ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΣτΕ 1923/2018

 

Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Εφετείου για απόλυση Ειδικού Φρουρού συνεπεία πειθαρχικού αδικήματος -.

 

Η εν λόγω απόφαση είναι εκκλητή. Λοιπές προϋποθέσεις παραδεκτού έφεσης. Συνέπειες στην πειθαρχική δίκη της παραγραφής του αξιοποίνου και της παύσης της ποινικής δίωξης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4043/2012. Ζητήματα διαχρονικού πειθαρχικού δικαίου για το αστυνομικό προσωπικό. Εφαρμογή ευμενέστερης διάταξης μεταγενέστερου νόμου. Μη νόμιμη η απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, καθώς δεν την εφάρμοσε τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 10 του π.δ. 120/2008, η οποία είχε καταστεί εφαρμοστέα ως ευμενέστερη, με βάση την παρ. 2 του άρθρου 58 του π.δ. 120/2008, και δεν άσκησε την κατά τη διάταξη αυτή ευχέρειά του στην επιμέτρηση της ποινής, αλλά αντιθέτως εφάρμοσε την δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. ζ του π.δ. 22/1996. Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση, ακυρώνει την απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου και αναπέμπει στη Διοίκηση για τα νόμιμα.

 

 

 

 

Αριθμός 1923/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 8 Ιουνίου 2017, με την εξής σύνθεση: Α. Σακελλαροπούλου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Μακρής, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Ε. Μελισσαρίδης, Ε. Αργυρός, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.

 

Για να δικάσει την από 20 Ιουλίου 2015 έφεση:

 

του ................ του ..........., κατοίκου .........., ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Χαράλαμπο Μπουκουβάλα (A.M. 20161), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

 

κατά του Υπουργού Εσωτερικών & Διοικητικής Ανασυγκρότησης και ήδη Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Κατωπόδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

και κατά της υπ' αριθ. 2071/2014 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ε. Αργυρού.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του εκκαλούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Αφού  μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

 

 

1.         Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης εφέσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (4133006, 1389572/2015 έντυπα παραβόλου).

 

2.         Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 2071/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακύρωσης του εκκαλούντος, ειδικού φρουρού της ΕΛ.ΑΣ. κατά α) της ./2009 απόφασης του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθυπαστυνόμων - Αρχιφυλάκων - Υπαρχιφυλάκων - Αστυφυλάκων, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του εκκαλούντος κατά της ./2008 απόφασης του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου και του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόλυσης και β) της ./3.7.2009 απόφασης του Προϊσταμένου του Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρωπίνου Δυναμικού της ΕΛ.ΑΣ, με την οποία αποφασίστηκε η απόλυση του εκκαλούντος από το Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας (Γ' 550).

 

3.         Επειδή, με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 2734/1999 (Α' 161) συνεστήθησαν στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως οργανικές θέσεις ειδικών φρουρών επί θητεία και με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3181/2003 (Α' 218), ορίσθηκε ότι «οι ειδικοί φρουροί αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού της Αστυνομίας, το οποίο προσλαμβάνεται με σχέση δημοσίου δικαίου επί πενταετή θητεία» και ότι «μετά τη συμπλήρωση της πενταετούς υπηρεσίας, μπορούν να παραμείνουν μόνιμα στο Σώμα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2622/1998 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων». Σχετικά, με το υπηρεσιακό καθεστώς των ειδικών φρουρών, το άρθρο 9 παρ. 10 του ν. 2734/1999 ορίζει ότι: «Για τα θέματα των Ειδικών Φρουρών που αφορούν τη στολή και τον οπλισμό που θα φέρουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, το χρόνο εργασίας, το πειθαρχικό δίκαιο, τον εφοδιασμό τους με ειδικό δελτίο ταυτότητας και την εν γένει υπηρεσιακή τους κατάσταση, τις αποδοχές τους γενικά, την ασφαλιστική κάλυψη και τα συναφή δικαιώματά τους εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2622/1998 (ΦΕΚ 138 Α'). Για τα λοιπά θέματα, που δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων κανονιστικών πράξεων, εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις που αφορούν τους αστυφύλακες». Σύμφωνα, εξάλλου, με τις ως άνω διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 2622/1998 (Α' 138), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3181/2003 (Α' 218), οι ειδικοί φρουροί, «υπόκεινται στις πειθαρχικές διατάξεις που διέπουν τους αστυφύλακες. Μέχρι τη μονιμοποίησή τους αντί της ποινής της απόταξης . . . επιβάλλεται η ποινή της απόλυσης...». Περαιτέρω, στις διατάξεις του ν. 2800/2000 «περί αναδιαρθρώσεως των υπηρεσιών του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και συστάσεως Αρχηγείου ΕΛ.ΑΣ.» (Α' 41), προβλέπεται ότι το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας διακρίνεται στις κατηγορίες του Αστυνομικού προσωπικού, του Πολιτικού προσωπικού, των Συνοριακών Φυλάκων και των Ειδικών Φρουρών (άρθρο 18 παρ. 1). Ακολούθησε ο ν. 3686/2008 (Α' 158), με το άρθρο 13 του οποίου προβλέφθηκε ότι οι ειδικοί φρουροί που συμπληρώνουν τριετή πραγματική υπηρεσία, από την ημερομηνία μονιμοποίησής τους, εντάσσονται, κατόπιν δηλώσεώς τους, στο αστυνομικό προσωπικό γενικών καθηκόντων, με το βαθμό του αστυφύλακα και έχουν τα δικαιώματα, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του βαθμού αυτού, πλην εκείνων που αναφέρονται στην άσκηση προανακριτικών καθηκόντων. Με τις ίδιες διατάξεις, η ισχύς των οποίων άρχισε από 1.1.2009, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ίδιου νόμου, προβλέπεται, περαιτέρω, ότι οι υπό ένταξη ειδικοί φρουροί καταλαμβάνουν οργανικές θέσεις αστυφυλάκων και τίθενται στο τέλος της επετηρίδας του βαθμού αυτού, ενώ οι οργανικές θέσεις των ενταχθέντων ειδικών φρουρών και οι κενές οργανικές θέσεις των ειδικών φρουρών που δεν εντάσσονται σε θέσεις αστυφυλάκων καταργούνται (παρ. 1). Προβλέπεται, επίσης, ότι οι εντασσόμενοι υποβάλλονται υποχρεωτικά σε συμπληρωματική εκπαίδευση, προκειμένου να ανταποκρίνονται αποτελεσματικότερα στα πρόσθετα καθήκοντα που τους ανατίθενται (παρ. 2), καθώς και ότι η υπηρεσιακή και μισθολογική τους κατάσταση ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν για το αστυνομικό προσωπικό (παρ. 3 και 4, όπως η πρώτη εξ αυτών ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 3938/2011, Α' 61). Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις, στο ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία, κατά τα παγίως κριθέντα, αποτελεί στρατιωτικώς οργανωμένο σώμα, εντάσσονται, ως ιδιαίτερη κατηγορία, οι ειδικοί φρουροί, οι οποίοι ασκούν μεν καθήκοντα, που είναι ειδικότερα και μερικότερα σε σχέση με την γενική αστυνομική αρμοδιότητα, που έχει ανατεθεί στο αστυνομικό προσωπικό, τα καθήκοντα, όμως, αυτά είναι αστυνομικής φύσεως και, ιδίως, μετά τον ν. 3181/2003, ανάλογα με εκείνα που ανατίθενται στο αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας. Οι ειδικοί φρουροί δεν υπάγονται, εξάλλου, στις περί μονιμότητας συνταγματικές διατάξεις και τις σχετικές διαδικαστικές εγγυήσεις (άρθρο 103 παρ.4 του Συντάγματος, βλ. ΣτΕ 429/2004) αλλά υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς αυστηρής ιεραρχίας και πειθαρχίας, αυξημένης υπηρεσιακής ετοιμότητας και επιφυλακής και διαρκούς διατεταγμένης υπηρεσίας, ενώ ασκούν τα καθήκοντά τους υπό τις ίδιες συνθήκες επικινδυνότητας με τις υπόλοιπες κατηγορίες ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας (ΣτΕ 259/2018 Ολ.).

 

4.         Επειδή, με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α' του ν. 702/1977 (Α' 268), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α' 222), ορίζεται ότι «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν: α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) ...», με το δε άρθρο 5Α του ν. 702/1977, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 παρ. 3 του ν. 3900/2010 (Α' 213), ορίζεται ότι «Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί των διαφορών των περιπτώσεων α' ... της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση. Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν: ... β) τη μονιμοποίηση και την απόταξη των στρατιωτικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων των σωμάτων ασφαλείας ...».

 

5.         Επειδή, όπως έχει κριθεί ο όρος «απόταξη» έχει μόνο την έννοια της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απομάκρυνσης των ανωτέρω υπαλλήλων από τις υπηρεσίες τους (βλ. ΣτΕ 1145/2018, 2737/2017, 4394, 2129, 2128, 2127/2015, 3277, 2970/2014, ΣτΕ (Συμβ.) 212/2017, 2164/2016, 240/2015, 2905, 2901, 2816, 2784, 2413/2014). Περαιτέρω, η δυνάμει των προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 5 του ν. 2622/1998 απόλυση ειδικών φρουρών εξαιτίας της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος, αποτελεί οριστική απομάκρυνση των ανωτέρω υπαλλήλων, για τον λόγο ότι διαγνώστηκε ότι υπέπεσαν σε πειθαρχικό παράπτωμα και, ως εκ τούτου, συνιστά «απόταξη» κατά την έννοια του β' εδαφίου του άρθρου 5Α του ν. 702/1977, παρά το γεγονός ότι στο άρθρο 4 παρ. 5 του ν. 2622/1998 δεν χρησιμοποιείται ο όρος αυτός. Συνεπώς, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί αιτήσεων ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων περί απόλυσης ειδικών φρουρών εξαιτίας της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος δυνάμει του ανωτέρω άρθρου, υπόκεινται σε έφεση. Κατόπιν τούτου, η εκκαλούμενη απόφαση είναι εκκλητή (πρβλ ΣτΕ 1415/2018).

 

6.         Επειδή, στο άρθρο 7 του ν. 2334/1995 (Α' 184 ) ορίζονται τα εξής : «1. Στο αστυνομικό προσωπικό επιβάλλονται οι ακόλουθες πειθαρχικές ποινές, οι οποίες καταχωρούνται στα ατομικά τους έγγραφα: α...δ. Αργία με απόλυση διάρκειας δύο (2) έως έξι (6) μηνών και και ε. Απόταξη. 2.... 3. Με προεδρικό διάταγμα, που προτείνεται από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης, καθορίζονται και κατά τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων τα πειθαρχικά παραπτώματα, η διάρκεια της πειθαρχικής ευθύνης, οι συνέπειες των πειθαρχικών ποινών, η παραγραφή τους, τα επιβαλλόμενα διοικητικά μέτρα, τα πειθαρχικά όργανα και η δικαιοδοσία τους, η διαδικασία εκδίκασης των πειθαρχικών παραπτωμάτων και τα αποδεικτικά μέσα, τα ένδικα μέσα, η εκτέλεση των ποινών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 4 ... ». Στο π.δ. 22/1996 «Πειθαρχικό δίκαιο αστυνομικού προσωπικού» (Α' 15), το οποίο εκδόθηκε κατ' επίκληση της ανωτέρω διάταξης, ορίζονται τα εξής : άρθρο 9 «1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία επισύρουν την ποινή της απόταξης είναι τα κατωτέρω περιοριστικούς αναφερόμενα, ανεξάρτητα από το αξιόποινο ή όχι αυτών: α... ζ. Η διάπραξη ή απόπειρα διάπραξης εγκλημάτων σε βαθμό κακουργήματος, η διάπραξη εγκλημάτων... πλαστογραφίας (άρθρο 216 Π.Κ) πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ)...(όπως η περ. ζ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 3/21004 - Α' 1).». Εξάλλου, στο π.δ. 120/2008, «Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού» (Α' 182/2.9.2008), το οποίο τέθηκε σε ισχύ τρεις μήνες από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 60) και αντικατέστησε το προαναφερόμενο π.δ. 22/1996, ορίζονται τα εξής : άρθρο 3 «1...2...3. Αν από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος μέχρι το πέρας της πειθαρχικής διαδικασίας ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για το διωκόμενο διατάξεις. 4...5. Η χάρη, η αποκατάσταση ή η με οποιονδήποτε άλλον τρόπο άρση του ποινικώς κολασίμου της πράξης ή η άρση εν όλω ή εν μέρει των συνεπειών της ποινικής καταδίκης δεν αίρουν το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης. 6...», άρθρο 4 «1 .Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε υπαίτια και καταλογιστή παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος με πράξη (ενέργεια ή παράλειψη). 2. Το υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αστυνομικό από τις διατάξεις του Συντάγματος, των νόμων, των κανονισμών του Σώματος, των διαταγών της Υπηρεσίας καθώς και από τη συμπεριφορά, που πρέπει να τηρεί ο αστυνομικός εντός και εκτός υπηρεσίας λόγω της ιδιότητας του. 3...», άρθρο 5 «1. Οι πειθαρχικές ποινές, που επιβάλλονται στους Αστυνομικούς και καταχωρίζονται στα ατομικά τους έγγραφα, είναι: α) Απόταξη, β) Αργία με απόλυση διάρκειας δύο (2) έως έξι (6) μήνες, γ) Αργία με πρόσκαιρη παύση διάρκειας δεκαπέντε (15) ημερών έως τεσσάρων (4) μηνών, δ) Πρόστιμο μέχρι τρεις μηνιαίους βασικούς μισθούς του τιμωρουμένου, ε) Επίπληξη. 2. Η απόταξη και οι αργίες είναι ανώτερες το δε πρόστιμο και η επίπληξη κατώτερες πειθαρχικές ποινές. 3...»., άρθρο 9 « Κατά την επιμέτρηση του ύψους των πειθαρχικών ποινών λαμβάνονται υπόψη : 1. Η βαρύτητα του παραπτώματος, για την οποία συνεκτιμώνται ιδίως η φύση, το είδος και το αντικείμενο του παραπτώματος, η βλάβη που προξένησε ή ο κίνδυνος που προκάλεσε, η επίδραση που είχε στην εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας και στο κύρος του Σώματος καθώς και ο βαθμός του δόλου ή της αμέλειας του υπαιτίου. 2. Η προσωπικότητα του υπαιτίου, για την οποία συνεκτιμώνται ιδίως ο βαθμός, η πείρα, ο χρόνος υπηρεσίας, ο χαρακτήρας, η προηγούμενη διαγωγή, η τυχόν διάπραξη του αυτού ή άλλου πειθαρχικού παραπτώματος, η ψυχική του κατάσταση, τα αίτια που οδήγησαν στην τέλεση του παραπτώματος, η αφορμή που του δόθηκε, ο σκοπός που επεδίωκε, η έμπρακτη μετάνοια που επέδειξε και η προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του και 3. Οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε το παράπτωμα και ιδίως ο χρόνος, ο τόπος, τα μέσα, ο τρόπος διάπραξης του και γενικά οι συνθήκες τέλεσης του», στο δε άρθρο 10 «1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, που επισύρουν την ποινή απόταξης, είναι τα κατωτέρω περιοριστικώς αναφερόμενα: α)... β)... γ)... η ) Η τέλεση ή η απόπειρα τέλεσης εγκλημάτων σε βαθμό κακουργήματος και η τέλεση ή απόπειρα τέλεσης των εγκλημάτων... πλαστογραφίας (άρθρο 216 Π.Κ), πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.)...2...3. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα  της τέλεσης  ή  απόπειρας τέλεσης των εγκλημάτων αντίστασης (167 Π.Κ.), πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.)...που προβλέπονται από το εδαφ. η' της παρ. 1, το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, εκτιμώντας τη βαρύτητα του παραπτώματος, την προσωπικότητα του υπαιτίου και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκαν, μπορεί να επιβάλλει αντί της ποινής της απόταξης ποινής αργίας με απόλυση.» Εξάλλου, στο άρθρο 48 του ίδιου π.δ. ορίζεται ότι «1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη. 2. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος. Σε κάθε άλλη περίπτωση η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου συνεκτιμάται στην πειθαρχική δίκη, το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί να εκδώσει απόφαση διαφορετική από εκείνη του ποινικού δικαστηρίου...3...». Στο άρθρο 49 «1. ... 2. Σε περίπτωση που μετά την έκδοση πειθαρχικής απόφασης με την οποία επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την πράξη για την οποία διώχθηκε πειθαρχικά ο αστυνομικός, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη. Στην περίπτωση αυτή αν επιβληθεί πειθαρχική ποινή δεν μπορεί να είναι βαρύτερη από την αρχικώς επιβληθείσα. 3. ... 4. Η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου που εξέδωσε την προηγούμενη απόφαση 5...Στην περίπτωση της παραγράφου 2 η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται μόνο μετά από αίτηση του εγκαλουμένου. 6. Η επανάληψη της πειθαρχικής δίκης σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ζητηθεί μετά την παρέλευση έτους από την έκδοση της αμετάκλητης αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης ή του απαλλακτικού βουλεύματος». Περαιτέρω, στο άρθρο 58 «1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, που τελέσθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, κρίνονται με τη διαδικασία και τα όργανα, που ορίζονται από τις διατάξεις του παρόντος, με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων παραγράφων. 2. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελέσθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ. 22/1996 (Φ.Ε.Κ. Α' - 34), όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με τα π.δ. 31/2001 (Φ.Ε.Κ. Α' - 26 ) και π.δ. 3/2004 (Φ.Ε.Κ. Α' -1), αν αυτές είναι ευμενέστερες για τον εγκαλούμενο. 3... Τα πειθαρχικά συμβούλια του άρθρου 34 του π.δ. 22/1996, όπως αυτό τροποποιήθηκε και ίσχυε, εξακολουθούν να είναι αρμόδια για την εκδίκαση των υποθέσεων που έχουν παραπεμφθεί σ' αυτά και εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος. Τα ίδια πειθαρχικά συμβούλια είναι αρμόδια και για την εκδίκαση των πειθαρχικών υποθέσεων, που παραπέμπονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφόσον δεν έχουν συγκροτηθεί τα υπό του άρθρου 34 οριζόμενα πειθαρχικά συμβούλια. Με τη συγκρότηση των πειθαρχικών συμβουλίων του άρθρου 34, οι εκκρεμείς υποθέσεις του προηγουμένου εδαφίου περιέρχονται αυτοδικαίως στα συμβούλια αυτά, χωρίς να απαιτείται νέα παραπεμπτική διαταγή. 4....5. Οι προσφυγές κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων διέπονται, εφόσον αναφέρονται σε πειθαρχικά παραπτώματα που τελέσθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος δικαίου, αν είναι ευμενέστερες για τον προσφεύγοντα. 6. Οι πειθαρχικές ποινές, που δεν έχουν εκτελεσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος εκτελούνται κατά τις διατάξεις, που ίσχυαν κατά το χρόνο που κατέστησαν τελεσίδικες. 7...», στο άρθρο 59 «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος καταργούνται: 1. Το π.δ. 22/1996 (Φ.Ε.Κ. Α' - 34) "Πειθαρχικό Δίκαιο του Αστυνομικού Προσωπικού", όπως είχε τροποποιηθεί με τα π.δ. 31/2001 (Φ.Ε.Κ. Α-26) και π.δ. 3/2004 (Φ.Ε.Κ. Α'-1), πλην των διατάξεων του άρθρου 34 αυτού, η ισχύς του οποίου διατηρείται μέχρι την εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων αρμοδιότητας των οριζομένων απ' αυτό συμβουλίων που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 58 του παρόντος και 2. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη, που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος».

 

7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου και την εκκαλούμενη απόφαση προκύπτει ότι ο εκκαλών, ειδικός φρουρός της ΕΛ.ΑΣ, παραπέμφθηκε με το ./1-ιζ716.8.2008 έγγραφο του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου με το ερώτημα της απόλυσης, διότι, όπως προέκυπτε από τη διενεργηθείσα σε βάρος του Ε.Δ.Ε., στις 16.4.2007 κατέθεσε στο Αστυνομικό Τμήμα ........ του Νομού Δράμας, ως δικαιολογητικό για τη συμμετοχή του σε διαγωνισμό πρόσληψης Ειδικών Φρουρών, επικυρωμένο αντίγραφο του 473/18.6.1999 απολυτηρίου του Γενικού Λυκείου ........, επί του οποίου είχε παραποιηθεί από τον ίδιο η βαθμολογία ορισμένων μαθημάτων, προκειμένου να διεκδικήσει με μεγαλύτερες πιθανότητες την επιτυχία του σε διαγωνισμούς που προκηρύσσονταν στο δημόσιο τομέα, κατά παράβαση του άρθρου 9 παρ. 1 περ. ζ του π.δ. 22/1996 και του άρθρου 217 του Ποινικού Κώδικα. Ακολούθως, με την ./22.9.2008 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου επιβλήθηκε στον εκκαλούντα η ποινή της απόλυσης. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου η οποία απορρίφθηκε με την 36/10.6.2009 απόφαση, επικυρώθηκε η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Συμβουλίου και επιβλήθηκε στον εκκαλούντα η ίδια ποινή. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε η ./3.7.2009 απόφαση του Προϊσταμένου Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού (Γ' 550), με την οποία ο εκκαλών απολύθηκε από τις τάξεις της Ελληνικής Αστυνομίας και διαγράφηκε από τη δύναμή της από 4.8.2009. Κατά των πράξεων αυτών ο εκκαλών άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση. Εξάλλου, με την 48366/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο εκκαλών καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την 5716/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από πλαστογραφία μετά χρήσεως σε πλαστογραφία πιστοποιητικού, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 217 του Ποινικού Κώδικα, το αξιόποινο της πράξης αυτής παραγράφεται και παύει η δίωξη αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 4043/2012.

 

8.         Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α' 213) προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο: «Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου». Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ως ισχυρισμοί η προβολή των οποίων με το δικόγραφο της έφεσης απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου αυτής, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται με τρόπο συγκεκριμένο σε κριθέν νομικό ζήτημα αναγόμενο αποκλειστικά στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση (ΣτΕ 3008, 191/2017, 829, 1044, 1796/2016, 3734, 1989/2015 κ.ά.).

 

9.         Επειδή, προβάλλεται ότι παρά το γεγονός ότι με την 5716/2012 απόφαση του Ε' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων ο εκκαλών είχε απαλλαγεί για το αδίκημα της πλαστογραφίας πιστοποιητικού, το δικάσαν Εφετείο μη νομίμως απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι κλονίστηκε η αιτιολογία της απόφασης του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόλυσης, διότι θεώρησε εσφαλμένως ότι με την ανωτέρω απόφαση έπαυσε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4043/2012 την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, ενώ για την απαλλαγή κατά τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου απαιτείται αμετάκλητη αθώωση. Συναφώς προβάλλεται ότι η αμετάκλητη απαλλαγή του εκκαλούντος από τα ποινικά δικαστήρια για την τέλεση του ποινικού αδικήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού, το οποίο στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το αποδιδόμενο σε αυτόν πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόλυσης, δέσμευε το πειθαρχικό συμβούλιο το οποίο δεν μπορούσε να βασίσει την κρίση του στα πραγματικά αυτά περιστατικά σύμφωνα με το άρθρο 48 του π.δ. 120/2008 και το άρθρο 6 παρ.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Τέλος, προβάλλεται ότι για το ανωτέρω ζήτημα δεν υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου.

 

10.       Επειδή, στο άρθρο 4 του ν. 4043/2012 «Μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στα καταστήματα κράτησης και άλλες διατάξεις» (Α'25), ορίζονται τα εξής : «1. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 31.12.2011: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση των πλημμελημάτων, εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ' αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. 2...».

 

11.       Επειδή, ο ανωτέρω λόγος προβάλλεται παραδεκτώς, κατά το άρθρο 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά την προσθήκη εδαφίου με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, διότι δεν υφίσταται νομολογία για το ανωτέρω ζήτημα των συνεπειών, στην πειθαρχική δίκη, της παραγραφής του αξιοποίνου και της παύσης της ποινικής δίωξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4043/2012. Περαιτέρω, όμως, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι τα πειθαρχικά όργανα δεν υποχρεούνται, κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 48 του π.δ. 120/2008, να προβαίνουν στην αθώωση του πειθαρχικώς διωκόμενου για τα αποδιδόμενα σ' αυτόν πειθαρχικά παραπτώματα εκ μόνου του λόγου ότι ο πειθαρχικώς διωκόμενος έχει τυχόν απαλλαγεί από το ποινικό δικαστήριο, αλλά δεσμεύονται, κατά τη διαπίστωση της διάπραξης του πειθαρχικού αδικήματος και την επιβολή πειθαρχικής ποινής, μόνον από την κρίση της ποινικής απόφασης περί της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος (ΣτΕ Ολομ. 4662/2012). Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση η ανωτέρω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών δεν κλονίζει τη νομιμότητα της αιτιολογίας του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, όπως αβασίμως προβάλλει ο εκκαλών, καθόσον το ποινικό δικαστήριο δεν εξέφερε κρίση περί της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν το αποδοθέν στον εκκαλούντα πειθαρχικό αδίκημα (ΣτΕ 2376/2014).

 

12.       Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι εσφαλμένως το δικάσαν Εφετείο εφήρμοσε την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. ζ του π.δ. 22/1996 ενώ, με βάση τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου, όφειλε να εφαρμόσει τις ευνοϊκότερες διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 εδ. η και παρ. 3 του π.δ. 120/2008 και με βάση τα στοιχεία του φακέλου, τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και την προσωπικότητα του εκκαλούντος, να του επιβάλει την ποινή της αργίας με απόλυση. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 10 του π.δ. 120/2008 είναι ευμενέστερες για τον εκκαλούντα, διότι στην περίπτωση που διαπιστωθεί η τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικών κατά το άρθρο 217 ΠΚ, το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλει ηπιότερη ποινή, σε αντίθεση με την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 9 του π.δ. 22/1996, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση που διαπιστωθεί η τέλεση του ανωτέρω πειθαρχικού παραπτώματος, το πειθαρχικό συμβούλιο είναι υποχρεωμένο να επιβάλει την πειθαρχική ποινή της απόλυσης. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι για το ζήτημα της εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 10 του π.δ. 120/2008 ως ευμενέστερων δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου.

 

13.       Επειδή, ο ανωτέρω λόγος έφεσης προβάλλεται παραδεκτώς, από την άποψη του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, δεδομένου ότι δεν υφίσταται σχετική νομολογία του Δικαστηρίου επί του ανωτέρω ζητήματος.

 

14.       Επειδή, με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ότι τόσο στο πλαίσιο του π.δ. 22/1996, όσο και του π.δ. 120/2008, βάσει της μεταβατικής διατάξεως του άρθρου 58 του Π.Δ 120/2008, τα αδικήματα του άρθρου 216 ΠΚ (πλαστογραφία μετά χρήσεως) και του 217 ΠΚ (πλαστογραφία πιστοποιητικών) τιμωρούνται με την ποινή της απόταξης (απόλυσης προκειμένου για Ειδικό Φρουρό). Η εφαρμογή της ευνοϊκότερης διατάξεως της παρ.3 του άρθρου 10 του ΠΔ/τος 120/2008, η οποία αναφέρεται σε πλαστογραφία πιστοποιητικών του άρθρου 217 ΠΚ, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Πειθαρχικού Συμβουλίου και προϋποθέτει τη μετατροπή της κατηγορίας από αυτήν του άρθρου 216 σε αυτή του άρθρου 217 του ΠΚ, η οποία έλαβε χώρα από το Ποινικό Δικαστήριο τρία (3) χρόνια μετά την εκδίκαση της πειθαρχικής υποθέσεως του εκκαλούντος, με βάση ομολογηθέν από τον ίδιο αδίκημα του άρθρου 216 ΠΚ. Επομένως, κατά την κρίση του δικάσαντος Εφετείου, η απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου παρίσταται νόμιμη και αιτιολογημένη.

 

15.       Επειδή, ο εκκαλών παραπέμφθηκε με το ./16.8.2008 έγγραφο του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής ως υπαίτιος παράβασης του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. ζ του π.δ. 22/1996 σε συνδυασμό με το άρθρο 217 ΠΚ, το οποίο αναφέρεται στο αδίκημα της πλαστογραφίας πιστοποιητικού και, στη συνέχεια, με την 36/2009 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου του επιβλήθηκε η ποινή της απόλυσης για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. ζ του π.δ. 22/1996, σε συνδυασμό με το άρθρο 217 παρ. 1 ΠΚ και του άρθρου 58 του π.δ. 120/2008. Τούτο δε, παρά το γεγονός ότι στην διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του π.δ. 120/2008 ορίζονταν ότι για το ανωτέρω πειθαρχικό παράπτωμα το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλλει, αντί της ποινής της απόταξης, ποινή αργίας με απόλυση. Με τον τρόπο αυτό όμως, το Δευτεροβάθμιο Ανακριτικό Συμβούλιο δεν εφήρμοσε την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 10 του π.δ. 120/2008, η οποία είχε καταστεί εφαρμοστέα ως ευμενέστερη, με βάση την παρ. 2 του άρθρου 58 του π.δ. 120/2008, και δεν άσκησε την κατά τη διάταξη αυτή ευχέρειά του στην επιμέτρηση της ποινής. Επομένως, δεν είναι νόμιμη η απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, όπως εσφαλμένως κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση και για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί. Στη συνέχεια πρέπει να εκδικασθεί, σύμφωνα με το άρθρο 64 του π.δ. 18/1989, η αίτηση ακύρωσης του εκκαλούντος - αιτούντος, να γίνει δεκτή για τον ίδιο λόγο, να ακυρωθούν η ./10.6.2009 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθυπαστυνόμων - Αρχιφυλάκων - Υπαρχιφυλάκων -Αστυφυλάκων, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του εκκαλούντος -αιτούντος κατά της ./22.9.2008 απόφασης του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου και του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόλυσης, καθώς και η ./1-κε73.7.2009 απόφαση του Προϊσταμένου του Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρωπίνου Δυναμικού της ΕΛ.ΑΣ (Γ' 550), με την οποία αποφασίστηκε η απόλυσή του από το Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, για να ενεργήσει τα νόμιμα.

 

 

Δ ι ά ταύτα

 

 

Δέχεται την έφεση.

 

Εξαφανίζει την 2071/2014 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

Δικάζει την αίτηση ακυρώσεως και τη δέχεται.

 

Ακυρώνει την ./10.6.2009 απόφαση  του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθυπαστυνόμων Αρχιφυλάκων Υπαρχιφυλάκων - Αστυφυλάκων και την ./1-κε/3.7.2009 απόφαση του Προϊσταμένου του Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρωπίνου Δυναμικού της ΕΛ.ΑΣ (Γ' 550), κατά το αιτιολογικό.

 

Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση, για να ενεργήσει τα νόμιμα.

 

Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων της εφέσεως και της αιτήσεως ακυρώσεως.

 

Επιβάλλει στο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο την δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, η οποία ανέρχεται συνολικά σε χίλια τετρακόσια ένδεκα (920 + 491) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2017 και στις 21 Ιουνίου 2018

 

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος       Η Γραμματέας

Α. Σακκελαροπούλου                         Κ. Κεχρολόγου

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018.

 

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος      Ο Γραμματέας

Α. Σακκελαροπούλου                       Ν. Βασιλόπουλος