ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΠεντΕφΠατρών 125/2019

 

Διαφορά από δημόσια έργα - Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Εξαιρετική αρμοδιότητα Εφετείου και ειδική διαδικασία -.

 

Οι διαφορές που προκύπτουν από σύμβαση για την εκπόνηση μελέτης που σκοπό έχει την εξυπηρέτηση του κοινού και που εκτελείται χάριν ΟΤΑ ο οποίος είναι κύριος αυτού, υπάγονται στη δικαιοδοσία του Πενταμελούς Πολιτικού Εφετείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το έργο. Η προσφυγή ή αγωγή που αναφέρεται σε διαφορά από δημόσια έργα εκδικάζεται από το Εφετείο κατά την προβλεπόμενη στον νόμο ταχεία διαδικασία η οποία ομοιάζει με αυτή των ασφαλιστικών μέτρων, αφού για την έκδοση της αποφάσεως αρκεί πιθανολόγηση και, επομένως, η κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων μπορεί να γίνει κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Η εξαιρετική αρμοδιότητα του Εφετείου και αντίστοιχα η προβλεπόμενη ειδική διαδικασία καλύπτει και τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που γεννιούνται από την εκτέλεση δημόσιου έργου όταν η σχετική σύμβαση είναι άκυρη.

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 125/2019

TO ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Οικονόμου, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Γαϊτάνη, Ηλία Σταυρόπουλο, Μαρία Παπαδοπούλου, Εισηγήτρια, και Παναγιώτη Κωστή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας», που εδρεύει στην Πανεπιστημιούπολη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Γεωργίας Πήττα (Δ.Σ.Πατρών), και κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος Πατρέων», που εδρεύει στην Πάτρα (Μαιζώνος 108) και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Γεωργόπουλου (Δ.Σ.Πατρών), και κατέθεσε προτάσεις.

 

Το καλούν - ενάγον με την από 27-3-2017 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ./29-3-2017 κλήση, εισήγαγε προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού την ασκηθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, από 15-9-2015 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ./15-9-2015 αγωγή, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 282/2017 απόφασης, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε την υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση παραπομπής, το δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση δεν δεσμεύεται πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης, αλλά δικαιούται και υποχρεούται να εξετάσει και αυτό την ύπαρξη αρμοδιότητάς του. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κώλυμα για την εισαγωγή με κλήση της αγωγής που παραπέμφθηκε προς συζήτηση και πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης. Η εισαγωγή, ωστόσο, με κλήση της υπόθεσης στο δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί σιωπηρή αποδοχή της παραπεμπτικής απόφασης και, κατά συνέπεια, σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα της έφεσης (ΑΠ 321/1989 ΝοΒ 38.1182, ΕφΛαρ 332/2015 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο ισχύει και για τον αντίδικο του καλούντος, ο οποίος παρίσταται στην συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής και δεν προβάλλει ένσταση περί της μη τελεσιδικίας της παραπεμπτικής απόφασης (ΕφΛαρ 332/2015 ό.ττ.). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 27-3-2017 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ./29-3-2017 κλήση του ενάγοντος, νομίμως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η ασκηθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, από 15-9-2015 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ./15-9-2015 αγωγή, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 282/2017 απόφασης, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε την υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο. Η ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση δεν προκύπτει μεν από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας ότι έχει καταστεί τελεσίδικη, ωστόσο, η εκ μέρους του ενάγοντος εισαγωγή της υπόθεσης με κλήση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την μη προβολή ένστασης (περί της μη τελεσιδικίας της παραπεμπτικής απόφασης) εκ μέρους του εναγομένου, θεωρούνται, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ως σιωπηρή αποδοχή αμφοτέρων των διαδίκων, της παραπεμπτικής απόφασης και, κατά συνέπεια, σιωπηρή παραίτηση αυτών από το δικαίωμα της έφεσης.

 

I. Σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ίσχυε πριν από την αναθεώρηση του έτους 2001, αλλά ισχύει και μετά από αυτήν, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, από τις διαφορές δε αυτές, όσες δεν είχαν υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, επιβαλλόταν να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους εντός της οριζόμενης προθεσμίας πέντε ετών, που μπορούσε να παρατείνεται με νόμο. Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής διατάξεως, εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983, με το άρθρο 1 παρ. 2 του οποίου, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδ. Γ), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής, αξίωση. Εξάλλου, η σύμβαση είναι διοικητική, αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου, συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 28/2011). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά, είναι ιδιωτικές και οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΠ 348/2017, ΑΠ 1284/2015, ΑΕΔ 3/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

II. Κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ, «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Από τον κανόνα του άρθρου αυτού, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας και έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφου γι' αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΟλΑΠ 218/1977), προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι - εκτός άλλων - και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, αν δηλ. η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η παροχή είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διάταξης νόμου. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν το λόγο, για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσης αυτής από την σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο, αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κυρία βάση της αγωγής απορριφθεί μετά από παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ' ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης. Έτσι πληρούται με τον τρόπο αυτό ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 23/2003 και 22/2003, ΑΠ 348/2017 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

III. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1418/1984 «τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητας της ζωής του λαού», κατά δε τη διάταξη της παρ. 3 του αυτού άρθρου «από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν φορείς του δημοσίου τομέα και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο, νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση». Σύμβαση δε για την εκτέλεση δημοσίων έργων είναι η, εξ επαχθούς αιτίας, έγγραφη συμφωνία, που καταρτίζεται μεταξύ του εργοδότη ή του φορέα κατασκευής του έργου και του αναδόχου για την κατασκευή του έργου με το προαναφερόμενο περιεχόμενο (ΑΠ 845/2009 Δημοσίευση Νόμος). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 2 εδ. α' του Ν. 1418/1984, οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα έργα, που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.) Α' και Β' βαθμού. Εξάλλου, κατά μεν τις δικονομικού χαρακτήρος διατάξεις του άρθρου 13 του ως άνω Νόμου (1418/1984) και ήδη 77 του Ν. 3669/2008 «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων», με τον τίτλο «Δικαστική επίλυση διαφορών», αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση κάθε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων, που προκύπτει από την κατασκευή δημοσίου έργου και επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής, είναι το διοικητικό ή πολιτικό Εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται το έργο (παρ.1 και 2), το οποίο, κατά το άρθρο 64 παρ. 4 ΕισΝΚΠολΔ, συγκροτείται από πέντε Δικαστές. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, καθώς και εκείνων των άρθρου 2 παρ. 1 και 41 παρ. 14 του Ν. 3316/2005, που αναφέρονται στη σύναψη και εκτέλεση όλων των δημοσίων συμβάσεων ανεξαρτήτως αξίας για την εκπόνηση μελετών και παροχή λοιπών υπηρεσιών μηχανικού και άλλων ελευθερίων επαγγελμάτων για λογαριασμό του Δημοσίου, ΝΠΙΔ, ΟΤΑ, η λοιπών Οργανισμών του Δημοσίου, προκύπτει ότι οι διαφορές που προκύπτουν από σύμβαση για την εκπόνηση μελέτης, που σκοπό έχει την εξυπηρέτηση του κοινού και που εκτελείται χάριν ΟΤΑ, ο οποίος είναι κύριος αυτού, υπάγονται στη δικαιοδοσία του Πενταμελούς Πολιτικού Εφετείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το έργο (ΕφΘεσ 445/2009 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω εξαιρετική καθ' ύλην αρμοδιότητα του Εφετείου συνδέεται και με διαφοροποίηση της διαδικασίας, με ιδιαιτέρως σημαντικού περιεχομένου δικονομικές ρυθμίσεις. Συγκεκριμένα, οι διάδικοι υποχρεούνται να προσκομίσουν κατά την πρώτη συζήτηση όλα τα αποδεικτικά μέσα. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 13 παρ. 4 εδ. α' και β' του Ν. 1418/1984 και 77 παρ. 4 εδ. α' και β'του Ν. 3669/2008). Η συζήτηση και η διεξαγωγή της αποδείξεως ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο, και αρκεί πιθανολόγηση. Οι αποφάσεις του διοικητικού ή πολιτικού Εφετείου είναι αμέσως εκτελεστές (ΑΠ  1499/2009 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτει ότι η προσφυγή ή αγωγή, που αναφέρεται σε διαφορά από δημόσια έργα, εκδικάζεται από το Εφετείο κατά την προαναφερόμενη ταχεία διαδικασία, η οποία ομοιάζει με αυτή των ασφαλιστικών μέτρων, αφού για την έκδοση της αποφάσεως αρκεί πιθανολόγηση και, επομένως, η κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων μπορεί να γίνει κατά τη συζήτηση της υποθέσεως (ΑΠ 1028/2007 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).  Η  εξαιρετική αρμοδιότητα του Εφετείου και αντίστοιχα η προβλεπόμενη ειδική διαδικασία καλύπτει και τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που γεννιούνται από την εκτέλεση δημόσιου έργου, όταν η σχετική σύμβαση είναι άκυρη, αφού και στην περίπτωση αυτή η αγωγή έχει ως ιστορική βάση για τον προσδιορισμό της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, την εκτέλεση του δημόσιου έργου και συντρέχει συνεπώς ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος (ΑΠ 1056/2014, ΕφΛαρ 332/2015 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, το ενάγον εκθέτει με την υπό κρίση αγωγή ότι στην Πάτρα, στις 17-12-2009, κατήρτισε εγγράφως με τον εναγόμενο Ο.Τ.Α. με την επωνυμία «Δήμος Πατρέων», προγραμματική σύμβαση για την εκπόνηση ερευνητικού έργου με τίτλο «Μελέτη σχεδίου δασοπροστασίας της περιοχής Natura 2000 Παναχαϊκού Όρους», δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να εκπονήσει σχέδιο για την πρόληψη κινδύνου πυρκαγιάς στην υπό μελέτη περιοχή, καθώς και για τους τρόπους αντιμετώπισης σε περίπτωση εκδήλωσης της, ο δε αντισυμβαλλόμενος του ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή των 40.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Ότι παρόλο που εκτέλεσε και παρέδωσε το συμφωνηθέν έργο, ο εναγόμενος αρνείται, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, να του καταβάλει την ως άνω αμοιβή, η οποία, μετά την έκδοση εκ μέρους του, πιστωτικού τιμολογίου ύψους 60 ευρώ, ανέρχεται στο ποσό των 39.940 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί να υποχρεωθεί ο αντίδικος του να του καταβάλει το προαναφερθέν ποσό των 39.940 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, καθώς και την καταδίκη αυτού στα δικαστικά έξοδα. Επικουρικώς, για την περίπτωση που κριθεί άκυρη η ένδικη σύμβαση, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος στην καταβολή του ως άνω ποσού κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, διατεινόμενο ότι κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος σε βάρος του, εξοικονομώντας αντίστοιχη δαπάνη για έργο που σώζεται μέχρι σήμερα. Η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, καθώς, από το προεκτεθέν περιεχόμενο της, σαφώς προκύπτει ότι εισάγεται με αυτή διαφορά από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, διότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος σωρευτικά ώστε να χαρακτηριστεί η ένδικη σύμβαση διοικητική, και να υπάγεται κατά συνέπεια στη  δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, δεν προκύπτει συνδρομή της ύπαρξης κανονιστικού καθεστώτος που να περιάγει τον αντισυμβαλλόμενο του ενάγοντος, Δήμο Πατρέων, σε υπερέχουσα έναντι εκείνου θέση ή η συμβατική πρόβλεψη υπαγωγής σε τέτοιο κανονιστικό καθεστώς, ούτε, άλλωστε, ο εναγόμενος δήμος επικαλέσθηκε με τις προτάσεις του την ύπαρξη τέτοιου ειδικού καθεστώτος. Επομένως, η ένδικη σύμβαση είναι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, και όχι διοικητική και, συνεπώς, η υπό κρίση, εξ αυτής, διαφορά, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών, και όχι των διοικητικών, δικαστηρίων. Περαιτέρω, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατ' άρθρο 46 εδ. β' ΚΠολΔ, καθόσον, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην οικεία θέση, έχει χωρήσει εν προκειμένω σιωπηρή παραίτηση των διαδίκων από το δικαίωμα της έφεσης κατά της (παραπεμπτικής) υπ' αριθμ. 282/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για να συζητηθεί κατά την προαναφερόμενη ειδική διαδικασία, και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 681 επ, 904 επ., 346 ΑΚ, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η μη παράθεση στο αγωγικό δικόγραφο των λόγων ακυρότητας της ένδικης σύμβασης, δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, καθώς εν προκειμένω η βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα, υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσης αυτής από την σύμβαση, και, συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, αρκεί, για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, το ότι γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, και δεν απαιτούνταν να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί η αγωγή περαιτέρω κατ' ουσίαν, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, καθώς το ενάγον, ως Ν.Π.Δ.Δ., απαλλάσσεται από την σχετική υποχρέωση, κατ' άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998.

 

Από την ένορκη κατάθεση του προταθέντος από το ενάγον μάρτυρος, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και περιέχεται στα υπ' αριθμ. ./2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (ή Επιτροπή Ερευνών) αποτελεί ένα ιδιαίτερο θεσμικό όργανο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, δυνάμει της υπ' αριθμ. 679/22-8-1996 (ΦΕΚ Β'/826/10-9-1996) κοινής υπουργικής απόφασης, που κυρώθηκε με το άρθρο 36 του Ν. 3794/2009. Σκοπός αυτού, είναι η διάθεση και διαχείριση κονδυλίων που προέρχονται από οποιαδήποτε πηγή και προορίζονται για την κάλυψη δαπανών για τις λειτουργικές ανάγκες υλοποίησης ερευνητικών, εκπαιδευτικών, αναπτυξιακών και άλλων έργων, καθώς και προγραμμάτων παροχής επιστημονικών, τεχνολογικών και λοιπών υπηρεσιών προς τρίτους. Για την πραγμάτωση του ανωτέρω σκοπού, ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας συνάπτει συμβάσεις με αντισυμβαλλόμενους φορείς, νομικά πρόσωπα (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου), καθώς και με ιδιώτες, που επιλέγουν να χρηματοδοτήσουν ένα ερευνητικό πρόγραμμα ή να του αναθέσουν την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου ή την παροχή υπηρεσιών. Με την υπ' αριθμ. ./22-7-2009 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πατρέων, εγκρίθηκε η σύναψη προγραμματικής σύμβασης με το Α.Π.Θ. για την εκπόνηση ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Μελέτη σχεδίου δασοπροστασίας της περιοχής Natura 2000 Παναχαϊκού Όρους», συνολικού προϋπολογισμού 40.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, και εξουσιοδοτήθηκε ο Δήμαρχος για την υπογραφή της. Πράγματι, στις 17-12-2009, συνήφθη στην Πάτρα η σχετική προγραμματική σύμβαση με το Α.Π.Θ., δια της Επιτροπής Ερευνών, για την εκπόνηση της ως άνω μελέτης, συνολικού προϋπολογισμού 40.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, στο προοίμιο της οποίας προσδιορίζεται ως αντικείμενο αυτής, η κατάρτιση ενός σχεδίου δασοπροστασίας της περιοχής Natura 2000 του Παναχαϊκού Όρους, που περιέχει πολλά σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας, για την αντιμετώπιση των διαφόρων κινδύνων υποβάθμισης με την πρόληψη και αποτροπή ενδεχόμενου κινδύνου πυρκαγιάς και την καλύτερη δυνατή επέμβαση σε περίπτωση εκδήλωσης της, όπως αναλυτικά περιγράφεται στο προοίμιο, στο άρθρο 3, καθώς και στο συνημμένο Παράρτημα Α της εν λόγω προγραμματικής σύμβασης. Το έργο ανέλαβε να υλοποιήσει ερευνητική ομάδα της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ., με επιστημονικώς υπεύθυνο τον καθηγητή .... Το τίμημα των 40.000 ευρώ, συμφωνήθηκε να καταβληθεί τμηματικά και συγκεκριμένα, ποσοστό 30% αυτού συμφωνήθηκε να καταβληθεί μετά την παρέλευση τριμήνου από την κατάρτιση της σύμβασης, ενώ το υπόλοιπο 70% συμφωνήθηκε να καταβληθεί με την παράδοση της τελικής συνολικής μελέτης. Σύμφωνα με το άρθρο 6 της σύμβασης, ο χρόνος εκτέλεσης του έργου συμφωνήθηκε να είναι έξι μήνες από την κατάρτιση της σύμβασης, στη συνέχεια, όμως, χορηγήθηκε τρίμηνη παράταση, ήτοι μέχρι 17-9-2010, δυνάμει της υπ αριθμ. ./7-7-2010 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγομένου Δήμου. Τελικώς, το έργο παραδόθηκε στον εναγόμενο στις 12-10-2011, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως πρακτικό οριστικής παραλαβής έργου, υπογεγραμμένο από τα μέλη της Επιτροπής παρακολούθησης - επίβλεψης - παραλαβής του έργου, του Δήμου Πατρέων, τα οποία (μέλη), μετά τον έλεγχο της μελέτης, απεφάνθησαν περί της αρτιότητας αυτής και την παρέλαβαν οριστικά. Εν συνεχεία, το ενάγον εξέδωσε το υπ' αριθμ. ./29-10-2011 πιστωτικό τιμολόγιο, ύψους 60 ευρώ, προκειμένου να επιβαρυνθεί αυτό με την ισόποση προμήθεια του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, πλην όμως ο εναγόμενος δεν κατέβαλε κανένα ποσό έναντι της συμφωνηθείσας αμοιβής, η οποία διαμορφώθηκε στο ποσό των 39.940 (40.000 - 60) ευρώ. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης σύμβασης, το αντικείμενο αυτής συνιστά ουσιαστικά ένα σύνολο συνήθων μελετών καταγραφής και ανάλυσης των κινδύνων εκδήλωσης δασικής πυρκαγιάς, καθώς και των επιπτώσεων σε ανθρώπινες ζωές, κατοικίες και λοιπά περιουσιακά στοιχεία, ήτοι αποτελούν συνήθεις υπηρεσίες εκπόνησης μελετών, και όχι υπηρεσίες που εμπίπτουν στην έννοια του ερευνητικού προγράμματος, το οποίο χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της πρωτοτυπίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 1514/1985, δηλαδή την εισαγωγή και αξιοποίηση του νέου με τη μορφή της προαγωγής της επιστημονικής γνώσης ή της επεξεργασίας νέων θεωριών. Συνεπώς, το έργο που ανέλαβε να εκτελέσει το ενάγον εμπίπτει στην έννοια της μελέτης, η ανάθεση εκπόνησης της οποίας διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3316/2005 «Ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» και διενεργείται, κατά κανόνα, κατόπιν δημόσιου, ανοικτού ή κλειστού, μειοδοτικού διαγωνισμού, ενώ, κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που καθορίζονται ρητά και περιοριστικά στο άρθρο 10 του ως άνω νόμου (βλ. Πράξη 1/2008 VII Τμ.Ελ.Συν.), ουδεμία εκ των οποίων συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, η απευθείας ανάθεση της εκπόνησης της επίμαχης μελέτης στο ενάγον δεν ήταν νόμιμη, όπως, άλλωστε, κρίθηκε και με την υπ' αριθμ. 126/2014 Πράξη του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών (VII Τμήμα) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί το με αριθ. ., οικονομικού έτους 2014, χρηματικό ένταλμα πληρωμής, που εξέδωσε ο εναγόμενος Δήμος για την πληρωμή της συμφωνηθείσας με την ένδικη σύμβαση, αμοιβής του ενάγοντος. Συνακόλουθα, η ένδικη σύμβαση είναι άκυρη και, ως εκ τούτου, το ενάγον δεν μπορεί να θεμελιώσει σε αυτήν οποιαδήποτε αξίωση. Επομένως, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης του εναγομένου, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, ως ουσία αβάσιμη. Ωστόσο, το ενάγον διατηρεί σε βάρος του αντιδίκου του, αξίωση στηριζόμενη στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθόσον ο εναγόμενος Δήμος παρέλαβε, όπως προαναφέρθηκε, το εκτελεσθέν έργο, ήτοι την εκπονηθείσα μελέτη, που σώζεται μέχρι σήμερα και την οποία δύναται να χρησιμοποιήσει και να ωφεληθεί από αυτήν, χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε αντάλλαγμα στο ενάγον, ωφελούμενος έτσι το αντίστοιχο χρηματικό ποσό που παρέμεινε εις χείρας του και ως προς το οποίο κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία - δοθέντος ότι το ίδιο ποσό τουλάχιστον θα κατέβαλε σε τρίτο πρόσωπο αν του ανέθετε την εκπόνηση της αυτής μελέτης δυνάμει έγκυρης σύμβασης - και με ζημία του ενάγοντος, δεδομένου ότι το τελευταίο θα μπορούσε να είχε αναλάβει, με την ίδια επιστημονική ομάδα και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την εκπόνηση άλλης μελέτης και να έχει εισπράξει την αναλογούσα αμοιβή. Επομένως, ο εναγόμενος, εφόσον έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία με ζημία του αντιδίκου του, έχει υποχρέωση να αποδώσει σε αυτόν την ωφέλεια, που ανέρχεται σε 39.940 ευρώ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, κατά την επικουρική βάση αυτής, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στο ενάγον το ως άνω ποσό των 39.940 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο (6% ετησίως, κατ' άρθρο 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 "περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.") από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ), θα επιβληθούν, όμως, μειωμένα, κατ' άρθρο 281 παρ. 2 Ν. 3463/2006, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

 

Απορρίπτει ότι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

 

Δέχεται την αγωγή, κατά την επικουρική βάση αυτής.

 

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στο ενάγον το ποσό των τριάντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα (39.940) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

 

Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Πάτρα στις 1 Νοεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 9 Ιουλίου 2019 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ