από την υπαναχώρηση των εγκαλουσών από την αγορά των μεζονετών. Περαιτέρω για τις εγγραφείσες προσημειώσεις οι εκκαλούντες κατά την κατάρτιση των ακύρων έστω προσυμφώνων δήλωσαν προς αυτές, (αγοράστριες) πως μόνο η με αριθ. … μεζονέτα ήταν επιβαρυμένη με μία προσημείωση υποθήκης για ληφθέν δάνειο ύψους 250 000 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα οι προσημειώσεις για την με αριθ. … μεζονέτα ήταν τρεις και για την με αριθ. … μεζονέτα μία προσημείωση για ύψος ληφθέντος δανείου 195.000 ευρώ. Την παρασιώπηση δήλωσης της αληθινής κατάστασης την συνομολογούν και οι εκκαλούντες αποδίδοντας όμως στην παράλειψη δηλώσεως τους σε λανθασμένη τους ενέργεια ή στην έλλειψη νομικών γνώσεων για την δήλωση της αληθινής καταστάσεως. Τα ανωτέρω όμως δεν μπορούν να αποδοθούν σε κακή ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού ποινικού νόμου αλλά σε κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Περαιτέρω, για την αναφερόμενη στην έφεση εκκρεμοδικία, η αναφορά αυτή συνιστά όντως κακή ερμηνεία της σχετικής ποινικής διατάξεως, η οποία όμως υποβάλλεται παρελκυστικά, γιατί έχει καταστεί γνωστό πως η παρούσα υπόθεση στηρίχθηκε στην από 19/9/2014 έγκληση των ανωτέρω εγκαλούντων. Οι οποίες είχαν υποβάλλει την έγκληση τους ενώπιον της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου στις 24/4/2014, στην οποία κατήγγειλαν γεγονότα που έχουν τελεστεί σε βάρος τους, που έλαβαν χώρα στην περιοχή Λουτρακίου αρμοδιότητας της Εισαγγελίας Κορίνθου και για άλλα γεγονότα, τα οποία έλαβαν χώρα στην περιφέρεια δικαιοδοσίας της Εισαγγελίας Χαλκιδικής και εξήχθησαν εκ μέρους της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αντίγραφα και απεστάλησαν αρμοδίως και με βάση των στοιχείων αυτών σχηματίστηκε η παρούσα δικογραφία. Οι εγκαλούσες υπέβαλαν παρόμοια έγκληση και στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης στις 23/3/2015 καταγγέλλοντας τους εκκαλούντες καθώς και άλλα πρόσωπα, που κατά την άποψη τους ενέχονται στην υπόθεση τους. Για την ανωτέρω όμως έγκληση έχει εκδοθεί η από 17/11/2015 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ` ουσία και ως αβάσιμη κατά νόμο για το σκέλος που αφορά τους κατηγορουμένους λόγω υφιστάμενης εκκρεμοδικίας, αφού υποβλήθηκε προγενέστερη έγκληση δηλ. η τώρα κρινομένη. Ως εκ τούτου για το σκέλος αυτό οι εφέσεις των ανωτέρω εκκαλούντων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατά νόμο για τους παραπάνω λόγους.

 

Το προσβαλλόμενο Βούλευμα ορθά κρίνοντας παρέπεμψε τους κατηγορουμένους ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για να δικαστούν για την πράξη της απάτης τελεσθείσας από κοινού και κατ’ επάγγελμα ποσού που υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ (άρθρα 13 παρ. 1 περ. στ. 45, 386 παρ. 1, 3 περ. α του ΠΚ). Επομένως σε ουδεμία πλημμέλεια περιέπεσε  για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, αφού δεν επήλθε ουδεμία παράβαση ευθέως ή εκ πλαγίου για την παραπομπή αυτών.

 

Συνεπώς πρέπει να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής με την τροποποίηση αυτού ως προς τον χρόνο υποβολής της εγκλήσεως και αντί του εσφαλμένου χρόνου αυτής  στις 23/3/2015 στην αληθή ημερομηνία αυτής στις 19/9/2014.

 

Να διαταχθεί η εκτέλεση του προσβαλλομένου Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πολυγύρου Χαλκιδικής.

 

Και να διατηρηθούν σε ισχύ τα εκδοθέντα με αριθ. … και …/2017 εντάλματα συλλήψεως του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής μέχρι εκτελέσεως αυτών και σε περίπτωση συλλήψεως να κρατηθούν αυτοί προσωρινά για χρονικό διάστημα, που να μην υπερβαίνει τους έξι μήνες.

 

Τα δικαστικά έξοδα ανερχόμενα στο ποσό των 250 ευρώ να επιβληθούν στους εκκαλούντες.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Προτείνω

 

Α) να απορριφθούν οι ασκηθείσες εφέσεις των ... κατοίκων κάτω Τούμπας  Θεσσαλονίκης οδός ... και τώρα ... του Δήμου Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής και συγκεκριμένα στο συγκρότημα μεζονετών με αριθ. … ειδικότερη περιοχή με την τοπωνυμία  Αμπελάκια χωρίς οδό και αριθμό  ως αβασίμων κατά νόμο  γιατί στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και σε λόγω μη συντρέχοντα για την κήρυξη αυτών ως αβασίμων  κατά νόμο  λόγω εκκρεμοδικίας, οι οποίες ασκήθηκαν για παρελκυστικό λόγο.

 

Β) Να εκτελεστεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πολυγύρου Χαλκιδικής διορθουμένης της ημερομηνίας μόνο υποβολής της εγκλήσεως από το εσφαλμένο 23/3/2015 στο ορθό 19/9/2014.

 

Γ) Να διατηρηθούν σε ισχύ τα εκδοθέντα εντάλματα συλλήψεως μέχρι εκτελέσεως  αυτών και σε θετική περίπτωση να κρατηθούν αυτή προσωρινά μέχρι την συμπλήρωση του ορίου των 6 μηνών.

 

Δ) Τα δικαστικά έξοδα να επιβληθούν στους εκκαλούντες ανερχόμενα στο ποσό των 250 ευρώ.

 

    Θεσσαλονίκη 12/11/2018.

 

    Ο Εισαγγελέας Εφετών,

    Ηλίας Νικ. Σεφερίδης.

 

 

Το Συμβούλιο μελέτησε τη δικογραφία

και σύμφωνα με το Νόμο σκέφθηκε ως εξής:

 

 

Όπως προκύπτει από τα από 23-11-2018 αποδεικτικά επίδοσης του ..., δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Εφετών Θεσσαλονίκης, οι εκκαλούντες ειδοποιήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθούν ενώπιον του Συμβουλίου τούτου και να εκθέσουν τις απόψεις τους, οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν.

 

Ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου αρμοδίως εισάγονται με τη σχετική εισαγγελική πρόταση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 και 4, 138 παρ. 2, 476, 477, 478 και 481 παρ. ΚΠΔ, οι με αριθμούς 5/4.10.2018 και 6/4.10.2018 εμπρόθεσμα ασκηθείσες εφέσεις των: 1) ... και 2) ..., κατοίκων Κάτω Τούμπας Θεσσαλονίκης (οδός ...) και τώρα Δημοτικού Διαμερίσματος Ποτίδαιας Χαλκιδικής, περιοχή Αμπελάκια του Δήμου Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής, αντιστοίχως, κατά του με αριθμό 133/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, δυνάμει του οποίου παραπέμφθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, για να δικαστούν για την αξιόποινη πράξη της απάτης τελεσθείσας από κοινού από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, ήτοι για παράβαση των άρθρων 1, 5, 13 περ. στ', 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1, 45, 51, 52, 60, 63, 79, 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ. Η Ποινική δίωξη ασκήθηκε σε βάρος των ανωτέρω κατόπιν των από 19.9.2014 εγκλήσεων των ... και της ..., κατοίκων Μόσχας Ρωσίας και προσωρινά διαμενουσών στην περιοχή Αγίων Θεοδώρων Λουτρακίου Κορίνθου, οι δε κατηγορούμενοι- εκκαλούντες, παρότι κλήθηκαν νομότυπα από τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής για ν' απολογηθούν, δεν βρέθηκαν στην δηλωθείσα κατά την προκαταρκτική εξέταση διεύθυνση στην περιοχή K. Τούμπας Θεσσαλονίκης (στην οδό ...) και για τον λόγο αυτό εκδόθηκαν σε βάρος τους τα υπ' αριθ. …/2017 και …/2017 εντάλματα σύλληψης, των οποίων η εκτέλεση ακόμη εκκρεμεί. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπροθέσμως και νομοτύπως, προ πάσης επιδόσεως του εκκαλουμένου βουλεύματος, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις του άρθρου 474 ΚΠΔ, από τον έχοντα εξουσιοδότηση προς τούτο πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων, Σωτηριάδη Σωτήριο (AM 2891 του ΔΣΘ), με δηλώσεις ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίου που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα και την σύνταξη των οικείων εκθέσεων, σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου, έχουν δε νομίμως κλητευθεί οι εκκαλούντες, δυνάμει του άρθρου 476 ΚΠΔ, για να παραστούν κατά τη συζήτηση των εφέσεων 24 ώρες προ της εισαγωγής τους στο παρόν Συμβούλιο (βλ. τα από 23.11.2018 αποδεικτικά επίδοσης στον άνω πληρεξούσιο δικηγόρο ως αντίκλητο των εκκαλούντων, του ..., Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Εφετείου Θεσσαλονίκης). Πρέπει μετά ταύτα να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠΔ, το ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά το δικαίωμα αυτό.

 

Εξάλλου σύμφωνα με τα άρθρα 477 και 478 του ΚΠΔ όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Ν. 3904/2010, το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους: α. της απόλυτης ακυρότητας και β. της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου, η ως άνω (απόλυτη) συρρίκνωση του ένδικου μέσου της έφεσης κατά του βουλεύματος (στον κατηγορούμενο αναγνωρίζεται δικαίωμα μόνον έφεσης (όχι και αναίρεσης) κατά του βουλεύματος και μάλιστα αποκλειστικά για τους δύο παραπάνω αναφερόμενους λόγους, ήτοι την απόλυτη ακυρότητα και την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης) εντάσσεται και αυτή στα μέτρα βελτίωσης και επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, στις διατάξεις που εφάρμοσε, αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις η λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 1/2002 Ποιν.Χρον.2002 σελ.689, ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 204/2010, 1564/2010, ΟλΑΠ 3/2008, 78/2010, ΑΠ 1274/2012 Δημοσίευση Νόμος, Β. Ζησιάδη «Η εκ πλαγίου παράβαση του Ποινικού Νόμου», σελ. 68 επ.). Δεν επεκτείνεται όμως ο λόγος τούτος και στην περίπτωση της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής των δικονομικών διατάξεων, όπως των διατάξεων των άρθρων 57 και 171 ΚΠΔ (ΑΠ 36/2017 δημ. ΝΟΜΟΣ με παραπομπή στις ΑΠ 652/2008, ΑΠ 2/2007, ΑΠ 628/2000). Περαιτέρω, με βάση τα νέα δεδομένα, δεν αποτελούν πλέον λόγο έφεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη πλέον επί της ουσίας, κρίση του παραπέμποντος δικαστικού συμβουλίου (ΕφΠειρ. 23/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ).

 

Εξάλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 36, 43, 125 και 132 ΚΠΔ συνάγεται ότι, εάν ασκηθεί νέα ποινική δίωξη σε βάρος του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη, δημιουργείται εκκρεμοδικία, για την οποία δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον νόμο, αλλά έχει γι' αυτή ανάλογή εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 ΚΠΔ για το δεδικασμένο (ΑΠ 36/2017 ο.π.). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι τα κράτη θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι και η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Η παραβίαση της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, συνδυάζεται με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ, όπως η περ. δ' αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3904/2010, κατά το οποίο, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον ’ρειο Πάγο ακόμη προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν "α)... δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ)" (ΑΠ 171/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, οι εκκαλούντες πρόβαλαν ως λόγους έφεσης κατά του υπ' αριθ. 133/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα σ' αυτές: 1) την κακή ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικού ποινικού νόμου και 2) την απόλυτη ακυρότητα, διότι για την πράξη για την οποία παραπέμφθηκαν, δυνάμει της από 23.3.2015 εγκλήσεως των ... και της ..., αφενός μεν δεν έχουν απολογηθεί, αφετέρου δε, έχει εκδοθεί η από 17.11.2015 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η άνω έγκληση ως μη νόμιμη λόγω εκκρεμοδικίας, δεδομένου ότι πρόκειται για μεταγενέστερη έγκληση των ιδίων εγκαλουσών, (προηγήθηκε η από 19.9.2014 μηνυτήρια αναφορά τους για τα ίδια περιστατικά στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου).

 

Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά την κύρια ανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε και ειδικότερα τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν της από 19.9.2014 εγκλήσεως των ... και ..., ενώπιον της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, η οποία διαβιβάστηκε αρμοδίως στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Χαλκιδικής σε βάρος των εκκαλούντων, ποινική δίωξη για το αδίκημα ... της κακουργηματικής απάτης, από κοινού, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος ή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000,00 ευρώ και με την από 1.12.2016 εισαγγελική παραγγελία προς τον Ανακριτή Χαλκιδικής (Α.Β.Μ. …) διενεργήθηκε κύρια ανάκριση, η οποία περατώθηκε νομότυπα κατ' άρθρα 270 παρ. 1 και 2 και 308 παρ. 4 ΚΠΔ, με την έκδοση των υπ' αριθ. …/2017 και …/2017 ενταλμάτων σύλληψης των εκκαλούντων-κατηγορουμένων, ... και ... αντίστοιχα.

 

Με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 133/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής αμφότεροι οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικαστούν για την άνω πράξη και συγκεκριμένα σ' αυτούς αποδίδεται ότι από κοινού, στη Νέα Ποτίδαια Χαλκιδικής, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Αυγούστου 2008 έως και την 11.9.2008, όταν γνώρισαν τις εγκαλούσες που ήταν υπήκοοι Ρωσίας και οι οποίες ήθελαν ν' αγοράσουν δύο κατοικίες στην περιοχή της Χαλκιδικής, αυτοί, ως συνιδιοκτήτες τεσσάρων διώροφων κατοικιών στη Νέα Ποτίδαια Χαλκιδικής, που είχαν ανεγερθεί σε αγρό συνιδιοκτησίας τους κατά 50% εξ' αδιαιρέτου, και με σκοπό να πωλήσουν στις εγκαλούσες τις με αριθμούς … και … διώροφες κατοικίες, μολονότι ως πωλητές είχαν υποχρέωση που πηγάζει από τις περί πωλήσεως διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, αλλά και από την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 288 και 330 του ιδίου Κώδικα υποχρέωση συμπεριφοράς, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη των συναλλασσόμενων, ν' ανακοινώσουν σ' αυτές τα πραγματικά και νομικά ελαττώματα των πωλούμενων ακινήτων, εν γνώσεις τους παρέλειψαν ν' ανακοινώσουν σ' αυτές την αλήθεια και συγκεκριμένα, αφενός ότι οι προς πώληση διώροφες κατοικίες ήταν επιβαρυμένες με προσημειώσεις υποθήκης υπέρ της τράπεζας «EFG-EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.» προς εξασφάλιση δανείων που είχαν λάβει από την ως άνω τράπεζα και ειδικότερα η με αριθμό … κατοικία με τρεις προσημειώσεις υποθήκης και η με αριθμό … κατοικία με μία προσημείωση και αφετέρου, ότι το ισόγειο κάθε κατοικίας είχε αυθαίρετα αλλάξει χρήση, καθώς πολεοδομικά ήταν χαρακτηρισμένος ως χώρος στάθμευσης και όχι ως χώρος κατοικίας. Τα παρασιώπησαν δε αυτά, γιατί αν οι εγκαλούσες γνώριζαν την αλήθεια, ουδέποτε θα προέβαιναν στην αγορά των παραπάνω διώροφων κατοικιών. Με τον τρόπο αυτό τις έπεισαν να υπογράψει καθεμία, ως αγοράστρια, μ' αυτούς, ως πωλητές, τα με ημερομηνία 11.9.2008 ιδιωτικά συμφωνητικά σχετικά με την αγορά των κατοικιών αυτών και Συγχρόνως να τους καταβάλουν η μεν ... το ποσό των 40.000,00 ευρώ ως προκαταβολή του τιμήματος για την αγορά της με αριθμό … κατοικίας, η δε ..., το ποσό των 20.000,00 ευρώ ως προκαταβολή του τιμήματος για την αγορά της με αριθμό … κατοικίας, ποσά που οι εγκαλούσες δεν θα κατέβαλαν αν γνώριζαν ότι οι προς αγορά διώροφες κατοικίες τους είχαν τα ανωτέρω πραγματικά και νομικά ελαττώματα. Η ως άνω, εν γνώσει τους, παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων είχε ως αποτέλεσμα, όπως και σκόπευαν, ν' αποκομίσουν ως όφελος το ανωτέρω συνολικό ποσό των 60.000,00 ευρώ, χωρίς να συντρέχει προς τούτο νόμιμη αιτία, βλάπτοντας ισόποσα την περιουσία των εγκαλουσών. Διαπράττουν δε απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει για την τέλεση της ανωτέρω πράξης, αλλά και από τον αριθμό των παθόντων, προέκυψε σκοπός τους για πορισμό με τον τρόπο αυτό εισοδήματος για βιοπορισμό, από δε την κατά συνήθεια τέλεσή της προέκυψε σταθερή ροπή τους για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Οι εκκαλούντες εκθέτουν στις κρινόμενες εφέσεις τους, για την εδραίωση του πρώτου λόγου αυτών, τον οποίο επιχειρούν να θεμελιώσουν στη διάταξη του άρθρου 478 εδ. β' ΚΠΔ τα εξής: ότι η ταυτότητα των προς πώληση ακινήτων, από πολεοδομική άποψη, τέθηκε υπόψη των εγκαλουσών με δημόσια έγγραφα (αντίγραφα του φακέλου της άδειας της πολεοδομίας), μάλιστα την διαδικασία για την έκδοση των σχετικών αδειών από το Υπουργείο Εθνικής ’μυνας ανέθεσαν οι τελευταίες σε δικηγόρο, στην οποία παραδόθηκαν όλα τα έγγραφα από τους ίδιους (πλήρης πολεοδομικός φάκελος και τίτλοι ιδιοκτησίας), εν τέλει δε η άδεια για την αγορά των ακινήτων έγινε δεκτή στις 15.9.2009 με την έκδοση των υπ' αριθ. … και … αποφάσεων άρσης απαγόρευσης δικαιοπραξίας αγοραπωλησίας. Επιπλέον ισχυρίζονται ότι ενημέρωσαν τις υποψήφιες αγοράστριες για την χορήγηση δανείου από την Τράπεζα Eurobank μέχρι του ποσού των 250.000,00 ευρώ, ανεξαρτήτως του ότι αναγράφηκε στο επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό ότι για το ποσό αυτό υπάρχει μία προσημείωση υποθήκης (και όχι τρεις), στην με αριθμό … μεζονέτα που θα αγόραζε η δεύτερη εγκαλούσα. Εκθέτουν επίσης ότι επειδή αδυνατούσαν να καταβάλουν τα χρηματικά ποσά που επιδίκασαν τα αστικά δικαστήρια στις εγκαλούσες. Οι τελευταίες εξασφαλίστηκαν με την εγγραφή συντηρητικής κατάσχεσης και στις τέσσερις κατοικίες, υπερπολλαπλασίας αξίας των απαιτήσεών τους και ότι οι ίδιοι αδυνατούσαν να επιστρέψουν μετά ταύτα τα οφειλόμενα ποσά, γι’ αυτό δε οι αντίδικές τους στράφηκαν εναντίον τους, αρχικά με την από 19.9.2014 έγκλησή τους προς την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (για την οποία οι ίδιοι έχουν ασκήσει σε βάρος τους έγκληση για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση) και στη συνέχεια με την από 23.3.2015 μεταγενέστερη έγκλησή τους προς τον Εισαγγελέα Θεσσαλονίκης. Οι παραπάνω ισχυρισμοί ωστόσο δεν δύνανται να στοιχειοθετήσουν κατά νόμο, τον λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται σχετικά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού οι εκκαλούντες, υπό την επίκληση των παραπάνω, δεν παραπονούνται ούτε για το ότι το συμβούλιο απέδωσε σε ουσιαστική ποινική διάταξη διάφορη ερμηνεία απ' αυτήν που έχει, ούτε ότι υπήγαγε λανθασμένα τα πραγματικά περιστατικά, στις εφαρμοσθείσες διατάξεις, αλλά ούτε και ότι οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, λόγω αντιφάσεων και ασαφειών μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού. Αντίθετα πρόκειται για ισχυρισμούς αρνητικούς της κατηγορίας που τους αποδίδεται - με την ταυτόχρονη επίκληση αποδεικτικών μέσων για την αλήθεια αυτών - και ως εκ τούτου συγκροτούν τον λόγο της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων (εγγράφων, κ.λπ.), περίπτωση που πλέον - κατά τα επίσης αναφερόμενα στην ίδια νομική σκέψη - δεν συμπεριλαμβάνεται στους επιτρεπόμενους, κατά νόμο, λόγους έφεσης και ιδίως σ' αυτόν που προβλέπεται στην περ. β' του άρθρου 478 ΚΠΔ.

 

Συνακόλουθα, κατά το αντίστοιχο μέρος η έφεση είναι απαράδεκτη και άρα απορριπτέα.

 

Περαιτέρω και αναφορικά με τον δεύτερο λόγο εφέσεως, λεκτέα είναι τα εξής: Όπως προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, το προσβαλλόμενο βούλευμα εκδόθηκε, μετά το νόμιμο πέρας της κύριας ανάκρισης (που έλαβε χώρα με την έκδοση των προαναφερομένων ενταλμάτων σύλληψης των εκκαλούντων, οι οποίοι δεν ανευρέθησαν στην διεύθυνση που είχαν δηλώσει κατά την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε της ανακρίσεως, ήτοι επί της οδού ... στην περιοχή Κ. Τούμπας Θεσσαλονίκης). Η δε κύρια ανάκριση διενεργήθηκε από τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής με την από 1.12.2016 (ABM: ...) παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, κατόπιν της ολοκλήρωσης της προκαταρκτικής εξέτασης που ο τελευταίος διενήργησε μετά την διαβίβαση στην Εισαγγελία Χαλκιδικής της από 19.9.2014 και με αρ. πρωτ. .../19.9.2014 έγκλησης που είχαν ασκήσει οι παραπάνω εγκαλούσες ενώπιον της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου (βλ. την από 23.9.2014 εντολή της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, επί της εγκλήσεως περί διαβίβασης αντιγράφου αυτής στον Εισαγγελέα Χαλκιδικής). Στη συνέχεια, οι εγκαλούσες κατέθεσαν την από 23.3.2015 έγκλησή τους ενώπιον της Εισαγγελίας Θεσσαλονίκης που αφορούσε μεταξύ άλλων και τους νυν εκκαλούντες-κατηγορουμένους και στην οποία διαλαμβάνονται ως προς τους τελευταίους, τα ίδια πραγματικά περιστατικά σχετικά με την σε βάρος τους (εγκαλουσών) κακουργηματική απάτη. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, ενόψει του ότι εκκρεμούσε η προηγούμενη όμοια έγκληση στην Εισαγγελία της Χαλκιδικής και στο στάδιο τότε της προκαταρκτικής εξέτασης, εξέδωσε την από 17.11.2015 διάταξη, με την οποία αποφαίνεται να κηρυχθεί αβάσιμη η δεύτερη, από 23.3.2015 έγκληση, λόγω εκκρεμοδικίας (ως προς τους νυν εκκαλούντες). Εν συνεχεία το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, στο οποίο εισήχθη η ανακριτική δικογραφία που κινήθηκε κατόπιν της ποινικής δίωξης με βάση την από 19.9.2014 έγκληση, εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, στο οποίο εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται, ως χρόνος υποβολής εγκλήσεως η 23.3.2015 (η οποία είχε ήδη απορριφθεί με την προαναφερόμενη εισαγγελική διάταξη κατ' άρθρο 47 του ΚΠΔ). Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει λόγος εκκρεμοδικίας, οι δε εκκαλούντες κλήθηκαν νομίμως σε απολογία και λόγω μη ανεύρεσής τους στην δηλωθείσα διεύθυνση, η κύρια ανάκριση περατώθηκε νομότυπα δια της εκδόσεως των προαναφερομένων ενταλμάτων σύλληψης (αριθ. 270 παρ. 2 ΚΠΔ). Ως εκ τούτου δεν αποστερήθηκαν οι εκκαλούντες των νομίμων δικαιωμάτων τους, αναφορικά με την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπισή τους και δη το δικαίωμά τους σε δικαστική ακρόαση που υπαγορεύεται από την αρχή της δίκαιης δίκης κατ' άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ (βλ. τελευταίο εδάφιο μείζονος σκέψης), ο δε σχετικός περί του αντιθέτου ισχυρισμός τους, κρίνεται παρελκυστικός. Συνεπώς ο οικείος λόγος έφεσης που υπάγεται κατά νόμο, στη διάταξη του άρθρου 478 περ. α' ΚΠΔ, ελέγχεται ως ουσία αβάσιμος.

 

Μετά ταύτα ο προσβαλλόμενο βούλευμα σε ουδεμία πλημμέλεια περιέπεσε για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, προκειμένου να δικαστούν για την ως άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, ως προς τον πρώτο λόγο αυτής, με τον οποίο πλήττεται η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων και περαιτέρω να γίνει τυπικά δεκτή και ν' απορριφθεί κατ' ουσίαν ως προς τον δεύτερο λόγο της περί απόλυτης ακυρότητας. Περαιτέρω, πρέπει να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, με την τροποποίηση αυτού ως προς τον χρόνο υποβολής της εγκλήσεως, αντί του εσφαλμένου «23.3.2015» στον ορθό «19.9.2014» και να διαταχθεί η εκτέλεσή του. Τέλος πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 583 παρ. 1 ΚΠΔ και 3 παρ. 3 εδ. 1 ν.663/1977 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου μόνου της υπ' αριθ. 123827/2010 Υπουργικής απόφασης Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚΒ 1991), να επιβληθούν εις βάρος των ως άνω εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Κηρύσσει απαράδεκτες τις υπ' αριθ. ../4.10.2018 και …/4.10.2018 εφέσεις των ... και της ... και της ..., κατοίκων Κάτω Τούμπας Θεσσαλονίκης (οδός …) και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Ποτίδαιας Χαλκιδικής, αντίστοιχα, που ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Σωτηριάδη του Γεωργίου σύμφωνα με τις από 1.10.2018 εξουσιοδοτήσεις ενώπιον του Γραμματέως του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πολυγύρου Χαλκιδικής, κατά του υπ' αριθ. 133/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, κατά το μέρος αυτών που αιτιώνται εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.

 

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν τις άνω εφέσεις, κατά το μέρος αυτών που αιτιώνται απόλυτη ακυρότητα.

 

Επικυρώνει το εκκαλούμενο υπ' αριθ. 133/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής.

 

Διατάσσει την εκτέλεση του προσβαλλομένου υπ' αριθ. 133/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, διορθουμένης της ημερομηνίας υποβολής της εγκλήσεως από το εσφαλμένο «23.3.2015» στο ορθό «19.9.2014».

 

Επιβάλλει σε βάρος των άνω εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα, ποσού διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ, στον καθένα.

 

ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ στη Θεσσαλονίκη, στις 28 Νοεμβρίου 2018 και εκδόθηκε στις Δεκεμβρίου 2018.